9/22/11

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΙΓ’ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ


Για μια ακόμη χρονιά (13η συνεχόμενη) διεξήχθη το Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. Φέτος οι εργασίες του έλαβαν χώρα από 19 έως 21 Σεπτεμβρίου 2011 στην Τήνο (άριστη η φιλοξενία από τον Σεβ. Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεο και τους συνεργάτες του με επικεφαλής τον Αρχιερατικό Επίτροπο Τήνου π. Γεώργιο Φανερό). Δίκαιος ο έπαινος στον Σεβ. Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ, Πρόεδρο της Επιτροπής, και τα μέλη που έκαναν ένα συμπόσιο ανοιχτό σε θέσεις και αντιθέσεις πάνω στο μεγάλο ζήτημα των μεταφράσεων στη Θεία Λατρεία. Από τις 15 εισηγήσεις και τις συζητήσεις καταγράψαμε τα εξής:
1. Στην Εκκλησία, όπως και στη ζωή μας, το δύσκολο είναι να μη μείνουμε προσκολλημένοι στην πραγματικότητα που ζούμε εμείς, αλλά να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα που ζούνε όχι μόνο οι μεγαλύτεροι, αλλά και οι νεώτεροι. Γιατί το δύσκολο είναι να δούμε το μέλλον που έρχεται.
2. Η γλώσσα της Θείας Λειτουργίας δεν είναι αττικίζουσα, για να είναι αδύνατον να κατανοηθεί. Όμως είναι γλώσσα αρχαία. Αυτό το γεγονός και μόνο την καθιστά δυσπρόσιτη σε πολλούς και, ιδιαιτέρως, στους νεώτερους. Δεν θεωρούμε ότι αν αλλάξει η γλώσσα της λειτουργίας και μεταφραστεί στα νέα ελληνικά, θα ξεκινήσουν οι νέοι να έρχονται. Όμως, πρέπει να προβληματιστούμε για το γεγονός ότι είναι ποιμαντική ανάγκη η κατανόηση. Κατά τη γνώμη μας ο κύριος λόγος για τον οποίο οι νεώτεροι δεν έρχονται στη λατρεία είναι ότι ενώ η νεανική ηλικία θέλει συνάντηση, παρέα και οικογενειακό κλίμα, η εκκλησιαστική κοινότητα και όχι η λατρεία καθ’ εαυτή δεν λειτουργεί έτσι. Έτσι, ο νέος αισθάνεται μοναξιά εντός του ναού. Η γλώσσα έρχεται ως ένας επιπρόσθετος λόγος, ίσως ως δικαιολογία, για την έλλειψη εκκλησιασμού. Αν στην ενορία υπάρχει ζεστασιά, κοινωνία, συνάντηση του ενός με τον άλλο και ο ιερέας είναι ανοιχτός, τότε το εμπόδιο της γλώσσας ξεπερνιέται ως δικαιολογία για την απουσία από την λατρεία.
3. Όπως επεσήμανε και ο π. Θεοδόσιος, ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Πρεβέζης, που έχει προχωρήσει με τόλμη στην υιοθέτηση ενός λειτουργικού τύπου που περιλαμβάνει την ανάγνωση των ευχών στα νέα ελληνικά, όπως επίσης και στην καθιέρωση αντίστοιχων βημάτων στα άλλα μυστήρια (γάμος, βάπτιση, αγιασμός, γονυκλισία), το πρόβλημα δεν είναι οι εκτός Εκκλησίας, όσο οι εντός. Κατά τη γνώμη μας είναι λανθασμένη η θεώρηση ότι ο άνθρωπος ζει τα της λατρείας όχι με τον νου, αλλά με την καρδιά. Ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον όλο άνθρωπο, επομένως και τον νου. Ο όποιος μυστικισμός, εάν αφήσει τον νου εκτός, μετατρέπεται σε μαγική προσέγγιση, με αποτέλεσμα να απο-λογικοποιεί την πίστη. Όπως μας έδειξε η τελευταία εισήγηση της κ. Κασάπη, καθηγήτριας της Μετάφρασης στο ΑΠΘ, υπάρχει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός πρόσληψης κάθε είδους λόγου από τον άνθρωπο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ναι, φωτίζει ο Θεός, αλλά δεν αναιρεί τον τρόπο που λειτουργεί ο άνθρωπος, γιατί Εκείνος μας κατασκεύασε έτσι!
4. Οι εντός Εκκλησίας χρειάζεται να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε την λατρεία, παράλληλα με το άπλωμά της εντός της ύπαρξής μας, που σημαίνει ότι ο Χριστός μας μεταμορφώνει ως σύνολη ύπαρξη. Αν αυτό θα γίνει με την χρήση μετάφρασης ή με την ερμηνεία μέσω του κηρύγματος ή με την απόπειρα εκμάθησης της λειτουργικής γλώσσας μέσω μελέτης ή σεμιναρίων ή με όλους αυτούς τους τρόπους και άλλους, αυτό έχει να κάνει με τα χαρίσματα και τις επιλογές των ποιμένων. Η Εκκλησία οφείλει να διασφαλίσει το πλαίσιο και να εργαστεί ώστε να μην υπάρχουν αυθαιρεσίες ούτε κακοποιήσεις της λατρείας. Όμως οφείλει να διακηρύξει ότι η όποια προσπάθεια είτε ανανέωσης είτε διατήρησης του τρόπου της λατρείας δεν αποτελεί προδοσία ή υπεράσπιση της πίστης, αλλά έκφραση ποιμαντικής αγωνίας και χαρισματικού δρόμου και τρόπου. Εάν ο Χριστός προσφέρεται ακέραιος και ακαινοτόμητος είτε στα αρχαία είτε στα νέα, αυτό είναι που μετρά τελικά.
5. Υποστηρίχθηκε από τον κ. Μπαμπινιώτη, ομότιμο καθηγητή της Γλωσσολογίας, και άλλους εισηγητές, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να εγκαταλείψει την γλώσσα και την παράδοσή μας. Είναι αξιοθαύμαστη η αγάπη για τη γλώσσα και κατανοητό το επιχείρημα. Όμως δεν είναι δυνατόν στο όνομα του όποιου πολιτισμού ή της ιστορίας ή της γλωσσικής παράδοσης να αγνοούμε την πραγματικότητα. Και αυτή, δυστυχώς, είναι σκληρή για τους νεώτερους. Έπειτα, εάν η Εκκλησία εξαντλήσει την αποστολή της στην διαφύλαξη του γλωσσικού παρελθόντος, τότε θα αυτο-μετατραπεί σε ένα μουσείο γλώσσας. Δεν είναι όμως αυτή η κύρια αποστολή της Εκκλησίας, αλλά να προσφέρει το Χριστό στους ανθρώπους με κάθε τρόπο και μέσο. Επομένως, δεν πρέπει να λησμονηθεί η αποστολή μας, που είναι ο ευαγγελισμός και ο επανευαγγελισμός του κόσμου. Στην ιεραποστολή χρησιμοποιείται η γλώσσα του λαού στον οποίο κηρύττεται το Ευαγγέλιο. Θα ήταν παράδοξο να αρνούμαστε στον επανευαγγελισμό αυτό το δικαίωμα. Και η λατρεία είναι η βάση της ιεραποστολής, αλλά και το αποτέλεσμά της.
6. Βεβαίως, αξίζει τον κόπο να παλέψουμε να μην αλλοιωθεί η γλωσσική μας παράδοση, όχι γιατί υπάρχουν ιερές γλώσσες, αλλά γιατί στο όνομα της προόδου έχουμε αφήσει πολλά από εκείνα που αποτελούσαν και αποτελούν την ιστορική και συλλογική μας ταυτότητα. Επαινετέοι όσοι παλεύουν να διατηρήσουν και να κατηχήσουν. Όχι λιγότερο όμως αξιέπαινοι είναι αυτοί που αγωνίζονται να δώσουν το μήνυμα της σωτηρίας και της λατρείας του Θεού απευθυνόμενοι και σε εκείνους που είναι λιγότερο κατηρτισμένοι ή που δεν θέλουν να μείνουν σε παλαιότερα γλωσσικά στοιχεία.
7. Η γλωσσική κρίση δεν προκλήθηκε από την Εκκλησία, αλλά από το εκπαιδευτικό σύστημα και την όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εικόνας, της τηλεόρασης, του πολιτισμού, της ευκολίας. Δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί το ρεύμα. Και δεν φαίνεται η Εκκλησία να διαθέτει τόσο μεγάλο κεφάλαιο σε ανθρώπινο δυναμικό και επίδραση, ώστε να μπορέσει να αγνοήσει την πραγματικότητα.
8. Προσωπικά θεωρούμε ότι η ερμηνεία της θείας λατρείας στους πιστούς και ιδιαιτέρως στις λειτουργίες για τα παιδιά , η ευκρινής ανάγνωση των ευχών της θείας λειτουργίας (και όχι η εμμονή σε μια μυστική ανάγνωση, ακόμη κι αν συνοδεύεται από -προσευχή), η συμμετοχή του λαού με την συμψαλμωδία, την συνεκφώνηση του «Πιστεύω» και του «Πάτερ ημών» και την συχνή θεία κοινωνία, όπως επίσης και η παράλληλη ανάγνωση του αποστολικού και ευαγγελικού αναγνώσματος τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά, αλλά και η υιοθέτηση της ανάγνωσης στην χρησιμοποιούμενη γλώσσα για τα παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα (ιδίως για τα προφητικά και για τα διδακτικά) των εσπερινών και της Σαρακοστής, είναι κάποια βήματα που για την ώρα βοηθούν τους πιστούς να μην αισθάνονται γλωσσικά ξένοι στη λατρεία. Η χρήση μετάφρασης στα νέα ελληνικά για τα μέρη της λατρείας που ψάλλονται δεν μπορεί να σταθεί. Ό,τι είναι γραμμένο σε συγκεκριμένο μέλος δεν μπορεί να αλλαχθεί. Βεβαίως, και οι εκφωνήσεις της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται. Όμως αυτές δεν είναι γραμμένες σε μέλος, αλλά επικράτησε να ψάλλονται. Επομένως, διαφέρουν τα πράγματα.
9. Όλοι οι εισηγητές του Συμποσίου, ασχέτως της τοποθέτησής τους επί του θέματος, έδωσαν αφορμή για ωραίους προβληματισμούς και έδειξαν την δυσκολία του προβλήματος. Είναι κρίμα όμως που σ’ αυτό το Συμπόσιο δεν εστάλησαν από όλες τις Μητροπόλεις εκπρόσωποι, όπως επίσης και το ότι, χωρίς να αμφιβάλλουμε για το αξιόλογον των απεσταλμένων, απουσίαζαν αρκετοί από εκείνους που ο λόγος τους έχει ειδικό βάρος στην διοίκηση και την ποιμαντική των Ιερών Μητροπόλεων. Ο νοών νοείτω.
10. Θα περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα πορίσματα και αυτού του συμποσίου. Θα ήταν μάλιστα, ευχής έργον, το ζήτημα να συζητηθεί πλέον και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Θα ήταν ένα σημείο ότι οι Επίσκοποί μας όχι μόνο ενδιαφέρονται, αλλά και το αποδεικνύουν, για την σχέση της Εκκλησίας με τους νεώτερους. Όπως και να έχει, αξίζουν συγχαρητήρια στον Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ, ψυχή της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως, γιατί μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, επιμένει και παράγει έργο θεολογίας όχι σπουδαστηρίου, αλλά καθημερινής εκκλησιαστικής ζωής, καθιστώντας έτσι «δημιουργική την παράδοση», όπως επεσήμανε και ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης.

Κέρκυρα, 22 Σεπτεμβρίου 2011