11/13/10

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΟΥ


Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη αποτελεί για τους χριστιανούς μία υπενθύμιση καίριων αληθειών που πηγάζουν από το Ευαγγέλιο και τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Ο Χριστός απαντά στο ερώτημα «πώς κληρονομεί ο άνθρωπος την αιώνια ζωή» και «ποιος είναι ο πλησίον μας». Οι απαντήσεις του Χριστού έχουν να κάνουν με την αγάπη για το Θεό και την αγάπη για τον πλησίον, την οποία εξισώνει με την αγάπη για τον εαυτό μας. Παράλληλα, δίνει έναν μοναδικό ορισμό για το ποιος είναι αληθινά ο πλησίον μας. Είναι εκείνος στον οποίο «ποιούμε έλεος», δηλαδή δείχνουμε ευσπλαχνία και ελεημοσύνη. Και χρησιμοποιεί την ιδιαίτερα διδακτική παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, για να καταστήσει σαφή την διδασκαλία Του.
Εμείς οι άνθρωποι εντοπίζουμε το νόημα του πλησίον στις καλές πράξεις ή τις πράξεις αγάπης, τις οποίες κάνουμε στη ζωή μας. Καλός Σαμαρείτης είναι αυτός που δίνει κάτι στο συνάνθρωπό του και μάλιστα χωρίς να εξετάζει αν είναι συμπατριώτης του ή οικείος του, χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν ακολουθεί την ίδια θρησκευτική πίστη. Καλές πράξεις, έργα χρησιμότητας, αγκάλιασμα του κάθε ανθρώπου και μάλιστα υπέρβαση οποιασδήποτε ξενοφοβίας, ρατσισμού, μισαλλοδοξίας, είναι το μήνυμα ανάγνωσης της παραβολής, ιδίως σήμερα, όπου διαπιστώνουμε να χτίζεται σταδιακά και στην πατρίδα μας μία κοινωνία με εκ των πραγμάτων έντονα τα στοιχεία της πολυπολιτισμικότητας. Μάλιστα, αρκετοί θεωρούν ότι η Εκκλησία μπορεί να είναι χρήσιμη σ’ αυτή την κοινωνία, ακριβώς λόγω τέτοιων διδασκαλιών και τέτοιας θεώρησης της έννοιας «πλησίον», όπως αυτή πηγάζει από την παραβολή. Και μέσα σε μία εποχή θρησκευτικού και πνευματικού αποχρωματισμού, τέτοιες ευαγγελικές διηγήσεις αποτελούν αντίβαρο στην γραμμή ότι η Εκκλησία είναι ξεπερασμένη ή ότι η ταύτισή της με πρόσωπα που έχουν παρωχημένες, εθνοκεντρικές αντιλήψεις δεν επιτρέπει να αναδειχθούν τέτοιες ιδέες και γι’ αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να εφαρμόσει τα διδάγματα της παραβολής και αυτός να είναι ο λόγος και η νοοτροπία της. Αν , μάλιστα, αυτή η εργασία της Εκκλησίας είναι σιωπηλή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτήν.
Εξαντλείται όμως η απάντηση του Χριστού στο ερώτημα του νομικού «τις εστί μου πλησίον;», στις καλές πράξεις;
Η πατερική μας παράδοση επισημαίνει ότι ο άνθρωπος που πορεύεται από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ δεν είναι απλώς ένας ταξιδιώτης. Είναι οντολογικά ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος πορεύεται στον κόσμο αυτό φεύγοντας από την Ιερουσαλήμ της Βασιλείας του Θεού και ταξιδεύοντας μόνος του, με μόνο όπλο τις δυνάμεις του, το «εγώ» του, προς την Ιεριχώ του κόσμου τούτου. Στο ταξίδι αυτό ο άνθρωπος ληστεύεται και πληγώνεται από τους δαίμονες των λογισμών του, από τα κάθε λογής πάθη του, από την ανυπαρξία νοήματος αιωνιότητας και κείται χωρίς ελπίδα στον τόπο που έφτασε με τις δικές του δυνάμεις. Το ανέλπιδο έχει να κάνει με την έλλειψη σχέσης με το Θεό.
Νόημα στη ζωή του ανθρώπου και βοήθεια στην πορεία του μακριά από το Θεό επιχειρούν να δώσουν οι ιερείς και οι λευίτες. Είναι οι εκφραστές δύο δρόμων της Παλαιάς Διαθήκης, του παλαιού κόσμου πριν έρθει ο Χριστός. Ο ιερέας προσφέρει την θρησκευτικότητα στον άνθρωπο, την εξιλέωση από τις αμαρτίες, την ερμηνεία του λόγου του Θεού, την βεβαιότητα ότι υπάρχουν απαντήσεις σε κάθε προβληματισμό. Όμως, αυτές οι βεβαιότητες είναι αδύνατον να θεραπεύσουν τον πληγωμένο άνθρωπο, διότι στηρίζονται στο φόβο και στην άγνοια. Η θρησκεία ενδιαφέρεται να διασώσει τον εαυτό της και την θέση της στην κοινωνία. Δεν μπορεί όμως να παρηγορήσει και να «ποιήσει έλεος» μετ’ αυτού και γι’ αυτό ο ιερέας προσπερνά τον τραυματισμένο άνθρωπο.
Ο λευίτης ήταν εκείνος που συγκέντρωνε τις προσφορές των ανθρώπων στο Ναό του Σολομώντα κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ο εκφραστής μιας σχέσης «δούναι και λαβείν» με το Θεό και την κοινωνία. Ότι η θρησκευτική πίστη και η θρησκευτική σχέση οδηγούν στην ανταμοιβή του ανθρώπου από το Θεό, για όσα προσφέρει ο άνθρωπος, κυρίως υλικά αγαθά ή τηρώντας τις επιταγές του νόμου. Όμως στον πληγωμένο υπαρξιακά άνθρωπο η αίσθηση της ανταμοιβής δεν προσφέρει ίαση, αλλά τον αφήνει στην μοναχικότητά του, με το ερώτημα «γιατί;» έντονο στα χείλη και την καρδιά του. Γιατί οι δοκιμασίες, γιατί η μοναξιά, γιατί ο πόνος, γιατί ο θάνατος, γιατί η απουσία του άλλου από τη ζωή μας, γιατί οι αδικίες, γιατί ο κόσμος να υποφέρει, ενώ κάποιοι να περνούν καλά, είναι μία σειρά αναπάντητων ερωτημάτων, που καμιά αμοιβή αιωνιότητας δεν μπορεί να άρει από τη ζωή του ανθρώπου το τραύμα.
Απέναντι σ’ αυτούς τους δύο δρόμους έρχεται ο Σαμαρείτης (που ουδόλως χαρακτηρίζεται ως «καλός» στο Ευαγγέλιο) για να δείξει τι σημαίνει «πλησίον». Νικά τον φόβο και την αμοιβή, δηλαδή ξεφεύγει από τα παραδοσιακά θρησκευτικά σχήματα, και σταματά δίπλα στον πληγωμένο άνθρωπο, δίδοντάς του ό,τι χρειάζεται, «έλαιον και οίνον». Τον φορτώνει στο υποζύγιό του, δηλαδή δεν τον εγκαταλείπει μόνο του και τον μεταφέρει στο πανδοχείο, όπου όχι μόνο δεν ζητά από τον πανδοχέα και τους ανθρώπους που διαμένουν εκεί προσφορές και βεβαιότητες, αλλά δίδει και δύο δηνάρια και υπόσχεται ότι θα πληρώσει και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί για την θεραπεία του τραυματισμένου. Αυτό είναι η αγάπη και το έλεος.
Αν θέλουμε λοιπόν να δούμε το βαθύτερο νόημα της παραβολής, χρειάζεται να προβληματισθούμε στη στάση του Χριστού, γιατί αυτός είναι ο Σαμαρείτης για την Εκκλησία. Στον οντολογικά τραυματισμένο άνθρωπο ο Χριστός δεν αντιτάσσει βεβαιότητες και θρησκευτικά τυπικά, αλλά την αγάπη της παρουσίας Του. Χωρίς να το καταλαβαίνει ο πληγωμένος άνθρωπος, ο Χριστός γίνεται ο ίδιος άνθρωπος και βλέπει τις βαθύτερες ανάγκες του, που δεν είναι υλικές, αλλά πνευματικές. Είναι το να υπερβεί την μοναξιά και το θάνατο. Να αντιμετωπίσει την ανελευθερία των παθών. Τον πολιτισμό που του δίνει την ψευδαίσθηση ότι αν έχει χρήματα είναι ασφαλής. Τους λογισμούς που του τρώνε την χαρά και τον καθιστούν αγχωτικό. Τους δαίμονες που καιροφυλακτούν. Και ο Χριστός δίδει στον άνθρωπο «έλαιον και οίνον», τα φάρμακα της τότε εποχής, που φανερώνουν το πλύσιμο των πληγών και την απολύμανσή τους (οίνος), αλλά και την ανακούφιση του πόνου (έλαιον). Είναι το φως του προσώπου Του, είναι η νίκη κατά του θανάτου, είναι η δύναμη της πίστης, που λειτουργούν αγαπητικά. Και τον μεταφέρει στο πανδοχείο της Εκκλησίας, όχι για να τον βάλει σε μία στείρα τυπολατρία ή για να πληρώσει τους λογαριασμούς του, αλλά για να μην είναι μόνος του και να συνεχίσει να γεύεται την αγάπη μέσα από τα δηνάρια του Βαπτίσματος και της Θείας Κοινωνίας. Και θα επανέλθει στη Δευτέρα Παρουσία για να συνάρει λογαριασμό με τους πανδοχείς της Εκκλησίας και για να δώσει και σ’ εκείνους την χαρά και την αναγνώριση ότι η προσφορά τους αποτελεί συνέχεια της δικής Του.
Αυτή η πνευματική θεώρηση της παραβολής δίνει διαφορετικό νόημα στην παραβολή και στο ερώτημα «τις εστί μου πλησίον;». Χωρίς να αρνείται η Εκκλησία τα έργα της αγάπης, δεν τα βάζει σε αποκλειστική απόδειξη της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπάρχει για να είναι ένα φιλανθρωπικό σωματείο, που θα κάνει καλές πράξεις, όσο κι αν αυτό αποτελεί μεγάλο πειρασμό απόδειξης της χρησιμότητάς. Δεν υπάρχει ακόμη για να είναι ένας ιδεολογικός μηχανισμός άμβλυνσης των φυλετικών και άλλων διαφορών στη ζωή των ανθρώπων. Δεν υπάρχει για να κάνει κηρύγματα αγάπης. Η Εκκλησία εντοπίζει την ουσία της αποστολής της στο να συντροφέψει τον άνθρωπο στο ταξίδι του στην Ιεριχώ του κόσμου, να του καλλιεργήσει έναν βαθύτερο οντολογικό προβληματισμό, να του χορτάσει με το Χριστό την πείνα και την δίψα για αιωνιότητα και ελευθερία από τα πάθη, αλλά και να προσφέρει το Χριστό ως απάντηση στην αγωνία του ανθρώπου για απαντήσεις στα «γιατί του κόσμου». Και η σχέση με το Χριστό, ο δρόμος και η πορεία μαζί Του, η πίστη με την έννοια της εμπιστοσύνης σ’ Αυτόν και κυρίως η αγάπη, όχι μόνο με την έννοια των καλών πράξεων ή της υλικής ελεημοσύνης, αλλά και με την υπέρβαση του φόβου για τον άλλο, το σταμάτημα μπροστά στον πόνο του και την υπόμνηση της παρουσίας του Θεού σε κάθε θλίψη.
Πλησίον για την Εκκλησία είναι κάθε άνθρωπος που μπορούμε να προσευχηθούμε γι’ αυτόν. Κάθε άνθρωπος που μπορούμε να συγχωρήσουμε. Κάθε άνθρωπος που μπορούμε να του μιλήσουμε για το Θεό. Πλησίον είναι ο καθένας που συναντούμε στη Θεία Λειτουργία, στην εργασία μας, στο σπίτι μας, στον κόσμο. Η έννοια της σχέσης με τον πλησίον δεν εξαντλείται στο άνοιγμα της τσέπης μας ή στις καλές μας πράξεις, αλλά στο να είμαστε πρόθυμοι να τον ακούσουμε, να κάνουμε λιγότερη την μοναξιά του και να του δείξουμε ένα κομμάτι ουρανό.
Και κάτι τελευταίο. Για τους πολλούς η Εκκλησία ταυτίζεται με τον ιερέα και τον λευίτη. Θέλει δουλειά πολλή για να φανεί ότι η αληθινή αποστολή της Εκκλησίας είναι ο δρόμος και ο τρόπος του Σαμαρείτη, που δεν είναι κατ’ ανάγκην χρήσιμος, γιατί προϋποθέτει το ρίσκο και του να πληγωθούμε κι εμείς από τους ληστές (ιδίως της εποχής μας που ταυτίζονται με τους διανοουμένους, τους αδιάφορους, τους κάθε λογής υλιστές και άπιστους), να χάσουμε και τις βεβαιότητες και τα αγαθά μας, να πτωχεύσουμε για να κερδίσουν οι άλλοι και πνευματικά και υλικά. Αυτή είναι όμως η μεγάλη ανά τους αιώνες υπέρβαση που ανανοηματοδοτεί τη ζωή όλων.
Κέρκυρα, 14 Νοεμβρίου 2010