ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 73- ΣΒΕΤΛΑΝΑ ΑΛΕΞΙΕΒΙΤΣ, «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», μετάφραση Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Η τιμημένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2015 ουκρανή λογοτέχνης Σβετλάνα Αλεξίεβιτς έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, μετάφραση Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου). Το βιβλίο ανήκει στο είδος της λεγόμενης «τεκμηριωτικής πεζογραφίας» και περιλαμβάνει μαρτυρίες προφορικής ιστορίας από ανθρώπους που έζησαν το πέρασμα από την Σοβιετική Ένωση στην σημερινή Ρωσία το 1991. Οι αφηγητές περιγράφουν την εμπειρία τους τόσο από το κομμουνιστικό καθεστώς, όσο και από την «Νέα Οικονομία», όπως χαρακτηρίστηκε η απόπειρα των Γιέλτσιν, Γκαϊντάρ αρχικά και σε συνέχεια του Πούτιν να διαμορφώσουν μία νέα Ρωσία, εκδυτικισμένη στο οικονομικό και πολιτιστικό πεδίο, στηριγμένη όμως σε παραδοσιακές φόρμες, όπως η κυριαρχία του ενός (εν είδει τσάρου) στην πολιτική και η επίκληση της Ορθόδοξης θρησκείας ως συνεκτικού ιστού της ρωσικής ζωής. Το βιβλίο περιλαμβάνει μαρτυρίες και από το τελευταίο καθεστώς σοβιετικού τύπου, το οποίο υφίσταται στην Λευκορωσία σήμερα, όπως επίσης και συγκλονιστικές περιγραφές του εμφυλίου πολέμου στην Αμπχαζία, αλλά και των τρομοκρατικών χτυπημάτων Τσετσένων ανταρτών στην Μόσχα, εις βάρος ανύποπτων και αθώων πολιτών.
Η ιδέα της Αλεξίεβιτς εξαιρετική. Αντί να πλάσει
μυθιστορηματικούς ήρωες, παίρνει καθημερινούς ανθρώπους, κάποτε και στελέχη του
σοβιετικού καθεστώτος, όπως ο στρατηγός Αχρομέγεφ, και τους βάζει να της
αφηγηθούν τις εμπειρίες τους. Παράλληλα, συμπληρώνει με άλλες μαρτυρίες πάνω
στο θέμα, ακόμη και στοιχεία από αρχειακό υλικό, εν είδει ημερολογιακής
εξομολόγησης, δίδοντάς μας την ευκαιρία να κατανοήσουμε τι πραγματικά συνέβη
στις ψυχές των ανθρώπων στο πέρασμα από ένα καθεστώς ανελευθερίας, αλλά με συνθήκες
που εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή και ταυτόχρονα μία πνευματική καλλιέργεια του
ανθρώπου (χωρίς θρησκευτικότητα βέβαια, αλλά με παιδεία, πανεπιστήμιο, τέχνη,
βιβλίο, θέατρο, μουσική) σε μία περίοδο εξωτερικής ελευθερίας, ωστόσο με άλλου
είδους ανισότητες (καθώς ο υπερκαταναλωτισμός απευθύνεται σε όλους, αλλά δεν
μπορεί να κατορθωθεί από όλους), αλλαγή παραδείγματος ζωής και πολλή νοσταλγία
του παλαιού «κόκκινου» ανθρώπου.
Το ερώτημα που αναφύεται μέσα από το βιβλίο είναι
κατά πόσον μπορεί να υπάρξει μία μέση οδός. Ο ολοκληρωτισμός προφανώς και είναι
απορριπτέος. Όταν όμως ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο στην
προοπτική μόνο του υλισμού, τότε η ελευθερία έχει νικηθεί. Διότι ο ρωσικός
καπιταλισμός και ο πρακτικός εκδυτικισμός της ρωσικής κοινωνίας δεν έφερε στο
προσκήνιο έναν τύπο ανθρώπου που βλέπει ως σκοπό της ζωής του την ευτυχία όχι
μόνο ως προς την ποσότητα και ποικιλία υλικών αγαθών που μπορεί να καταναλώσει,
αλλά ως προς την δυνατότητά του να βλέπει τον άλλο ως συνάνθρωπο, να νοιάζεται,
να αγαπά, να χαίρεται ην κοινωνία μαζί του, να ερωτεύεται, όπως και να μπορεί
να καλλιεργεί τον εαυτό του ηθικά και πνευματικά. Στα χρόνια του «κόκκινου
ανθρώπου» όποιοι δεν συμμορφώνονταν με το σοβιετικό πρότυπο πριν τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο στέλνονταν στα γκουλάγκ ή περιθωριοποιούνταν, ενώ μετά έμεναν
φτωχοί και καταφρονεμένοι εάν δεν υπάκουαν στο κόμμα. Στα χρόνια του
μετασοβιετικού ανθρώπου ο εθνικισμός, ο φανατισμός, το μίσος, η τρέλα με τα
υλικά αγαθά, η απουσία επικοινωνίας και κοινότητας σκιάζουν την ελευθερία.
«Για κάποιο λόγο σκέφτομαι πως ο σοσιαλισμός δε
λύνει το θέμα του θανάτου. Των γηρατειών. Του μεταφυσικού νοήματος της ζωής. Η
ζωή περνάει και φεύγει. Μόνο η θρησκεία έχει απαντήσεις σε τέτοια πράγματα.
Ναιαιαιαι... Το ‘ 37 για κάτι τέτοιες κουβέντες θα με είχαν... Το βιβλίο ‘Ο
άνθρωπος- αμφίβιο’ του Αλεξάντρ Μπελιάεφ το έχετε διαβάσει; Εκεί ένας σοφός
επιστήμονας θέλει να κάνει το γιο του ευτυχισμένο και τον μεταμορφώνει σε
άνθρωπο- αμφίβιο. Ο γιος όμως σύντομα νιώθει στεναχώρια μόνος στον ωκεανό.
Θέλει να είναι όπως όλοι: να ζήσει στη γη, να αγαπήσει μια συνηθισμένη κοπελίτσα.
Αυτό όμως είναι αδύνατον πια. Και πεθαίνει. Και ο πατέρας είχε την εντύπωση πως
είχε ανακαλύψει το μεγάλο μυστήριο...Πως ήταν θεός! Αυτό ως απάντηση σε όλους
εσάς, τους μεγάλους ουτοπιστές! Η ιδέα ήταν υπέροχη!! Τι θα κάνετε όμως με τον
άνθρωπο; Ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει απ’
την εποχή της αρχαίας Ρώμης...» (σελ. 264).
«Ανατινάξαμε
την εκκλησία.... Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου
τις φωνές των γριών: ‘παιδάκια μας , μην το κάνετε αυτό!’ Μας ικέτευαν.
Κρέμονταν απ’ τα πόδια μας. Διακοσίων χρόνων ήταν η εκκλησία. Χώρος
αγιασμένος από τις προσευχές, καθώς λένε. Στη θέση της εκκλησίας χτίσαμε μια
δημόσια τουαλέτα. Βάλαμε τους παπάδες να την καθαρίζουν. Να καθαρίζουν τα
σκατά. Τώρα...φυσικά... τώρα καταλαβαίνω. Αλλά τότε... διασκέδαζα» (σελ. 253).
«Θέλαμε
να χτίσουμε τη βασιλεία τω ουρανών επί της γης. Ένα όμορφο, αν κι ανέφικτο
όνειρο, ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο. Δεν είναι
τελειοποιημένος. Λοιπόν.... Από τον Πουγκατσόφ και τους δεκεμβριστές...μέχρι
τον Λένιν...όλοι ονειρεύονταν ισότητα και αδελφοσύνη. Χωρίς την ιδέα της
δικαιοσύνης η Ρωσία και οι άνθρωποί της θα είναι διαφορετικοί. Η χώρα θα
αλλάξει εντελώς. Δε γιατρευτήκαμε ακόμα απ’
τον κομμουνισμό. Μην ελπίζετε. Ούτε ο κόσμος γιατρεύτηκε. Ο κόσμος θα
ονειρεύεται πάντα την Civitas Solis (την πολιτεία του ήλιου). Από την
εποχή που ήταν ντυμένος με δέρματα ζώων, από τότε που ζούσε στις σπηλιές, αυτό
που ήθελε ήταν δικαιοσύνη. Θυμηθείτε τα σοβιετικά τραγούδια και τις ταινίες...
Τι όνειρα εξέφραζαν! Είχαν πίστη... Η Μερσεντές δεν ήταν όνειρο» (σελ. 246).
«Στην
ελευθερία πάντως οι μυρωδιές είναι διαφορετικές...και οι εικόνες... Είναι όλα
διαφορετικά.... Μετά το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό...επί Γκορμπατσόφ ήδη.... ο
φίλος μου επέστρεψε με τα λόγια: ‘η ελευθερία ευωδιάζει σαν ωραία σάλτσα’. Εγώ
η ίδια, πάλι, θυμάμαι καλά το πρώτο μου σουπερμάρκετ, στο Βερολίνο, με τα εκατό
είδη σαλάμι και τα εκατό είδη τυρί. Μου ήταν ακατανόητο. Ύστερα μας ανοίχτηκε ο
κόσμος. Ενώ πριν απλώς τον ονειρευόμασταν...ονειρευόμασταν πράγματα που θα
θέλαμε να είχαμε... Ήταν ωραία που ονειρευόμασταν έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε.
Ονειρευόμασταν.... Αλλά ζούσαμε μια ζωή στην ΕΣΣΔ, όπου υπήρχαν ενιαίοι κανόνες
παιχνιδιού, κανόνες που τηρούσαν όλοι. Να, ας πούμε, κάποιος στέκεται στην
εξέδρα. Λέει ψέματα και τον χειροκροτούν όλοι, αν και όλοι ξέρουν πως λέει
ψέματα. Κι εκείνος το ξέρει πως το ξέρουν όλοι ότι λέει ψέματα. Τα λέει όμως τα
ψέματά του και χαίρεται με τα χειροκροτήματα» (σσ. 226-227)
«Η Ρωσία...
Σκούπισαν πάνω της τις σόλες τους. Ο καθένας μπορεί να της ρίξει μια στα
μούτρα. Τη μετέτρεψαν σε δυτικό σκουπιδότοπο μεταχειρισμένων κουρελιών και
ληγμένων φαρμάκων. Σε αποθήκη πρώτων υλών, σε βρυσούλα αερίου... Η σοβιετική
εξουσία; Δεν ήταν ιδανική αλλά ήταν καλύτερη απ’ ό,τι τώρα. Αξιοπρεπέστερη. Γενικώς, ο
σοσιαλισμός με ικανοποιούσε: δεν υπήρχαν πάρα πολύ πλούσιοι, ούτε φτωχοί... δεν
υπήρχαν άστεγοι και εγκαταλελειμμένα παιδιά.... Οι γέροι μπορούσαν να ζήσουν με
τις συντάξεις τους, δε μάζευαν άδεια μπουκάλια στους δρόμους. Αποφάγια. Δε σε
κοιτούσαν στα μάτια, δε στέκονταν με απλωμένο το χέρι» (σσ.
196-197)
«Η αγορά
έγινε το πανεπιστήμιό μας... Τα παραλέω- πανεπιστήμιο... πάντως σίγουρα σχολείο
ζωής. Αυτό ναι. Έρχονταν εδώ σαν να επισκέπτονταν μουσείο. Βιβλιοθήκη. Τα
αγοράκια και τα κοριτσάκια περνούσαν μπροστά απ’ τους πάγκους σαν τα ζόμπι...με τρελαμένα
πρόσωπα... Να ένα ζευγάρι που σταματάει μπροστά σε κάτι κινέζικους αποτριχωτές...
Και η κοπέλα να του εξηγεί πόσο σημαντική είναι η αποτρίχωση... Εκατομμύρια
νέες συσκευασίες, κουτάκια. Τα πήγαιναν στο σπίτι σαν ιερά σκεύη, και όταν
είχαν πλέον χρησιμοποιήσει το περιεχόμενό τους, δεν πέταγαν τα μπουκαλάκια,
αλλά τα τοποθετούσαν σε κάποια τιμητική θέση πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης ή
στον μπουφέ, πίσω απ’ το κρύσταλλο.
Διάβαζαν τα πρώτα ιλουστρασιόν περιοδικά σαν να διάβαζαν κλασική λογοτεχνία, με
την προσήλωση πιστού που θεωρεί πως κάτω απ’
το περιτύλιγμα, κάτω απ’ το
κάλυμμα τους περίμενε μια υπέροχη ζωή. Μπροστά από το πρώτο Μακ Ντόναλντς σχηματίζονταν
ουρές χιλιομέτρων... Έκαναν ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Ενήλικες, μορφωμένοι
άνθρωποι και κρατούσαν για ενθύμιο τα χάρτινα κουτάκια και τις χαρτοπετσετούλες
απο κει για να τα επιδεικνύουν με περηφάνια στους φίλους τους» (σελ.
239)
«Σήμερα
τα μουσεία είναι άδεια... Ενώ οι εκκλησίες είναι γεμάτες, επειδή όλοι
χρειαζόμαστε ψυχοθεραπευτές. Ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Έχετε την εντύπωση πως
οι Τσουμάκ και Κασπόρσκι (τηλεοπτικές θεραπευτές, η εκπομπή των οποίων τη
διετία 1989-1990 έκανε θραύση στη ρωσική
τηλεόραση) θεραπεύουν το κορμί; Την ψυχή θεραπεύουν. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι
κάθονται στην τηλεόραση και τους ακούν σαν υπνωτισμένοι. Πρόκειται για
ναρκωτικό! Μια τρομαχτική αίσθηση μοναξιάς...εγκατάλειψης... Όλοι έτσι νιώθουν-
από τον ταξιτζή και τον υπάλληλο γραφείου έως τον λαϊκό τραγουδιστή και τον
πανεπιστημιακό καθηγητή. Όλοι τους είναι τρελά μόνοι. Και ούτω καθεξής...
έτσι.... Η ζωή έχει αλλάξει ριζικά. Ο κόσμος χωρίστηκε διαφορετικά: όχι σε ‘λευκούς’ και σε ‘κόκκινους’, όχι σε αυτούς που έκαναν
φυλακή και σε αυτούς που έστελναν άλλους στη φυλακή, σε αυτούς που είχαν
διαβάσει Σολζενίτσιν και σε αυτούς που δεν είχαν, αλλά σε αυτούς που μπορούν
και σε αυτούς που δεν μπορούν να αγοράσουν» (σελ. 396).
Η γοητεία
του κενού. Η μοναξιά που μοιάζει πολύ με ευτυχία. Η κουλτούρα της συμπόνοιας
για τους αδικημένους της ζωής ή για τους εγκληματίες και δολοφόνους που ζούνε
μόνοι τους. Η πεποίθηση πως ο άνθρωπος δίχως πατρίδα είναι σαν αηδόνι χωρίς τον
κήπο του, που ενώ είναι τόσο ωραία, φέρνει τόσο μίσος και χυμένο αίμα, σε μία
γενικευμένη στοχοποίηση όποιου δεν είναι δικός μας. Και η συγκλονιστική
εξομολόγηση μιας 60χρονης γυναίκας: «Εμείς
απέχουμε απ’ τη Μόσχα χίλια χιλιόμετρα. Βλέπουμε τη ζωή στη Μόσχα απ’ την τηλεόραση, όπως στο σινεμά. Τον Πούτιν
και την Άλλα Πουγκατσόβα τους ξέρω... Απ’
τους άλλους, κανέναν... Συλλαλητήρια, διαδηλώσεις... Εμείς εδώ όπως ζούσαμε
ζούμε. Και επί σοσιαλισμού και επί καπιταλισμού. Για μας είτε ‘λευκοί’ είτε ‘κόκκινοι’
το ίδιο κάνει. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι την άνοιξη. Να φυτέψουμε τις πατάτες
μας... Είμαι εξήντα χρονών... Δεν πηγαίνω στην εκκλησία, αλλά πρέπει να μιλάω
με κάποιον. Να μιλάω με έναν φίλο..... Για το ότι δε μου αρέσει που γερνάω, που
δε θέλω καθόλου να γεράσω. Θα λυπηθώ να πεθάνω. Βλέπετε τι όμορφες πασχαλιές
έχω; Βγαίνω έξω τη νύχτα και λάμπουν. Στέκομαι λίγο, τις κοιτάω. Καθίστε να σας
κόψω ένα μπουκέτο...» (σελ. 682)
Ένα πολύ
δυνατό βιβλίο, το οποίο μαρτυρεί τα αδιέξοδα ενός κόσμου που θέλησε να
αντικαταστήσει τον ολοκληρωτισμό με την ύλη, τον μαρξιστικό υλισμό με τον
καπιταλιστικό υλισμό, χωρίς να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. Αυτόν τον υλισμό
που ζούμε κι εμείς και που όποιος μας προτείνει να τον αφήσουμε, θα προκαλέσει
τη χλεύη όλων. Όπως οι λόγοι των ιεροκηρύκων που καταριούνται τον σύγχρονο
κόσμο, αντί να τον βλέπουν σε μια άλλη προοπτική.
Για μας που
πιστεύουμε στον Θεό το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Υπάρχει ένα παράδειγμα ζωής
στο οποίο η δικαιοσύνη και η ισότητα δεν θα επιβάλλονται διά της βίας, αλλά θα
δίνονται αγαπητικά, με τον κόπο όλων και το μοίρασμα από το περίσσευμα ή το
υστέρημα σε όσους δυσκολεύονται; Υπάρχει ένα παράδειγμα ζωής στο οποίο το «αγαπώ,
άρα υπάρχω», ενσωματώνει το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», το «έχω, άρα υπάρχω», τους
δίνει τις αληθινές τους διαστάσεις και οδηγεί τον κόσμο στο «θα αναστηθώ, γι’ αυτό και υπάρχω»; Στην Εκκλησία το
βρίσκουμε στο πρόσωπο του Χριστού και στην αρχή της κάθε στιγμής. Το ερώτημα
είναι ποια Εκκλησία φανερώνουμε στον κόσμο; Αυτή της θρησκείας, όπως η
Αλεξίεβιτς ολοφάνερα δείχνει για την σημερινή Ρωσία, ή αυτή των γιαγιάδων που
παρακαλούσαν τους στρατιώτες να μη γκρεμίσουν τον ναό, γιατί μέσα από εκείνον
έβγαιναν οι άγιοι ανά τους αιώνες;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός