10/1/24

ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ‘Η ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ;

 

 «Αυτός που υπερασπίζεται τον κατατρεγμένο βρίσκει υπέρμαχό του τον Θεό» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Πόσο εύκολη είναι η απόρριψη του άλλου στους καιρούς μας! Οι άνθρωποι λειτουργούμε με χαιρεκακία, ιδίως όταν ο άλλος συντρίβεται είτε από τα λάθη του είτε από τον κόσμο και τη σκληρή  πραγματικότητα, με αποτέλεσμα τότε να φαίνεται ποια είναι η καρδιά μας. Αν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τον νικημένο, τον κατατρεγμένο, τον αδικημένο της ζωής, αναζητώντας την αλήθεια, ή αν ρίχνουμε κι εμείς τον λίθο του αναθέματος, δένουμε κι εμείς με τη σειρά μας μία πέτρα στον λαιμό του, για να τον ρίξουμε βαθύτερα στην απόγνωση, είναι το κρίσιμο δίλημμα.

Η απάντηση πηγάζει πρώτα από τον χαρακτήρα που έχουμε. Αν μεγαλώσαμε με την αίσθηση του αδικημένου από τους γονείς, τα αδέρφια μας, τους δασκάλους μας, έχοντας την εντύπωση ή και τη βεβαιότητα ότι δεν μας αναγνωρίζεται η αξία μας, τότε εύκολα μπαίνουμε στη λογική του «ο καθένας να λάβει ό,τι του πρέπει». Αν πάλι νιώθουμε ότι οι άλλοι δεν πρέπει να περάσουν ό,τι περνάμε εμείς, ακόμη κι αν κάνουν λάθη, τότε βρισκόμαστε σε έναν δρόμο συμπάθειας και αγάπης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αφήσουμε κατά μέρος την αλήθεια για τα όποια λάθη, δικά μας και των άλλων. Είναι άλλο όμως η αγαπητική προσέγγιση, που υποδεικνύει χωρίς να μειώνει ή να καταργεί την αξία του ανθρώπινου προσώπου και άλλο η αίσθηση ότι ό,τι κάνεις, αυτό θα λάβεις, ως τιμωρία από τον Θεό και τους ανθρώπους.

Ο ασκητικός λόγος μάς ζητά να υπερασπιζόμαστε τους κατατρεγμένους. Να μην είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, ούτε να έχουμε την πεποίθηση πως η προσωπική μας σωτηρία είναι ο δρόμος που μάς δίδει αυτάρκεια. Ο χριστιανός κλήθηκε να παλεύει στην ιστορία, να υπερασπίζεται το αληθινό, αυτό που είναι κατά τον νόμο του Χριστού. Να μη δέχεται την αδικία, ακόμη κι αν αυτή τον εξυπηρετεί ή δεν τον βλάπτει. Να συνεισφέρει από το περίσσευμα ή το υστέρημά του στην έλλειψη του άλλου. Και να ακούγεται η φωνή του, φωνή δικαιοσύνης, σε έναν κόσμο επανάπαυσης. Και ο Θεός δεν ξεχνά ούτε τον αδικημένο, ούτε τον υπερασπιστή.

Στην οικογένεια αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμος. Αν στο ζευγάρι επικρατεί η αίσθηση ότι «το δίκιο μου» πρέπει να επικρατήσει, τότε δεν μπορεί η αγάπη να ζυγιάσει τα πράγματα. Αν «το δίκιο» αποδειχτεί ανώφελο ή ηττηθεί, τότε ο άλλος εύκολα παραδίδεται στο αίσθημα της αυτοδικαίωσης. Αν τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους, οι γονείς δυσκολεύονται να πάρουν θέση, διότι φοβούνται ότι κάποια πλευρά θα δυσαρεστήσουν. Όμως ο λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος: «να υπερασπίζεσαι τον κατατρεγμένο». Να βλέπεις την αλήθεια και να τη δείχνεις, με αγάπη, διακριτικότητα και σταθερότητα. Να μην αφήνεις, όσο εξαρτάται από σένα,  αυτόν που δεν φταίει να γίνεται θύμα. Να οδηγείς, με τη σταθερότητα του λόγου και του παραδείγματος, τον αδικούντα  στην μετάνοια. Να προσεύχεσαι στον Θεό για τα υπόλοιπα.

Η υπεράσπιση προϋποθέτει σύγκρουση. Οι άνθρωποι φοβόμαστε έναν τέτοιο δρόμο, διότι είναι επώδυνος. Γι’ αυτό χρειάζεται να μένουμε αταλάντευτοι σ’ αυτό που είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, χωρίς όμως απαραιτήτως να οδηγούμαστε στη ρήξη, στην εχθρότητα, στη μνησικακία. Η αλήθεια δεν κρύβεται. Όμως μπορεί να συνδυαστεί με την εμπιστοσύνη στον Θεό που έχει τον τελευταίο λόγο. Κι Εκείνος θα φωτίσει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

           στο φύλλο της Τετάρτης 2 Οκτωβρίου 2024

9/28/24

ΣΤΗ ΛΥΠΗ ΜΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΛΥΠΗΜΕΝΟΥΣ 


«Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς»  
(Β’ Κορ. 2,1).

«Γιατί αποφάσισα για τον εαυτό μου αυτό: το να μην έρθω πάλι με λύπη προς εσάς». 

            Μία πολύ δυνατή συναισθηματική εικόνα περιγράφει ο απόστολος Παύλος στην αρχή της Β’ προς Κορινθίους επιστολή του. Γράφει το εκτενές αυτό γράμμα διότι δεν θέλει να επισκεφθεί διά ζώσης την Κόρινθο, καθώς αισθάνεται λύπη στην καρδιά για τους ανθρώπους της, για τους πιστούς της Εκκλησίας, οι οποίοι άφησαν ιουδαΐζοντες χριστιανούς να έρθουν στην πόλη, να συκοφαντήσουν τον Απόστολο για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων και να διασπείρουν ψεύδη για το αν έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του απόστολο ή όχι. Ο Παύλος έχει λυπηθεί κατά άνθρωπον, όχι τόσο για τους συκοφάντες, όσο για τα παιδιά του, αυτούς που γέννησε εν Χριστώ και οι οποίοι ελαφρά τη καρδία ή και με μια υπόκωφη ευχαρίστηση άκουγαν κατηγορίες εναντίον του πνευματικού τους πατέρα. Και έτσι, παίρνει μια απόφαση. Επειδή είναι λυπημένος μαζί τους, να μην πάει να τους δει κατά πρόσωπον, αλλά να τους στείλει μία επιστολή, στην οποία και θα απαντήσει στις συκοφαντίες, αλλά και θα τους νουθετήσει πνευματικά, δείχνοντάς τους τη σημασία τού να είναι ευγνώμονες και μιμητές εκείνου που του οδήγησε στη ζωή της πίστης και της αγάπης προς τον Χριστό.

            Αξίζει να σταθούμε στο κίνητρο του αποστόλου Παύλου. Ο Παύλος λυπάται κατά άνθρωπον. Αυτό είναι μία υπόμνηση σε όλους τους χριστιανούς, που συχνά έχουμε την ψευδαίσθηση πως η δύναμη της πίστης πρέπει να  μας κάνει ατάραχους, απαθείς, άλυπους ανθρώπους και ότι δεν πειράζει ό,τι κι αν συμβεί, όποια συκοφαντία κι αν υποστούμε, όποια απόρριψη και μάλιστα από τους οικείους μας, στην προοπτική του «και τι να κάνουμε;». Ο Χριστός λυπήθηκε για τους ανθρώπους. Είναι συγκλονιστική η σκηνή, όταν πηγαίνει προς τον Γολγοθά και γυρίζει προς τις γυναίκες που τον θρηνούσαν χτυπώντας τα στήθη τους, να Τον βλέπουμε να λέει προς εκείνες ότι «κλάψτε μάλλον για τον εαυτό σας και για τα παιδιά σας» (Λουκ. 23, 26), γιατί θα έρχονταν πολύ δύσκολες ημέρες για την Ιερουσαλήμ. Τον βλέπουμε να σπλαχνίζεται τη χήρα μάνα της Ναΐν.  Τον βλέπουμε να λυπάται για τον σταυρό και τον θάνατο στον κήπο της Γεθσημανή. Επομένως, η λύπη είναι ανθρώπινη κατάσταση και κανείς δεν χρειάζεται να θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω αυτής.

            Όμως ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει έναν τρόπο διαχείρισης της λύπης, ώστε στη λύπη μας να μην κάνουμε τους άλλους λυπημένους, καθώς είναι εύκολο να τους φερθούμε άσχημα, αν τους μιλήσουμε απότομα, να μας δούνε λυπημένους και να στενοχωρηθούν περισσότερο ή να καλλιεργηθεί η χαιρεκακία τους, καθώς θα νιώθουν ότι έχουν εξουσία επάνω μας, παίζοντας με τα συναισθήματά μας ή μεγεθύνοντας μικρότερα ή μεγαλύτερά μας λάθη για να δικαιώσουν τους εαυτούς τους. «Να μην πορευόμαστε με λύπη προς όσους με λυπούνε». Καλύτερα η σιωπή, η προσευχή, η νηφάλια αποτίμηση των συναισθημάτων μας, κυρίως όμως η φυγής προς τα εμπρός, με την ήρεμη αλλά αποφασιστική νουθεσία, με σκοπό να φανεί η αγάπη.

            Ας παρακαλούμε τον Χριστό με θέρμη προσευχής αυτοί που μας λυπούνε, ιδίως αν είναι αδικαιολόγητοι και αγνώμονες να έχουν μετάνοια. Και ας μη βιαζόμαστε να εκφράζουμε τα αρνητικά μας συναισθήματα που μπορεί α μη βγάλουν πουθενά, αλλά να κάνουν την κατάσταση χειρότερη. Αγάπη δεν είναι μόνο να συγχωρείς. Είναι και να σιωπάς και να περιμένεις. Όχι να μην αντιδράς καθόλου, αλλά να επιλέγεις την κατάλληλη στιγμή, ώστε οι σχέσεις να μπορούν να αποκατασταθούν και η αλήθεια να φανερωθεί. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Σεπτεμβρίου 2024

Κυριακή Β’ Λουκά

 

 

9/25/24

CAMILLE de TOLEDO, «Θησέας, μια δεύτερη ζωή»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 145- CAMILLE de TOLEDO, «Θησέας, μια δεύτερη ζωή», μετάφραση Σπύρος Γιανναράς, εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ 

                Ποιο νόημα έχει η ζωή μας, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο; Ποιες είναι οι συνισταμένες του κόσμου στον οποίο καλούμαστε να πορευτούμε; Ποιος είναι ο ρόλος του αξιακού χθες σε σχέση με το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο, που είναι ταυτόχρονα και σήμερα και αύριο; Πώς μπορούμε να αντέξουμε τις δοκιμασίες της ζωής, όταν βλέπουμε γύρω μας το περιβάλλον μας να μην μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά, όταν αισθανόμαστε ότι οι άλλοι περιμένουν από εμάς να κρατηθούν, αλλά εμείς δεν το αντέχουμε;

                Σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει ο Camille de Toledo, Γαλλόφωνος συγγραφέας και διδάκτορας συγκριτικής λογοτεχνίας, στο εξαιρετικό πρωτότυπο μυθιστόρημά του «Θησέας, μια δεύτερη ζωή», το οποίο κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά, ο οποίος συχνά παραθέτει ερμηνευτικές σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει το οικονομικό, πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσει το έργο του ο συγγραφέας. Το βιβλίο υπήρξε φιναλίστ για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας  Concourt του 2019, ενώ διατηρεί έντονο τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για ένα υβριδικό κείμενο, μεταμοντέρνο μείγμα αυτοβιογραφίας, φιλοσοφικού στοχασμού, ποιητικών αναφορών και μυθοπλαστικής ανάπλασης του αρχέγονου αττικού ήρωα Θησέα. Ο ήρωας  προσπαθεί να ζήσει μια δεύτερη ζωή, όταν διαπιστώνει ότι ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε και στηρίχτηκε, καταρρέει. Ο αδερφός του Ζερόμ αυτοκτονεί. Η μητέρα του Έστερ, δημοσιογράφος, δεν αντέχει την πίεση των γεγονότων και μιας ζωής στην οποία πάντοτε προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της και τις ενοχές της, γιατί διάλεξε την καριέρα και τη δόξα του επαγγέλματός της, αφήνοντας κατά μέρος τα παιδιά της. Ο πατέρας του, που τον ονομάζει «Γκάτσμπυ», από τον ήρωα του σπουδαίου ομότιτλου μυθιστορήματος του Φρ. Σκοτ. Φιτζέραλντ,  δεν θα αντέξει όλη αυτή την συντριβή και θα φύγει κι αυτός από τη ζωή. Ο συγγραφέας θα πάρει τα τρία του παιδιά και θα φύγει από τη Γαλλία, τη χώρα στην οποία θεωρητικώς εκφράζεται ο ευρωπαϊκός τρόπος σκέψης και ζωής, οι αξίες της Ευρώπης, και θα μετακομίσει στη Γερμανία, στην άλλη δυνατή χώρα της Ευρώπης και οικονομικά και μουσικά, στην πειθαρχία, τη δύναμη, την μοναξιά, για να βρει τον εαυτό του. Θα τον συντροφεύσει ένα κιβώτιο με τα ημερολόγια συγγενών του, εβραϊκής καταγωγής, όπου θα προσπαθήσει να αναψηλαφήσει τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και να βρει πώς τελικά η ζωή του θα έχει νόημα και σκοπό.

Συγκλονιστική η ιστορία του Οβέντ, του παιδιού που θα φύγει πρόωρα από τη ζωή έχοντας απαρνηθεί το αξιακό περιβάλλον της καταγωγής του, προσπαθώντας να γίνει ένας Γάλλος, χωρίς Θεό, χωρίς πατρίδα, χωρίς ταυτότητα, με μόνο όραμα διά της γνώσης της ιστορίας να βασιλέψει στη Γαλλία. «Ο Οβέντ, συνεχίζει, υπήρξε ένα απερίγραπτο παιδί όσον αφορά τον τρόπο που έγραφε, μοναδικό όμως ως προς το μνημονικό του ταλέντο. Και πώς να ξεχάσω εκείνη τη χειρονομία, όταν στη διάρκεια της τελευταίας νύχτας, ενώ είχε ήδη πάψει να μιλάει, και η νοσοκόμα ξαγρυπνούσε στο πλάι του κρεβατιού του, ορθώθηκε απότομα για να προσευχηθεί; Όμως ο καημένος ο γιος μου δεν ήξερε τα λόγια της προσευχής. Ήθελε να προσευχηθεί, όμως του έλειπαν οι λέξεις. Οι λέξεις της προσευχής είχαν εξαφανιστεί. Και σκέφτηκα, γράφει ο πρόγονος, είναι αυτό άραγε συνέπεια της αφομοίωσής μας στον γαλλικό τρόπο ζωής; Δυστυχώς δεν ξέρουμε πια, έχουμε ξεχάσει πώς να προσευχόμαστε. Στις τελευταίες στιγμές, ο Οβέντ αναζητούσε τον τρόπο, εκεί όμως που έψαχνε δεν υπήρχε πια ούτε λέξη. Γνώριζε τους βασιλιάδες όλων των δυναστειών της Ευρώπης, τις ημερομηνίες όλων των Γάλλων πριγκίπων, δεν ήξερε όμως τα λόγια της προσευχής. Είχαμε τόσο γρήγορα αφομοιωθεί. Και εκεί, στην καρδιά των λέξεων, στην καρδιά αυτής της Γαλλίας στην οποία ονειρευόταν να βασιλεύσει- ένας εβραίος βασιλιάς στη Γαλλία: υπογραμμίζει ο πρόγονος-υπήρχε μόνο ένα λευκό κενό στη θέση του Θεού. Τίποτα να παρακαλέσεις, τίποτα να προσκυνήσεις ή να βρεις καταφύγιο. Ούτε εγώ, λέει ο πρόγονος, κι είναι μεγάλη μου ντροπή, ήμουν ικανός να τον βοηθήσω.  Οι κοσμικοί, σχολιάζει, θεωρούν πως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τις προσευχές οι οποίες για αιώνες μας συνέδεαν με κάτι υπέρτερο ημών. Από πού μπορεί όμως να πιαστεί ένα εντεκάχρονο παιδί την ώρα που πεθαίνει; Τι του μένει, όταν απαιτούμε απ’ αυτό να είναι απλώς και μόνο ένας Γάλλος;» (σσ. 64-65).

Η διανόηση των καιρών μας αυτό ζητά, το λευκό κενό στη θέση του Θεού. ΝΑ είμαστε απλώς Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοί, Αμερικανοί, Ευρωπαίοι, χωρίς άλλη ειδοποιό διαφορά, να υπερτονίζεται η αριθμητική μας διάσταση και όχι το πρόσωπό μας. Γι’ αυτό και οι καιροί μας σήμερα καταργούν εύκολα το «ανήκειν». Ανήκουμε μόνο στον εαυτό μας, στον μικρόκοσμό μας, στο κινητό μας, στην οθόνη μας, στην θεματοποίηση του «εγώ». Πώς να αντέξουμε τους σταυρούς της ζωής; Πώς να νοηματοδοτηθεί ο εξ ανάγκης κοινός μας βίος; Χωρίς αγάπη, χωρίς μοίρασμα, χωρίς νόημα που ξεπερνά τον χρόνο, χωρίς Θεό όλα μοιάζουν να νικιούνται από τον θάνατο και όλα καθίστανται τελικά μπροστά στο ατέρμονο του χρόνου α-νόητα. «Ποιο νόημα; Ρωτάει ο Ζερόμ τι νόημα βρήκες σ’ αυτήν τη ζωή; Κι ακόμα πες μου τι κατάλαβες;» (σ. 252). Και, «αν έχω κάτι να μάθω σκέφτεται αν, παρ’ όλα τα όσα πρέπει να υπομείνω, υπάρχει κάποιο νόημα δεν θα έχουν πάει όλα χαμένα» (σ. 247)

Επισημαίνουμε ακόμη την κριτική στον «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο καπιταλισμός, πλέον, είναι το άλλο όνομα του sapiens, το όνομα των μυθευμάτων με τα οποία κυβερνούμε τον κόσμο. Το όνομα της καταστροφής» (σ. 162), στην ψευδαίσθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη θα δώσει νόημα στη ζωή, γενικότερα σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του να ζήσει, να αγαπήσει, να μοιραστεί, να νοηματοδοτήσει την πορεία του. Ο συγγραφέας μάς θέτει έτσι το μεγάλο ερώτημα: υπάρχει συλλογική απάντηση στο κενό νοήματος; Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Υπάρχει, αν κρατήσουμε την πίστη σε κάτι ανώτερο από εμάς. Η δική μας παράδοση, η ορθόδοξη, βρίσκει στη ζωή των σχέσεων με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, στη ζωή της κοινότητας, της ενορίας, της οικογένειας, του «ανήκειν» εκεί όπου αναγνωρίζεται η αξία του προσώπου και δεν γίνεται η ζωή ένας αγώνας να ελέγχουμε τα πάντα, αλλά παραμένει κλειδί η εμπιστοσύνη στην ελευθερία του άλλου και η αγάπη προς εκείνον, το νόημα που μπορεί να οδηγήσει στην ανάσταση.

Ένα εξαιρετικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που γεννά γόνιμους προβληματισμούς, ξεσκεπάζοντας αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Μας θυμίζει τον ήρωα της μυθολογίας μας, τον Θησέα, ο οποίος προχώρησε πέρα από τη σκοτεινή πλευρά της αρχικής ζωής του, πάλεψε να λυτρώσει και να λυτρωθεί, έζησε τις απώλειες, αλλά και έχτισε μια πόλη στην οποία το «ανήκειν» ήταν το  νόημα.

 Ευχαριστούμε την Αλεξάνδρα Λ. που μοιράστηκε μαζί μας τη χαρά της ωραίας έκπληξης που αποτελεί αυτό το βιβλίο! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

            25 Σεπτεμβρίου 2024

9/24/24

ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΟΜΑΣΤΕ;


 «Με άνθρωπο που φιλονικεί και θέλει να επιβάλει τον λόγο του, έχει πονηρή διάνοια και είναι αναιδής στις αισθήσεις του να μην έχεις καμία δοσοληψία» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Η εποχή μας δεν μπορεί να διακρίνει πάντοτε τι σημαίνει αγάπη. την ταυτίζει όχι απλώς με την ανοχή της κακής συμπεριφοράς του άλλου ανθρώπου ή της ιδιορρυθμίας του, αλλά και με την καλλιέργεια μιας ενοχικής τάσης ότι «πρέπει» να είμαστε μαζί του, διότι η αγάπη όλα τα αντέχει. Στην πραγματικότητα, η εποχή μας έχει αφήσει κατά μέρος τη σύνδεση αγάπης και αλήθειας, ενώ προσπαθεί να επιβάλει σε όλους να είμαστε ο εαυτός μας, χωρίς να μας ενδιαφέρει εάν χρειάζεται να αλλάξουμε σε κάποια σημεία, τα οποία δυσκολεύουν τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Έτσι, δικαιολογούμε και δικαιολογούμαστε, με αποτέλεσμα να μη φταίμε ποτέ και για τίποτα και εάν αισθανθούμε την ανάγκη να αποδοκιμάσουμε μια συμπεριφορά, αυτό να εκλαμβάνεται ότι είναι και αποδοκιμασία του προσώπου που την παρουσιάζει.

Ο ασκητικός  λόγος είναι και πάλι πολύτιμος. Δεν είναι αιτία ενοχής η απόφασή μας να μην έχουμε δοσοληψίες μα ανθρώπους που είναι φιλόνικοι, διότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε κι εμείς να φιλονικήσουμε. Με ανθρώπους που θέλουν να επιβάλουν τον λόγο τους, και δεν μιλάμε για εργασιακές σχέσεις και για άλλες που προϋποθέτουν τον σεβασμό σε μία ιεραρχία, αλλά για σχέσεις φιλίας και καθημερινότητας, στις οποίες δεν υπάρχει ο επικεφαλής και ο υφιστάμενος. Δεν είναι οι ηγετικοί άνθρωποι το πρόβλημα, αλλά οι θεληματάρηδες, εκείνοι που απαιτούν να ισχύει το θέλημά τους, σαν κακομαθημένα παιδιά που θεωρούν δικαίωμά τους οι άλλοι να εκπληρώνουν κάθε επιθυμία τους. Όχι, δεν είναι αγάπη να υποτάσσεσαι σε τέτοιους ανθρώπους, διότι δεν κάνεις καλό ούτε στον εαυτό σου ούτε σε εκείνους. Κάποια στιγμή θα τεντώσει το σκοινί και θα σπάσει. Κάποια στιγμή θα ηττηθούν από άλλους και θα τους είναι αδύνατον να το διαχειριστούν. Ο θεληματάρης άνθρωπος δεν θα μπορέσει να αποκτήσει αυτογνωσία, διότι δεν θα βάλει στον εαυτό του ποτέ όριο.

Δεν είναι αγάπη να συναναστρέφεσαι με ανθρώπους που έχουν πονηρή διάνοια, αρρωστημένο λόγο, αναιδείς επιθυμίες, σαρκικό φρόνημα. Συναναστρέφομαι σημαίνει ζητώ οικειότητα, αποδέχομαι, μοιράζομαι, ακολουθώ. Όταν όμως ο πονηρός άνθρωπος σε πλευρίζει, τότε αναγκαστικά θα κάνεις εκπτώσεις στις αρχές σου, στο ήθος σου, στον προσανατολισμό σου, για να του είσαι ευχάριστος. Καλύτερα λοιπόν μακριά.

«Κι ο έρωτας;», θα αναρωτηθεί κάποιος. Αν λέμε «όχι», μας περιμένει η μοναξιά. Και είναι δύσκολο να την αντέξεις. Αγάπη δεν είναι άραγε ο συμβιβασμός; Η αγάπη προφανώς έχει και συμβιβασμούς, αλλά προηγείται αυτή. Προηγείται η έξοδος του ανθρώπου από το θέλημά του, όπως επίσης και η αμοιβαιότητα. Ο έρωτας δεν είναι εξαναγκασμός, ούτε ο γάμος, ούτε η σχέση, αλλά καρπός προαίρεσης. Ο έρωτας δεν αρκείται στο συναίσθημα ή στην ηδονή. Εμπεριέχει και τη λογική του ανθρώπου, για να προχωρήσει. Το τίμημα της μοναξιάς μοιάζει βαρύ. Είναι όμως προτιμότερο από την καταστρατήγηση της προσωπικότητας, έναν μαζοχισμό που κάνει τον έρωτα να καταρρέει και γίνεται το χειρότερο παράδειγμα, αν υπάρχουν παιδιά.

Η υπομονή προϋποθέτει αγώνα και από τις δύο πλευρές. Αλλιώς, η αγάπη γίνεται μαρτύριο. Είναι άλλο η θυσία και άλλο το μαρτύριο. Η θυσία είναι ελεύθερη επιλογή. Το μαρτύριο είναι εξαναγκασμός, που καταργεί όμως την αγάπη. Ας προσέξουμε.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 25 Σεπτεμβρίου 2024

 

9/20/24

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ;- ΤΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 


«Ἀδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει.... χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν·  ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα»  
(Α’ Κορ. 16, 13,17-18, 22)

 

«Αδελφοί, αγρυπνείτε! Μένετε στέρεοι στην πίστη! ...Είμαι πολύ χαρούμενος από την παρουσία κοντά μου του Στεφανά, του Φουρτουνάτου και του Αχαϊκού, γιατί αυτοί αναπλήρωσαν το κενό της απουσίας σας. Μου ξεκούρασαν την ψυχή, όπως και τη δική σας. Σε τέτοιους ανθρώπους οφείλετε αναγνώριση... Όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο Ιησού Χριστό ας είναι χωρισμένος από το σώμα της εκκλησίας». 

Ο Απόστολος Παύλος, κλείνοντας την πρώτη επιστολή του προς τους Κορινθίους, αφήνει στην ρύμη του λόγου του τρία μηνύματα πολύτιμα και για εκείνους και για εμάς, τα οποία δείχνουν τι σημαίνει στην πραγματικότητα εκκλησιαστική ζωή.

Το πρώτο είναι ότι χρειάζεται να μένουμε στέρεοι στην πίστη. Δεν είναι μόνο η δογματική πλευρά της. Είναι, κυρίως, η εμπιστοσύνη στον Θεό και στο θέλημά Του, εκείνη η βαθιά ελπίδα ότι ο Κύριος δεν μας ξεχνά και δίνει πάντοτε αυτό που είναι το καλύτερο για μας, αφού εμείς καταβάλουμε τους δικούς μας κόπους.

Το δεύτερο είναι ότι καλούμαστε να αναζητούμε εκείνους τους ανθρώπους της πίστης, οι οποίοι, μέσα από την διακονία της αγάπης και της αλήθειας, λαμβάνουν τη χάρη του Θεού και ξεκουράζουν τις ψυχές των ανθρώπων. Κι αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται την εμπιστοσύνη μας και την αναγνώρισή μας. Η ευγνωμοσύνη δηλαδή, μια αρετή που δυστυχώς λείπει ιδιαιτέρως από τους καιρούς μας, είναι ένα στοιχείο που φανερώνει τη γνήσια πνευματική πρόοδο.

Το τρίτο είναι η αυστηρή προτροπή-εντολή του αποστόλου προς τους Κορινθίους: όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό, ας είναι χωρισμένος από το σώμα της Εκκλησίας. Ο Παύλος μάς υπενθυμίζει ότι η μετοχή στην εκκλησιαστική ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν εμπίπτει στην κατηγορία του δικαιώματος. Έχει ως προϋπόθεσή της την αγάπη στον Χριστό. Δεν είναι θρησκευτικό καθήκον. Δεν είναι παράδοση. Δεν είναι «για το καλό», δεν είναι «όποτε έχουμε ανάγκη». Τέτοιες αντιλήψεις και νοοτροπίες, τις οποίες συναντούμε συχνά στη ζωή μας και στην εποχή μας, κάποτε μπορεί να αγγίζουν κι εμάς, δεν είναι αυτό που η Εκκλησία ζητά. Προϋπόθεση είναι η αγάπη προς το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού.

Αυτά τα μηνύματα γίνονται υπομνήσεις προς όλους μας, να λειτουργεί η πίστη στη ζωή μας ως εμπιστοσύνη, να ευχαριστούμε και να αναγνωρίζουμε τους ανθρώπους εκείνους που αναπαύουν τις καρδιές μας, που σημαίνει να είναι η καρδιά μας ανοιχτή στην αγάπη, και να μη θεωρούμε την μετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας δικαίωμα, αλλά απόρροια της αγάπης μας προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ας μην είμαστε χριστιανοί του ονόματος μόνο ή κατ’ έθιμον, αλλά χριστιανοί της πίστης και της πράξης. Διότι ό,τι λαμβάνουμε εν αγάπη, καλούμαστε εν αγάπη να το αντιπροσφέρουμε σε κάθε περίσταση και σε κάθε πρόσωπο.

Αυτή ας είναι και η χριστιανική μας αυτοσυνειδησία. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

22 Σεπτεμβρίου 2024

Κυριακή Α’ Λουκά

9/17/24

ΓΙΑ ΤΑ ΚΙΝΗΤΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

              

  Μια απόφαση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον έλαβε το Υπουργείο Παιδείας για τη νέα σχολική χρονιά: τα κινητά να είναι στις τσάντες των μαθητών και να τιμωρούνται όσοι και όσες τα κρατούν στα χέρια τους στις ώρες των μαθημάτων και στα διαλείμματα. Ο πρωθυπουργός της χώρας δήλωσε ότι η απόφαση στηρίχτηκε στο ότι «τα επιστημονικά δεδομένα πια για το πώς η χρήση του κινητού κατά τη διάρκεια της ημέρας στο σχολείο επηρεάζει την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία είναι καταλυτικά. Από την διάσπαση προσοχής μέχρι άλλα σημαντικά ζητήματα είναι σαφές ότι το κινητό δεν έχει θέση στο σχολείο την ώρα της ημέρας».

                Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις σε γονείς και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν την πολιτεία για έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, για αδυναμία ενσωμάτωσης της χρήσης της τεχνολογίας στη μαθητική ζωή, για οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Αυτές οι αντιδράσεις όμως δείχνουν συνειδητή αδιαφορία για στοιχεία της μαθητικής πραγματικότητας,  τα οποία υφίστανται χωρίς να σχετίζονται κατ’ ανάγκην με τα επιστημονικά δεδομένα που η πολιτεία επικαλείται.

                Η χρήση των κινητών  από τα παιδιά και τους νέους στη ζωή τους είναι δεδομένη. Είναι εμφανές ότι πολλές φορές ζούνε για να φωτογραφίζονται και να φωτογραφίζουν, για να επικοινωνούν διαδικτυακά μέσω των κινητών, ενώ υπάρχει κίνδυνος έλλειψης σεβασμού των προσωπικών δεδομένων τόσο των ίδιων, όσο και των συμμαθητών τους. Το bullying με τα κινητά να μαγνητοσκοπούν, ώστε τα περιστατικά να αναρτηθούν ως ένδειξη μαγκιάς, έχει διογκωθεί. Το να αισθάνεται ένας εκπαιδευτικός ότι το κινητό ενός μαθητή θα παγώσει σε μία εικονική στιγμή, η οποία δεν εκφράζει απαραίτητα την μαθησιακή και σχεσιακή διαδικασία της σχολικής ζωής και θα προκαλέσει ποικίλες εντυπώσεις, είναι αφορμή φοβικής προσέγγισης της τάξης και γεννά άγχος και καχυποψία. Το να επικαλείται ακόμη κάποιος την τεχνοφοβία ως αιτία άρνησης χρήσης κινητών στο σχολείο, ενώ σχεδόν όλη η εκπαιδευτική διαδικασία στηρίζεται σε διαδραστικούς πίνακες και σε ψηφιακό υλικό, το οποίο συχνά παράγεται και στα σχολικά εργαστήρια πληροφορικής, είναι φτηνό επιχείρημα. Εξάλλου, εάν το σχολείο αποτελεί κατά πάντα μικρογραφία της στιγμής της κοινωνικής ζωής και δεν είναι και λίγο συντηρητικό, προβάλλοντας αξιακά πρότυπα που μιλούν στη συνείδηση των μαθητών και δεν αναπαράγουν απλώς το μεταμοντέρνο, είναι νοοτροπία η οποία έχει αποτύχει πανηγυρικά στην Ευρώπη.

                Το σχολείο δεν έχει ανάγκη μόνο την ψηφιακή δημιουργία των μαθητών ή το ψηφιακό μάθημα. Έχει ανάγκη και την καλλιέργεια της κοινωνικότητας, του διαλόγου, της χαράς που λειτουργεί στα πλαίσια του αυθορμητισμού και όχι του οργουελικού φόβου ότι οτιδήποτε γίνεται, καταγράφεται. Το πείραμα του webex στα δύο χρόνια της πανδημίας, όπου η σχολική διαδικτυακή τάξη στην πραγματικότητα αποτέλεσε δύο χαμένα εκπαιδευτικά χρόνια δεν έχει διδάξει τίποτα όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να λειτουργούν «αντί-», ακόμη και στα αυτονόητα.

                Ας αφήσουμε επιτέλους ένα μέρος της παιδικής και εφηβικής ζωής να βιωθεί στον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητα, την αποτυχία ακόμη, αλλά με το να κοιτιούνται δάσκαλοι και μαθητές στα μάτια. Να μπορούν ακόμη και να βαρεθούν. Να προσπαθήσουν να λύσουν, χωρίς τους εκβιασμούς που η εικόνα φέρνει, τα προβλήματα που προφανώς και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Χρειαζόμαστε όρια όλοι μας. Η επιτυχία ή μη του μέτρου δεν έχει να κάνει με την αξία του, αλλά με το πόσο όσοι ασχολούνται με την παιδεία θα θελήσουν να δούνε πέρα από ιδεοληψίες και λαϊκισμούς. Θα έχει ενδιαφέρον η νέα σχολική χρονιά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 18 Σεπτεμβρίου 2024

 

9/14/24

ΕΥΡΕΘΗΜΕΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ

 


«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο» (Γαλ. 2, 17)

«῍Αν ὅμως, ζητώντας νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστό, βρεθήκαμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πὼς ὁ Χριστὸς ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία; ῎Οχι βέβαια!» 

Στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, ο απόστολος Παύλος μάς δείχνει κάποιες όψεις του σταυρικού δρόμου, τον οποίο πρώτος ο Χριστός ακολούθησε και, στη συνέχεια, μας προτείνει η Εκκλησία. Σ’ αυτόν τον δρόμο υπάρχει και μία πλευρά, την οποία δεν είμαστε σε θέση συνήθως να κατανοήσουμε. Ότι η αμαρτία είναι στοιχείο του δικού μας σταυρού, τα οψώνιά της, που είναι ο θάνατος κάθε μορφής, μάς κατατρώγουν και ότι, σηκώνοντας τον σταυρό μας, χρειάζεται να διακρίνουμε τελικά τι είναι η αμαρτία και γιατί ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να δώσει την καινή κτίση.

Οι χριστιανοί συνήθως έχουμε την αίσθηση ότι η πίστη αρκεί. Ότι ο εσωτερικός μας κόσμος αλλάζει, αφού πιστεύουμε στον Χριστό, αυτόματα. Ότι αρκεί να τηρούμε τις εντολές και να φαίνεται ότι τις τηρούμε στο επίπεδο της συμπεριφοράς, των ηθών, των εθίμων, του κηρύγματος, της αίσθησης ότι είμαστε «οι καλοί» της ιστορίας και αυτό είναι αρκετό. Τα υπόλοιπα θα μας τα δώσει ο Χριστός. Ζητούμε τη δικαίωση, χωρίς να νιώθουμε ότι η αμαρτία είναι κάτι βαθύτερο στην πορεία μας στον κόσμο αυτό. Έχει να κάνει με την αποτυχία μας να δοθούμε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, να αγαπήσουμε Εκείνον και τον συνάνθρωπο, να εμπιστευθούμε στο πιο δύσκολο σημείο της ζωής που είναι ο θάνατος το Πρόσωπό Του, χωρίς να αρκούμαστε στις βεβαιότητες ότι όλα λειτουργούν αυτόματα, επειδή ο Χριστός μας αγαπά.

Εύκολα λοιπόν βρισκόμαστε κι εμείς «αμαρτίας διάκονοι». Μόνο που ο σταυρικός δρόμος και τρόπος του Χριστού, δεν είναι διακονία της αμαρτίας, αλλά υπέρβασή της. Το πρόβλημά μας δεν είναι οι επιθυμίες μας, που ο πολιτισμός μας παραγγέλνει να τις ικανοποιήσουμε, αρκεί να μη βλάπτουμε ανεπανόρθωτα τους άλλους. Το πρόβλημα είναι ότι ικανοποιώντας τις επιθυμίες μας, με σκοπό την ευχαρίστησή μας, δεν συνειδητοποιούμε ότι εισερχόμαστε σε έναν τρόπο που η ίδια η ζωή δείχνει ότι είναι τρόπος ψευδαίσθησης. Διότι όσες επιθυμίες και να ικανοποιήσουμε, πάλι θα θέλουμε κι άλλες. Όση ευχαρίστηση κι αν βρούμε, δεν μπορούμε να νικήσουμε τον έσχατο εχθρό μας που είναι ο θάνατος. Όση πίστη κι αν έχουμε, σταυρός και θάνατος πάνε μαζί. Ο Χριστός δεν ήρθε για να μας απαλλάξει από τον θάνατο, αλλά να τον ανανοηματοδοτήσει στην προοπτική της ανάστασης. Ο θάνατος θα καταργηθεί στο τέλος της ιστορίας.  Το ίδιο και η αμαρτία. Ο δρόμος του σταυρού όμως είναι υπόμνηση ότι φέρουμε εντός μας τον τρόπο της αμαρτίας, ως συνέπειας της επιλογής μας να θεοποιούμε τον εαυτό μας, κατάσταση που μοιάζει αναπόφευκτη, καθώς η πρώτη σκέψη μας, κάθε στιγμή, είναι το «εγώ» μας.

Ας αποδεχτούμε στην καρδιά μας ότι το να παλέψουμε να μην είναι « μόνο το εγώ» ή «πρώτα το εγώ» ο τρόπος της ζωής μας είναι ο σταυρός μας. Και επειδή θα νικηθούμε, ας πάρουμε την απόφαση ότι κληθήκαμε να ακολουθούμε την οδό του σταυρού που περιλαμβάνει πτώσεις και αναστάσεις. Αρκεί να αισθανόμαστε ότι ο Χριστός συμπορεύεται, αίρει τα φορτία μας αν Τον εμπιστευτούμε, ότι η Εκκλησία είναι το σπίτι στο οποίο καλούμαστε να ξαποσταίνουμε στη ζωή, ότι δεν υπάρχει αυτόματη και μαγική αναίρεση της αμαρτίας, αλλά αγώνας αγάπης, υπέρβασης του εαυτού μας και νέου ξεκινήματος, καινής κτίσης, κάθε στιγμή. Κι ας αφήσουμε στην άκρη τις αυταπάτες ότι είμαστε άτρωτοι, ότι δεν θα θλιβούμε, δεν θα δοκιμαστούμε, δεν θα ταπεινωθούμε. Οι άγιοι που προπορεύτηκαν και προπορεύονται μάς δείχνουν ότι η ελπίδα είναι ο Χριστός και δεν θα χαθούμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

15 Σεπτεμβρίου 2024

Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού