5/29/21

ΘΕΛΩΝ ΕΛΚΥΣΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΥΤΗΝ



 «Παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, εὑρών ὁ Ἰησοῦς τήν Σαμαρείτιδα, αἰτεῖ ὕδωρ παρ’ αὐτῆς ὁ νέφεσι καλύπτων τήν γῆν. Ὤ τοῦ θαύματος! ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος πόρνῃ γυναικί διελέγετο, ὕδωρ αἰτῶν ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν  κρεμάσας, ὕδωρ ζητῶν ὁ πηγάς καί λίμνας ὑδάτων ἐκχέων, θέλων ἑλκύσαι ὄντως αὐτήν, τήν θηρευομένην ὑπό τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ, καί ποτίσασθαι ὕδωρ ζωῆς, τήν φλεγομένην ἐν ἀτοπήμασι δεινῶς, ὡς μόνος εὔσπλαχνος καί φιλάνθρωπος» (Δοξαστικό των Στιχηρών του Εσπερινού της Κυριακής της Σαμαρείτιδος σε ήχο πλάγιο του δευτέρου)

 «Δίπλα από το πηγάδι του Ιακώβ αφού βρήκε ο Ιησούς την Σαμαρείτιδα, ζητά νερό από αυτήν αυτός που με τα σύννεφα (στα οποία αποθηκεύεται το νερό) καλύπτει την γη. Τι θαυμαστό γεγονός (πόση απορία μας προξενεί το γεγονός)! Αυτός που ταξιδεύει στο άρμα των Χερουβείμ συζητά με μία πόρνη γυναίκα! Ζητά νερό αυτός που έχει κρεμάσει (στερεώσει) την γη πάνω στα νερά. Ζητά νερό εκείνος που μέσα από το δημιουργικό του σχέδιο έχει κάνει να χύνονται από αυτόν πηγές και λίμνες από νερό, θέλοντας να την ελκύσει προς τον ίδιο, εκείνη που την κυνηγούσε ο εχθρός (ο διάβολος) ο οποίος πολεμά τους πάντες, και θέλοντας να την ποτίσει και να την ξεδιψάσει με το νερό που δίνει ζωή, αυτή που καταφλέγεται άσχημα στην αμαρτωλή ζωή, καθώς είναι ο μόνος εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος»


          «Η αγία Φωτεινή ήταν η Σαμαρείτιδα με την οποία ο Κύριος συζήτησε στο φρέαρ Ιακώβ και στην οποία αποκάλυψε όλα όσα εκείνη είχε κάνει στην μέχρι τότε ζωή της. Αλλάζοντας τότε εκείνη τρόπο ζωής, εξήλθε να κηρύξει το μήνυμα της σωτηρίας στην πατρίδα της και έφερε στην πίστη του Χριστού τις τέσσερις αδελφές της και τους δύο γιους της. Μετά το μαρτύριο των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου με τους γιους και τις αδελφές της πήγαν στην Καρθαγένη, όπου κήρυξαν τον Χριστό. Ο αυτοκράτορας του συνέλαβε και τους φυλάκισε. Η αγία Φωτεινή κατάφερε να κάνει χριστιανή την κόρη του αυτοκράτορα και τις υπηρέτριές της, με αποτέλεσμα ο ηγεμόνας να διατάξει, οργισμένος, να ρίξουν τις γυναίκες σε αναμμένη κάμινο. Έμειναν αβλαβείς. Ένας μάγος διατάχθηκε να δώσει σ’ αυτές ισχυρότατα δηλητήρια. Απέτυχε και τότε εκείνος έγινε χριστιανός, παίρνοντας το όνομα Θεόκλητος. Στη συνέχεια, οι αυτοκρατορικοί τύφλωσαν τις αγίες και τις φυλάκισαν επί τρία χρόνια σε υπόγεια φυλακή γεμάτη φίδια. Εκεί εμφανίστηκε ο Χριστός, μαζί με τους αγίους αποστόλους Πέτρο, Παύλο και πλήθος αγίων και αγγέλων και είπε στην Φωτεινή και την συνοδεία της: ‘Ειρήνη υμίν. Χαίρετε πάντοτε, ότι Εγώ μεθ’ ημών ειμί. Aνδρίζεσθε και ενδυναμώνεσθε. Τέλος, ο τύραννος διέταξε και έγδαραν την αγία Φωτεινή, τις αδελφές της, τους γιους της, και να δέσουν την αγία στις κορυφές δύο δέντρων που τις λύγισαν και όταν επανήλθαν στην θέση τους, την έσκισαν στα δύο. Η αγία Φωτεινή και όλοι οι μάρτυρες γιορτάζουν κάθε χρόνο στις 26 Φεβρουαρίου» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος έκτος)

Η συνάντηση του Χριστού με την Σαμαρείτιδα είναι από αυτές που χαρακτηρίζουμε συναντήσεις μίας στιγμής που γίνεται μία ζωή. Ένας λόγος είναι αρκετός για να γεννηθεί μία αγάπη που κρατά για πάντα. Ο Χριστός ήθελε να την ελκύσει, να την τραβήξει προς αυτόν, όχι με την ανθρώπινη διάθεση, αλλά με αυτή που οδηγεί τον καθέναν μας στην σχέση που κρατά μία αιωνιότητα. Και είναι χαρακτηριστικά της αγάπης του Θεού αυτά με τα οποία ο Κύριος εκφράζεται. Ο κουρασμένος από την οδοιπορία και την ζέστη έχει ανάγκη από λίγο νερό. Η αγάπη όμως που λαμβάνει από αυτόν ή αυτή που προσφέρει το νερό είναι η αρχή για να χτιστεί μια σχέση που αγγίζει τα κατάβαθα της ύπαρξης. Στοιχεία αυτής της σχέσης ο λόγος, η αλήθεια, το νόημα της ζωής. Κι αυτά δεν είναι θεωρία, αλλά κοινωνία ζώντων προσώπων.

«Δος μου να πιώ», της λέει ο Χριστός. Δεν ήταν το αίτημα μόνο. Ήταν το ότι μιλά ένας άνδρας σε μία γυναίκα που δεν την γνωρίζει και δεν είναι συγγενής του. Είναι το ότι μιλά ο Ιουδαίος στην Σαμαρείτιδα, την αλλοεθνή και αλλόπιστη, ενώ οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες δεν είχαν καμία επαφή. Είναι το ότι ο Θεός μιλά σε έναν άνθρωπο που ηθικά δεν θα άξιζε να του μιλήσει, κατά την γνώμη των πολλών και όχι άδικα, καθότι η Σαμαρείτιδα χαρακτηρίζεται από τον υμνογράφο ως «πόρνη». Ο λόγος όμως είναι γιατρικό. Είναι άνοιγμα καρδιάς και ύπαρξης στον πλησίον, στον κάθε πλησίον. Ζούμε σε μία εποχή κλειστότητας. Ο μοναδικός λόγος που εκφέρουμε σχετικά άνετα είναι στο Διαδίκτυο, κυρίως στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αποφεύγουμε να χαιρετίσουμε ακόμη και ανθρώπους που βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και στην εκκλησία. Δεν μιλάμε οι άνθρωποι. Φοβόμαστε, ντρεπόμαστε, δεν έχουμε συνηθίσει, δεν νιώθουμε την αξία του λόγου; Πάντως ο Χριστός μας δείχνει ότι δεν υπάρχει κάποιος που να μην αξίζει να του μιλήσουμε. Κι εδώ είναι η ουσία. Ο λόγος είναι αγάπη και μπορεί να γίνει αγάπη. Αρκεί να πηγάζει από μία καρδιά που αγαπά. Ο λόγος του Θεού, ο λόγος που πηγάζει από τον μονογενή υιό και Λόγο του Θεού είναι το παράδειγμα για όλους μας. Να μιλάμε όχι μόνο σε αυτούς που γνωρίζουμε ή σε αυτούς από τους οποίους περιμένουμε κάτι. Να μιλάμε σε όσους μπορούμε, από έναν απλό χαιρετισμό μέχρι κουβέντα ύπαρξης.

«Αλήθεια είπες ότι δεν έχεις άντρα. Διότι πέντε άντρες είχες κι αυτός μες τον οποίο κατοικείς δεν είναι άντρας σου», της λέει ο Χριστός. Είναι σπουδαίο να μιλούμε τον λόγο της αλήθειας τόσο για τον εαυτό μας, όσο και για τους άλλους και προς τους άλλους. Μπορεί οι άνθρωποι «να είναι θεριά και να μην αντέχουν την αλήθεια», όπως λέει ο ποιητής, όμως αυτή είναι που σώζει, γιατί ελευθερώνει. Ζούμε σε μία εποχή politically correct, σε μία εποχή στην οποία η αλήθεια θεωρείται προσβολή. Στρογγυλεύουμε τα λόγια μας, ενώ γνωρίζουμε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Από την άλλη, ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία πολλοί από εμάς νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια εξ αποκαλύψεως. Έχουμε θεοποιήσει τον εαυτό μας. Διαβάζουμε «πλίθους και κεράμους ατάκτως ερριμένους» και έχουμε στερέψει από ταπείνωση. Δεν αποδεχόμαστε την γνώμη κανενός που όντως γνωρίζει περισσότερα από εμάς. Υποπτευόμαστε τους πάντες και τα πάντα. Έτσι, η αλήθεια στις μέρες συνθλίβεται στις συμπληγάδες της άγνοιας και του δήθεν. Ο Χριστός όμως μάς δείχνει ότι με επίγνωση μπορούμε να πούμε αυτό που βλέπουμε, ζούμε, νιώθουμε, χωρίς όμως να πατούμε τον άλλον και όντας έτοιμοι να αποδεχτούμε ό,τι μας γιατρεύει.

«Θα σου δώσω ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», λέει ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα. Γιατί «εγώ ειμί ο Μεσσίας, ο λαλών σοι». Πόσες φορές δεν νικηθήκαμε από την ανάγκη να έχουμε ιδέες και εμπειρίες στην ζωή μας, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι ευτυχία είναι τα αγαθά, η υγεία, οι ωραίες σκέψεις, η εξουσία, η φυγή, η αλλαγή. Η ευτυχία όμως είναι όταν έχεις νόημα. Και το νόημα δεν μπορεί να είναι άλλο από την αγάπη, την δυνατότητα δηλαδή να χτίζουμε σχέσεις που θα στηρίζονται στην ειλικρίνεια και την προσφορά και όχι στην ηδονή της στιγμής. Το νόημα δεν μπορεί να είναι άλλο από την πίστη στην ανάσταση, ότι δεν πλαστήκαμε για να ηττηθούμε από τον θάνατο, αλλά ότι μας περιμένει η αιωνιότητα. Αγάπη κι ανάσταση είναι ο Χριστός. Αυτός είναι το νόημα. Κι Αυτόν συναντούμε στο πρόσωπο του κάθε άλλου. Αυτός γιατρεύει τις δικές μας πληγές. Αυτός μας κάνει να μην νικιόμαστε από τον πόνο που μας προκαλούνε. Διότι τα ατοπήματα θα παραμένουν δεινώς στην ζωή μας, αφού λυγίζουμε στο εγώ και τις απαιτήσεις του, στον κόσμο που μας παρασύρει στα δικά του πηγάδια. Όμως χρειάζεται ανδρεία, απόφαση και καινούργια αρχή.

Η Σαμαρείτιδα μας δείχνει έναν σπουδαίο δρόμο. Ότι αν ελκυστείς στον Χριστό, δεν μπορείς την χαρά να την κρατήσεις για σένα. Αυτό είναι η Εκκλησία. Λόγος, αλήθεια, νόημα που μοιράζονται σε όλους. Ας αναρωτηθούμε γιατί παραμένουμε απλώς θρήσκοι, όταν στα χέρια μας έχουμε τον θησαυρό του Χριστού, της συνάντησης, της ζωής αιωνίου.

Χριστός Ανέστη!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 30 Μαΐου 2021

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

 

5/25/21

ΓΙΑΤΙ ΤΑΡΑΖΟΜΑΣΤΕ;


«Αρχή της ησυχίας είναι το να αποκρούει κανείς τους χτύπους των δαιμόνων, διότι του ταράζουν τον βυθό της καρδιάς. Τέλος της ησυχίας είναι το να μην φοβάται τους θορύβους, αλλά να είναι απαθής έναντί τους»
(άγιος Ιωάννης της Κλίμακος)

Η ταραχή είναι σύνηθες φαινόμενο στην ζωή μας. Ο ατάραχος άνθρωπος άλλωστε  αντιμετωπίζεται ως αναίσθητος, αδιάφορος, κλεισμένος στον εαυτό του. Αντίθετα, αυτός που ταράζεται, δείχνει ότι έχει συναισθήματα. Είναι άνθρωπος που ζει και παλεύει, ακόμη κι αν η ταραχή τον δυσκολεύει. Υπάρχει όμως ένα εύλογο ερώτημα: από τι ταραζόμαστε;

Για την ασκητική παράδοση της πίστης αιτία της ταραχής είναι οι λογισμοί μας. Αυτοί πηγάζουν από την στάση των άλλων έναντί μας, από την αμφιβολία  και το άγχος μας για το μέλλον, από τους φόβους και τις φοβίες, από το ότι ζητάμε το δίκιο μας και δεν το βρίσκουμε, από την αμφισβήτηση που βιώνουμε, όπως επίσης και από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να βρούμε χαρά και νόημα στην ζωή μας. Ο διάβολος βρίσκει αφορμές να μας ταράξει. Μας υπενθυμίζει τι δεν έχουμε ή τι θα θέλαμε να πετύχουμε και δεν μπορούμε. Μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο μας και να αγωνιούμε. Μας κάνει να θέλουμε να έχουμε ως κριτήριο τον εαυτό μας και την προσωπική μας γνώμη. Να μην στηριζόμαστε σε εκείνους που μας αγαπούνε, ιδίως στην Εκκλησία, αλλά να βλέπουμε τα πράγματα με βάση το τι ο νους μας μάς υποδεικνύει, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να βρούμε ησυχία.

Ο λογισμός μάς κάνει να λειτουργούμε με προκατάληψη. Κατασκευάζουμε σενάρια στο μυαλό μας. Θέλουμε τον χρόνο μας γεμάτο και δεν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να πορεύεται με την ησυχία της εμπιστοσύνης στον Θεό και το θέλημά Του. Την ησυχία της προσευχής και του νοιαξίματος για τους άλλους που γίνεται «συγγνώμη». Όταν το κλειδί είναι το «εγώ» μας, εμείς πώς αισθανόμαστε, εμείς τι πιστεύουμε, πώς να ακούσουμε τους άλλους; Πώς να διακρίνουμε τι μας λένε και τι θα ήθελαν να μας πούνε; Πώς να λειτουργήσει η αγάπη; Ποια στοιχεία από όσα βλέπουμε και ακούμε είναι αληθινά και ποια μας παγιδεύουν σε ατέλειωτα παιχνίδια γκρίνιας, φόβου, τελικά ταραχής; Γιατί να είμαστε μονίμως σε άμυνα, αντιμετωπίζοντας τους άλλους ως εχθρούς; Ακόμη κι αν εκείνοι έτσι νιώθουν, μήπως θα άξιζε ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, μια ήρεμη προσέγγιση, ένα ερώτημα «τι σε στενοχωρεί σε μένα;», διατυπωμένο με υπομονή, μία ερώτηση στον πνευματικό μας, πολλή προσευχή ως αντίδοτο σε κάθε ταραχή;  

Η εποχή μας είναι γεμάτη από θορύβους. Όποιος φωνάξει περισσότερο, όποιος κινδυνολογήσει περισσότερο, όποιος βρει περισσότερο κακό σε κάθε περίσταση, αισθάνεται ευχαριστημένος διότι δήθεν δεν είναι αφελής ούτε υποταγμένος στα συμφέροντα που κυβερνούν τον κόσμο. Ο αληθινά πνευματικός άνθρωπος όμως εμπιστεύεται τον Χριστό, που αφέθηκε στην κακία του κόσμου, αλλά την νίκησε με την αγάπη και την ανάσταση. Ο αληθινά πνευματικός άνθρωπος κρίνει, αλλά δεν κατακρίνει. Μένει απαθής στους θορύβους, διότι γνωρίζει πως τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός. Εμπιστεύεται την Εκκλησία, ακόμη και στα λάθη και στις ολιγωρίες των ανθρώπων της, γνωρίζοντας πως η υπακοή σώζει. Και παλεύει πνευματικά ώστε και στις σχέσεις του με τους άλλους να επικρατήσει η αλήθεια που δίνει ησυχία στην καρδιά, ότι του Κυρίου εσμέν.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

               στο φύλλο της Τετάρτης 26 Μαΐου 2021

5/22/21

ΙΑΤΡΟΙΣ ΚΑΤΗΝΑΛΩΣΑ ΤΟΝ ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ ΒΙΟΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΥΣ ΤΥΧΕΙΝ ΟΥΚ ΗΞΙΩΘΗΝ


«Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἰεροσόλυμα ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, τῇ λεγομένῃ κατά Ἰουδαίους Βηθεσδᾶ, πέντε στοάς ἐχούσῃ. Ἐν ταύταις γάρ κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων. Ἄγγελος γάρ τοῦ Θεοῦ κατά καιρόν ἐπιφοιτῶν διετάραττεν αὐτήν καί ῥῶσιν ἐχαρίζετο τοῖς προσιοῦσιν ἐν πίστει. Καί ἰδών ὁ Κύριος χρονιοῦντα ἄνθρωπον λέγει πρός αὐτόν: θέλεις ὑγιής γενέσθαι; ὁ ἀσθενών ἀπεκρίνατο: Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν. Ἰατροῖς κατηνάλωσα τόν ἅπαντά μου βίον καί ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην. Ἀλλ’ ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων λέγει πρός αὐτόν: ἆρον σου τόν κράββατον καί περιπάτει, κηρύττων μου τήν δύναμιν καί τό μέγα ἔλεος ἐν τοῖς πέρασιν»
 (Δοξαστικό των στιχηρών του Εσπερινού της Κυριακής του Παραλύτου σε ήχο πλάγιο του πρώτου).

«Ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα στην προβατική κολυμβήθρα, η οποία σύμφωνα με τους Ιουδαίους ονομαζόταν Βηθεσδά και είχε πέντε στοές. Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πολλοί άνθρωποι που ήταν ασθενείς. Διότι κατά καιρούς κατέβαινε από τον ουρανό ένας άγγελος του Θεού και τάραζε το νερό της κολυμβήθρας και χάριζε υγεία σε όσους προσέρχονταν με πίστη. Και βλέποντας ο Κύριος έναν άνθρωπο που είχε πολλά χρόνια εκεί, του λέει: θέλεις να γίνεις υγιής; και ο άρρωστος του αποκρίθηκε: Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το νερό να με βάλει στην κολυμβήθρα. Ξόδεψα όλη μου την περιουσία στους γιατρούς και δεν αξιώθηκα να ελεηθώ. Αλλά ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων του λέει: πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και περπάτα, και διακήρυξε την δύναμή μου και το μέγα έλεος που ήρθα να δώσω στους ανθρώπους στα πέρατα της γης».

        «Εορτάζουμε το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου της Βηθεσδά κατά τον καιρό της πασχάλιας περιόδου διότι ο Χριστός το πραγματοποίησε κατά την περίοδο της εβραϊκής Πεντηκοστής. Ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα κατ’ αυτή την περίοδο και πέρασε από την προβατική κολυμβήθρα, που είχε χτιστεί από τον βασιλιά Σολομώντα. Την ονόμαζαν έτσι επειδή όταν έσφαζαν τα πρόβατα στον ναό για θυσία, εκεί έπλεναν τα εντόσθιά τους. Ο παράλυτος της Βηθεσδά επί τριανταοκτώ έτη περίμενε την θεραπεία από τον άγγελο που μία φορά τον χρόνο τάραζε το νερό, για να γίνει όποιος πέσει στην κολυμβήθρα πρώτος καλά. Ο παράλυτος ονομαζόταν Ίαρος. Ο Χριστός τον γιατρεύει την ημέρα του Σαββάτου, προκαλώντας το μίσος και την έχθρα των Ιουδαίων. Για κάποιους ο Ίαρος ήταν αυτός που έδωσε το ράπισμα στον Χριστό όταν δικαζόταν ο Κύριος από τον αρχιερέα Καϊάφα. Αυτό όμως δεν φαίνεται ότι ήταν σωστό. Ο Χριστός όμως του ζητά να προσέξει όχι μόνο την σωματική, αλλά και την πνευματική του υγεία, διότι κάθε ασθένεια δεν έχει να κάνει μόνο με την αμαρτία, αλλά έρχεται και ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας για την αληθινή ζωή» (από το Συναξάριο μετά την έκτη ωδή του Όρθρου της εορτής)

        Όταν ασθενούμε οι άνθρωποι καταφεύγουμε στους γιατρούς, στην ιατρική επιστήμη. Αντιμετωπίζουμε τους γιατρούς ως αυτούς που ξέρουν την αλήθεια για την κατάστασή μας, μπορούν να βρούνε τρόπους να μας επαναφέρουν στην υγεία μας, να αποτρέψουν ή να αναστείλουν τον θάνατο. Ο γιατρός για τον άνθρωπο είναι ένας μικρός σωτήρας. Το ίδιο και τα φάρμακα, τα οποία τα έχουμε ανάγκη ώστε ο οργανισμός μας να έρθει σε ισορροπία και να μπορούμε να ζήσουμε κατά πώς επιθυμούμε.

     Υπάρχουν όμως και ασθένειες στις οποίες οι γιατροί μπορούν να λειτουργήσουν κάπως ανακουφιστικά, αλλά δεν είναι τόσο οι γνώσεις που δεν είναι επαρκείς, όσο η κατάσταση του ασθενούς που δεν επιτρέπει σε κανένα φάρμακο να δράσει αποτελεσματικά και να οδηγήσει στην θεραπεία. Οι γιατροί γνωρίζουν, βλέπουν, προβλέπουν, αλλά αισθάνονται και αυτοί ανίσχυροι μπροστά στην δύναμη της ασθένειας, στην φθορά που αυτή επιφέρει στον άνθρωπο. Σηκώνουν τα χέρια ψηλά και, αν πιστεύουν στον Θεό, αφήνουν τα πάντα στο έλεός Του. Νιώθουν τα μέτρα τους, ότι όσο κι αν επιθυμούν, δεν μπορούν να νικήσουν έναν οργανισμό που καταστρέφεται είτε από μόνος του είτε από τον χρόνο είτε από κάποιον αόρατο εχθρό που λέγεται μικρόβιο ή ιός. Και σπουδάζουν μαζί μ’ αυτόν που πεθαίνει την φθορά της ανθρώπινης φύσης. Και δεν είναι θέμα χρημάτων και κόστους. Είναι το ότι τελικά έναντι της φθοράς και του θανάτου είναι βέβαιο ότι θα ηττηθούμε. Όσο κι αν μας πονά. Και το ερώτημα ξαναγυρνά στην ζωή που ζούμε. Διότι αυτός είναι ο κοσμικός τρόπος θέασης των πραγμάτων, που μοιάζει μοναδικά ανθρώπινος.

     Για την πίστη μας όμως υπάρχει το «μετά». Είναι σταυρός ο πόνος, η φθορά, η ασθένεια. Είναι μαρτύριο η προσδοκία του θανάτου και το ανίσχυρο του ανθρώπου. Είναι δοσμένο σε όλους μας από τον Θεό το λογικό. Και το λογικό συνδυάζεται με το «άρχειν», δηλαδή με την επιθυμία και την δυνατότητα να βρούμε τρόπους να εξουσιάζουμε επί της φύσεως, αλλά και επί του εαυτού μας. Και όταν διαπιστώνουμε πως όση δύναμη κι αν έχει ο νους μας, όσα κι αν γεννήσει ως προς τις γνώσεις, δεν  μπορεί να εξουσιάσει τη ύπαρξη ώστε να μην πάψει να υφίσταται, ο πόνος είναι ανεκλάλητος. Κι όμως, ενώ υπάρχει το «έλεος του Θεού», το οποίο μας δείχνει πως η αγάπη είναι ο τρόπος, η εμπιστοσύνη στον Θεό που αναστήθηκε και θα μας αναστήσει, ότι η αγάπη είναι ο δρόμος αυτής της ζωής, ότι η αγάπη είναι αυτή που ελεεί την και μετά θάνατον υπάρχουσα ψυχή μας, εντούτοις οι άνθρωποι επιμένουμε να έχουμε τα δικά μας, τα ανθρώπινα, τα κοσμικά μέτρα ως βάση της πορείας μας.

    Τριανταοκτώ χρόνια περίμενε ο παράλυτος της Βηθεσδά. Ξόδεψε την περιουσία του στους γιατρούς, αλλά την φθορά δεν την νίκησε. Έλεος από τον κόσμο δεν βρήκε. Και βρίσκει ίαση σε μία στιγμή, όταν τον συνάντησε ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Του δίνει την σωματική γιατρειά. Τον αφήνει να συλλογιστεί την ανάγκη για ίαση όλης της ύπαρξης. Και τον προτρέπει να διακηρύξει το δώρο που έλαβε. Η συνάντηση με τον Χριστό είναι το κλειδί. Αυτός μας ελεεί. Αυτός είναι η ελπίδα μας. Αυτός νικά την τυπολατρία και τα θρησκευτικά συνταγολόγια που δεν επέτρεπαν καμία εργασία το Σάββατο, ούτε την ίαση του ανθρώπου, δείχνοντας την ανάγκη που φτάνει στον παραλογισμό η κάθε εξουσία να ελέγχει και την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του ανθρώπου, ακόμη και το πώς και πότε και με ποιον τρόπο θα γιατρευτεί.  Και ο Χριστός νοιάζεται για τον ιαθέντα. Τον βρίσκει και τον προτρέπει να προσέχει στην ζωή του, για να μην χάσει τελικά την πνευματική του υγεία και παραδοθεί στην αιώνια φθορά.

    Η ίαση του παραλύτου της Βηθεσδά μας δείχνει ότι μπροστά στον αναστάντα Κύριο όσοι πιστεύουμε συνειδητοποιούμε τα όριά μας: χωρίς να αρνούμαστε τα ανθρώπινα μέσα, δεν πιστεύουμε στην σωτηρία εκ της ζωής ταύτης, στην σωτηρία εκ της επιστήμης. Ακούμε, υπακούμε, αλλά δεν απολυτοποιούμε. Μέσα μας γνωρίζουμε ότι το έλεος του Θεού δίνει απαντήσεις και για το κατά και για το μετά της ζωής. Και με εμπιστοσύνη στον Θεό παλεύουμε την ήττα μας από το να ελέγχουμε και να εξουσιάζουμε τα πάντα. Αποδεχόμαστε εν ταπεινώσει τα μέτρα μας. Κοιτούμε τα πάθη και τα λάθη μας. Και με γενναιότητα ψυχής περιμένουμε την συνάντηση με τον Χριστό. Την προγευόμαστε στην Εκκλησία και στα μυστήριά της. Επιλέγουμε όμως η ζωή μας να μην θεοποιεί τα του κόσμου, αλλά να αφήνεται στο έλεος του Θεού. Και δεν λησμονούμε τον ψαλμικό λόγο: «το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».

Χριστός Ανέστη!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 23 Μαΐου 2021

              Κυριακή του Παραλύτου

5/19/21

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 73- ΣΒΕΤΛΑΝΑ ΑΛΕΞΙΕΒΙΤΣ, «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», μετάφραση Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

                 Η τιμημένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2015 ουκρανή λογοτέχνης Σβετλάνα Αλεξίεβιτς έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, μετάφραση Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου). Το βιβλίο ανήκει στο είδος της λεγόμενης «τεκμηριωτικής πεζογραφίας» και περιλαμβάνει μαρτυρίες προφορικής ιστορίας από ανθρώπους που έζησαν το πέρασμα από την Σοβιετική Ένωση στην σημερινή Ρωσία το 1991. Οι αφηγητές περιγράφουν την εμπειρία τους τόσο από το κομμουνιστικό καθεστώς, όσο και από την «Νέα Οικονομία», όπως χαρακτηρίστηκε η απόπειρα των Γιέλτσιν, Γκαϊντάρ αρχικά και σε συνέχεια του Πούτιν να διαμορφώσουν μία νέα Ρωσία, εκδυτικισμένη στο οικονομικό και πολιτιστικό πεδίο, στηριγμένη όμως σε παραδοσιακές φόρμες, όπως η κυριαρχία του ενός (εν είδει τσάρου) στην πολιτική και η επίκληση της Ορθόδοξης θρησκείας ως συνεκτικού ιστού της ρωσικής ζωής. Το βιβλίο περιλαμβάνει μαρτυρίες και από το τελευταίο καθεστώς σοβιετικού τύπου, το οποίο υφίσταται στην Λευκορωσία σήμερα, όπως επίσης και συγκλονιστικές περιγραφές του εμφυλίου πολέμου στην Αμπχαζία, αλλά και των τρομοκρατικών χτυπημάτων Τσετσένων ανταρτών στην Μόσχα, εις βάρος ανύποπτων και αθώων πολιτών.

                Η ιδέα της Αλεξίεβιτς εξαιρετική. Αντί να πλάσει μυθιστορηματικούς ήρωες, παίρνει καθημερινούς ανθρώπους, κάποτε και στελέχη του σοβιετικού καθεστώτος, όπως ο στρατηγός Αχρομέγεφ, και τους βάζει να της αφηγηθούν τις εμπειρίες τους. Παράλληλα, συμπληρώνει με άλλες μαρτυρίες πάνω στο θέμα, ακόμη και στοιχεία από αρχειακό υλικό, εν είδει ημερολογιακής εξομολόγησης, δίδοντάς μας την ευκαιρία να κατανοήσουμε τι πραγματικά συνέβη στις ψυχές των ανθρώπων στο πέρασμα από ένα καθεστώς ανελευθερίας, αλλά με συνθήκες που εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα μία πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου (χωρίς θρησκευτικότητα βέβαια, αλλά με παιδεία, πανεπιστήμιο, τέχνη, βιβλίο, θέατρο, μουσική) σε μία περίοδο εξωτερικής ελευθερίας, ωστόσο με άλλου είδους ανισότητες (καθώς ο υπερκαταναλωτισμός απευθύνεται σε όλους, αλλά δεν μπορεί να κατορθωθεί από όλους), αλλαγή παραδείγματος ζωής και πολλή νοσταλγία του παλαιού «κόκκινου»  ανθρώπου.  

                Το ερώτημα που αναφύεται μέσα από το βιβλίο είναι κατά πόσον μπορεί να υπάρξει μία μέση οδός. Ο ολοκληρωτισμός προφανώς και είναι απορριπτέος. Όταν όμως ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο στην προοπτική μόνο του υλισμού, τότε η ελευθερία έχει νικηθεί. Διότι ο ρωσικός καπιταλισμός και ο πρακτικός εκδυτικισμός της ρωσικής κοινωνίας δεν έφερε στο προσκήνιο έναν τύπο ανθρώπου που βλέπει ως σκοπό της ζωής του την ευτυχία όχι μόνο ως προς την ποσότητα και ποικιλία υλικών αγαθών που μπορεί να καταναλώσει, αλλά ως προς την δυνατότητά του να βλέπει τον άλλο ως συνάνθρωπο, να νοιάζεται, να αγαπά, να χαίρεται ην κοινωνία μαζί του, να ερωτεύεται, όπως και να μπορεί να καλλιεργεί τον εαυτό του ηθικά και πνευματικά. Στα χρόνια του «κόκκινου ανθρώπου» όποιοι δεν συμμορφώνονταν με το σοβιετικό πρότυπο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στέλνονταν στα γκουλάγκ ή περιθωριοποιούνταν, ενώ μετά έμεναν φτωχοί και καταφρονεμένοι εάν δεν υπάκουαν στο κόμμα. Στα χρόνια του μετασοβιετικού ανθρώπου ο εθνικισμός, ο φανατισμός, το μίσος, η τρέλα με τα υλικά αγαθά, η απουσία επικοινωνίας και κοινότητας σκιάζουν την ελευθερία.

                «Για κάποιο λόγο σκέφτομαι πως ο σοσιαλισμός δε λύνει το θέμα του θανάτου. Των γηρατειών. Του μεταφυσικού νοήματος της ζωής. Η ζωή περνάει και φεύγει. Μόνο η θρησκεία έχει απαντήσεις σε τέτοια πράγματα. Ναιαιαιαι... Το ‘ 37 για κάτι τέτοιες κουβέντες θα με είχαν... Το βιβλίο ‘Ο άνθρωπος- αμφίβιο’ του Αλεξάντρ Μπελιάεφ το έχετε διαβάσει; Εκεί ένας σοφός επιστήμονας θέλει να κάνει το γιο του ευτυχισμένο και τον μεταμορφώνει σε άνθρωπο- αμφίβιο. Ο γιος όμως σύντομα νιώθει στεναχώρια μόνος στον ωκεανό. Θέλει να είναι όπως όλοι: να ζήσει στη γη, να αγαπήσει μια συνηθισμένη κοπελίτσα. Αυτό όμως είναι αδύνατον πια. Και πεθαίνει. Και ο πατέρας είχε την εντύπωση πως είχε ανακαλύψει το μεγάλο μυστήριο...Πως ήταν θεός! Αυτό ως απάντηση σε όλους εσάς, τους μεγάλους ουτοπιστές! Η ιδέα ήταν υπέροχη!! Τι θα κάνετε όμως με τον άνθρωπο; Ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει απ’  την εποχή της αρχαίας Ρώμης...» (σελ. 264).

«Ανατινάξαμε την εκκλησία.... Ακόμα έχω στ’  αυτιά μου τις φωνές των γριών: ‘παιδάκια μας , μην το κάνετε αυτό!’ Μας ικέτευαν. Κρέμονταν απ’ τα πόδια μας.   Διακοσίων χρόνων ήταν η εκκλησία. Χώρος αγιασμένος από τις προσευχές, καθώς λένε. Στη θέση της εκκλησίας χτίσαμε μια δημόσια τουαλέτα. Βάλαμε τους παπάδες να την καθαρίζουν. Να καθαρίζουν τα σκατά. Τώρα...φυσικά... τώρα καταλαβαίνω. Αλλά τότε... διασκέδαζα» (σελ. 253).

«Θέλαμε να χτίσουμε τη βασιλεία τω ουρανών επί της γης. Ένα όμορφο, αν κι ανέφικτο όνειρο, ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο. Δεν είναι τελειοποιημένος. Λοιπόν.... Από τον Πουγκατσόφ και τους δεκεμβριστές...μέχρι τον Λένιν...όλοι ονειρεύονταν ισότητα και αδελφοσύνη. Χωρίς την ιδέα της δικαιοσύνης η Ρωσία και οι άνθρωποί της θα είναι διαφορετικοί. Η χώρα θα αλλάξει εντελώς. Δε γιατρευτήκαμε ακόμα απ’  τον κομμουνισμό. Μην ελπίζετε. Ούτε ο κόσμος γιατρεύτηκε. Ο κόσμος θα ονειρεύεται πάντα την Civitas Solis (την πολιτεία του ήλιου). Από την εποχή που ήταν ντυμένος με δέρματα ζώων, από τότε που ζούσε στις σπηλιές, αυτό που ήθελε ήταν δικαιοσύνη. Θυμηθείτε τα σοβιετικά τραγούδια και τις ταινίες... Τι όνειρα εξέφραζαν! Είχαν πίστη... Η Μερσεντές δεν ήταν όνειρο» (σελ. 246).

«Στην ελευθερία πάντως οι μυρωδιές είναι διαφορετικές...και οι εικόνες... Είναι όλα διαφορετικά.... Μετά το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό...επί Γκορμπατσόφ ήδη.... ο φίλος μου επέστρεψε με τα λόγια: ‘η ελευθερία ευωδιάζει σαν ωραία σάλτσα’. Εγώ η ίδια, πάλι, θυμάμαι καλά το πρώτο μου σουπερμάρκετ, στο Βερολίνο, με τα εκατό είδη σαλάμι και τα εκατό είδη τυρί. Μου ήταν ακατανόητο. Ύστερα μας ανοίχτηκε ο κόσμος. Ενώ πριν απλώς τον ονειρευόμασταν...ονειρευόμασταν πράγματα που θα θέλαμε να είχαμε... Ήταν ωραία που ονειρευόμασταν έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε. Ονειρευόμασταν.... Αλλά ζούσαμε μια ζωή στην ΕΣΣΔ, όπου υπήρχαν ενιαίοι κανόνες παιχνιδιού, κανόνες που τηρούσαν όλοι. Να, ας πούμε, κάποιος στέκεται στην εξέδρα. Λέει ψέματα και τον χειροκροτούν όλοι, αν και όλοι ξέρουν πως λέει ψέματα. Κι εκείνος το ξέρει πως το ξέρουν όλοι ότι λέει ψέματα. Τα λέει όμως τα ψέματά του και χαίρεται με τα χειροκροτήματα» (σσ. 226-227)

«Η Ρωσία... Σκούπισαν πάνω της τις σόλες τους. Ο καθένας μπορεί να της ρίξει μια στα μούτρα. Τη μετέτρεψαν σε δυτικό σκουπιδότοπο μεταχειρισμένων κουρελιών και ληγμένων φαρμάκων. Σε αποθήκη πρώτων υλών, σε βρυσούλα αερίου... Η σοβιετική εξουσία; Δεν ήταν ιδανική αλλά ήταν καλύτερη απ’  ό,τι τώρα. Αξιοπρεπέστερη. Γενικώς, ο σοσιαλισμός με ικανοποιούσε: δεν υπήρχαν πάρα πολύ πλούσιοι, ούτε φτωχοί... δεν υπήρχαν άστεγοι και εγκαταλελειμμένα παιδιά.... Οι γέροι μπορούσαν να ζήσουν με τις συντάξεις τους, δε μάζευαν άδεια μπουκάλια στους δρόμους. Αποφάγια. Δε σε κοιτούσαν στα μάτια, δε στέκονταν με απλωμένο το χέρι»  (σσ. 196-197)

«Η αγορά έγινε το πανεπιστήμιό μας... Τα παραλέω- πανεπιστήμιο... πάντως σίγουρα σχολείο ζωής. Αυτό ναι. Έρχονταν εδώ σαν να επισκέπτονταν μουσείο. Βιβλιοθήκη. Τα αγοράκια και τα κοριτσάκια περνούσαν μπροστά απ’  τους πάγκους σαν τα ζόμπι...με τρελαμένα πρόσωπα... Να ένα ζευγάρι που σταματάει μπροστά σε κάτι κινέζικους αποτριχωτές... Και η κοπέλα να του εξηγεί πόσο σημαντική είναι η αποτρίχωση... Εκατομμύρια νέες συσκευασίες, κουτάκια. Τα πήγαιναν στο σπίτι σαν ιερά σκεύη, και όταν είχαν πλέον χρησιμοποιήσει το περιεχόμενό τους, δεν πέταγαν τα μπουκαλάκια, αλλά τα τοποθετούσαν σε κάποια τιμητική θέση πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης ή στον μπουφέ, πίσω απ’  το κρύσταλλο. Διάβαζαν τα πρώτα ιλουστρασιόν περιοδικά σαν να διάβαζαν κλασική λογοτεχνία, με την προσήλωση πιστού που θεωρεί πως κάτω απ’  το περιτύλιγμα, κάτω απ’  το κάλυμμα τους περίμενε μια υπέροχη ζωή. Μπροστά από το πρώτο Μακ Ντόναλντς σχηματίζονταν ουρές χιλιομέτρων... Έκαναν ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Ενήλικες, μορφωμένοι άνθρωποι και κρατούσαν για ενθύμιο τα χάρτινα κουτάκια και τις χαρτοπετσετούλες απο κει για να τα επιδεικνύουν με περηφάνια στους φίλους τους»  (σελ. 239)

«Σήμερα τα μουσεία είναι άδεια... Ενώ οι εκκλησίες είναι γεμάτες, επειδή όλοι χρειαζόμαστε ψυχοθεραπευτές. Ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Έχετε την εντύπωση πως οι Τσουμάκ και Κασπόρσκι (τηλεοπτικές θεραπευτές, η εκπομπή των οποίων τη διετία 1989-1990 έκανε θραύση  στη ρωσική τηλεόραση) θεραπεύουν το κορμί; Την ψυχή θεραπεύουν. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθονται στην τηλεόραση και τους ακούν σαν υπνωτισμένοι. Πρόκειται για ναρκωτικό! Μια τρομαχτική αίσθηση μοναξιάς...εγκατάλειψης... Όλοι έτσι νιώθουν- από τον ταξιτζή και τον υπάλληλο γραφείου έως τον λαϊκό τραγουδιστή και τον πανεπιστημιακό καθηγητή. Όλοι τους είναι τρελά μόνοι. Και ούτω καθεξής... έτσι.... Η ζωή έχει αλλάξει ριζικά. Ο κόσμος χωρίστηκε διαφορετικά:  όχι σε ‘λευκούς’  και σε ‘κόκκινους’, όχι σε αυτούς που έκαναν φυλακή και σε αυτούς που έστελναν άλλους στη φυλακή, σε αυτούς που είχαν διαβάσει Σολζενίτσιν και σε αυτούς που δεν είχαν, αλλά σε αυτούς που μπορούν και σε αυτούς που δεν μπορούν να αγοράσουν» (σελ. 396).

Η γοητεία του κενού. Η μοναξιά που μοιάζει πολύ με ευτυχία. Η κουλτούρα της συμπόνοιας για τους αδικημένους της ζωής ή για τους εγκληματίες και δολοφόνους που ζούνε μόνοι τους. Η πεποίθηση πως ο άνθρωπος δίχως πατρίδα είναι σαν αηδόνι χωρίς τον κήπο του, που ενώ είναι τόσο ωραία, φέρνει τόσο μίσος και χυμένο αίμα, σε μία γενικευμένη στοχοποίηση όποιου δεν είναι δικός μας. Και η συγκλονιστική εξομολόγηση μιας 60χρονης γυναίκας:  «Εμείς απέχουμε απ’ τη Μόσχα χίλια χιλιόμετρα. Βλέπουμε τη ζωή στη Μόσχα απ’  την τηλεόραση, όπως στο σινεμά. Τον Πούτιν και την Άλλα Πουγκατσόβα τους ξέρω... Απ’  τους άλλους, κανέναν... Συλλαλητήρια, διαδηλώσεις... Εμείς εδώ όπως ζούσαμε ζούμε. Και επί σοσιαλισμού και επί καπιταλισμού. Για μας είτε ‘λευκοί’ είτε ‘κόκκινοι’ το ίδιο κάνει. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι την άνοιξη. Να φυτέψουμε τις πατάτες μας... Είμαι εξήντα χρονών... Δεν πηγαίνω στην εκκλησία, αλλά πρέπει να μιλάω με κάποιον. Να μιλάω με έναν φίλο..... Για το ότι δε μου αρέσει που γερνάω, που δε θέλω καθόλου να γεράσω. Θα λυπηθώ να πεθάνω. Βλέπετε τι όμορφες πασχαλιές έχω; Βγαίνω έξω τη νύχτα και λάμπουν. Στέκομαι λίγο, τις κοιτάω. Καθίστε να σας κόψω ένα μπουκέτο...»  (σελ. 682)

Ένα πολύ δυνατό βιβλίο, το οποίο μαρτυρεί τα αδιέξοδα ενός κόσμου που θέλησε να αντικαταστήσει τον ολοκληρωτισμό με την ύλη, τον μαρξιστικό υλισμό με τον καπιταλιστικό υλισμό, χωρίς να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. Αυτόν τον υλισμό που ζούμε κι εμείς και που όποιος μας προτείνει να τον αφήσουμε, θα προκαλέσει τη χλεύη όλων. Όπως οι λόγοι των ιεροκηρύκων που καταριούνται τον σύγχρονο κόσμο, αντί να τον βλέπουν σε μια άλλη προοπτική.

Για μας που πιστεύουμε στον Θεό το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Υπάρχει ένα παράδειγμα ζωής στο οποίο η δικαιοσύνη και η ισότητα δεν θα επιβάλλονται διά της βίας, αλλά θα δίνονται αγαπητικά, με τον κόπο όλων και το μοίρασμα από το περίσσευμα ή το υστέρημα σε όσους δυσκολεύονται; Υπάρχει ένα παράδειγμα ζωής στο οποίο το «αγαπώ, άρα υπάρχω», ενσωματώνει το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», το «έχω, άρα υπάρχω», τους δίνει τις αληθινές τους διαστάσεις και οδηγεί τον κόσμο στο «θα αναστηθώ, γι’  αυτό και υπάρχω»; Στην Εκκλησία το βρίσκουμε στο πρόσωπο του Χριστού και στην αρχή της κάθε στιγμής. Το ερώτημα είναι ποια Εκκλησία φανερώνουμε στον κόσμο; Αυτή της θρησκείας, όπως η Αλεξίεβιτς ολοφάνερα δείχνει για την σημερινή Ρωσία, ή αυτή των γιαγιάδων που παρακαλούσαν τους στρατιώτες να μη γκρεμίσουν τον ναό, γιατί μέσα από εκείνον έβγαιναν οι άγιοι ανά τους αιώνες;

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 19 Μαΐου 2021

5/18/21

ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ



«Η ακρόαση των κατορθωμάτων των αγίων και των πνευματικών μας πατέρων δημιουργεί στον νου και στην ψυχή φλογερό ζήλο. Η ακρόαση όμως των διδασκάλων είναι αυτή που καθοδηγεί τους ζηλωτές στην επιτυχημένη μίμηση των πατέρων» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος)

Είναι αρκετή η εξήγηση ότι για την έλλειψη πνεύματος μαθητείας στους καιρούς μας αιτία είναι η μετανεωτερική τάση ο άνθρωπος να έχει κριτήριο της αλήθειας τον εαυτό του και μόνο; Θα μας βόλευε μία τέτοια θεώρηση, καθότι θα άφηνε στην άκρη την πτώση του ανθρώπου από την σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Από την αρχή της ιστορίας μας στον κόσμο παλεύουμε με την γνώμη μας. Ζούμε τον θάνατο τού να τα θέλουμε όλα για μας. Και όλος ο αγώνας της ζωής έχει ως κλειδί  το να μπορέσουμε, διά της αγάπης, να χτίσουμε ως κριτήριο νοήματος την συνάντηση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην προοπτική του «εμείς». Για να γίνει αυτό χρειάζεται πνεύμα μαθητείας. Ανάγκη να ακούσουμε. Ανάγκη να δούμε ποιοι είναι αυτοί που μπορούν να γίνουν οι αληθινοί πνευματικοί μας πατέρες και όχι μόνο στην εκκλησιαστική μας πορεία.

Ο θρίαμβος της ελευθερίας του «όλα επιτρέπονται» έφερε ένα μεγάλο τίμημα στην ζωή μας:  την αδιαφορία για την μάθηση. Οι γονείς απεμπολούμε την ευθύνη να μοιραστούμε με τα παιδιά μας αξίες που θα τα οδηγήσουν στην καλοσύνη και την αγάπη, από φόβο ότι η ζωή είναι σκληρή και πρέπει να τα μάθουμε να προστατεύονται. Κάποτε αισθανόμαστε ότι έχουμε φάει πολύ κήρυγμα στην δική μας πορεία για να χρειάζεται να κάνουμε τους δασκάλους. Άλλοτε δεν έχουμε χρόνο. Προτιμούμε να αφήνουμε το έργο της διδαχής στην εκπαίδευση και στις εξωσχολικές δραστηριότητες. Όταν όμως λείπει το κύριο συστατικό της μάθησης που είναι η αγάπη, τι γίνεται; Όταν το παιδί νιώθει ένας μικρός θεός, τότε γιατί να ζητήσει να μάθει;

Ανάλογη είναι και η πορεία στις σχέσεις μας, στην φιλία, στον έρωτα, στις συναναστροφές. Αν θελήσεις να μοιραστείς γνώσεις, ιδέες, προτιμήσεις, να εξηγήσεις «γιατί;», τότε θα διαπιστώσεις την μοναξιά, ενώ όλοι θα θεωρήσουν ότι θες να κάνεις τον δάσκαλο. Μπορεί να συμβαίνει κι αυτό. Αν το μοίρασμα δεν γίνεται με ταπείνωση, αλλά με απαίτηση, με θόρυβο, με επιδίωξη το χειροκρότημα, τότε δύσκολα έχει νόημα. Συχνά είμαστε τόσο σίγουροι για τον εαυτό μας που δεν διψάμε να ακούσουμε τους άλλους, αλλά μένουμε στο να μιλάμε μόνο για μας. Στον έρωτα, μάλιστα, η απαίτηση γίνεται καταστροφική, καθώς γκρεμίζει εύκολα τα συναισθήματα. Κι όμως, αν ο καθένας μας προχωρούσε με πνεύμα ταπεινοσύνης να ακούσει, αλλά και να προσφέρει, τότε μια άλλη ποιότητα θα προέκυπτε.

Στην εκκλησιαστική μας πορεία έχουμε γεμίσει από «επηρμένες οφρύες». Δεν υπάρχει σπουδή των διδασκαλιών και των αποφάσεων των πνευματικών μας πατέρων, αλλά κατάκριση αν αυτές δεν είναι σύμφωνες με τα δικά μας πιστεύω και, κυρίως, με τις δικές μας φοβίες. Γι’ αυτό και έχουμε γεμίσει από αγριεμένες ψυχές. Αντί να ζηλεύουμε την πρόοδο, την σκέψη, το βίωμα, την αγάπη, τα υποτιμούμε. Και τότε λείπει η χάρις.

Ας ξεκινήσουμε με διάκριση από την ζωή της πίστης μας. Ας επαναφέρουμε την μαθητεία, όχι γιατί η ζωή είναι εύκολη για όσους ακούνε, αλλά γιατί αυτοί έχουν τη ελπίδα του ελέους του Θεού και μιας άλλης σοφίας.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

              στο φύλλο της Τετάρτης 19 Μαΐου 2021

5/15/21

ΤΙΣ ΕΚΛΕΨΕΝ ΗΜΩΝ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

 

«Αἱ Μυροφόραι γυναῖκες τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι: τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; ὦ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; ὁ τόν Ἄδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικό των Στιχηρών του Εσπερινού της Κυριακής των Μυροφόρων»)

«Οι Μυροφόρες γυναίκες, αφού εισήλθαν στον τάφο σου και είδαν τις σφραγίδες με τις οποίες το μνήμα ήταν σφραγισμένο, δεν βρήκαν όμως το άχραντο Σώμα Σου, με οδυρμούς και βιασύνη ήλθαν να μας πούνε: Ποιος έκλεψε την ελπίδα μας; Ποιος πήρε από τον τάφο  τον νεκρό, τον γυμνό, τον αλειμμένο με σμύρνα, την μόνη παρηγοριά της μητέρας Του; Πώς στ’ αλήθεια θανατώθηκε αυτός που δίνει ζωή στους νεκρούς Πώς θάφτηκε αυτός που σκύλευσε την δύναμη του Άδη; Αναστήσου όμως, Σωτήρ μας, όπως είπες, τριήμερος, σώζοντας τις ψυχές μας».

 

«Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του Συνεδρίου των ιερέων και πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ, παράλληλα όμως και μαθητής κρυφός του Ιησού. Αφού έλαβε την άδεια από τον Πιλάτο, αποκαθήλωσε το σώμα του Κυρίου από τον Σταυρό και το ενταφίασε με την βοήθεια του Νικοδήμου, του άλλου κρυφού μαθητή του Κυρίου, σε μνημείο καινούργιο, που είχε παραγγείλει να λαξεύσουν σε έναν βράχο, όχι μακριά από εκεί. Λέγεται πως μετέπειτα συνελήφθη από τους Εβραίους και φυλακίστηκε και ότι ο Κύριος του εμφανίστηκε για να τον οδηγήσει στην πίστη της Αναστάσεως. Όταν ελευθερώθηκε, κήρυξε στον κόσμο το Ευαγγέλιο, φθάνοντας μέχρι την Δύση. Αποβιβαζόμενος στην Μασσαλία τη Γαλλίας, με τον Λάζαρο, την Μάρθα και την Μαρία, συνέχισε την αποστολή του στην Γαλατία και έφθασε και μέχρι την Αγγλία, όπου και εκοιμήθη εν Κυρίω. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Ιουλίου. Η μνήμη της Μάρθας και της Μαρίας εορτάζεται στις 4 Ιουνίου. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή κήρυξε και αυτή τον Χριστό, αρχικά στην Ρώμη, στον αυτοκράτορα Τιβέριο, ο οποίος τιμώρησε τους πρωτεργάτες της καταδίκης του Χριστού, τους Άννα, Καϊάφα και Πιλάτο, ενώ η Μαρία του έδειξε κρατώντας ένα αυγό το οποίο έγινε κόκκινο θαυματουργικά, το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Στην συνέχεια, μετέβη  στην Γαλλία, οδηγώντας πολλούς στον Χριστό και επέστρεψε στη Έφεσο της Μικρά Ασίας, όπου και εκοιμήθη εν Κυρίω. Η μνήμη της εορτάζεται στις 22 Ιουλίου. Οι άλλες Μυροφόρες ήταν: η Σαλώμη, κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος από τον πρώτο γάμο και μητέρα των αποστόλων Ιωάννη και Ιακώβου, σύζυγος του Ζεβεδαίου, η Μαρία, σύζυγος του Κλεόπα ή Κλωπά, ενός εκ των εβδομήκοντα μαθητών, η Ιωάννα, γυναίκα του Χουζά, ο οποίος ήταν επίτροπος και οικονόμος της οικίας του βασιλιά Ηρώδη, και η Σωσάννα. Τέλος, η Μαρία η του Ιακώβου, η οποία σύμφωνα με τον συναξαριστή είναι η Παναγία, αλλιώς ‘η άλλη Μαρία’. Η μνήμη όλων εορτάζεται την τρίτη Κυριακή από του Πάσχα» (‘Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)   

Το Πάσχα είναι η γιορτή της  ελπίδας!  Και ελπίδα σημαίνει όχι την προσδοκία για εκπλήρωση κάθε επιθυμίας μας, αλλά την προσδοκία ότι η ζωή μας δεν θα τελειώσει, δεν θα οδηγηθεί στο «μη είναι», στην ανυπαρξία! Θέλουμε η ύπαρξή μας να συνεχίσει να υπάρχει πέρα από τον χρόνο και εν αγάπη. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που δεν θέλουμε να τελειώσει. Είναι και η κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν αρκεί η ζωή αν είσαι μόνος σου, καθώς η μοναξιά είναι μικρή κόλαση. Και η αιωνιότητα έχει νόημα στο φως της αγάπης. 

Την τρίτη Κυριακή από το Πάσχα γιορτάζουμε την μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, που μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία και τον Νικόδημο, τον κρυφό μαθητή, συμμετείχαν στο τελευταίο επί γης ταξίδι του Χριστού, στην αποκαθήλωση από τον σταυρό και την ταφή. Μοιράστηκαν με την Παναγία την λύπη του αποχωρισμού. Έκλαψαν ως άνθρωποι για τον θάνατο που δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον Θεάνθρωπο, την ελπίδα τους. Και βιάστηκαν, μόλις τέλειωσε το Πάσχα των Εβραίων, να πορευτούν προς τον τάφο, κρατώντας ό,τι η αγάπη τους μπορούσε να προσφέρει, τα αρώματα, σε μία πορεία που για τον κόσμο δεν είχε νόημα, όπως δεν έχει νόημα και η ελπίδα στον Χριστό που οι πιστοί τρέφουμε σήμερα, κατά τη γνώμη όσων έχουν παραδοθεί στον μεταθανάτιο μηδενισμό.

 Η ελπίδα όμως κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται διαφορετικά από τους κανόνες, τον ορθολογισμό, το παιχνίδι των πιθανοτήτων. Η ελπίδα κάνει την καρδιά να πεταρίζει στην προσευχή. Κάνει την ύπαρξη, χωρίς θόρυβο, μυστικά να αφήνεται στο έλεος του Θεού και στην δωρεά του ανέφικτου.  Κάνει τον άνθρωπο να αφήνεται στο θαύμα. Κι αν ακόμη το θαύμα δεν είναι η ικανοποίηση της επιθυμίας, η ελπίδα μας κάνει να βλέπουμε το άλλο, το αιώνιο θαύμα: την αγάπη του Θεού, όπως αυτή αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Αναστάντος Θεανθρώπου. Αυτού που απλώνει τα χέρια και ζητά από εμάς να Τον ακολουθήσουμε στην Γαλιλαία του κόσμου τούτου, την Γαλιλαία των εθνών, της ειδωλολατρίας, αλλά και της ανοιχτής καρδιάς, μακριά από την Ιερουσαλήμ της τυπολατρίας, του θρησκειοποιημένου οίστρου που ψάχνει τις πλάνες και όχι τον Αναστάντα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να ελπίσει στον Θεό της αγάπης, αλλά τον καθιστά ρυθμιστή της συμπεριφοράς και τηρητή κανόνων, για να αυτοδικαιωθεί.

Η Ανάσταση είναι η οδός της ελπίδας. Όποιος την νιώθει στην καρδιά του δεν φοβάται τον θάνατο. Αγαπά τον πλησίον του και κάνει τις όποιες θυσίες χρειάζεται γι’ αυτόν. Δεν θέλει να ζήσει μόνος του στον κόσμο αυτό, για να δικαιωθεί, αλλά συμπορεύεται με τον πλησίον του, ορίζοντας ως ζωή την συνάντηση στην Εκκλησία! Παλεύει με τον εαυτό του, με τα πάθη του, τα λάθη του, τον χαρακτήρα του, όχι για να ακούσει το μπράβο των ανθρώπων, αλλά γιατί όποιος αγαπά δεν μπορεί να μένει σε ό,τι τον χωρίζει από τον Θεό και τον πλησίον, δεν μπορεί να μένει στο «έτσι είμαι εγώ». Και ελπίζει ότι ο Αναστάς Κύριος θα τον βοηθά να βρίσκει την καλή είδηση, το μήνυμα της χαράς, ακόμη και μπροστά στην πέτρα του κάθε μνήματος που φαινομενικά θάβει ην ελπίδα.

Η ελπίδα είναι ο Χριστός. Τον Χριστό κανείς δεν μπορεί να μας τον κλέψει από την καρδιά! Μόνοι μας Τον αφήνουμε όταν αντί να εστιάσουμε στον Ίδιο, αποθηριωνόμαστε στον φόβο ότι μας Τον στερούν και νομίζουμε ότι έχει ανάγκη υπεράσπισης! Ας Τον ζούμε ως την ελπίδα και το νόημά μας και την χαρά μας κανείς δεν θα μπορέσει να μας την πάρει, αφού όπου ο Χριστός, εκεί η χαρά!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 16 Μαΐου 2021

        Κυριακή των Μυροφόρων

5/11/21

Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΨΑΧΝΕΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ ΝΑ ΠΙΑΣΤΕΙ...

           «Διάχυτη η απαισιοδοξία στους νέους 17-34 ετών» αναφέρει πρόσφατο δημοσίευμα (εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) το οποίο αναλύει έρευνες ανάμεσα στους νέους στην Ελλάδα. Οι νέοι δεν μπορούν να σκεφτούν αμέσως έναν λόγο για τον οποίο είναι χαρούμενοι που είναι Έλληνες. «Κυριαρχεί η εργασιακή εκμετάλλευση». «Δεν εμπιστευόμαστε την Αστυνομία στα Πανεπιστήμια». «Είμαστε στερημένοι σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, καθώς μεγαλώσαμε στην οικονομική κρίση και τώρα στην πανδημία». «Δεν συμφωνούμε με την κατηγορία ότι είμαστε ανεύθυνοι και μεταδίδουμε τον κορωνοϊό». «Δεν εμπιστευόμαστε τα ΜΜΕ, παρά μόνο το Διαδίκτυο». «Δεν εμπιστευόμαστε τις κυβερνήσεις, διότι δεν προβάλουν ένα πιο συλλογικό όραμα, στο οποίο να παλέψουμε μαζί».

      Η νέα γενιά ψάχνει από κάπου να πιαστεί. Η συστηματική αποκοπή της από ρίζες όπως ο πατριωτισμός, η πίστη στον Θεό, ο τονισμός ότι όλα είναι δικαίωμα, ο θρίαμβος της εικόνας, η αδυναμία της πολιτείας να δημιουργήσει συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας, οι ανούσιες πολιτικές διαμάχες, τα ψέματα της οικονομικής κρίσης, όπως επίσης και η αδυναμία της οικογένειας να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από χρήμα, κατανάλωση, επιθυμίες, η υπερενασχόληση της κοινωνίας με θέματα τα οποία μπορούν να λυθούν εύκολα, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ένα γενικότερο αίσθημα μηδενισμού, έφεραν στο προσκήνιο μια γενιά που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.

Η νέα γενιά αναζητεί στηρίγματα. Μεταθέτει τον χρόνο του έρωτα αργότερα, καθώς άλλες είναι οι προτεραιότητές της. Έχει κλειστεί στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, διότι τουλάχιστον αυτά εξασφαλίζουν μία αποδοχή και μια αναγνωρισιμότητα. Ακόμη και με τις «καρδούλες» των φωτογραφιών ο νέος νιώθει ότι για κάποιους υπάρχει. Και η μελαγχολία τού να παρακολουθείς τις σειρές του YouTube και να απομονώνεσαι με τα ακουστικά σου στο Spotify, συνδυασμένη με έναν ανεπαίσθητο και ανέκφραστο θυμό για το ότι «τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως παλιά», αλλά και «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει» κάνουν την νιότη να ζει έναν αργό και όχι έναν πυκνό χρόνο, παρατηρήτρια και όχι δημιουργό ζωής.

       Έχουμε σκεφτεί, άραγε, ως Εκκλησία την ευθύνη μας έναντι αυτής της γενιάς; Οι μαθητές μας έχουν εγκαταλείψει και αυτό φαίνεται στην κρίση της κατήχησης. Οι φοιτητικές ομάδες και συνάξεις με δυσκολία αποπνέουν ζωή και χαρά. Μένουν οι κατασκηνώσεις που κρατάνε κοινωνία της Εκκλησίας με τη νέα γενιά και κάποιες ενορίες, στις οποίες οι ιερείς δίνουν την ψυχή τους, αγκαλιάζουν δραστηριότητες που δίνουν κέφι στους νέους, οργανώνουν εθελοντικές ομάδες, παλεύουν συλλογικά.

Κι όμως, το πρόσφατο Πάσχα μας έδειξε ότι οι ναοί είχαν νέα πρόσωπα. Ότι όπως κι αν γιορτάστηκε η ανάσταση, παιδιά και νέοι δεν αρνήθηκαν την πρόσκληση. Το ερώτημα είναι ποια συνέχεια υπάρχει. Αυτή η νεολαία που αναζητεί στηρίγματα θα βρει στην Εκκλησία συζήτηση για τη ύπαρξη, ή θα αποχωρήσει βαριεστημένη για την τυπολατρία που κάνει θόρυβο; Θα βρει μιαν Εκκλησία που θα δείξει αγάπη, που θα δώσει απαντήσεις ανάστασης από τον θάνατο μέσα από την σχέση με τον Χριστό και τους αγίους ή μια Εκκλησία που θα αγκαλιάζει ό,τι αρρωστημένο από συνομωσίες, ανασφάλειες, φοβίες, όχι για να γιατρέψει αλλά για να κάνει οπαδούς; Θα βρει ήθος κοινοβιακό, με νοιάξιμο για το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ή μία πίστη που θα αρκείται στην διόρθωση της συμπεριφοράς; Η απάντηση αυτή τη φορά πρέπει να δοθεί και σε επίπεδο ηγεσίας.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

              στο φύλλο της Τετάρτης 12 Μαΐου 2021

5/8/21

Ο ΘΩΜΑΣ, ΤΟ ΥΠΕΡΩΟ, Η ΠΙΣΤΗ, ΕΜΕΙΣ


«Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου. Ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ῥαπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; ἀλλά συνέτισον ἡμᾶς, ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι, ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι»
(Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ)

«Φιλάνθρωπε Κύριε, μεγάλο και απερίγραπτο με λόγια το πλήθος της ευσπλαχνίας σου που εκφράστηκε με έργα. Διότι έδειξες μακροθυμία, όταν σε ράπιζαν οι Ιουδαίοι, όταν σε ψηλαφούσε ο απόστολος, όταν όλο αυτοί που αρνούνται να σε αποδεχτούν σε εξετάζουν με πολλούς τρόπους και πολλούς λόγους (αν είσαι Εσύ ο Θεάνθρωπος). Με ποιον τρόπο σαρκώθηκες; Για ποιον λόγο σταυρώθηκες εσύ που δεν είχες καμία αμαρτία; δος μας όμως σύνεση, όπως στον Θωμά, για να σου πούμε με δυνατή φωνή, ο Κύριός μας και ο Θεός μας, δόξα Σοι»!

 

            «Ο άγιος απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, γεννήθηκε στην Ιουδαία από πτωχούς γονείς, οι οποίοι του μετέδωσαν την μεγάλη ευλάβειά τους προς τον μωσαϊκό νόμο. Αγάπησε την μελέτη του λόγου του Θεού και όταν ήρθε η ώρα και τον κάλεσε ο Χριστός, εγκατέλειψε το επάγγελμα του αλιέως και έγινε ένας από τους δώδεκα μαθητές. Μετά την Ανάσταση έλειπε από το υπερώο, όταν εμφανίστηκε ο Χριστός σ’ αυτούς. Οκτώ ημέρες μετά, ο Κύριος θα τον προτρέψει να Τον ψηλαφήσει, ώστε να βεβαιωθεί  βάζοντας το δάκτυλό του «επί τον τύπον των ήλων», ότι η Ανάσταση είναι η πραγματικότητα της νέας ζωής στην οποία ο Χριστός μας καλεί. Κι έτσι η απιστία του Θωμά γίνεται καλή απιστία. Μετά την Πεντηκοστή θα αναλάβει να κηρύξει το Ευαγγέλιο στις μακρινές περιοχές των Μήδων, των Πάρθων (σημερινό Ιράν) και στην Ινδία. Κάποιος υπηρέτης του βασιλιά των Ινδών, ονόματι Αμβανής, ήταν στα Ιεροσόλυμα και αναζητούσε έναν αρχιτέκτονα ικανό να χτίσει ένα μεγάλο παλάτι για τον βασιλιά του. Ο Θωμάς προσποιήθηκε ότι γνώριζε και θα έκτιζε το παλάτι. Χαρούμενος ο Αμβανής τον πήρε μαζί του και έφτασαν στον βασιλιά Γουνδιαφόρο. Ο βασιλιάς του έδωσε πολλά χρήματα, τα οποία ο Θωμάς τα μοίρασε στους φτωχούς και πεινασμένους, για τους οποίους ο βασιλιάς αδιαφορούσε. Πλήθος ανθρώπων έγιναν χριστιανοί. Ο βασιλιάς κάποια στιγμή κατάλαβε ότι ο Θωμάς δεν είχε σκοπό να φτιάξει το παλάτι και διέταξε να τον ρίξουν σε έναν βαθύ λάκκο. Ο αδερφός του βασιλιά είδε στον ύπνο του έναν άγγελο που του είπε: «Να το ανάκτορο που περιμένει τον αδελφό σου. Το έχτισε ο Θωμάς». Και ο αδελφός του βασιλιά είδε την βασιλεία του Θεού στην οποία ένα τεράστιο παλάτι ήταν καμωμένο, δώρο ελεημοσύνης. Όταν συνήλθε, διηγήθηκε στον βασιλιά το όραμα και εκείνος εξεπλάγη, μετενόησε και βαπτίστηκε μαζί με τον αδερφό του. Ο Θωμάς πήγε σε άλλο βασίλειο. Εκεί όμως τον περίμενε μαρτυρικό τέλος, διότι ο ηγεμόνας δεν ανέχτηκε ότι η βασίλισσα και τα παιδιά τους έγιναν χριστιανοί. Τότε διέταξε ο απόστολος Θωμάς να θανατωθεί στην πόλη Μαϊλαπούρ, στο σημερινό Μαδράς, αφού τρυπηθεί με λόγχες. Ο απόστολος Θωμάς τιμάται ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας των Ινδιών. Τμήματα των λειψάνων του μεταφέρθηκαν στην Έδεσσα της Συρίας και η κάρα του στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Η μνήμη του εορτάζεται την Κυριακή του Αντιπάσχα και στις 6 Οκτωβρίου» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος δεύτερος).

            Πολυπραγμονούμε και σήμερα για την πίστη και για τον Χριστό. Από την μια ο ορθολογισμός και τα επιτεύγματα του καιρού μας κι από την άλλη η συνήθεια, όπως επίσης και το γεγονός ότι στην εποχή μας ο καθένας έχει άποψη για όλα, μας κάνουν να βλέπουμε την πίστη ως κάτι απλό, καθημερινό, ένα από τα πολλά της ζωής μας. Όμως και μόνο το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού θα έπρεπε να μας κάνει να προβληματιστούμε σε άλλο επίπεδο. Η Ανάσταση είναι γιορτή και όχι ιδεολογία. Είναι η γιορτή της νίκης κατά του θανάτου. Είναι η γιορτή της συνάντησης με τον Θεάνθρωπο ως πρόσωπο. Κι αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Με την συνάντησή μας με τον αδελφό μας στην Εκκλησία και στην υπόλοιπη ζωή μας, όταν βλέπουμε τον άλλο με αγάπη και όχι με ανταγωνισμό ή κακία. Με την μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Με την εκζήτηση του θελήματος του Θεού σε κάθε περίσταση της ζωής μας. Με ένα αίσθημα πως ό,τι κάνουμε για τον Θεό και για τον συνάνθρωπο όχι μόνο δεν είναι μάταιο, αλλά αποτελεί προτεραιότητα που οδηγεί σε ζωή αναστημένη, σε βίωση της χαράς της Ανάστασης στο σήμερα.

            Μας λείπει η σύνεση της καρδιάς σήμερα. Ο Θωμάς έλειπε από την Εκκλησία, από την συνάντηση με τους άλλους αποστόλους. Ίσως σκεφτόταν τα γεγονότα που μεσολάβησαν και δεν είχε την διάθεση να συναντήσει τους άλλους. Αυτό γίνεται και με τον σύγχρονο ατομοκεντρικό άνθρωπο. Σκέφτεται τα της πίστεως όπως και τα της ζωής μόνος του. Η Εκκλησία δεν είναι γι’ αυτόν κοινωνία με τους αδελφούς του, αλλά εκπλήρωση θρησκευτικού καθήκοντος. Πώς να χαρεί τον Χριστό και να γιορτάσει, όταν ο προσανατολισμός του είναι ατομοκεντρικός; Όταν επικρατεί η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»; Αυτή η λογική ήταν που έκανε τους μαθητές να εγκαταλείψουν τον Χριστό στα πάθη, στον Σταυρό και στην ταφή. Αυτή τη λογική όμως έρχεται να καταργήσει ο Χριστός, συναντώντας τους όλους μαζί στο υπερώον των Ιεροσολύμων. Και η απιστία του Θωμά δικαιολογείται όχι μόνο εξαιτίας του πληγωμένου ορθολογισμού, αλλά, κυρίως, εξαιτίας της ατομοκεντρικότητάς του. Γι’ αυτό και ο Χριστός θα αφήσει να περάσουν οκτώ μέρες. Για να αποκατασταθεί η κοινωνία του Θωμά με τους άλλους μαθητές σε εύλογο χρονικό διάστημα. Για να γίνει ξανά ένα ο Θωμάς μαζί τους. Και να μπορεί ως μέλος της Εκκλησίας να ζήσει την αλήθεια της Ανάστασης, την συνάντηση με τον αναστάντα Χριστό. Η αγάπη οδηγεί στην ενότητα και χωρίς τη αγάπη ως κινητήριο δύναμη δεν υπάρχει συνάντηση, ενώ η αλήθεια, επειδή παραμένει ατομικό γεγονός, δεν κοινωνείται, δεν επαληθεύεται, δεν νικά τις αμφιβολίες.

            Σύνεση καρδιάς χρειαζόμαστε. Συνάντηση με τον πλησίον μας στην Εκκλησία, για να ομολογήσουμε μαζί το «Χριστός Ανέστη», όντας ένα με τους άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Η ορθόδοξη πίστη και παράδοση είναι ένα πολιτιστικό και πνευματικό παράδειγμα εντελώς διαφορετικό από την νοοτροπία της εποχής μας. Θέλει Εκκλησία για την Ανάσταση. Θέλει Εκκλησία για την νίκη εναντίον του θανάτου. Μας παρηγορεί καρδιακά το ότι την ώρα του θανάτου , ενώ είμαστε φαινομενικά μόνοι, κατ’ ουσίαν πορευόμαστε μαζί με τον Χριστό, τους Αγγέλους, τους Αγίους και συναντούμε όλα τα μέλη της Εκκλησίας που έφυγαν από αυτή την ζωή, δηλαδή κάθε οικείο μας εν τη πίστη. Και συνεχίζουμε να παραμένουμε ενωμένοι καρδιακά και ψυχικά και με όλους όσοι μένουν πίσω, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Στον παρόντα Σώματι και Αίματι Χριστό. Στη αγάπη που ουδέποτε εκπίπτει. Στην χαρά της πίστης ότι δοξάζουμε τον αναστάντα εκ νεκρών Κύριο όλοι. Ας επιστρέφουμε μαζί με τον απόστολο Θωμά εν υπερώω τόπω, εν τη Εκκλησία. Και όπως εκείνος κήρυξε διά της αγάπης και της ελεημοσύνης τον Χριστό, χτίζοντας παλάτι αγάπης στον ουρανό, έτσι κι εμείς ας κάνουμε πράξη την αγάπη, για να πιστέψουμε από καρδιάς! Χριστός Ανέστη!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 9 Μαΐου 2021

Κυριακή του Θωμά

5/5/21

ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Οι άνθρωποι του καιρού μας, επηρεασμένοι από το μεταμοντέρνο πνεύμα που θεωρεί αληθινό μόνο ό,τι ο καθένας νομίζει ως αλήθεια, έναντι της Ανάστασης του Χριστού, αλλά και της δικής μας ανάστασης, θέτουμε το ερώτημα:  γιατί να πιστέψω σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’  αυτήν; Ποιος γύρισε από τον θάνατο για να με βεβαιώσει ότι υπάρχει αιωνιότητα; Κι έτσι η κορυφαία γιορτή της χριστιανοσύνης γίνεται ένα έθιμο, γίνεται δημόσια συζήτηση ως «Πάσχα στο χωριό», ως τροφή και ψυχαγωγία, ως φυγή από την καθημερινότητα, ως συνάντηση με τους οικείους μας, ως έξοδος από τον κρυφό ή και τον φανερό φόβο για το τι μέλλει γενέσθαι στις περιστάσεις που διερχόμαστε.

                Κι όμως, στην παράδοση της πίστης μας υπάρχει ένα σημείο θαυμαστό, που δείχνει, για τον καλοπροαίρετο, ότι όσα η Εκκλησία ζει και γιορτάζει είναι η αλήθεια! Είναι η παρουσία των αγίων μας, τα θαύματά τους,  η ανταπόκριση στις προσευχές μας, η δύναμη που λαμβάνουμε από το γεγονός ότι βάδισαν ενάντια στον θάνατο χωρίς να λυγίσουν, ότι υπερασπίστηκαν με όλη τους την ύπαρξη την πίστη! Και σε κάποιους από αυτούς βλέπουμε τα στίγματα του μαρτυρίου τους να γίνονται αναστάσιμη μαρτυρία.

                Τέτοιοι άγιοι υπήρξαν οι νεοφανείς Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, τους οποίους γιορτάζουμε την ημέρα του μαρτυρίου τους Λαμπροτρίτη 9 Απριλίου (1463), αλλά και κάθε Λαμπροτρίτη, ώστε να παίρνουμε δύναμη και να δίδουμε κι εμείς με την σειρά μας την μαρτυρία στον κάθε καλοπροαίρετο, αλλά και στον κάθε αμφισβητία. Οι δύο ήταν ενταγμένοι στην ζωή της Εκκλησίας, κληρικοί, μορφωμένοι, άνθρωποι που αγάπησαν τον Θεό με όλη τους την καρδιά. Ο άγιος Ραφαήλ διακόνησε ως πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και ως απεσταλμένος του στην Δύση, στην Γαλλία,  ενώ μετά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι της Παναγίας στην Θερμή Λέσβου, έχοντας τον διάκονο άγιο Νικόλαο ως συμμοναστή του. Δωδεκάχρονο κορίτσι η αγία Ειρήνη, κόρη του προεστού του χωριού, κοπέλα που εκκλησιαζόταν στο μοναστήρι, είχε πνευματικό τον άγιο Ραφαήλ, έμεινε πιστή στον Χριστό μέχρι του μαρτυρικού της θανάτου,  αφού οι Τούρκοι την έκαψαν ζωντανή, ενώ εκτέλεσαν και τους γονείς και τον αδερφό της, αλλά και άλλους κατοίκους της περιοχής, μαζί με τους αγίους Ραφαήλ και Νικόλαο.

                Ποια είναι όμως η μαρτυρία της ανάστασης; Η θαυμαστή φανέρωση των Αγίων στον 20ό αιώνα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν με συνεχείς φανερώσεις τους στον ύπνο των προσφύγω κατοίκων της Θερμής, απεκάλυψαν την ιστορία τους, το πού ήταν θαμμένα τα λείψανά τους, το πόσο υπέφεραν για τον Χριστό και έκτοτε θαυματουργούν συνεχώς, ακούγοντας τις προσευχές μας, δείχνοντας ένα μεγάλο θαύμα:  ότι αυτοί που οι άνθρωποι έστειλαν στον θάνατο και θεώρησαν ότι ξεχάστηκαν, παραμένουν μαζί με τον Θεό, μας δείχνουν πώς η ζωή εκ τάφων εξέρχεται και ότι η πίστη μας στην ανάσταση είναι πίστη στον Χριστό που είναι η αλήθεια, η ανάσταση και η ζωή!

                Μαζί με τον αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη» ας έχουμε στον νου μας μέσα και από τα πάμπολλα παραδείγματα των αγίων μας, ότι η ζωή που ανέτειλε από τον τάφο είναι δώρο για τον καθέναν. Στην αμφισβήτηση μικρότερων και μεγαλύτερων ας αντιτάξουμε το «Έρχου και ίδε» της πίστης και, επικαλούμενοι τους αγίους, ας ζήσουμε την χαρά του Χριστού μας!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης της Διακαινησίμου 5 Μαΐου 2021

 


5/3/21

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ 9 – ΝΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ



                                                                    ΝΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

«Οίος πέπνυται! Δυό λόγια, και είναι σα χρησμός

απ’  των Ομήρων το απολλώνιο το μαντείο,

το καίει το στόμα μου ο χρησμός, πύρωμα θείο,

κάθε που αγνάντια μου σε φέρνει ο λογισμός.

Τη ράισε και τη γη μας ο κοσμοσεισμός

του Χάρου και η ψυχή μας κρύωσ’  από το κρύο,

και ορθός αντάρτης και θυμός και λυτρωμός

ρίζωμα στάθηκες. Θνητός εσύ; Στοιχείο.

Μια βραδιά σ’  ένα σπίτι εμπρός μου σε είχε φέρει

και, ω Κυβερνήτη, σου το φίλησα το χέρι,

ποιητής, προφήτης κι όσο εμπρός σου ταπεινός.

Γαλήνη ήταν η πλάση και οι καρδιές αγάπη...

Μα να μαυρίζει άρχιζε κάτι σα δρολάπι,

κι Εσύ να φέγγεις μέσα σε ίσκιους ζωντανός...

Συμπόνια, πίστη, να οι Πηγές. Ποτίσου,

κι όλα είν’ αλήθειες κι όλα είν’ αδερφοί σου»

(«Τα δεκατετράστιχα 42 και 102)

 

Το ταξίδι του Άδη τέλειωσε. Ζωντανός, να φέγγει στους ίσκιους των ψυχών, αλλά και έτοιμος να Τον ψηλαφήσουμε, να Του φιλήσουμε τα χέρια και τα πόδια, την πλευρά που μάτωσαν για μας. Γαλήνη η πλάση μετά τον σεισμό. Οι καρδιές αγάπη το νόημα. Και μέσα από την συμπόνια και την πίστη ένα ξεκίνημα νέο για όλους. Η φωνή Του ηχεί:  σήμερον μετ’  εμού έσεσθε. Η οδός, η αλήθεια, η ζωή. Η πάντων ανάστασις.

π. Θ.

3 Μαΐου 2021

Νια Δευτέρα 

5/2/21

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

 


Ἀποδείξεις ζητᾶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος γιά τήν πίστη. Στήν ἀγωνία του, αὐτήν πού παραδέχεται καί αὐτήν πού προσποιεῖται ὅτι δέν ἔχει, γιά τόν θάνατο καί τό ἄν ὑπάρχει αἰώνια ζωή, ἐπικαλεῖται τήν ἀνάγκη του νά γνωρίζει ἀληθινά τί συμβαίνει καί τί θά συμβεῖ στό ἐπέκεινα. Γι’ αὐτό καί στούς καιρούς μας ἡ ἀπιστία περισσεύει. Ἡ πίστη ὅμως οὐδέποτε θά πάψει νά διακηρύττει τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ὡς τή μοναδική ἀπάντηση, ἡ ὁποία δίνει νόημα ζωῆς καί αἰωνιότητας στόν ἀναζητητή ἄνθρωπο. Καί θά ἐπικαλεῖται τεκμήρια τά ὁποῖα αὐτός πού θέλει μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τήν αὐθεντικότητά τους μέσα στόν χρόνο.

 Ἡ μαρτυρία τῶν ἀποστόλων

Τό πρῶτο τεκμήριο εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν ἀποστόλων. «Μετά τόν θάνατό του ὁ Χριστός παρουσιάστηκε σ’ αὐτούς ζωντανός μέ πολλές ἀποδείξεις. γιά σαράντα μέρες τούς ἐμφανιζόταν καί τούς μιλοῦσε σχετικά μέ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 1, 3). Οἱ ἀπόστολοι δέν ἐπινόησαν τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Τό ἔζησαν στίς ἀλλεπάλληλες συναντήσεις μέ τόν ἀναστάντα Χριστό. Βεβαιώθηκαν ψηλαφώντας τον, βλέποντάς τον νά γευματίζει μαζί τους, νά συζητᾶ, νά τούς ἐνθαρρύνει, νά προλέγει τόν ἐρχομό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν πορεία ὅλου τοῦ κόσμου πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί μοιράστηκαν αὐτή τή χαρά μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια μαθήτευσαν κοντά τους, βαπτίστηκαν, ἔζησαν τή ζωή τῆς πίστης. Τῶν ἀποστόλων μαθητές εἴμαστε κι ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς μίας, ἁγίας, ἀποστολικῆς καί καθολικῆς ’Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δεχόμαστε τήν ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐμπιστευόμενοι τόν λόγο καί τό παράδειγμά τους. Και μετέχουμε στή χαρά τους, πού γίνεται χαρά μας!

 Ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων

Τό δεύτερο τεκμήριο εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων τῆς πίστης μας. Μάρτυρες, ἀσκητές, κληρικοί καί λαϊκοί, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, ἀφιερώθηκαν στόν Χριστό μέχρι θανάτου. Δέν λύγισαν μπροστά στή δύναμη τριῶν μεγάλων ἐξουσιῶν. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ κοσμική, ἡ ὁποία συνέχισε νά σταυρώνει μέ διάφορους τρόπους ὅσους πίστευαν στόν ἀναστάντα, δίδοντας τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος, τοῦ μαρτυρίου τῆς περιφρόνησης καί τῶν ὑβρισμῶν, τῆς ἐξορίας ἀπό τά τερπνά τῆς ζωῆς. Ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή πού θεωρεῖ ὡς σκοπό τοῦ ἀνθρώπου τό νά εὐχαριστηθεῖ τή ζωή του μέ βάση τά ἀγαθά καί τίς ἡδονές τοῦ πολιτισμοῦ κάθε ἐποχῆς, ὅταν διατυπώνει τό ἐρώτημα: «πῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά εὐτυχήσει;». Κι αὐτή ἡ ἐξουσία προβάλλει τό γεγονός ὅτι μιά φορά μονάχα ζοῦμε καί ἡ πίστη ζητᾶ νά πορευτοῦμε μέ στερήσεις τῶν ἀγαθῶν, τῶν δικαιωμάτων, τῶν ἀπολαύσεων στό ὄνομα μιᾶς ἀνάστασης ἡ ὁποία θά ἀργήσει νά ἔρθει. Ἡ τρίτη εἶναι αὐτή τοῦ φόβου, ὅτι ὁ θάνατος μᾶς ὁδηγεῖ στόν μηδενισμό, στήν ἀνυπαρξία, στό τίποτα, καί ποιός ὁ λόγος νά πιστεύουμε; Οἱ ἅγιοί μας ὅμως νίκησαν καί τίς τρεῖς ἐξουσίες, γιατί ἔζησαν τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Τόν κοινωνοῦσαν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τόν ζοῦσαν στήν ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους τους. Εἶχαν τήν μυστική χαρά τῆς προσευχῆς. Ἔβλεπαν τά θαύματα τά ὁποῖα γίνονταν στό ὄνομα τοῦ ἀναστάντος. Καί μέ θάρρος πορεύτηκαν ἐναντίον τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, δείχνοντας ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι τῆς Ἐκκλησίας» (Ματθ. 16,18) καί τῆς πίστης πού αὐτή δείχνει!

 Ἡ δύναμη τῆς συγχώρησης

Τό τρίτο τεκμήριο εἶναι ἡ ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ὄχι διά τῆς βίας καί τῶν πολέμων, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης καί τῆς συγχώρησης. Ὁ κόσμος εὐαγγελίσθηκε βλέποντας τούς χριστιανούς νά ἀγαποῦν τούς ἐχθρούς τους. Νά ἐπιλέγουν ἀντί τῆς ἐκδίκησης τήν προσευχή γιά ὅσους τούς ἀδικοῦσαν, γιά ὅσους τούς ταλαιπωροῦσαν, τούς βασάνιζαν, τούς θανάτωναν. Νά προσφέρονται στή διακονία τοῦ πλησίον τους, θυσιάζοντας καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Νά ὑπομένουν, νά ἀνέχονται, νά δίδουν κι ἄς μήν ἔπαιρναν τίποτε ὡς ἀνταπόδοση. Αὐτό τό ἦθος τῆς ἀγάπης καί τῆς συγχώρησης ἄλλαξε τόν κόσμο, τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν τόν συνάνθρωπό τους. Αὐτό τό ἦθος πηγάζει ἀπό τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν σταυρό στόν Πατέρα του νά συγχωρέσει τούς σταυρωτές του, πηγάζει ἀπό τόν πανάγιο τάφο στόν ὁποῖο ὁ Τριαδικός Θεός συγχώρεσε τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί ἀποστασία, πηγάζει ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ ἀναστάς Κύριος θά συγχωρέσει ἐμᾶς πού συγχωροῦμε ὅλους ὅσοι μᾶς ὀφείλουν!

Οἱ ἀναστάσιμες ἀποδείξεις μπορεῖ νά μήν πείσουν ὅσους θέλουν νά βλέπουν τή ζωή μέ βάση τίς αἰσθήσεις καί τόν ὀρθολογισμό. Αὐτούς πού ἔχουν ἐμπιστοσύνη στίς δικές τους δυνάμεις, στά ἀνθρώπινα κατορθώματα, στήν πεποίθηση ὅτι μόνο γιά τό σήμερα ὑπάρχουμε. Ὅσοι ὅμως μετέχουμε στή χαρά τῆς Ἀνάστασης, ὅσοι ὑψώνουμε τίς λαμπάδες μας δείχνοντας ὅτι καί στά χέρια μας καί στήν καρδιά μας κρατᾶμε τή λάμψη τοῦ νικητῆ τοῦ θανάτου, ὅσοι τόν κοινωνοῦμε ἀναστημένο καί τόν ἀφήνουμε νά κατοικήσει στίς καρδιές μας, βεβαιώνουμε τήν ἀνθρωπότητα μέ τή θριαμβευτική, χαρούμενη καί ἐλπιδοφόρα κραυγή: Χριστός ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη! Κι ἐμεῖς μαζί του!

π. Θ.Μ.