9/30/11

ΩΣ ΠΤΩΧΟΙ ΠΟΛΛΟΥΣ ΔΕ ΠΛΟΥΤΙΖΟΝΤΕΣ


Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας για το ήθος των χριστιανών, αναφέρει –μεταξύ άλλων-προς τους Κορινθίους ότι οι χριστιανοί, ενώ είναι φτωχοί, κάνουν πολλούς να πλουτίσουν (Β’ Κορ. 6, 10). Ο Παύλος δεν περιορίζει την σκέψη και το βίωμά του στην υλική κατάσταση. Εννοεί ότι για τον κόσμο οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς τις απολαύσεις, φτωχοί ως προς τη ζωή της αμαρτίας, φτωχοί ως προς το κοσμικό ήθος, το οποίο καθιστά τον άνθρωπο ανάλγητο σε σχέση με τους άλλους, τον παραδίδει στο «εγώ» και τον εαυτό του, φτωχοί ως προς την μόδα της κάθε εποχής, ως προς τους προσανατολισμούς για την ευτυχία. Είναι φτωχοί οι χριστιανοί διότι πιστεύουν σ’ έναν ταπεινό Θεό, έναν Θεό που μπορούσε να τιμωρήσει τους εχθρούς Του, που μπορούσε να μην ανεχτεί το κακό, την ύβρη, τον θάνατο, αλλά να συντρίψει τον διάβολο και τα όργανά του. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς το ήθος της εξουσίας, η οποία κάνει τον άνθρωπο να θέλει να επιβάλει στο συνάνθρωπό του όχι τι είναι σωστό και δίκαιο, αλλά τι συμφέρει στον ίδιο. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς τα δικαιώματά τους, για τα οποία είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν, εάν αυτό ωφελήσει τον πλησίον. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ακόμη και στη στάση τους έναντι του θανάτου, διότι δεν λυπούνται όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, αλλά ελπίζουν και προσδοκούν την Ανάσταση. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς την απολυτοποίηση του χρήματος, διότι το βλέπουν ως μέσο και όχι ως σκοπό της ζωής. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς την αμαρτία που κατατρώγει τον άνθρωπο και με τα πάθη και με τους λογισμούς.
Πλουτίζουν όμως πολλούς οι χριστιανοί. Τους πλουτίζουν με την αγάπη που βλέπει τι αληθινά χρειάζεται ο άνθρωπος και μάλιστα σε σχέση με την κατά Θεόν ζωή του. Τους πλουτίζουν με την ελπίδα, ότι ο Θεός δεν θα ξεχάσει τους ανθρώπους που έπλασε κατ’ εικόνα Του και θα τους δώσει δύναμη να αντέξουν κάθε λογής σταυρό στη ζωή τους. Τους πλουτίζουν με την πίστη ότι τα πάντα ανήκουν στο Θεό και Εκείνος είναι το νόημα της ζωής. Τους πλουτίζουν με τη χαρά ότι έχουν γίνει παιδιά του Θεού, από την στιγμή που μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Τους πλουτίζουν με την δύναμη της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο από τα πάθη και τις ανάγκες των επιθυμιών. Τους πλουτίζουν με το άνοιγμα της προσευχής και της συμπαράστασης, του λόγου που παρηγορεί και ελέγχει όχι για να εξουθενώσει, αλλά για να λυτρώσει. Τους πλουτίζουν με την υπομονή. Με την διάκριση. Με το παράδειγμα των Αγίων, που νίκησαν τον θάνατο και προκαταγγέλουν την Ανάσταση.
Η μεγαλύτερη αλλοτρίωση την οποία έχει υποστεί ο άνθρωπος είναι ο πολιτισμός του «εδώ» και η άρνηση του «επέκεινα». Γι’ αυτό ο άνθρωπος μπορεί να έχει χρήματα, αλλά δεν έχει ελπίδα στο χρόνο που ζει. Μόνο αγωνίζεται να τον ξεγελάσει με τα αγαθά του. Και όταν καταρρέει το σύστημα που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της ευτυχίας ο άνθρωπος του «εδώ» νιώθει ξεκρέμαστος. Και αναζητεί την παρηγοριά στην εικόνα της τηλεόρασης. Στα λόγια των λαοπλάνων. Σ’ αυτούς που δείχνουν ότι ξέρουν. Κι όμως, όλοι αυτοί δεν μπορούν να μας πλουτίσουν, διότι απουσιάζει από την καρδιά τους ο αληθινός πλούτος της σχέσης με το Χριστό, την Εκκλησία, το «επέκεινα». Μόνο αυτή η σχέση μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη ζωή μας και να μας κάνει να νικήσουμε εξουσίες, ισχυρούς, επιθυμίες, αγωνίες. Να μας κάνει να μπορούμε «έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α’Τιμ. 6,8). Και ταυτόχρονα, να βοηθήσουμε να πλουτίσουν και οι άλλοι από Χριστό και ελπίδα ζωής.
Οι χριστιανοί δεν παύουμε να αγωνιζόμαστε για το «εδώ». Δεν έχουμε αγωνία όμως γι’ αυτό. Ζητούμε το καλό και την βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων και της δικής μας, αλλά δεν λησμονούμε πού βρίσκεται ο αληθινός πλούτος. Και γι’ αυτό δεν φοβόμαστε, αλλά θα περάσουμε αλώβητοι μέσα από την κρίση. Και θα συνεχίσουμε να καλούμε σε μετάνοια όλους όσους νικήθηκαν από τον πολιτισμό του «εδώ». Και θα υπενθυμίζουμε και στους εαυτούς μας ότι στο Θεό η ελπίδα. Κύριος ο βοηθός μας και δεν θα δειλιάσουμε. Ξεκινώντας από την κατά Θεόν πτωχεία, θα επιμείνουμε στον πλούτο της Βασιλείας, στο ήθος της πίστης και θα μιλήσουμε με τη γλώσσα του «επέκεινα» που γίνεται «εδώ» στον κόσμο, που έχει ανάγκη τον δικό μας πλούτο. Γιατί αυτός απευθύνεται στην καρδιά, στο βάθος της ύπαρξης, στη ζωή που δε νικιέται. Και γι’ αυτό θα παραμείνουμε χαρούμενοι και αισιόδοξοι.

Κέρκυρα, 2 Οκτωβρίου 2011

9/24/11

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΑ ΟΣΤΡΑΚΙΝΑ ΣΚΕΥΗ


Την χαρά και την ελπίδα του να είναι κανείς χριστιανός μας αποτυπώνει ο Απόστολος Παύλος σ’ ένα ωραίο απόσπασμα στην δεύτερη επιστολή του προς τους Κορίνθιους. Ο Παύλος μας περιγράφει τι σημαίνει κανείς να έχει πιστέψει στο Θεό. Είναι η αποδοχή του φωτισμού του Θεού που λάμπει στις καρδιές μας και μας κάνει να γνωρίσουμε την δόξα Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό αποτελεί και τον μεγαλύτερο θησαυρό που θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος. Φωτισμός, έλλαμψη στις καρδιές μας και γνώση της δόξας του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού (Β' Κορ. 4, 6-7).
Τι σημαίνουν αυτές οι τρεις καταστάσεις;
Το φως είναι η δωρεά του Θεού για να έρθει η ζωή. Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο ξεκινώντας από το φως. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας το σκοτάδι δεν υπάρχει οντολογικά, αλλά συνίσταται στην απουσία του φωτός. Όταν εμφανίζεται το φως, μπορούμε να ορίσουμε την προηγούμενη κατάσταση ως σκοτάδι. Αυτό το φως αποτελεί έκφραση της θείας ενέργειας και δίνει στον κόσμο την δυνατότητα να υπάρχει. Χωρίς αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ή να συντηρηθεί η ζωή. Άλλωστε δεν θα είχε και νόημα, από την στιγμή που τα πάντα θα πορεύονταν στην τυφλότητα, χωρίς δυνατότητα κοινωνίας, δημιουργίας, χαράς. Ο Θεός όμως δεν έδωσε μόνο το υλικό φως στον κόσμο. Δίνει και το πνευματικό. Την δυνατότητα δηλαδή κάθε δημιούργημά του να γίνεται αφορμή να γνωρίζεται ο Ίδιος, αλλά και στον άνθρωπο, ο καιρός-ευκαιρία να Τον αναζητήσει με προοπτική να υπερβεί το φως αυτού του κόσμου και να κοινωνήσει με τον Θεό ως φως αιώνιο και ατελεύτητο. Πλασθήκαμε δηλαδή για να αναζητούμε το φως της παρουσίας του Θεού, που δίδει αγάπη, χαρά και αιωνιότητα στην ύπαρξή μας.
Ο άνθρωπος όμως πλάσθηκε και ελεύθερος να απορρίψει το φως και να επιλέξει το σκοτάδι, όχι μόνο το υλικό, αλλά και το πνευματικό. Εδώ έρχεται η αμαρτία, η οποία συνίσταται στην επιλογή του ανθρώπου να αφήνει την προτεραιότητα της κοινωνίας με το Θεό ως βάση που δίδει νόημα στη ζωή του και να ακολουθεί τον εγωκεντρισμό του, να λειτουργεί δηλαδή με κριτήριο τον εαυτό του και τον υλικό-εγκόσμιο προσανατολισμό. Δεν είναι ο Θεός που δίδει φως, αγάπη και χαρά, αλλά ο άνθρωπος που στρέφεται στα δημιουργήματα του Θεού για αντλήσει δύναμη και νόημα. Έτσι ο άνθρωπος αφήνεται στην αμαρτία, που δεν είναι απλώς μία ηθική παρεκτροπή ή άρνηση τήρησης των εντολών του Θεού, αλλά γίνεται οντολογική κατάσταση. Ο άνθρωπος πορεύεται απορρίπτοντας ή περιορίζοντας την κοινωνία με το Θεό. Όμως ο Θεός δεν παύει να αγαπά τον άνθρωπο. Και στέλνοντας τον Υιό Του, τον Κύριό μας, λάμπει στις καρδιές των ανθρώπων. Μας δίδει δηλαδή την δυνατότητα να κατανοήσουμε τι σημαίνει φως και τι σκοτάδι, πού ζούμε και πώς μπορούμε να λυτρωθούμε.
Η παρουσία του Χριστού στις καρδιές μας επιτυγχάνεται μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί γνωρίζουμε την δόξα του Θεού. Η ζωή της Εκκλησίας είναι γεμάτη από φως. Και αυτό το φως δεν είναι θεωρητικό, αλλά συνίσταται στην κοινωνία μας με τον παρόντα Χριστό στα μυστήρια της πίστης μας, στο Σώμα και το Αίμα Του, στο Ευαγγέλιο, στην κοινωνία με τη ζωή των Αγίων μας, στην προσευχή για όλο τον κόσμο, στην ευλόγηση των γεγονότων της παρούσης ζωής, στην ασκητική προσπάθεια να μοιραστούμε με τους άλλους τα αγαθά, την μετάνοια, τον σταυρό, στην προσδοκία της ανάστασης. Και εδώ έγκειται η δόξα του Θεού. Είναι το φως που ο Χριστός προσφέρει εν τω προσώπω Του και σε όσους ανοίγονται στην κοινωνία μαζί Του, αφήνοντας τον εαυτό τους στην αγάπη και την χαρά που ξέρει να αντέχει και να συγχωρεί.
Αυτός είναι και ο θησαυρός μας, ο οποίος αποθηκεύεται «εν οστρακίνοις σκεύεσι». Γιατί η ύπαρξή μας είναι πήλινο δοχείο το οποίο σπάζει από τον χρόνο, την αμαρτία, τις μέριμνες. Εμπιστευόμενοι όμως την δύναμη του Θεού, μπορούμε να αντέξουμε. Γι’ αυτό και Απόστολος Παύλος δίδει μία ωραιότατη περιγραφή της ζωής του χριστιανού. «Αν και μας πιέζουν από παντού, δεν καταβαλλόμαστε. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδα, αλλά δεν απελπιζόμαστε. Μας καταδιώκουν, ο Θεός όμως δεν μας εγκαταλείπει. Μας ρίχνουν κάτω, μα δεν χάνουμε τον αγώνα. Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στον θάνατο του Κυρίου Ιησού, για να φανερωθεί στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού». Είμαστε χριστιανοί δεν σημαίνει ότι ακολουθούμε μία ευχάριστη ζωή, χωρίς δυσκολίες και με αποδοχή από τον κόσμο της πίστης και της ελπίδας μας. Είμαστε χριστιανοί σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε πειρασμό, την φθορά του χρόνου, τις μέριμνες και την αμαρτία που απειλούν να μας καταφάγουν. Και η δύναμή μας βρίσκεται στην εμπιστοσύνη στο Θεό που μας φωτίζει, λάμπει στις καρδιές μας και μας κάνει να γνωρίζουμε την δόξα του Χριστού, τον αγώνα, τον σταυρό, την ανάσταση. Και αυτό είναι το παράδοξο. Ότι τελικά, εκεί που οι άλλοι δειλιάζουν, θεωρώντας τη ζωή μας σκοτάδι, εμείς αντλούμε από την κοινωνία με τον Κύριο εν τη Εκκλησία φως, αγάπη, χαρά και θεωρούμε ότι η χριστιανική μας ιδιότητα είναι ο θησαυρός μας.
Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία η χριστιανική μας ιδιότητα αντιμετωπίζεται ως άχρηστη πνευματικά και χρήσιμη υλικά. Οστράκινα δεν είναι μόνο τα σκεύη της ύπαρξης μας, αλλά και η θέση μας μέσα στον κόσμο. Η εποχή μας έχει πολλές αναλογίες σε σχέση με τα χρόνια που έζησε και έγραψε ο Παύλος. Οι χριστιανοί πιεζόμαστε από την αθεΐα της εποχής μας, από τους υλιστές που θεωρούν ότι η πίστη υπάρχει μόνο για να δίνει υλικά αγαθά, από τα ΜΜΕ που επιζητούν τον θόρυβο, από τον τρόπο ζωής που θέλει να στηριζόμαστε στα δικαιώματά μας και όχι στην θυσία της αγάπης. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδα, ιδίως όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την ασθένεια, τον θάνατο, την φτώχεια, την αδικία και καλούμαστε να απαντήσουμε στα «γιατί;». Μας καταδιώκουν, μας βάζουν τρικλοποδιές για να απελπιστούμε και να ηττηθούμε, μόνο και μόνο γιατί πιστεύουμε και οι άλλοι το γνωρίζουν. Και υφιστάμεθα τον πειρασμό των επιθέσεων του διαβόλου, που μας κάνει να υποφέρουμε και σωματικά και ψυχικά. Το ακατανίκητο όμως όπλο μας είναι ο φωτισμός του Θεού, η λάμψη της παρουσίας Του στις καρδιές μας και η δόξα Του εν τη Εκκλησία. Και θα αντέξουμε, όσο ισχυρές κι αν είναι οι επιθέσεις. Και θα βοηθήσουμε και τους άλλους ανθρώπους και πνευματικά και υλικά, προσφέροντας στον κόσμο ως αντίδωρο ελπίδας τον σταυρό και την ανάσταση του Χριστού μας.

Κέρκυρα, 25 Σεπτεμβρίου 2011

9/22/11

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΙΓ’ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ


Για μια ακόμη χρονιά (13η συνεχόμενη) διεξήχθη το Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. Φέτος οι εργασίες του έλαβαν χώρα από 19 έως 21 Σεπτεμβρίου 2011 στην Τήνο (άριστη η φιλοξενία από τον Σεβ. Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεο και τους συνεργάτες του με επικεφαλής τον Αρχιερατικό Επίτροπο Τήνου π. Γεώργιο Φανερό). Δίκαιος ο έπαινος στον Σεβ. Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ, Πρόεδρο της Επιτροπής, και τα μέλη που έκαναν ένα συμπόσιο ανοιχτό σε θέσεις και αντιθέσεις πάνω στο μεγάλο ζήτημα των μεταφράσεων στη Θεία Λατρεία. Από τις 15 εισηγήσεις και τις συζητήσεις καταγράψαμε τα εξής:
1. Στην Εκκλησία, όπως και στη ζωή μας, το δύσκολο είναι να μη μείνουμε προσκολλημένοι στην πραγματικότητα που ζούμε εμείς, αλλά να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα που ζούνε όχι μόνο οι μεγαλύτεροι, αλλά και οι νεώτεροι. Γιατί το δύσκολο είναι να δούμε το μέλλον που έρχεται.
2. Η γλώσσα της Θείας Λειτουργίας δεν είναι αττικίζουσα, για να είναι αδύνατον να κατανοηθεί. Όμως είναι γλώσσα αρχαία. Αυτό το γεγονός και μόνο την καθιστά δυσπρόσιτη σε πολλούς και, ιδιαιτέρως, στους νεώτερους. Δεν θεωρούμε ότι αν αλλάξει η γλώσσα της λειτουργίας και μεταφραστεί στα νέα ελληνικά, θα ξεκινήσουν οι νέοι να έρχονται. Όμως, πρέπει να προβληματιστούμε για το γεγονός ότι είναι ποιμαντική ανάγκη η κατανόηση. Κατά τη γνώμη μας ο κύριος λόγος για τον οποίο οι νεώτεροι δεν έρχονται στη λατρεία είναι ότι ενώ η νεανική ηλικία θέλει συνάντηση, παρέα και οικογενειακό κλίμα, η εκκλησιαστική κοινότητα και όχι η λατρεία καθ’ εαυτή δεν λειτουργεί έτσι. Έτσι, ο νέος αισθάνεται μοναξιά εντός του ναού. Η γλώσσα έρχεται ως ένας επιπρόσθετος λόγος, ίσως ως δικαιολογία, για την έλλειψη εκκλησιασμού. Αν στην ενορία υπάρχει ζεστασιά, κοινωνία, συνάντηση του ενός με τον άλλο και ο ιερέας είναι ανοιχτός, τότε το εμπόδιο της γλώσσας ξεπερνιέται ως δικαιολογία για την απουσία από την λατρεία.
3. Όπως επεσήμανε και ο π. Θεοδόσιος, ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Πρεβέζης, που έχει προχωρήσει με τόλμη στην υιοθέτηση ενός λειτουργικού τύπου που περιλαμβάνει την ανάγνωση των ευχών στα νέα ελληνικά, όπως επίσης και στην καθιέρωση αντίστοιχων βημάτων στα άλλα μυστήρια (γάμος, βάπτιση, αγιασμός, γονυκλισία), το πρόβλημα δεν είναι οι εκτός Εκκλησίας, όσο οι εντός. Κατά τη γνώμη μας είναι λανθασμένη η θεώρηση ότι ο άνθρωπος ζει τα της λατρείας όχι με τον νου, αλλά με την καρδιά. Ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον όλο άνθρωπο, επομένως και τον νου. Ο όποιος μυστικισμός, εάν αφήσει τον νου εκτός, μετατρέπεται σε μαγική προσέγγιση, με αποτέλεσμα να απο-λογικοποιεί την πίστη. Όπως μας έδειξε η τελευταία εισήγηση της κ. Κασάπη, καθηγήτριας της Μετάφρασης στο ΑΠΘ, υπάρχει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός πρόσληψης κάθε είδους λόγου από τον άνθρωπο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ναι, φωτίζει ο Θεός, αλλά δεν αναιρεί τον τρόπο που λειτουργεί ο άνθρωπος, γιατί Εκείνος μας κατασκεύασε έτσι!
4. Οι εντός Εκκλησίας χρειάζεται να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε την λατρεία, παράλληλα με το άπλωμά της εντός της ύπαρξής μας, που σημαίνει ότι ο Χριστός μας μεταμορφώνει ως σύνολη ύπαρξη. Αν αυτό θα γίνει με την χρήση μετάφρασης ή με την ερμηνεία μέσω του κηρύγματος ή με την απόπειρα εκμάθησης της λειτουργικής γλώσσας μέσω μελέτης ή σεμιναρίων ή με όλους αυτούς τους τρόπους και άλλους, αυτό έχει να κάνει με τα χαρίσματα και τις επιλογές των ποιμένων. Η Εκκλησία οφείλει να διασφαλίσει το πλαίσιο και να εργαστεί ώστε να μην υπάρχουν αυθαιρεσίες ούτε κακοποιήσεις της λατρείας. Όμως οφείλει να διακηρύξει ότι η όποια προσπάθεια είτε ανανέωσης είτε διατήρησης του τρόπου της λατρείας δεν αποτελεί προδοσία ή υπεράσπιση της πίστης, αλλά έκφραση ποιμαντικής αγωνίας και χαρισματικού δρόμου και τρόπου. Εάν ο Χριστός προσφέρεται ακέραιος και ακαινοτόμητος είτε στα αρχαία είτε στα νέα, αυτό είναι που μετρά τελικά.
5. Υποστηρίχθηκε από τον κ. Μπαμπινιώτη, ομότιμο καθηγητή της Γλωσσολογίας, και άλλους εισηγητές, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να εγκαταλείψει την γλώσσα και την παράδοσή μας. Είναι αξιοθαύμαστη η αγάπη για τη γλώσσα και κατανοητό το επιχείρημα. Όμως δεν είναι δυνατόν στο όνομα του όποιου πολιτισμού ή της ιστορίας ή της γλωσσικής παράδοσης να αγνοούμε την πραγματικότητα. Και αυτή, δυστυχώς, είναι σκληρή για τους νεώτερους. Έπειτα, εάν η Εκκλησία εξαντλήσει την αποστολή της στην διαφύλαξη του γλωσσικού παρελθόντος, τότε θα αυτο-μετατραπεί σε ένα μουσείο γλώσσας. Δεν είναι όμως αυτή η κύρια αποστολή της Εκκλησίας, αλλά να προσφέρει το Χριστό στους ανθρώπους με κάθε τρόπο και μέσο. Επομένως, δεν πρέπει να λησμονηθεί η αποστολή μας, που είναι ο ευαγγελισμός και ο επανευαγγελισμός του κόσμου. Στην ιεραποστολή χρησιμοποιείται η γλώσσα του λαού στον οποίο κηρύττεται το Ευαγγέλιο. Θα ήταν παράδοξο να αρνούμαστε στον επανευαγγελισμό αυτό το δικαίωμα. Και η λατρεία είναι η βάση της ιεραποστολής, αλλά και το αποτέλεσμά της.
6. Βεβαίως, αξίζει τον κόπο να παλέψουμε να μην αλλοιωθεί η γλωσσική μας παράδοση, όχι γιατί υπάρχουν ιερές γλώσσες, αλλά γιατί στο όνομα της προόδου έχουμε αφήσει πολλά από εκείνα που αποτελούσαν και αποτελούν την ιστορική και συλλογική μας ταυτότητα. Επαινετέοι όσοι παλεύουν να διατηρήσουν και να κατηχήσουν. Όχι λιγότερο όμως αξιέπαινοι είναι αυτοί που αγωνίζονται να δώσουν το μήνυμα της σωτηρίας και της λατρείας του Θεού απευθυνόμενοι και σε εκείνους που είναι λιγότερο κατηρτισμένοι ή που δεν θέλουν να μείνουν σε παλαιότερα γλωσσικά στοιχεία.
7. Η γλωσσική κρίση δεν προκλήθηκε από την Εκκλησία, αλλά από το εκπαιδευτικό σύστημα και την όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εικόνας, της τηλεόρασης, του πολιτισμού, της ευκολίας. Δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί το ρεύμα. Και δεν φαίνεται η Εκκλησία να διαθέτει τόσο μεγάλο κεφάλαιο σε ανθρώπινο δυναμικό και επίδραση, ώστε να μπορέσει να αγνοήσει την πραγματικότητα.
8. Προσωπικά θεωρούμε ότι η ερμηνεία της θείας λατρείας στους πιστούς και ιδιαιτέρως στις λειτουργίες για τα παιδιά , η ευκρινής ανάγνωση των ευχών της θείας λειτουργίας (και όχι η εμμονή σε μια μυστική ανάγνωση, ακόμη κι αν συνοδεύεται από -προσευχή), η συμμετοχή του λαού με την συμψαλμωδία, την συνεκφώνηση του «Πιστεύω» και του «Πάτερ ημών» και την συχνή θεία κοινωνία, όπως επίσης και η παράλληλη ανάγνωση του αποστολικού και ευαγγελικού αναγνώσματος τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά, αλλά και η υιοθέτηση της ανάγνωσης στην χρησιμοποιούμενη γλώσσα για τα παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα (ιδίως για τα προφητικά και για τα διδακτικά) των εσπερινών και της Σαρακοστής, είναι κάποια βήματα που για την ώρα βοηθούν τους πιστούς να μην αισθάνονται γλωσσικά ξένοι στη λατρεία. Η χρήση μετάφρασης στα νέα ελληνικά για τα μέρη της λατρείας που ψάλλονται δεν μπορεί να σταθεί. Ό,τι είναι γραμμένο σε συγκεκριμένο μέλος δεν μπορεί να αλλαχθεί. Βεβαίως, και οι εκφωνήσεις της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται. Όμως αυτές δεν είναι γραμμένες σε μέλος, αλλά επικράτησε να ψάλλονται. Επομένως, διαφέρουν τα πράγματα.
9. Όλοι οι εισηγητές του Συμποσίου, ασχέτως της τοποθέτησής τους επί του θέματος, έδωσαν αφορμή για ωραίους προβληματισμούς και έδειξαν την δυσκολία του προβλήματος. Είναι κρίμα όμως που σ’ αυτό το Συμπόσιο δεν εστάλησαν από όλες τις Μητροπόλεις εκπρόσωποι, όπως επίσης και το ότι, χωρίς να αμφιβάλλουμε για το αξιόλογον των απεσταλμένων, απουσίαζαν αρκετοί από εκείνους που ο λόγος τους έχει ειδικό βάρος στην διοίκηση και την ποιμαντική των Ιερών Μητροπόλεων. Ο νοών νοείτω.
10. Θα περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα πορίσματα και αυτού του συμποσίου. Θα ήταν μάλιστα, ευχής έργον, το ζήτημα να συζητηθεί πλέον και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Θα ήταν ένα σημείο ότι οι Επίσκοποί μας όχι μόνο ενδιαφέρονται, αλλά και το αποδεικνύουν, για την σχέση της Εκκλησίας με τους νεώτερους. Όπως και να έχει, αξίζουν συγχαρητήρια στον Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ, ψυχή της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως, γιατί μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, επιμένει και παράγει έργο θεολογίας όχι σπουδαστηρίου, αλλά καθημερινής εκκλησιαστικής ζωής, καθιστώντας έτσι «δημιουργική την παράδοση», όπως επεσήμανε και ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης.

Κέρκυρα, 22 Σεπτεμβρίου 2011

9/17/11

Α ΚΑΤΕΛΥΣΑ, ΤΑΥΤΑ ΠΑΛΙΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩ












Πόσες φορές στη ζωή μας αυτά που έχουμε πάρει απόφαση να γκρεμίσουμε τα ξαναβάζουμε στη θέση τους, τα οικοδομούμε και πάλι (Γαλ. 2, 18). Ο άνθρωπος δύσκολα αποχωρίζεται σημεία του χαρακτήρα του, επιλογές του, σχέσεις του. Ακόμη και αν διαπιστώνει ότι τον οδηγούν σε αδιέξοδα στη ζωή του, του είναι δύσκολο να αλλάξει. Οι εμμονές αυτές έχουν ως αιτία τους το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι εγωιστής. Ότι δεν θέλει να παραδεχθεί τα όποια σφάλματα ή αδυναμίες του και πάντοτε προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αρνητικά που του συμβαίνουν αποδίδοντάς τα όχι στον εαυτό του, αλλά στους άλλους. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος φοβάται, φανερά ή αφανώς, ότι αν αποχωριστεί τις αδυναμίες του, τις συμπεριφορές που πληγώνουν τους άλλους, τις σχέσεις του, αν αρνηθεί τις επιλογές που έκανε, τότε θα καταρρεύσει, δεν θα μπορεί να διαχειριστεί την πορεία του εαυτού του, με αποτέλεσμα να μην έχει νόημα η ζωή του.
Αυτό συμβαίνει ιδιαιτέρως και στην πνευματική ζωή. Ο άνθρωπος γλυκαίνεται από την όποια αμαρτωλή κατάσταση βιώνει, με αποτέλεσμα να του είναι δύσκολο να την αποχωριστεί. Ο άνθρωπος γλυκαίνεται από την συνήθειά του, από τις πεποιθήσεις του, από αυτά που θεωρεί ως δεδομένα, με αποτέλεσμα να προχωρεί στη ζωή του κρίνοντας τον εαυτό του και τον κόσμο όχι μέσα από το πρίσμα της σχέσης με το Θεό και το φρόνημα της Εκκλησίας, αλλά με βάση το πώς ο ίδιος βλέπει τη ζωή, με βάση κυρίως τα πάθη του. Έτσι, όταν κάποιος ή κάποιοι εξυπηρετούν τα πάθη του ανθρώπου, τότε εκείνος προσκολλάται σ’ αυτούς. Όταν ταυτίζεται με τα πάθη του, ενώ μπορεί να βλέπει ότι του κάνουν κακό, αρνείται να παραιτηθεί από αυτά. Ακόμη και αν ακούει λόγους και κηρύγματα περί μετανοίας, περιορίζει την κίνηση αυτή σε απλή εξαγόρευση των όποιων αμαρτιών, χωρίς να αποφασίζει και να υλοποιεί την ριζική αλλαγή της ζωής του. Υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ενώ αποφασίζουν να γκρεμίσουν το οικοδόμημα των παθών τους, γρήγορα επιστρέφουν σ’ αυτό, γιατί θεωρούν δύσκολο στη ζωή τους να ζήσουν χωρίς αυτά. Είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός της Βασιλείας, ενώ πλατειά η πύλη των παθών.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους ο άνθρωπος, ενώ φτάνει στο σημείο να γκρεμίσει ό,τι τον χωρίζει από τον Θεό και την γνήσια σχέση μαζί Του, ενώ φτάνει στο σημείο να παίρνει αποφάσεις για μεγάλες αλλαγές και στην κατά κόσμον ζωή του, ευκολότερα επιστρέφει σ’ εκείνο που τον κρατά προσκολλημένο στα πάθη του;
Πρωτίστως είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην παρουσία της χάριτος του Θεού. Ο άνθρωπος θεωρεί πως οι όποιες αλλαγές γίνονται στη ζωή του έχουν να κάνουν με τον προσωπικό του δυναμισμό, με το «εγώ» του και τις ικανότητές του να αποφασίσει και να υλοποιήσει τις αποφάσεις του. Αγνοεί όμως ότι τα πάντα στη ζωή μας γίνονται χάρις στην παρουσία της χάριτος του Θεού. Η προαίρεσή μας είναι η βάση για να κοινωνήσουμε με το Θεό. Η προαίρεση όμως αυτή είναι που συναντιέται με τη χάρη του Θεού και γεννά μετάνοια εντός μας, γεννά επιστροφή στο Θεό, γεννά αλλαγές. Όταν ο άνθρωπος προχωρά με γνώμονα μόνο το εγώ του, δεν μπορεί να οπλιστεί πνευματικά, με αποτέλεσμα, ακόμη κι αν βλέπει τα λάθη του, να μην μπορεί να τα υπερβεί, ακόμη κι αν υπάρχει η απόφαση μέσα του. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,5), λέει ο Χριστός. Αυτήν την αποδοχή, δεν είμαστε σε θέση να την οικειωθούμε στη ζωή μας.
Είναι η παρουσία του παλαιού ανθρώπου εντός μας. Όταν, κατά το βάπτισμά μας, απεκδυθήκαμε τον χιτώνα και εισήλθαμε γυμνοί στην κολυμβήθρα, απεκδυθήκαμε τον παλαιό άνθρωπο, «φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης» (Εφεσ. 4,22). Εισήλθαμε στην κολυμβήθρα και μετάσχαμε στην σταύρωση, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού μέσα από την τρισσή κατάδυση στο νερό, για να ξεκινήσουμε την ζωή του νέου, του καινού ανθρώπου, ο οποίος, πλήρης Πνεύματος Αγίου, αποφασίζει να ζήσει εν αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον, φωτισμένος, χαιρόμενος με την ευλογία των μυστηρίων, επιλέγοντας το θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευαγγέλιο, με αποτέλεσμα, ακόμη κι αν δέχεται ο άνθρωπος τις επιθέσεις του πειρασμού, αλλά και την πίεση του κόσμου, όπως επίσης και τα διλήμματα που η προαίρεσή του καλείται ελεύθερα να επιλέξει –ζωή και πράξεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ή πορεία μακριά από Αυτόν-, θα αντέξει.
Είναι η νοοτροπία του συμβιβασμού, της ευκολίας, η απουσία τόλμης να προχωρήσουμε σε αλλαγές. Κυριαρχεί στην ύπαρξή μας αυτή η ψυχολογική φοβία για το τι θα πάθουμε όταν εξέλθουμε από την πορεία των παθών μας ή των σχέσεων που έχουμε ή της αποδοχής εξ αιτίας αυτού που είμαστε. Μας είναι δύσκολο να προχωρήσουμε διαφορετικά στη ζωή μας, γιατί θα πρέπει να σηκώσουμε Σταυρό. Να πάψουμε να είμαστε όπως μας έχουν συνηθίσει και όπως έχουμε συνηθίσει τον εαυτό μας είναι ίσως ο πιο βαρύς σταυρός που καλείται ο άνθρωπος να επιλέξει. Μέσα όμως από αυτήν την τόλμη της μετάνοιας και της αλλαγής έρχεται η αληθινή υπέρβαση και ανάσταση.
Ο Απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει την απάντηση στους ενδοιασμούς μας. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Εάν αφήσουμε το Χριστό να ζήσει εντός μας, τότε θα αποκτήσουμε και την εμπιστοσύνη στο Θεό, ενισχύοντας την προαίρεσή μας, ανανεώνοντας τον καινό τρόπο του Βαπτίσματος και τολμώντας να έλθουμε σε ρήξη με ό,τι μας βολεύει, αλλά και μας καταστρέφει, γιατί μας κάνει να μην μπορούμε να προχωρήσουμε σύμφωνα με το θέλημα της αγάπης. Ο Σταυρός αποτέλεσε την μεγαλύτερη ρήξη που δίδαξε ο Θεός στον άνθρωπο, ρήξη με τον εγωκεντρισμό και την δύναμη, ρήξη με τον παλαιό άνθρωπο, ρήξη με τον συμβιβασμό. Και ο σταυρός συνοδεύεται πάντοτε με την Ανάσταση. Ας οικειωθούμε αυτόν τον δρόμο σε μια εποχή δύσκολη πνευματικά. Εδώ όμως έγκειται και το νόημα και η πορεία της σωτηρίας εν τη Εκκλησία.

Κέρκυρα, 18 Σεπτεμβρίου 2011

9/12/11

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ



«Είναι καλή και θεάρεστη εορτή εκεί όπου εορτάζει μαζί μας ο Χριστός, όπου τελούνται οι εορτές Του και τιμώνται οι θείες Γραφές. Εορτάζει μάλιστα μαζί μας ο Χριστός εκεί όπου είναι οι άνθρωποι συναγμένοι στο όνομά του με αγάπη, μακριά από κάθε έχθρα και υποκρισία. Εορτάζει μαζί μας ο Χριστός εκεί όπου υπηρετούνται οι φτωχοί, όπου παρηγορούνται οι ορφανοί, όπου ανακουφίζονται οι ξένοι. Εορτάζει μαζί μας ο Χριστός εκεί όπου τιμάται ο Θεός με ψαλμούς και ύμνους και πνευματικά άσματα. Ας τιμήσουμε τις εορτές του Κυρίου μας όχι πανηγυρικά, αλλά θεϊκά, όχι κοσμικά, αλλά υπερκόσμια.
Με τον Σταυρό του Κυρίου η αλήθεια ανθίζει, όπως ακούμε να λέει ο Απόστολος: «Τα παλιά πέρασαν πια. Ναι, όλα έχουν γίνει καινούρια» (Β’ Κορ. 5, 17). Η πλάνη των ειδώλων έχει καταργηθεί, ο θάνατος έχει λαφυραγωγηθεί, η αιχμαλωσία στον Άδη έχει ανακληθεί, τα παλάτια της πλάνης της πολυθεΐας έχουν συντριβεί, ο άνθρωπος έχει ελευθερωθεί, ο Θεός βασίλευσε, η κτίση ευφραίνεται, ο σταυρός τον οποίο προσκυνούν όλα τα έθνη και οι λαοί, και οι φυλές και οι γλώσσες, κυβερνά. Ο Σταυρός στον οποίο και εμείς καυχιόμαστε μαζί με τον μακάριο Παύλο λέγοντας: «Εμείς ποτέ να μην καυχηθούμε για άλλο τίποτε, παρά μόνο για τον σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Γαλ. 14,6). Γι’ αυτό ας έχουμε τον ζωοποιό σταυρό και στις πόρτες μας και στο μέτωπό μας και στα μάτια μας και στο στόμα και στο στήθος και σε όλα τα μέλη μας. Αυτόν ας μεταφέρουμε μαζί μας και ας οπλιζόμαστε μ’ αυτόν που είναι το ανίκητο όπλο των χριστιανών, ο νικητής του θανάτου, η ελπίδα των πιστών, το φως των περάτων, ο ανοίκτης του παραδείσου, ο καθαιρέτης των αιρέσεων, το στήριγμα της ορθόδοξης πίστης, το μεγάλο φυλακτήριο των πιστών, το σωτήριο καύχημα της Εκκλησίας.
Ο Σταυρός κατάργησε την πλάνη των ειδώλων. Φώτισε όλη την οικουμένη. Εξαφάνισε το σκοτάδι και ξανάφερε το φως. Συνάζοντας τα έθνη από τη δύση και το βορρά και το νότο και την ανατολή, τα ένωσε με αγάπη σε μία Εκκλησία και σε μία πίστη και σε ένα βάπτισμα. Ο Σταυρός είναι η ανάσταση των νεκρών, είναι η ελπίδα των χριστιανών, το στήριγμα των χωλών, η παρηγοριά των φτωχών, το χαλινάρι των πλουσίων και το γκρέμισμα των υπερηφάνων, το τρόπαιον εναντίον των δαιμόνων και ο παιδαγωγός των νέων, ο πλούτος των εμπόρων, η ελπίδα των απελπισμένων, ο κυβερνήτης όλων εκείνων που ταξιδεύουν στη θάλασσα, το λιμάνι εκείνων που βρίσκονται στην θύελλα, το τείχος εκείνων που πολεμούνται, ο πατέρας των ορφανών και ο σύμβουλος των δικαίων, η παρηγοριά των θλιβομένων, ο φύλακας των νηπίων, η κεφαλή των ανδρών, το στεφάνι των γερόντων, το φως εκείνων που βρίσκονται στο σκοτάδι, το μεγαλείο των βασιλέων και ο εκπολιτισμός των βαρβάρων, η ελευθερία των δούλων και η σοφία των αγραμμάτων, το κήρυγμα των προφητών, ο συνοδοιπόρος των αποστόλων, το καύχημα των μαρτύρων, η σωφροσύνη των παρθένων και η χαρά των ιερέων, το θεμέλιο της Εκκλησίας και η ασφάλεια της οικουμένης, το γκρέμισμα των ναών των ειδώλων και το σκάνδαλο των Ιουδαίων. Είναι η δύναμη των αδυνάτων και ο γιατρός των αρρώστων, η κάθαρση των λεπρών και η ανόρθωση των παραλύτων, το ψωμί των πεινασμένων και η πηγή των διψασμένων, η ενθάρρυνση εκείνων που μονάζουν και η σκέπη εκείνων που γυμνητεύουν.
Ο ίδιος ο Τίμιος Σταυρός πρόκειται να εμφανισθεί ξανά πρώτος στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ως τίμιο και ζωοποιό και σεβαστό και άγιο σκήπτρο του μεγάλου βασιλιά Χριστού, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου που είπε ότι «θα φανεί στον ουρανό το σημείο του Υιού του ανθρώπου» (Ματθ. 24, 30). Αυτός λοιπόν πρόκειται να φανεί πρώτος στον ουρανό με όλη τη στρατιά των Αγγέλων, φωτίζοντας όλη τη γη από τη μια άκρη στην άλλη, περισσότερο από τη λάμψη του ήλιου, και προμηνύοντας την παρουσία του Δεσπότη Χριστού». (Αγίου Εφραίμ του Σύρου, Λόγος εις τον τίμιον και ζωοποιόν σταυρόν και εις την δευτέραν παρουσίαν. Και περί αγάπης και ελεημοσύνης)

9/9/11

ΣΤΑΥΡΟΣ: Η ΚΑΥΧΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Καθώς πλησιάζουμε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Εκκλησία μάς προετοιμάζει για να ατενίσουμε τον Σταυρό του Κυρίου στην μέση του ναού και να οικειωθούμε τα μηνύματα που φέρει στον κόσμο. Τα μηνύματα αυτά μπορούμε να τα δούμε σε τρεις διαστάσεις: η πρώτη έχει να κάνει με το Θεό. Η δεύτερη με τον άνθρωπο. Η τρίτη με την καθημερινότητα. Οι διαστάσεις αυτές αποτυπώνονται στον λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6,14).
Ο Απόστολος των Εθνών λέει ότι δεν υπάρχει άλλη αφορμή σ’ αυτόν για να καυχιέται στη ζωή του, παρά μόνο ο Σταυρός του Κυρίου. Καυχιέται διότι πιστεύει και γνωρίζει τον Θεό που έγινε άνθρωπος, «εταπείνωσεν εαυτώ γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8) και ανακαίνισε τον κόσμο. Ζώντας σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον από την μία πλευρά, που ήθελαν τους θεούς αθάνατους, παντοδύναμους, να ζούνε στο δικό τους κόσμο και η σχέση με τους ανθρώπους να είναι σχέση αφ’ υψηλού, θεούς που δεν προσλάμβαναν την ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους κι αυτό πρόσκαιρα, και από την άλλη πλευρά, προερχόμενος από ένα ιουδαϊκό περιβάλλον, το οποίο ήθελε τον Θεό Παντοδύναμο Μεσσία, εκδικητή των συμφερόντων του περιούσιου λαού, προσκολλημένο στην επιλογή να έχει αποκλειστική σχέση με τον λαό αυτό, ο Παύλος διακηρύσσει την πίστη και την καύχησή του για έναν Θεό που παραιτείται της παντοδυναμίας του, δεν μεταμορφώνεται αλλά γίνεται άνθρωπος, παραιτείται ακόμη και της αθανασίας του και πεθαίνει και η πρόσκλησή του δεν είναι μόνο για έναν λαό, αλλά για την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, να κοινωνήσει μαζί Του στην κοινωνία της αιωνιότητας και της καινής κτίσης. Όλα αυτά συμπυκνώνονται στο ξύλο του Σταυρού. Ο Σταυρός αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού, γιατί η μοναδική αιτία που έγιναν όλα αυτά είναι η αγάπη. Και ο Παύλος δεν καυχιέται ούτε για πλούτη, ούτε για δόξα, ούτε για γνώσεις, ούτε για καταγωγή, αλλά μόνο γιατί πιστεύει σ’ έναν Θεό που αγαπά.
Ο Παύλος όμως στρέφεται και προς τον ίδιο τον άνθρωπο, ξεκινώντας από τον εαυτό του. Τονίζει ότι πάνω στο σταυρό του Χριστού πέθανε ο κόσμος γι’ αυτόν και εκείνος για τον κόσμο. Πάνω στο σταυρό πέθανε το νόημα του κόσμου, όπως το είχε μάθει και το είχε ζήσει. Πέθανε ο κόσμος των ειδώλων, αλλά και ο κόσμος ενός Θεού που εγκλωβίζεται στην αποκλειστική σχέση με έναν λαό. Πέθανε ο κόσμος που υπάρχει για την επιβίωση. Πέθανε ο κόσμος που ζητά δύναμη και εξουσία. Πέθανε ο κόσμος που είναι παραδομένος στην φιληδονία, ο κόσμος της φιλαυτίας και της φιλοδοξίας. Πέθανε ο κόσμος της αμαρτίας, δηλαδή του χωρισμού από τον Θεό. Την ίδια στιγμή όμως πέθανε και εκείνος για έναν τέτοιο κόσμο. Πάνω στο σταυρό του Κυρίου σταύρωσε και θανάτωσε και ο ίδιος την έγνοια για τον εαυτό του. Την έγνοια για την επιβίωσή του, για την προσωπική του δόξα και θαλπωρή. Σταύρωσε την σταθερή ζωή, το πρόγραμμα, την ξεκούρασή του. Σταύρωσε τελικά το δικαίωμα να ζήσει και να απολαύσει, ακόμη και τους καρπούς του κηρύγματός του, την αποδοχή από τους ανθρώπους, την εμπιστοσύνη τους. Στο νου και την καρδιά του Παύλου ο αληθινός χριστιανός δεν θα μπορούσε να είναι «μείζων του Κυρίου αυτού» (Ιωάν. 13, 16). Αυτό σημαίνει ότι μόνο η αγάπη θα μπορούσε να είναι η αφορμή για την καύχησή του. Ο Παύλος μπορεί να καυχιέται γιατί αγωνίζεται να αγαπά.
Οι λόγοι του Παύλου έχουν δύο διαστάσεις για την δική μας καθημερινότητα: η πρώτη οντολογική και η δεύτερη πρακτική. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι η καύχησή μας ως χριστιανών είναι γιατί ο Θεός αγαπά κι εμάς και τον κόσμο μας και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της πίστης μας από κάθε άλλη θρησκευτικότητα. Χρειάζεται όμως να αποδεχθούμε ότι η αποστολή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι να αγωνιζόμαστε να αγαπούμε. Μέσα από την αγάπη νικούμε την αμαρτία. Μέσα από την αγάπη παλεύουμε με τις δυνάμεις του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου που συσστρατεύονται εναντίον κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, χρησιμοποιώντας τα δοχεία της αμαρτίας: λογισμούς, εμπάθειες, θλίψεις, τους άλλους ανθρώπους, τον ανθρώπινο εαυτό, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής, κάθε στιγμή και διάσταση, ακόμη και τον ίδιο τον χρόνο μας, για να μας απομακρύνουν από την αγάπη. Η αγάπη εκφράζεται δια του σταυρού και αυτή η οντολογική παραδοχή μετουσιώνεται σε πράξη στη ζωή μας. Όπως ο καθένας μπορεί και με κάθε δυνατό τρόπο. Από την στροφή στον εαυτό μας και τον ασκητικό αγώνα για σταύρωση των παθών και νέκρωση ως προς τις ηδονές του βίου, μέχρι το άνοιγμα για τον κόσμο όπως αυτό εκφράζεται δια της προσευχής για όλους τους ανθρώπους, την περίθαλψη όλων, την προσφορά τόσο του λόγου του Θεού όσο και της υλικής ελεημοσύνης, την επιλογή να προσφέρουμε ο καθένας από το υστέρημά του. Γιατί εκεί είναι η μεγαλύτερη απόδειξης της οντολογικής αποδοχής του σταυρού: το να ζούμε και να προσφέρουμε από αυτό στο οποίο υστερούμε. Στον Θεό την αμαρτία μας, για να την αντικαταστήσει με την χαρά της αγάπης και της ελευθερίας που μας λείπουν. Στον άνθρωπο τα λίγα ή τα πολλά αγαθά μας, υλικά και πνευματικά, για να λάβουμε την χαρά του δοσίματος. Και αυτή η προσφορά του υστερήματός μας, όσο σταυρό κι αν φέρει, ας είναι και η δική μας καύχηση.

Κέρκυρα, 11 Σεπτεμβρίου 2011

9/6/11

Η ΚΛΙΜΑΚΑ


Στον Εσπερινό των Θεομητορικών εορτών διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης, στο οποίο γίνεται λόγος για το ενύπνιο του Ιακώβ με την κλίμακα, την σκάλα, που η άκρη της ήταν στηριγμένη στη γη και η πάνω άκρη της έφτανε στον ουρανό. Οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ’ αυτήν, ενώ ο Κύριος ακουμπούσε στη σκάλα και του έδωσε την υπόσχεση ότι θα του χαρίσει την γη στην οποία βρισκόταν, ότι δεν θα τον εγκαταλείψει ώσπου να πραγματοποιήσει ό,τι του υποσχόταν και ότι η ευλογία θα ήταν για όλους τους απογόνους του (Γεν. 28, 10-17)
Το ανάγνωσμα αυτό αναφέρεται προφητικά στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι η νοητή κλίμακα, αυτή που ακουμπά στη γη με την μία άκρη της (που είναι η ανθρώπινη φύση), αλλά και φτάνει ως τον ουρανό με την κατά Θεόν προαίρεση και επιθυμία της για ομοίωση. Από τη γη ξεκινά η φύση και στον ουρανό την οδηγεί η ελεύθερη επιλογή της να αγαπήσει το Θεό περισσότερο από τον εαυτό της. Πάνω στην Παναγία ακούμπησε ο Θεός και έγινε άνθρωπος. Στο πρόσωπο της Παναγίας εκπληρώνεται η υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ ότι δεν θα τον εγκαταλείψει, αλλά από τους απογόνους της γυναίκας του της Εύας θα γεννηθεί ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώσει την ανάσταση και την κοινωνία με το Θεό, νικώντας τον θάνατο και την αμαρτία. Από την μήτρα της Παναγίας θα ξεκινήσει η σωτηρία του κόσμου με την ενανθρώπιση του Χριστού. Και η ανθρώπινη ζωή θα γίνεται συνεχώς μία κλίμακα, στην οποία ο καθένας μας καλείται να ανεβεί εκ γης προς ουρανόν.
Η γιορτή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί την πρώτη φανέρωση αυτής της κλίμακας. Κάθε άνθρωπος λαμβάνει ύπαρξη από τους φυσικούς του γονείς, οι οποίοι συνεχίζουν το δημιουργικό έργο του Θεού. Την στιγμή της συλλήψεώς του όμως λαμβάνει εκτός από το βιολογικό μέρος της ύπαρξής του και το πνευματικό. Την εικόνα του Θεού. Λαμβάνει την δωρεά της ελευθερίας. Την δωρεά της αγάπης. Την δωρεά της λογικότητας. Την δωρεά της κοινωνίας με τους άλλους. Την δωρεά της κοινωνίας με το Θεό. Παράλληλα, λαμβάνει την δυνατότητα όλα αυτά να τα πραγματώσει με γνώμονα τον εαυτό του αλλά και με γνώμονα τη σχέση του με το Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτό είναι το μυστήριο της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του ανθρώπου. Λαμβάνει δηλαδή ο άνθρωπος την απαρχή της κλίμακας, που είναι η φύση του η οποία ξεκινάει από τη γη, και λαμβάνει την δυνατότητα αυτή η κλίμακα να ανεβεί προς τον ουρανό. Και όχι μόνο αυτό. Να ακουμπήσει ο Θεός πάνω στον άνθρωπο, να τον ευλογήσει και να τον οδηγήσει στην χαρά της αγάπης και του απλώματός της σ’ όλο τον κόσμο. Γιατί όταν ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει κατά Θεόν, η αγάπη του δεν σταματά στους γύρω του ή σε έναν τόπο, αλλά απλώνεται σε όλο τον κόσμο και ξεπερνά το χρόνο.
Έτσι και με την Παναγία μας. Η γέννησή της, γεγονός υπέρβασης των φυσικών νόμων στα πρόσωπα του Ιωακείμ και της Άννας που ήταν μεγάλοι στην ηλικία, τόσο που η Άννα θεωρούνταν στείρα, αποτελεί την φανέρωση της κλίμακας στη γη. Με τον κόπο της η Παναγία αξιοποίησε την ευλογία του Θεού και φτάνει την κλίμακά της στον ουρανό. Και είναι τόση η αγνότητα και η καθαρότητα της ύπαρξης και της αγάπης, που ο Κύριος ακουμπά πάνω της και ευλογεί όλο το ανθρώπινο γένος και όχι μόνο έναν λαό. Οι κατά πνεύμα συγγενείς με την Υπεραγία Θεοτόκο, όσοι δηλαδή ανήκουμε στην Εκκλησία, έχουμε τη δυνατότητα να αποβάλλουμε την πνευματική μας στειρότητα, δηλαδή την έλλειψη καρπών αγάπης, αγνότητας, χαράς που πηγάζουν από τη σχέση με το Θεό, και να ανεβούμε με τη βοήθειά της την πνευματική κλίμακα στην οποία ακουμπά ο Θεός. Μπορούμε δηλαδή να γίνουμε κι εμείς υπάρξεις στις οποίες αναπαύεται η χάρις του Θεού και λαμβάνοντας την ευλογία να πορευόμαστε ανεβαίνοντας στον ουρανό.
Οι άνθρωποι, σήμερα, έχουμε λησμονήσει την πνευματική κλίμακα. Παρασυρμένοι από τις βιοτικές μέριμνες, από τις επιθυμίες της ζωής, από τους πολλούς περισπασμούς του πολιτισμού μας, μένουμε προσκολλημένοι στη γη. Η παγίδα όμως αυτής της επιλογής μας κρατά στην στειρότητα μιας ζωής χωρίς δημιουργία γνήσιων σχέσεων αγάπης, μοιράσματος, προσφοράς, μιας ζωής χωρίς άνοδο προς το Θεό, μια ζωή κρίσης. Και τελικά δεν υπάρχει έτσι αληθινή χαρά, η οποία να οδηγεί στο να βιώνουμε την ανάπαυση της χάριτος του Θεού εντός μας. Ας είναι η γιορτή του Γενεθλίου της Παναγίας μας η αφορμή να θυμηθούμε την πορεία ανόδου μας προς τον ουρανό. Κι εκείνη θα μας βοηθήσει στο να ξεπεράσουμε την πνευματική στειρότητα και να γίνουμε φωτεινά παραδείγματα για όλο τον κόσμο, όποιες και όσο μεγάλες κι αν είναι οι δυσκολίες.

Κέρκυρα, 8 Σεπτεμβρίου 2011

9/3/11

Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ















Ο πλούσιος νεαρός που συνάντησε το Χριστό για να λάβει επιδοκιμασία για τη ζωή του και να ακούσει πάνω στο τι υστερούσε, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, λυπάται με την απάντηση του Χριστού: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό . κι έλα να με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21). Είχε μεγάλη περιουσία και δεν μπορούσε να την αποχωριστεί.
Αξίζει να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου νέου.
Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.
Ποια είναι η στάση του απέναντι στη λύπη;
Ο πλούσιος νέος δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια. Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι ψευδαισθήσεις.
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε οι άνθρωποι σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.
Και κάτι που είναι σημαντικό για τους πνευματικούς πατέρες. Το περιεχόμενο της απάντησης του Χριστού στον πλούσιο νέο ήταν διττό: αρχικά του επεσήμανε τα βασικά που έπρεπε να κάνει, δηλαδή τον θρησκευτικό κόπο. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο νέος ήθελε την πληρότητα της τελειότητας στη ζωή του, απάντησε χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις το τι έπρεπε να κάνει. Πόσο έτοιμοι είμαστε οι πνευματικοί πατέρες να δώσουμε αυτό το διττό περιεχόμενο στον λόγο και την διδαχή μας; Ξεκινώντας από τον εαυτό μας, πόσο τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου, και, κυρίως, πόσο είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε την καρδιά μας και την καρδιά του άλλου, να δούμε τι είναι αυτό που τελικά μας χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης του Θεού; Συνήθως αρκούμαστε σε μία εξωτερική θεώρηση της ζωής και της αποστολής των άλλων, όπως και του εαυτού μας, και δεν τολμούμε να δούμε την αλήθεια, να αφήσουμε την ψυχή μας να φανερωθεί γυμνή ενώπιον του Θεού, ούτε και τολμούμε να είμαστε αληθινοί έναντι των άλλων ή να τους δείξουμε τι τους λείπει, ίσως γιατί κι εμείς δεν θέλουμε να το διαπιστώσουμε στον εαυτό μας. Όμως ο Χριστός μας δείχνει ότι η αλήθεια είναι αυτό που ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο και ότι καλούμαστε να επιλέξουμε την στάση μας έναντί της: αν θα νικηθούμε από την λύπη, την κατάθλιψη, το εγωκεντρικό φρόνημα ή αν θα παλέψουμε να την εφαρμόσουμε.
Σ’ έναν κόσμο που ζει μέσα στο ψέμα και προσφέρει υποκατάστατα που δήθεν θα εξαλείψουν κάθε μορφής λύπη, η αλήθεια της πίστης είναι αυτό που καλείται να προσφέρει η Εκκλησία με όλες της τις δυνάμεις. Και η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο καθρεφτίζεται η καρδιά μας. Ας μην λησμονούμε ότι η ζωή μας έχει όριο το θάνατο. Τότε τα πάντα μας θα φανούν γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Κριτού και ό,τι αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε, εκεί θα φανεί.

Κέρκυρα, 4 Σεπτεμβρίου 2011