7/23/24

Η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ


 «Και από την πολλή επιείκεια μικραίνει τόσο η αντοχή της καρδιάς που δεν μπορεί να βαστάξει στο άκουσμα ή στο θέαμα και της παραμικρής βλάβης ή λύπης που γίνεται στην κτίση» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Γεμίσαμε κριτές και επικριτές στην εποχή μας. Από την μία τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και από την άλλη ένας κρυφός ή και φανερός θυμός γιατί ο κόσμος και οι άλλοι να μην είναι όπως τους θέλουμε, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχούς άρνησης και αντίδρασης. Σαν να είναι ο κόσμος γεμάτος από εφήβους που θέλουν να κατεδαφίσουν, χωρίς να έχουν να προτείνουν κάτι για χτίσιμο.  Όταν όμως το παιχνίδι στρέφεται προς εμάς, όταν διαπιστώνουμε ότι έχουμε κάνει λάθη και ότι οι άλλοι μας επικρίνουν, τότε σπεύδουμε να ζητήσουμε την επιείκειά τους, επικαλούμενοι την ανάγκη για μια δεύτερη ευκαιρία, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δεν έχουμε επίγνωση του τι λέμε, τι κάνουμε, τι επιλέγουμε. Να περάσουμε τη στιγμή, αυτός είναι ο στόχος μας. Να μην υποστούμε τις συνέπειες των σφαλμάτων μας κι από κει και πέρα θα το ξανασκεφτούμε λίγο, διότι, συνήθως, δεν αλλάζουμε.

Ο ασκητικός λόγος θέτει μια διαφορετική προοπτική στην πορεία της ζωής μας. Μεταθέτει το κλειδί της όχι στη σκέψη, αλλά στην καρδιά. Μας ζητά να σκεφτόμαστε με την καρδιά. Να επιλέγουμε την οδό της επιείκειας. Να λυπόμαστε δηλαδή για το κακό του κόσμου και να προχωρούμε με προσευχή στην αντιμετώπισή του, με καλοσύνη, με επίγνωση ότι δεν είμαστε οι αναμάρτητοι, οι έχοντες το δικαίωμα να προχωρούμε ανεπίκριτοι, αλλά στο ίδιο κρίμα βρισκόμαστε συνήθως, ακόμη κι αν αυτό δεν φαίνεται. Ο επιεικής αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Νιώθει τι θα μπορούσε να κάνει για τον άλλον και δεν το έπραξε, όχι για να ενοχοποιήσει τον εαυτό του και να μην προχωρήσει και ο ίδιος στη ζωή, αλλά γνωρίζοντας την αλήθεια να αφήνει πάντοτε ένα περιθώριο να απλώσει το χέρι στον άλλο που έσφαλε, για να προχωρήσουν όσο γίνεται μαζί.

Δεν είναι εύκολος ο δρόμος αυτός, διότι σκοντάφτει στο αίσθημα της δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι δεν θέλουμε την αδικία, ιδίως όταν την υφιστάμεθα. Θέλουμε την δικαιοσύνη, συχνά για να παρηγορηθούμε ότι δεν είμαστε όπως οι υπόλοιποι. Αυτός που ζητά τη δικαιοσύνη, έχει μέσα του και μία κρυφή χαρά ότι νίκησε με τις επιλογές και τις αρχές του, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο του νόμου κι όχι ο νόμος το μέτρο του ανθρώπου. Η επιείκεια δεν σημαίνει αμνήστευση σφαλμάτων, ούτε δικαιολόγηση παθών. Σημαίνει όμως μια απόφαση να επιτρέψουμε στον πλησίον να ξαναδεί τη ζωή του μαζί μας, με γνώμονα την αλήθεια και το κοινό καλό και όχι με γνώμονα το ίδιον όφελος και τον θρίαμβο του όποιου ατομικού πάθους.

Οι σύγχρονοι γονείς πέφτουν σ’  αυτήν την παγίδα. Ανήμποροι να δείξουν την αλήθεια, φοβισμένοι για την σύγκρουση που η αλήθεια απαιτεί, αμνηστεύουν τα παιδιά και τις πράξεις τους, δικαιολογούν τα πάντα, αρνούνται τα όρια. Είναι άλλο η δεύτερη ευκαιρία και άλλο η αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στη σκέψη ή στις πράξεις ή δεν πειράζει για τίποτα. Η αγάπη θέλει αλήθεια. Θέλει όμως και αυτή την αίσθηση της τρυφερής ανοχής και συγχώρησης, που μας κάνει να θλιβόμαστε για το κακό, να μην το υιοθετούμε, αλλά και να μην απορρίπτουμε το ανθρώπινο πρόσωπο. Ας μας βοηθά ο Θεός να σκεφτόμαστε με την καρδιά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 24 Ιουλίου 2024