7/23/24

Η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ


 «Και από την πολλή επιείκεια μικραίνει τόσο η αντοχή της καρδιάς που δεν μπορεί να βαστάξει στο άκουσμα ή στο θέαμα και της παραμικρής βλάβης ή λύπης που γίνεται στην κτίση» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Γεμίσαμε κριτές και επικριτές στην εποχή μας. Από την μία τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και από την άλλη ένας κρυφός ή και φανερός θυμός γιατί ο κόσμος και οι άλλοι να μην είναι όπως τους θέλουμε, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχούς άρνησης και αντίδρασης. Σαν να είναι ο κόσμος γεμάτος από εφήβους που θέλουν να κατεδαφίσουν, χωρίς να έχουν να προτείνουν κάτι για χτίσιμο.  Όταν όμως το παιχνίδι στρέφεται προς εμάς, όταν διαπιστώνουμε ότι έχουμε κάνει λάθη και ότι οι άλλοι μας επικρίνουν, τότε σπεύδουμε να ζητήσουμε την επιείκειά τους, επικαλούμενοι την ανάγκη για μια δεύτερη ευκαιρία, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δεν έχουμε επίγνωση του τι λέμε, τι κάνουμε, τι επιλέγουμε. Να περάσουμε τη στιγμή, αυτός είναι ο στόχος μας. Να μην υποστούμε τις συνέπειες των σφαλμάτων μας κι από κει και πέρα θα το ξανασκεφτούμε λίγο, διότι, συνήθως, δεν αλλάζουμε.

Ο ασκητικός λόγος θέτει μια διαφορετική προοπτική στην πορεία της ζωής μας. Μεταθέτει το κλειδί της όχι στη σκέψη, αλλά στην καρδιά. Μας ζητά να σκεφτόμαστε με την καρδιά. Να επιλέγουμε την οδό της επιείκειας. Να λυπόμαστε δηλαδή για το κακό του κόσμου και να προχωρούμε με προσευχή στην αντιμετώπισή του, με καλοσύνη, με επίγνωση ότι δεν είμαστε οι αναμάρτητοι, οι έχοντες το δικαίωμα να προχωρούμε ανεπίκριτοι, αλλά στο ίδιο κρίμα βρισκόμαστε συνήθως, ακόμη κι αν αυτό δεν φαίνεται. Ο επιεικής αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Νιώθει τι θα μπορούσε να κάνει για τον άλλον και δεν το έπραξε, όχι για να ενοχοποιήσει τον εαυτό του και να μην προχωρήσει και ο ίδιος στη ζωή, αλλά γνωρίζοντας την αλήθεια να αφήνει πάντοτε ένα περιθώριο να απλώσει το χέρι στον άλλο που έσφαλε, για να προχωρήσουν όσο γίνεται μαζί.

Δεν είναι εύκολος ο δρόμος αυτός, διότι σκοντάφτει στο αίσθημα της δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι δεν θέλουμε την αδικία, ιδίως όταν την υφιστάμεθα. Θέλουμε την δικαιοσύνη, συχνά για να παρηγορηθούμε ότι δεν είμαστε όπως οι υπόλοιποι. Αυτός που ζητά τη δικαιοσύνη, έχει μέσα του και μία κρυφή χαρά ότι νίκησε με τις επιλογές και τις αρχές του, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο του νόμου κι όχι ο νόμος το μέτρο του ανθρώπου. Η επιείκεια δεν σημαίνει αμνήστευση σφαλμάτων, ούτε δικαιολόγηση παθών. Σημαίνει όμως μια απόφαση να επιτρέψουμε στον πλησίον να ξαναδεί τη ζωή του μαζί μας, με γνώμονα την αλήθεια και το κοινό καλό και όχι με γνώμονα το ίδιον όφελος και τον θρίαμβο του όποιου ατομικού πάθους.

Οι σύγχρονοι γονείς πέφτουν σ’  αυτήν την παγίδα. Ανήμποροι να δείξουν την αλήθεια, φοβισμένοι για την σύγκρουση που η αλήθεια απαιτεί, αμνηστεύουν τα παιδιά και τις πράξεις τους, δικαιολογούν τα πάντα, αρνούνται τα όρια. Είναι άλλο η δεύτερη ευκαιρία και άλλο η αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στη σκέψη ή στις πράξεις ή δεν πειράζει για τίποτα. Η αγάπη θέλει αλήθεια. Θέλει όμως και αυτή την αίσθηση της τρυφερής ανοχής και συγχώρησης, που μας κάνει να θλιβόμαστε για το κακό, να μην το υιοθετούμε, αλλά και να μην απορρίπτουμε το ανθρώπινο πρόσωπο. Ας μας βοηθά ο Θεός να σκεφτόμαστε με την καρδιά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 24 Ιουλίου 2024

7/20/24

50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...


 Συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που ήρθε ως αποτέλεσμα τραγικών λαθών, που έγιναν, έστω και ακούσια, προδοτική συμπεριφορά, της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, ανοχής της τότε πανίσχυρης αμερικανικής πολιτικής, αλλά και αναζήτησης από την τουρκική πλευρά δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, ώστε το στρατηγικής σημασίας νησί να μην ενωθεί ποτέ με την Ελλάδα, όπως ήταν πάντοτε ο στόχος των Κυπρίων αδελφών και συμπατριωτών μας.

Η διεθνής κοινότητα ανέχεται και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να ανέχεται το διχοτομημένο νησί. Κανείς δεν σου χαρίζει την ελευθερία, αν δεν έχεις τη δυνατότητα να την κατακτήσεις μόνος σου. Όσα ευχολόγια κι αν ακουστούν, θα μείνουν λόγια.

Αυτή την ημέρα εθνικού πένθους και περισυλλογής ας θυμηθούμε τον ηγέτη του Κυπριακού Ελληνισμού , τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του αγώνα για ελευθερία από τους Άγγλους και ένωση με την Ελλάδα, δείχνοντας αυτό που η Εκκλησία ήταν πάντοτε: η μάνα που νοιάζεται όχι μόνο για την αιωνιότητα, αλλά και για την ιστορία. Πληρώνοντας με εξορίες, διωγμούς, πραξικοπήματα, ταλαιπωρίες, αμφισβητήσεις, ύβρεις το τίμημα, ο Μακάριος θα μείνει πάντοτε στην ιστορία του Ελληνισμού ως αυτός που προσπάθησε να πετύχει το καλύτερο δυνατό. Και όταν οι πολιτικοί τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδος, μαζί με τους στρατιωτικούς, αρνήθηκαν να τον  σεβαστούν, η ενότητα του Ελληνισμού χάθηκε και τα επίχειρα τα πληρώνουμε ακόμη.

Δεν μας νοιάζει στην πραγματικότητα η Κύπρος. Πάντοτε είχαμε και έχουμε τον εαυτό μας και τα δικά μας θέματα για να ασχολούμαστε. Συλλογικά οράματα, έγνοια για τον Ελληνισμό απανταχού της γης, δεν μπορεί σήμερα να συγκινήσουν τις καρδιές μας. Άλλωστε, ξεχνά ο άνθρωπος. Τι να μας πει σήμερα η λέξη «πατρίδα», τι να μας θυμίσουν τα συλλαλητήρια για την ένωση, τι η προσωπικότητα του Μακαρίου, τι οι νεκροί του Κυπριακού αγώνα, τι οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ, όταν έχουμε να  ασχοληθούμε με το δικό μας star system, τη διασκέδαση και τις διακοπές μας, το καταναλωτικό μας πρότυπο, το πόσο καλύτερα θα ενσωματωθούμε στην παγκοσμιοποίηση του ατομοκεντρισμού, σε μια Ευρώπη χωρίς ψυχή; Κι όμως, οι κίνδυνοι βρίσκονται δίπλα μας. Στο επελαύνον στην Ευρώπη Ισλάμ. Στο δημογραφικό, που μας συρρικνώνει. Στον «παρτακισμό» που μας κάνει να βλέπουμε τα πάντα μόνο στην προοπτική του πρόσκαιρου. Στην παιδεία του δικαιωματισμού και στη woke και cancel culture, που διόλου απίθανο να θεωρήσει τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ «τρομοκράτες», τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο έναν «εξουσιολάγνο». Στους νοσταλγούς του σχεδίου Ανάν του 2004 να επανέρχονται θεωρώντας το μια μεγάλη ευκαιρία να λυθεί το πρόβλημα, παραγνωρίζοντας, όπως και με τις Πρέσπες, ότι δεν λύνονται οι μεγάλες εθνικές και ταυτοτικές διαφορές χωρίς να ληφθεί υπόψιν η ιστορική αλήθεια και ταυτότητα.

Οι μεγαλύτεροι ας μην ξεχνούμε τον λόγο του αειμνήστου προέδρου της Κύπρου Τάσσου Παπαδόπουλου: «Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω ‘κοινότητα’ χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της... Είμαι βέβαιος ότι εξακολουθούν να έχουν για σας νόημα οι ηθικές αρχές και αξίες του λαού μας, του πολιτισμού και του εθνικού ιστορικού μας βίου, τον οποίο θέλετε να συνεχίσουμε με ασφάλεια, δικαιοσύνη, ελευθερία και ειρήνη».

Μακάρι και οι νεώτεροι να ευαισθητοποιηθούν. Και μέσα από την διατήρηση των αξιών της ταυτότητάς μας, ιδίως της δίψας για ελευθερία, ας βοηθήσει και η Εκκλησία. Οι πολιτικοί μας και όλοι ας θυμόμαστε ότι είναι άλλο να συνάπτεις συμμαχίες και άλλο να ενδίδεις στις όποιες πιέσεις.

Οι 50 πένθιμες κωδονοκρουσίες στους ναούς μας σήμερα, μία για κάθε χρόνο τουρκικής κατοχής της Κύπρου, ας είναι υπόμνηση του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ...». 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

20 Ιουλίου 2024

ΑΝΑΚΛΙΘΗΣΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑ ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒ

 

«Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. 8, 11-12)

«Καὶ σᾶς λέω πὼς θά ᾿ρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αβραάμ, τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν ᾿Ιακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους». 

            Οι χριστιανοί έχουμε στις καρδιές μας μια υπόσχεση, η οποία είναι αναντικατάστατη. Ότι η ζωή δεν θα τελειώσει με τον θάνατο, αλλά ότι μας περιμένει η βασιλεία των ουρανών, στην οποία η ύπαρξή μας θα βρει μία κατάσταση όπου «ουκ έστι, πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η κατάσταση αυτή όμως δεν θα είναι απρόσωπη. Δεν θα είναι ένα ατομικό γεγονός, όπως στο Ισλάμ, όπου ο κάθε «πιστός» απολαμβάνει, ανάλογα με τη ζωή του, ηδονές υλικού τύπου. Θα είναι κοινωνία προσώπων, και μάλιστα, σε συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης, «ανάκλισις μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ», μετά των προπατόρων με τους οποίους η πίστη στον Θεό είναι κοινή. Ο Χριστός παρομοιάζει τη βασιλεία των ουρανών συχνά με ένα μεγάλο τραπέζι, στο οποίο όμως δεν είναι οι υλικού τύπου ηδονές και τροφές που δεσπόζουν, αλλά τα πρόσωπα. Οι πιστοί θα αναγνωρίζουν και θα χαίρονται με όσους βρήκαν τον Θεό και έδειξαν τον δρόμο και στους άλλους.

            Αυτή η υπόσχεση έρχεται σε αντίθεση με τη νοοτροπία του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, ο οποίος βλέπει τα πάντα στην προοπτική του παρόντος, του «εδώ και τώρα», «σαν να μην υπάρχει αύριο». Βεβαίως, και εμείς πιστεύουμε ότι η βασιλεία του Θεού ξεκινά από το «εδώ και τώρα», καθώς η πίστη δεν είναι κάτι που θα έρθει, αλλά έχει ήδη έρθει, ενώ το μεγάλο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών είναι η θεία ευχαριστία, στην οποία όσοι συμμετέχουμε, συναντούμε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όσους προηγήθηκαν ημών εν τη πίστει, ζώντας την κοινή χαρά της παρουσίας του Χριστού ως Θεού όλων μας. Ο κόσμος όμως πορεύεται στην προοπτική του μηδέν, του τίποτα μετά τον θάνατο. Γι’ αυτό και η καλοσύνη και η αγάπη μετρούν μόνο ως υστεροφημία ή ως τήρηση κάποιων κανόνων κοινωνικής συμβίωσης και όχι ως ένδειξη ζώσας πίστης, που γίνεται εμπιστοσύνη στον Θεό και άνοιγμα στον πλησίον.

            Ο Χριστός, εισερχόμενος στην Καπερναούμ, συναντά έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο οποίος Τον παρακαλεί να γιατρέψει τον υπηρέτη του, χωρίς να πάει στο σπίτι του. Εμπιστεύεται τον Χριστό και θεωρεί ταπεινά ότι δεν αξίζει να εισέλθει ο Κύριος στον οίκο του. Είναι αρκετός ο λόγος Του για να γιατρευτεί ο οικείος του υπηρέτης. Ο εκατόνταρχος ζει την δύναμη της πίστης ως αγάπης για τον πλησίον, και μάλιστα για κάποιον που εκείνη την εποχή δεν είχε ούτε το δικαίωμα να θεωρείται άνθρωπος. Ζει την δύναμη της πίστης ως εμπιστοσύνης στον Θεάνθρωπο Κύριο, σε μια εποχή στην οποία τα πρόσωπα που εξουσίαζαν την περιοχή της Ιουδαίας πίστευαν στα είδωλα και περιφρονούσαν τον λαό του Ισραήλ και τη θρησκευτικότητά του. Ζει την ταπεινότητα της αυτεπίγνωσης, σε μια εποχή στην οποία αξία είχε μόνο ο ατομικός εαυτός. Και ο Κύριος θαυμάζει τον εκατόνταρχο, εκπληρώνει την επιθυμία του και ομολογεί ότι ο Ρωμαίος αξιωματούχος ήδη βιώνει την πίστη ως κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ενώ πολλοί εκ των ακολουθούντων στη θεωρία αυτή την πίστη είναι μακριά από τη βασιλεία των ουρανών και θα ζήσουν την κατάσταση της κόλασης, δηλαδή της μοναξιάς, του σκοταδιού, του φόβου, της ακοινωνησίας, του θυμού για το ότι ο εγωκεντρισμός τους δεν θα αναγνωρίζεται από κανέναν και της απελπισίας.

            Σε έναν κόσμο, όπου η αδιαφορία για την υπόσχεση της βασιλείας των ουρανών δεσπόζει, ας ξαναδούμε το παράδειγμα του εκατοντάρχου. Ας ξαναβρούμε τη προοπτική της Εκκλησίας ως συνάντησης προσώπων. Και ας κάνουμε δική μας την υπόσχεση της διαρκούς συνάντησής μας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, της αγάπης, της ταπείνωσης και της αυτεπίγνωσης, της εμπιστοσύνης και της ελπίδας ότι πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

21 Ιουλίου 2024

Κυριακή Δ’ Ματθαίου

7/17/24

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ Ο ΘΕΟΣ;

 


«Κάθε στιγμή ο Κύριος βρίσκεται κοντά στους αγίους Του, ώστε να τους στηρίζει στην ανάγκη. Αλλά, όταν δεν υπάρχει ανάγκη, δεν φανερώνει καθαρά τη δύναμή Του με κάποιο έργο ή σημείο αισθητό, για να μην εκφυλιστεί η βοήθεια αυτή και οδηγήσει σε βλαπτικά αποτελέσματα» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Ένας από τους καημούς της ζωής μας είναι η σιωπή του Θεού στις δύσκολες καταστάσεις μας.  Οι εξετάσεις των νέων, τα εργασιακά αδιέξοδα και η εκμετάλλευση, οι σχέσεις που δεν προχωρούνε, η κακία των ανθρώπων, συχνά και των οικείων, τα τραύματα που γεννιούνται μέσα από τέτοιες δοκιμασίες, κυρίως όμως όταν έρχονται η εμπειρία και ο φόβος της ασθένεια και του θανάτου, ο πόλεμος και η καταστροφή, γεννούν εύλογο το ερώτημα μέσα μας: γιατί ο Θεός μας εγκαταλείπει;

Πολλοί, στη διάρκεια της ιστορίας της πίστης, έδωσαν και δίνουν την απάντηση: «εξαιτίας των αμαρτιών μας σιωπά ο Θεός». Όταν είμαστε καλά, δεν νοιαζόμαστε για τη φωνή Του. Άλλοτε, έχουμε επιλέξει να ζούμε αντίθετα με το θέλημά Του και όταν έρχεται η ώρα της κρίσης, συχνά εκεί που δεν το περιμένουμε, τότε ξυπνά μέσα μας η λογική του συμφέροντος και της απαίτησης. Εφόσον πιστεύω στον Θεό, Εκείνος οφείλει να μου δείξει ότι ανταποκρίνεται στην πίστη αυτή και να μου δώσει, όπως επιθυμώ. Άλλοτε πάλι, εκλαμβάνουμε τη σιωπή του Θεού ως μία τιμωρία για τις πράξεις και σκέψεις και επιλογές μας, ώστε να γλιτώσουμε από τις αμαρτίες μας ή να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη, η οποία έχει τρωθεί εξαιτίας της αποστασίας μας. Οι νεο-προφήτες κάθε εποχής, διάδοχοι των αρχαίων χρησμολόγων και όχι των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, η αποστολή των οποίων έληξε με τον ερχομό του Χριστού, αυτήν ακριβώς την οδό ακολουθούν: τα πάντα οφείλονται στις αμαρτίες μας. Έτσι, οι ίδιοι, ως «αυθεντικοί» εκφραστές του θείου Θελήματος, για το οποίο είναι βέβαιοι ότι το κατέχουν, μη επισημαίνοντας ούτε στον εαυτό τους ούτε στους οπαδούς τους ότι Κύριος οίδεν και μόνο Αυτός, κηρύττουν μετάνοια, συχνά αναζητώντας ακολούθους, κυρίως για να επικυρώνουν τον λόγο τους και να τους δίνουν εξουσία.

Ο ασκητικός λόγος όμως αποπνέει μιαν αλλιώτικη εμπειρία. Ο Θεός βρίσκεται πάντοτε κοντά στους αγίους Του, όπως και σε όλους τους ανθρώπους, καθώς είμαστε όλοι παιδιά Του. Δεν παρεμβαίνει όμως πάντοτε, παρά μόνο όταν είναι απόλυτη ανάγκη για την πνευματική μας ωφέλεια. Διότι εύκολα η βοήθεια του Θεού θα μπορούσε να μας βλάψει, όταν εμείς επαναπαυόμαστε σ’ αυτήν, όταν εμείς δεν κάνουμε την αυτοκριτική μας, δεν προσέχουμε τις επιλογές μας, δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε πορεία ζωής, δεν νιώθουμε την ανάγκη να αναζητήσουμε το θέλημά Του. « Έχουσι Μωυσέα και προφήτας», λέει ο Αβραάμ στον πλούσιο, στη γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Και αυτός ο λόγος που είναι, στην πραγματικότητα, ο λόγος του Χριστού, είναι το κλειδί για να ερμηνεύσουμε τη σιωπή του Θεού.

Ο Θεός έχει τον τελευταίο λόγο, αφού ο άνθρωπος έχει κάνει αυτό που περνά από το χέρι του. Όσο κι αν φαίνεται δύσκολο, ούτε η ασθένεια, η ήττα, ο θάνατος είναι το τέλος για όποιον πιστεύει. Η σχέση με τον Θεό είναι εμπιστοσύνη και αγάπη. Η πρόνοια του Θεού λειτουργεί σ’  αυτήν την προοπτική. Ζητάμε και μας δίνει όσα είναι αληθινά αναγκαία για την πνευματική μας πρόοδο. Ας δεχτούμε και ότι όλα τα αιτήματά μας δεν είναι χρήσιμα για τη σωτηρία μας. Εδώ είναι ο δρόμος της πίστης. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 17 Ιουλίου 2024

7/12/24

ΟΠΩΣ ΙΔΩΣΙΝ ΥΜΩΝ ΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ


 «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5, 16)

«Ἔτσι πρέπει νὰ λάμψει τὸ φῶς σας ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό». 

            Στην επί του Όρους ομιλία, ο Χριστός μάς προτρέπει να πράττουμε καλά έργα, όχι με σκοπό την προσωπική μας δόξα, αλλά για να δοξάζουν οι άνθρωποι τον Θεό που είναι ο ουράνιος Πατέρας μας. Η προτροπή αυτή έρχεται να συναντήσει και στο παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας, έναν κόσμο στον οποίο τα καλά έργα δεν αναγνωρίζονται ως πηγή δοξολογίας και χαράς, παρά μόνο αποθεώνεται το κακό. Τα καλά έργα, εκτός από το ότι προέρχονται από μία συνείδηση που έχει ήθος ακολουθεί τον Ευαγγέλιο και ελπίζει στη συνάντηση με τον Θεό, τουτέστιν ζει την εμπειρία της Εκκλησίας, είναι και η προϋπόθεση για να μπορέσει ο κόσμος να σταθεί με αγάπη, συμπόρευση, συλλογικότητα, τρόποι που ελάχιστα προβάλλονται στους καιρούς μας. Δεν είναι η προτεσταντίζουσα στάση και αντίληψη που θεωρεί τα καλά έργα σημείο καταξίωσης κοινωνικής, όπως επίσης και ατομικής ικανοποίησης ότι περιμένουμε ανταπόδοση από τον Θεό και γι’ αυτό πράττουμε το καλό. Ούτε είναι τα καλά έργα σημείο της συμπεριφοράς του ανθρώπου, δηλαδή κατάσταση που δεν χρειάζεται να πηγάζει από την καρδιά, αλλά να δείχνει ένα «φαίνεσθαι» που οι άλλοι μπορούν να επικροτήσουν, ακόμη κι αν υπάρχει σκοτάδι στην ψυχή, δηλαδή υποκρισία.

            Στους καιρούς μας όμως τα καλά έργα ζητούν ανταπόδοση. Πιο ευάλωτη στη νοοτροπία αυτή είναι η νεώτερη γενιά, επειδή δεν βλέπει η καλοσύνη, η αγάπη, η προσφορά να είναι στις προτεραιότητες του κόσμου, κάτι που είναι ορατό στη βιομηχανία του θεάματος, στα παιχνίδια του Διαδικτύου, αλλά και στο δόγμα «πρέπει να νικήσουμε πάση θυσία», ενώ φαινόμενα όπως οι γυναικοκτονίες, η βία, η παρενόχληση παίρνουν διαστάσεις και, ταυτόχρονα, η φιληδονία και η πορνογραφία θεωρούνται δικαιώματα του ανθρώπου. Την ίδια στιγμή, η παιδεία έχει ως στόχο της να συνδέσει τον νέο με την παραγωγική διαδικασία, όχι όμως να τον οδηγήσει στο να αποκτήσει ήθος, καθώς δεν προβάλλονται τέτοια πρότυπα, αφού οι δομές κυριαρχούν εις βάρος των προσώπων, ο νους εις βάρος της καρδιάς, η μετριότητα εις βάρος της δημιουργικότητας. Ζούμε σε μια κοινωνία, η οποία έχει εξοβελίσει την ηθική από τη ζωή της και αποθεώνει το δικαίωμα του ανθρώπου να κάνει ό,τι θέλει, ως άτομο και όχι ως μέλος ενός σώματος που χρειάζεται να στηρίζεται σε κανόνες του ανήκειν, που να έχουν σχέση και με τις ρίζες, το παρελθόν, την ιστορία, τη γλώσσα, τη θρησκευτικότητα, αλλά και τις σύγχρονες προοπτικές. Πώς να μιλήσεις όμως με το σήμερα, αν δεν έχεις εξάρτυση πνευματική και ταυτοτική που ξεκινά από το χτες; Πώς να προχωρήσεις στο μέλλον, όταν δεν μπορείς να αντισταθείς σε ό,τι ο κόσμος σου δίνει για τροφή, χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να κρίνεις τι ταιριάζει στην ψυχή σου; Γιατί η ηθική είναι αντίσταση και σήμερα κυριαρχεί η αίσθηση του τίποτα, του μηδενισμού.

            Ως χριστιανοί, ακολουθώντας την οδό των Αγίων Πατέρων, που μας υπενθυμίζουν ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, που σημαίνει ότι κι εμείς έχουμε κληθεί μέσα από τη σχέση μαζί Του να νικήσουμε την αντίληψη του τίποτα, να νικήσουμε τον φόβο του θανάτου και μέσα από τα έργα της πίστης και της αγάπης να δώσουμε μήνυμα ζωής και ελπίδας στον κόσμο τούτο, για να οδηγηθούμε στην κοινωνία με τον Χριστό, δηλαδή για να λάβουμε την θέωση, την αγιότητα, τον σκοπό της ύπαρξης μας, οφείλουμε να αντισταθούμε στο θέλημα τούτου του αιώνος. Να παλέψουμε να γίνουμε φως. Να πιστέψουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ότι ο Χριστός είναι μαζί μας και ότι κι εμείς, μαζί Του, στην Εκκλησία, μπορούμε να γίνουμε ένα μικρό λυχνάρι που θα φέγγει στη ζωή, στη σχέση με τους άλλους, στον δρόμο του χρόνου. Ας βρυχάται ο κοσμοκράτωρ του αιώνος τούτου, με τα κάθε λογής φερέφωνα της αμαρτίας και του μηδενισμού. Αντιτάσσουμε όχι την ηθική της συμπεριφοράς ως πανάκεια, αλλά την ηθική της καρδιάς. Δεν μας νοιάζει ο έπαινος των ανθρώπων, αλλά το να μπορούν εκείνοι να διακρίνουν τον Θεό πίσω από τη ζωή, τα λόγια, τις πράξεις μας. Αφύπνιση λοιπόν! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

14 Ιουλίου 2024

Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου

7/9/24

ΟΙ ΠΑΡΕΕΣ

 «Γλυκιά πηγή των συνετών η συντροφιά» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Οι γονείς συχνά ανησυχούν για τις αρνητικές επιρροές που μπορεί να έχουν οι παρέες των παιδιών τους. Η μίμηση του κακού, η ισχυρή προσωπικότητα που ένας δύσκολος χαρακτήρας έχει και η πρόκληση θαυμασμού εξαιτίας της δυναμικής του, η χρήση του αδύναμου ως συντρόφου στην παραβατικότητα, ως χειροκροτητή στη φιλαυτία και στη φιληδονία, ο θυμός που γεννιέται όταν οι γονείς θέλουν να βάλουν όρια, η πτώση στις επιδόσεις στο σχολείο εξαιτίας της συνεχούς ενασχόλησης με διαδικτυακά παιχνίδια στα οποία οι παρέες διαπρέπουν, οι εφηβικοί έρωτες που κάνουν τους νέους να αφήνουν κατά μέρος οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, ακόμη και τις προηγούμενες παρέες τους, είναι σημάδια που δείχνουν τη δυναμική που έχει ένας «κακός» φίλος. Και η ευθύνη κατά τους γονείς πέφτει κυρίως σ’ εκείνον και όχι στο παιδί   τους, το οποίο, άλλωστε, δεν φταίει ποτέ και για τίποτα.

Ανάλογη είναι η θετική επίδραση της καλής παρέας. Ένας καλός φίλος μπορεί να αφυπνίσει, να στηρίξει, να βγάλει τον κρυμμένο καλό εαυτό του φίλου του, να σπάσει τη μοναξιά, να δώσει αφορμές για γόνιμους προβληματισμούς, να ισχυροποιήσει αντιστάσεις σε πειρασμούς, να δώσει καλές συμβουλές, να γίνει δηλαδή αφορμή, ώστε η παρέα να οδηγηθεί σε δρόμους αγαθούς. Αυτό σημαίνει προσωπικότητα, ωριμότητα, καλοσύνη στην καρδιά.

Ο ασκητικός λόγος είναι σαφής. Να κάνει συντροφιά με συνετούς ανθρώπους, για να παίρνεις γλυκό νερό από την πηγή που αυτοί είναι. Δεν είναι μόνο η πνευματικότητα που ο συνετός άνθρωπος αποπνέει. Και πνευματικότητα δε σημαίνει μόνο την τήρηση των καθηκόντων έναντι του Θεού και της Εκκλησίας ή τη συζήτηση για θέματα που αφορούν στην ψυχή, στη βασιλεία του Θεού, σε μια ζωή που δε νικιέται από τον θάνατο. Η πνευματικότητα έγκειται στην απόφαση του ανθρώπου να διαχειρίζεται τη ζωή κατά τον τρόπο και το θέλημα του Θεού. Να αντέχει στις δυσκολίες που προκύπτουν από τη συμπεριφορά των άλλων. Να μην επιλέγει την οδό της κατάκρισης, αλλά την οδό της δεύτερης ευκαιρίας. Να προτάσσει την αγάπη και την υπομονή. Κι εκεί που δεν βλέπει διέξοδο, να μιλά με καλό λόγο, να λέει με διακριτικότητα την αλήθεια, χωρίς να επιδιώκει να διορθώσει τον άλλον. Άλλωστε, η ελευθερία μάς οδηγεί στην αλλαγή, ακόμη κι αν χρειαστεί να περάσει από την ανάγκη της υπέρβασης της μοναξιάς που έρχεται μέσα από τα λάθη μας και από την πρόταξη της εξουσίας.

Στη σχέση με τον Θεό συχνά έρχεται μία κατάσταση που ονομάζεται φωτισμός. Δεν είναι απαραίτητα ο φωτισμός που έπεται της κάθαρσης της καρδιάς από τα πάθη. Είναι και ο φωτισμός της μετάνοιας. Είναι εκείνη η στιγμή στην οποία ο άνθρωπος νιώθει τα αδιέξοδά του εξαιτίας του χαρακτήρα, των λαθών, της κακών επιλογών, της αμαρτίας του. Και τότε νιώθει ότι πρέπει να πάρει τη ζωή του αλλιώς.

Στον φωτισμό αυτό ο καλός φίλος μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Ο συνετός άνθρωπος του ασκητικού λόγου είναι αυτός που δεν διαλέγει να κάνει τα μεγάλα άλματα, αλλά επιλέγει την οδό της αγάπης, της συγχώρησης, της καταλλαγής. Είναι αυτός που ενισχύει αποφάσεις που έχουν να κάνουν με το ως πού φτάνουν τα πόδια μας να απλωθούν και λειτουργεί με αλήθεια και παρηγοριά στις δυσκολίες. Πρωτίστως, συνετός είναι όποιος προσεύχεται να αφεθούμε όλοι στον τελευταίο λόγο του Θεού στη ζωή μας. Εκεί είναι το κλειδί. Γι’ αυτό και η πηγή μιας τέτοιας παρέας είναι γλυκιά. 

π.  Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 10 Ιουλίου 2024

7/5/24

ΕΥΘΕΩΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ, ΤΟ ΠΛΟΙΟΝ, ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ


«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ...
Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4, 20, 22)

«Κι αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν... Τοὺς κάλεσε, κι αὐτοὶ ἄφησαν ἀμέσως τὸ καΐκι καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν». 

                Η σχέση ανθρώπου και Θεού δεν είναι μία σχέση αυτονόητη. Παρότι όλοι μας έχουμε μέσα μας το «γονίδιο του Θεού», η αναζήτηση του Θεού είναι στο DNA μας, κάτι που το γνωρίζουμε από την μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου στον λόγο του στους Αθηναίους («Θέλησε οι άνθρωποι να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας», Πράξ. 17, 27) και η επιστήμη το επιβεβαίωσε μέσα από την χαρτογράφηση του γονιδιώματος του ανθρώπου (Francis Collins), εντούτοις δεν είναι απαραίτητο ότι έχουμε τη διάθεση να Τον συναντήσουμε ή, ακόμη κι όταν αυτό γίνει, τη διάθεση να αποδεχτούμε τον λόγο και το κάλεσμά Του.

            Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακολουθεί τις Κυριακές της Πεντηκοστής και των Αγίων Πάντων, στις οποίες κατανοούμε πως η ζωή μας παίρνει νόημα από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και από την απόφασή μας να βάλουμε ως στόχο μας την αγιότητα, διαβάζουμε για τη συνάντηση του Χριστού με τέσσερις ανθρώπους. Ανά δυάδες, αδέρφια, ψαράδες, οι δύο ασχολούμενοι με το να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη μόνοι τους και οι άλλοι δύο όντας με τον πατέρα τους στο πλοιάριο το οποίο είχαν στην κατοχή τους. Ο Χριστός καλεί και τους τέσσερις να Τον ακολουθήσουν και να αλλάξουν τη ζωή τους. Και εκείνοι, «ευθέως», αμέσως εγκαταλείπουν τα δίχτυα της επιβίωσης οι δύο πρώτοι, ο Πέτρος και ο Ανδρέας,  αλλά και την ιδιοκτησία και τη συγγένεια οι άλλοι δύο, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, και Τον ακολουθούν. Γίνονται «αλιείς ανθρώπων» και κήρυκες, μαζί με τον Χριστό, του χαρμόσυνου μηνύματος της Βασιλείας του Θεού και μάρτυρες των θεραπειών που ο Χριστός κάνει σε κάθε ασθένεια, σωματική και ψυχική.

            Ποιοι ήταν οι λόγοι για το μεγάλο ΝΑΙ των αποστόλων στο κάλεσμα του Χριστού;

            Πρώτον, η αναζήτηση της αλήθειας στις καρδιές τους. Και οι τέσσερις πίστευαν ότι η αλήθεια είναι πρόσωπο, ο Μεσσίας, και όχι μία ιδέα ή μία φιλοσοφία. Γι’ αυτό και από το πρόσωπο ελκύστηκαν, το πρόσωπο ακολούθησαν, το πρόσωπο εμπιστεύτηκαν. Δεύτερον, η καρδιά τους είχε επίγνωση της θρησκευτικής παράδοσης των Ιουδαίων, αλλά είχε και την απλότητα και τη θέρμη των λαϊκών ανθρώπων, που δεν φιλοσοφούν ιδιαίτερα τα πράγματα, αλλά ακούνε την καρδιά τους, μια καρδιά καθαρή και ενθουσιώδης. Η καρδιά αυτή δεν κυριαρχείται ούτε από το συμφέρον, ούτε από τους υπολογισμούς για το μέλλον, ούτε από τα πάθη. Παρότι όλοι είχαν τους χαρακτήρες τους, που τους έκαναν ο ένας να αρνηθεί τρεις φορές τον Χριστό, οι δύο να κρυφτούν από τον φόβο των Ιουδαίων, ενώ μόνο ο Ιωάννης έμεινε πιστός μέχρι το τέλος, εντούτοις η καρδιά τους δεν έπαψε να αγαπά και να νιώθει την κλήση του Χριστού να τους αλλάζει τη ζωή. Τρίτον, δεν είχαν ως κύρια έγνοια της ζωής τους την επιβίωση, τα χρήματα, τη συγγένεια, τις ανθρώπινες σχέσεις, που γίνονται δισταγμοί και βάρη για τον άνθρωπο που θέλει να ακολουθήσει τον Θεό, ούτε τη γνώμη των άλλων για το τι ήταν σωστό και τι όχι, αλλά ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν έναν αγώνα για έναν σκοπό που ξεπερνούσε το παρόν, όπως είναι η Βασιλεία του Θεού.

            Αυτά τα τρία στοιχεία λείπουν συνήθως από τις δικές μας καρδιές. Βλέπουμε για αλήθεια τις όποιες αλήθειες  μιας ζωής που την φιλοσοφούμε, αναζητούμε το νόημα της στην επιβίωση, στις σχέσεις, στην ιδιοκτησία, στα αγαθά, στις ιδέες, ενώ εύκολα νικιόμαστε από τους υπολογισμούς, τα συμφέροντα, τα πάθη, καθώς δεν κυριαρχεί η αγάπη στην καρδιά μας. Παράλληλα, θεωρούμε αυτονόητο ότι ο Χριστός θα μας δώσει ό,τι ζητούμε, είτε επειδή βλέπουμε την πίστη ως παράδοση και συνήθεια είτε επειδή έχουμε σχηματίσει εντός μας την άποψη ότι η άνεση είναι το κλειδί της ευτυχίας και ότι επειδή ο Θεός μάς αγαπά, θα μας τα φέρει όλα εύκολα στη ζωή, ενώ δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να δώσουμε μαρτυρία περί της Βασιλείας του Θεού στους άλλους, εφόσον η αγιότητα δεν είναι ο πρώτος σκοπός μας, αλλά όλα λειτουργούν εγκοσμιοκρατικά και στη δική μας πορεία, κατά τον πολιτισμό μας.

            Ο χριστιανός έχει λάβει κλήση από τον Χριστό και την Εκκλησία όταν βαπτίστηκε. Να βλέπει τον Χριστό ως κέντρο της ζωής του, ως το Πρόσωπο που γιατρεύει, σώζει και αλλάζει, να παλεύει ώστε η καρδιά του να είναι αγαθή, απλή και καθαρή από συμφέροντα, επιδιώξεις κοσμικές και πάθη, αλλά και να νιώθει έτοιμος να δώσει την καλή μαρτυρία περί της πίστεως σε κάθε στιγμή της ζωής, σε κάθε σχέση, σε κάθε δρόμο. Αυτή είναι και η πορεία στην οποία μας καλεί η Εκκλησία. Μπορεί να μας λείπει το «ευθέως», αλλά ο Θεός ξέρει να περιμένει. Ας το παλέψουμε! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

7 Ιουλίου 2024

Κυριακή Β’ Ματθαίου