9/30/17

ΕΞΕΛΘΕΤΕ ΕΚ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΘΗΤΕ


           Ένα από τα μεγαλύτερα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε οι χριστιανοί, από την πρώτη στιγμή της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, είναι και η στάση μας έναντι αυτού: «να ανήκουμε στον κόσμο ή να ξεχωρίσουμε από αυτόν;». Ο απόστολος Παύλος, χρησιμοποιώντας έναν λόγο της Παλαιάς Διαθήκης (προφήτης Ησαΐας), αναφέρεται στο πρόσταγμα του Κυρίου στον λαό Του: «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας» (Β’ Κορ. 6, 17-18). « Φύγετε μακριά απ'  αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ. Θα είμαι για σας ο Πατέρας κι εσείς θα είστε γιοι και θυγατέρες μου». Η εύκολη ερμηνεία είναι οι άνθρωποι να φύγουν μακριά από κάθε αμαρτία, κάθε ακαθαρσία, κάθε τι το οποίο δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όμως ο αποστολικός λόγος έχει να κάνει με την πίστη του Παύλου και της Εκκλησίας ότι ο καθένας μας είναι «ναός Θεού ζώντος», επομένως φέρουμε προσωπική ευθύνη να κρατήσουμε αυτή την ευλογία να κατοικεί μέσα μας ο αληθινός Θεός. Και όχι μόνο. Να μην κάνουμε την ύπαρξή μας ναό ειδώλων, δηλαδή  χώρο και τρόπο λατρείας άλλων προτεραιοτήτων. Διότι είδωλα γίνονται για μας η σάρκα μας και θαλπωρή αυτής, η αμαρτία όταν ακολουθούμε το δικό μας θέλημα, μη λαμβάνοντας υπόψιν τον δρόμο του Θεού και του ευαγγελίου, η σπατάληση του χρόνου μακριά από τον Θεό και τον πλησίον, η επιλογή των ηδονών που μας χωρίζουν από τη αλήθεια, καθώς αποτυπώνουν το στιγμιαίο και αρνούνται την πληρότητα της ζωής που έχει να κάνει με την σχέση με τον Θεό.
      Ο αποστολικός λόγος είναι άραγε προτροπή αποχώρησης από τον κόσμο;  Είναι κριτική της εκκοσμίκευσης των καιρών μας και αίτημα αναχωρητισμού;
     Πολλοί χριστιανοί  επιζητούν την ασφάλεια της εύκολης ερμηνείας, όσο κι αν αυτή είναι αντιφατική. Από την μία απορρίπτουμε τον κόσμο και το κοσμικό πνεύμα, κι όμως είμαστε μέσα σ’  αυτό βρίσκοντας δικαιολογίες που μας αποπροσανατολίζουν. Χρησιμοποιούμε τα κοσμικά μέσα και μέτρα και λέμε στον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αφού εν τω κόσμω οικούμεν. Αισθανόμαστε ενοχές γιατί είμαστε παγιδευμένοι στον κοσμικό χρόνο και τρόπο, γιατί δεν μπορούμε να προσευχηθούμε όπως οι μοναχοί και οι μοναχές, γιατί έχουμε μέριμνες, γιατί οι δικοί μας άνθρωποι δε θέλουν να ζήσουν την πνευματική ζωή που θέλουμε εμείς και μας αναγκάζουν να οπισθοχωρούμε, γιατί η κόπωση και το άγχος μας καταβάλλουν, γιατί ο γάμος έχει σαρκικές απαιτήσεις, γιατί η τηλεόραση και ο υπολογιστής μας κλέβουν τον χρόνο μας.  Αισθανόμαστε ενοχές διότι δεν μπορούμε να κάνουμε την ελεημοσύνη που θέλουμε, γιατί είμαστε αναγκασμένοι να συνυπάρχουμε με κακούς, με άθεους, με αδιάφορους ανθρώπους, κάποτε και με βλάσφημους. Διαμαρτυρόμαστε για την κρίση των καιρών μας, μολονότι είμαστε μέρος του προβλήματος. Κι ενώ επιζητούμε τον αναχωρητισμό, εντούτοις είμαστε κι εμείς εκκοσμικευμένοι.
       Έτσι, βγαίνει από μέσα μας ένα ήθος κατάκρισης του κόσμου.  Δεν είμαστε σε θέση να λειτουργήσουμε στην προοπτική ότι ο Θεός επέτρεψε να ζούμε σε συγκεκριμένο χρόνο και σε συγκεκριμένο κόσμο, ακριβώς επειδή ο Ίδιος μας θέλει να είμαστε στο «νυν» της εποχής μας, όχι για να την σώσουμε ή να την κατακρίνουμε, αλλά για να γίνουμε ναός του και την ίδια στιγμή να είναι Πατέρας μας και εμείς τα παιδιά Του. Δεν μας ζητά να φύγουμε από τον κόσμο, διότι αυτό είναι μια κλήση για λίγους, αλλά να βγούμε έξω από το ειδωλολατρικό πνεύμα, αυτό που δεν αναγνωρίζει  ούτε την ύπαρξη ούτε την πατρότητα του αληθινού Θεού, αυτό που δεν μας θέλει ούτε πιστούς ούτε παιδιά Του. Ο Θεός μας ζητά να ξεχωρίσουμε από τους άλλους, όχι για να φανούμε ανώτεροι, αλλά για να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη και την ελπίδα μας σε Κείνον και την ίδια στιγμή να αισθανθούμε ότι δεν μας χρειάζεται η ενηλικίωση του αυτοθεωμένου, του ορθολογιστή, του αυτάρκη, αλλά η παιδικότητα αυτού που εμπιστεύεται, αγαπά και χαίρεται να παραμένει υιός και θυγατέρα, όχι από ραθυμία ή φόβο της ενηλικίωσης, αλλά από αγάπη σ’  Αυτόν που μας χορηγεί την ελευθερία.
        Γιατί το να μην αγγίζουμε το ακάθαρτο, δηλαδή ό,τι είναι αντίθετο με τις εντολές του Θεού, δεν είναι υπόθεση παιδιού, αλλά ώριμου ανθρώπου. Δεν είναι ο φόβος του δούλου που θα τιμωρηθεί, αλλά η επιλογή όποιου αποφάσισε ότι προτιμά να αγαπά και να αφεθεί. Η επιλογή αυτού που ξέρει τι τον χωρίζει από τον Θεό και αρνείται την ηδονή του παρόντος για να ζήσει την χαρά της Βασιλείας. Θέλει αγώνα να νικήσουμε τον πειρασμό του ιδίου θελήματος. Θέλει αγώνα να αποδεχθούμε ότι είναι ωραίο να εκχωρήσουμε την ελευθερία μας σ’  Αυτόν που θα μας την επιστρέψει ως σωτηρία και ζωή.  Θέλει αγώνα όχι για να φύγουμε από τον κόσμο, αλλά για να ζήσουμε σ’  αυτόν με εμπιστοσύνη, όσο μπορούμε, λίγο ή πολύ, στον Θεό που είναι ο Πατέρας μας. Η πνευματική ζωή που πηγάζει από την επίγνωση του θελήματος του Θεού δεν είναι θεραπεία ενοχών ή προσδοκία μισθού, αλλά επιλογή του ερωτευμένου με την Αλήθεια.
     Στον κόσμο ο χριστιανός καλείται να ζήσει όχι αρνούμενος την πραγματικότητα, αλλά βλέποντάς την μέσα από το πρίσμα της Αγάπης και του θελήματος του Θεού. Να πει ΝΑΙ στο «νυν» , όχι όμως στην προοπτική ότι ο καθένας θα ζει για πάντα, αλλά με επίγνωση ότι η σχέση με τον Θεό είναι πιο πάνω από την στιγμή του σήμερα. Και να βάλει αγάπη και για τον κόσμο και για τον πλησίον και για τον πιστό και για τον αδιάφορο και άπιστο. Για τον πληγωμένο αλλά και για τον ορθοποδούντα. Και να είναι μετανοών, διότι δεν μπορεί χωρίς τον Χριστό να κάνει τίποτα, αλλά πάντοτε έχει την αίσθηση ότι τα καταφέρνει και μόνος του.
       Ας παλέψουμε όπου κληθήκαμε. Κατά το μέτρο των χαρισμάτων μας, αλλά και με το πείσμα ότι έχουμε μία αποστολή:  να μην λησμονούμε τον Θεό που είναι ο Πατέρας μας, αλλά και να μη νικιόμαστε ούτε από την έπαρση ότι μπορούμε μόνοι μας, ούτε ότι είμαστε ανώτεροι από τον κόσμο. Η Εκκλησία είναι το λιμάνι μας, αλλά και η ασφαλής οδός να μείνουμε ναός του ζώντος Θεού!

Κέρκυρα, 1η Οκτωβρίου 2017

9/27/17

Η ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ


        Ένας από τους λόγους διαζυγίου, παλαιότερα  και σήμερα, είναι η «ασυμφωνία χαρακτήρων» μεταξύ του ζευγαριού. Η σχέση βαδίζει προς μία ανεπιστρεπτί φθορά όταν ο καθένας σύζυγος συνειδητοποιεί  ότι ο χαρακτήρας του, οι απαιτήσεις του, οι ιδέες του δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τον χαρακτήρα και τις θέσεις του άλλου. Οι άνθρωποι, παίρνοντας ως δεδομένο ότι μία σχέση για να οδηγήσει στη ευτυχία, προϋποθέτει την ταύτιση των χαρακτήρων, δυσκολεύονται όταν διαπιστώνουν ότι αυτό που ζητούν είναι ουτοπικό.  Έτσι η σχέση καταρρέει, κάποτε με την απιστία, με τους καυγάδες, με την παρέμβαση τρίτων προσώπων όπως οι γονείς.
        Η «ασυμφωνία χαρακτήρων» είναι η καλύτερη δικαιολογία για την άρνηση των ανθρώπων να αποδεχτούν ότι το «ΜΑΖΙ» δεν συνεπάγεται ταύτιση, αλλά συμπόρευση. Η αγάπη είναι και υποχώρηση και ανοχή. Είναι το να προχωρά κάποιος αφήνοντας πίσω του συμπεριφορές ή στάσεις ζωής οι οποίες δεν είναι τόσο σημαντικές για την ευτυχία του. Η απαίτηση για ταύτιση είναι αποτέλεσμα του εγωκεντρισμού μας, διότι θεωρούμε ότι αν ο άλλος δεν ταυτιστεί μαζί μας, αν δεν πράξει  ή δεν σκεφτεί όπως περιμένουμε, τότε δεν μας αγαπά. Θεωρούμε αυτονόητη την δική μας αγάπη και ότι εκείνος δεν μπορεί να την εκτιμήσει. Ότι δεν κατανοεί πως έχουμε δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί και ότι ο σεβασμός στην δική μας διαφορετικότητα είναι προαπαιτούμενο για να περπατήσει η σχέση. Δεν βλέπουμε την ζωή μέσα από τα μάτια του άλλου και γι’ αυτό η «ασυμφωνία χαρακτήρων» θριαμβεύει.
      Η πνευματική παράδοση της πίστης μας μιλά για το «ζητείν του ετέρου και όχι το ίδιον». Η Εκκλησία δεν βλέπει τις σχέσεις στην προοπτική της ταύτισης, αλλά της χαράς να μπορούμε να αγαπούμε τόσο, ώστε να μη μένουμε στο τι μας χωρίζει. Και αυτό ζητά από τους γονείς να μάθουν στα παιδιά. Όχι να προσδοκούν ταύτιση ή αποδοχή επειδή συμμορφώνονται με τον χαρακτήρα του άλλου, αλλά την δυνατότητα να μάθουν να εκτιμούν την ομορφιά στον χαρακτήρα του άλλου, στο χάρισμά του. Διότι ο καθένας κάτι έχει που από εμάς λείπει. Κι αν μάθουμε να χαιρόμαστε με αυτό που μπορεί να μας δώσει, μπορούμε να υπερβούμε ό,τι νομίζουμε πως δεν μας ταιριάζει.
      Αυτή η στάση ζωής προϋποθέτει πνευματική ζωή και θέαση του κόσμου και του πλησίον. Όλοι αξίζουμε γιατί είμαστε εικόνες Θεού. Όλοι έχουμε τα χαρίσματά μας. Όταν επιλέγουμε τον σύζυγο ή την σύζυγό μας, όσο κι αν ο έρωτας  τυφλώνει, δεν παύουμε να έχουμε κάποιες σταθερές. Είναι στο χέρι μας να παλέψουμε ό,τι μας έφερε κοντά να παραμείνει σημαντικό και να γίνει γίνει πιο δυνατό, με την προσθήκη του αγώνα είτε να αλλάξουμε σημεία του χαρακτήρα μας που προκαλούν απογοήτευση ή να δείξουμε από την καρδιά μας τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει τον άλλο να χαίρεται για μας.
      Μέσα από αυτή την παιδεία διάκρισης μπορούν τα παιδιά να χαρούν την προοπτική του «ΜΑΖΙ» στο σχολείο και στην ζωή. Διότι αν μάθεις να εκτιμάς τα καλά του χαρακτήρα του άλλου, του δίνεις την δυνατότητα να μην έχει ως άλλοθι την όποια ασυμφωνία, αλλά να τονίζει στην καρδιά και στη σκέψη του το ξεχωριστά όμορφο!
               
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 27 Σεπτεμβρίου 2017

9/23/17

ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΘΕΛΟΝΤΕΣ ΕΥΣΕΒΩΣ ΖΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΙΗΣΟΥ ΔΙΩΧΘΗΣΟΝΤΑΙ

              
Είναι ανθρώπινο να θέλουμε την αποδοχή των άλλων. Να αισθανόμαστε ότι η παρουσία μας στη ζωή δεν γεννά αποδοκιμασία και αντιδράσεις, αλλά αγάπη και ενδιαφέρον ή τουλάχιστον ανοχή. Διαπιστώνουμε όμως, στο διάβα των καιρών, ότι αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Είτε λόγω πτυχών του χαρακτήρα μας, είτε λόγω των ιδεών και πεποιθήσεών μας, είτε λόγω της προόδου μας είτε λόγω των χαρισμάτων μας εν γένει, αντιμετωπίζουμε απόρριψη, κάποτε και διωγμό από τους άλλους. Ιδίως αυτό βιώνεται όταν η χριστιανική μας ιδιότητα θεωρείται από εμάς προτεραιότητα. Όταν η ζωή μας και η καθημερινότητά μας διαπνέονται από την πίστη και το ήθος του Ευαγγελίου. Όταν θέλουμε να μας χαρακτηρίζει η ευσέβεια.
                Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε η Εκκλησία στο προσκήνιο ο λόγος του Χριστού «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν, ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσιν»(Ιωάν. 15, 20) επιβεβαιωνόταν καθημερινά. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος πριν την μεταστροφή του διετέλεσε διώκτης του χριστιανισμού, καθώς συμμετείχε στο πρώτο μεγάλο έγκλημα μετά την σταύρωση του Χριστού, που ήταν το μαρτύριο και ο λιθοβολισμός του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, γνωρίζοντας από τον εαυτό του και τα όσα υπέμεινε για την πίστη τι σημαίνει να είναι κάποιος χριστιανός σε έναν κόσμο αντίθετο και αλλότριο, αναφέρει στον μαθητή του απόστολο Τιμόθεο: «και πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3, 12). «Και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς».
Η ιστορία της Εκκλησίας επιβεβαιώνει συνεχώς αυτόν τον λόγο. Δεν είναι μόνο οι μάρτυρες του αίματος. Είναι και οι μάρτυρες της συνείδησης. Είναι όλοι αυτοί οι οποίοι επέλεξαν να μην προσαρμοσθούν στο κοσμικό πνεύμα, δηλαδή στην όψη της αμαρτίας. Είναι αυτοί που μάτωσαν εσωτερικά για να συγχωρήσουν ενώ μπορούσαν να τιμωρήσουν και να εκδικηθούν. Αυτοί που δεν απάντησαν, ενώ μπορούσαν να ανταποδώσουν τα λεκτικά και άλλα χτυπήματα. Αυτοί που εγκατέλειψαν την κοσμική πραγματικότητα και πάλεψαν με τον εαυτό τους και τα πάθη τους στα μοναστήρια, στις σπηλιές, στις οπές της γης, στην έρημο και στα όρη. Είναι αυτοί οι οποίοι πάλεψαν να κρατήσουν τίμιο τον γάμο τους και την κοίτη τους αμίαντο.  Αυτοί οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα, αφήνοντας κατά μέρος τον νόμο του Θεού, να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί, αλλά διάλεξαν να μείνουν πιστοί στα όσα το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία λέει, και ας χάσουν. Είναι αυτοί που βλέπουν τους άλλους εντός της Εκκλησίας να συμπεριφέρονται και να ζουν εκκοσμικευμένα, να προκόβουν στο χειρότερο, εξαπατώντας και αρνούμενοι να ζήσουν κατά το Ευαγγέλιο, αλλά έχοντας την εξουσία, και αποφάσισαν με ταπείνωση να μη συμβιβαστούν για να κερδίσουν τον παρόντα κόσμο, χάνοντας την αιωνιότητα.
Γιατί όμως διώκονται όλοι όσοι θέλουν να ζούνε με ευσέβεια, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική συμπεριφορά, αλλά με την ταπείνωση της ψυχής και την απόφαση το Ευαγγέλιο να είναι «ο λύχνος τοις ποσί και το φως ταις τρίβοις» τους (Ψαλμ. 118, 105);
Η απόρριψη του κόσμου και ο διωγμός δεν έχει να κάνει μόνο με την μισαλλοδοξία που γεννά ένας άλλος τρόπος σκέψης και ζωής σε εκείνους που αισθάνονται ότι ελέγχονται από αυτόν, σ’ εκείνους που θεωρούν ότι ο εγωισμός και η αποδοχή τους από τους άλλους κινδυνεύουν όταν εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ακολουθεί μιαν άλλη πορεία. Έχει να κάνει και με το πρόσωπο αυτού που θέλει να ζήσει ευσεβώς. Αν ήταν η απόρριψη μόνο ως προς τις πεποιθήσεις, τότε αυτός που τον απορρίπτουν θα έμενε μόνος του. Θα περιθωριοποιούνταν. Όμως δεν είναι αρκετό αυτό. Εκδηλώνεται  μισανθρωπία εις βάρος του. Ενοχλούνται από την ίδια την ύπαρξή του, διότι τους υπενθυμίζει τι είναι αυτό που δεν ζούνε εκείνοι. Τους υπενθυμίζει Ποιον και Τι απορρίπτουν ή ζούνε πλημμελώς, δηλαδή τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Και το πρόσωπο που παλεύει να ζήσει ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού προκαλεί αντιδράσεις. Ειρωνείες. Απόρριψη. Θα ήταν καλό να μην υπάρχει. Η απόρριψη δεν έχει να κάνει δηλαδή μόνο με την πίστη. Έχει να κάνει και με τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο διωγμός έχει να κάνει και με τον πειρασμό. Με το πρόσωπο του διαβόλου, το οποίο πειράζει τους ανθρώπους. Αυτόν που αγωνίζεται, τον πειράζει με την  θλίψη, τον φόβο του μαρτυρίου και την ανθρώπινη αυθόρμητη αντίδραση του παράπονου και της ανταπόδοσης. Αυτόν που που απορρίπτει τον αγωνιστή, τον πειράζει με την ενόχληση γιατί ο άλλος να είναι διαφορετικός, γιατί να τον αγαπούνε περισσότερο για την καλοσύνη και τον φωτισμό του, γιατί να υπάρχει και να υπενθυμίζει τις αμαρτίες, γιατί να θέτει υπό αμφισβήτηση τις ιδέες που δεν περιλαμβάνουν τον Θεό. Ο διάβολος γεννά και συντηρεί ένα παιχνίδι λογισμών στις καρδιές  των ανθρώπων και τους πειράζει για να τους οδηγήσει στην αυτοθέωση. Ο αγωνιστής να νομίσει ότι τα καταφέρνει μόνος του να προοδεύσει πνευματικά, χωρίς την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη  να αναλάβει να διορθώσει τον κόσμο, επιτιθέμενος σε όσους είναι αντίθετοι. Ο αρνητής  να πιστέψει ότι εξοντώνοντας με κάθε τρόπο και μέσα, είτε φυσικά είτε ψυχικά είτε ιδεολογικά, τους αγωνιστές της ευσέβειας θα καταφέρει να σβήσει και την πίστη από το προσκήνιο και να κάνει να επικρατήσουν οι δικές του πεποιθήσεις. Η Ιστορία έδειξε ότι το δεύτερο είναι μάταιο. Η πίστη δε νικιέται, ακόμη κι αν περιορίζεται σε λίγους.  Αλλά και το πρώτο εμπεριέχει κινδύνους. Αν ο αγωνιστής δεν εμπιστεύεται την Εκκλησία, δεν ζητά την χάρη του Θεού και προσπαθήσει να αυτοδικαιωθεί ή να κατακρίνει τον κόσμο, τότε ο κόπος του θα αποβεί μάταιος, διότι θα του λείπει η αγάπη και η ταπείνωση.
Όσοι είμαστε χριστιανοί χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι η ιδιότητά μας αυτή δεν μας εξασφαλίζει άνεση στη ζωή, αλλά το αντίθετο: διωγμό. Όμως εδώ είναι το μεγάλο δώρο: ο Χριστός είναι παρών και μας ενισχύει και δεν μας αφήνει στη μοναξιά, τον φόβο, τον πειρασμό της αυτοθέωσης που γεννά αυθόρμητα ο εγωισμός μας. Ας αγαπήσουμε την ευσέβεια, όπως αυτή βιώνεται στην εκκλησιαστική ζωή. Την τήρηση του Ευαγγελίου, την μαρτυρία της αγάπης, την μετοχή μας στην λειτουργική ζωή τόσο με τους τύπους όσο και με την ουσία της.  Ας δώσουμε με σταθερότητα την μαρτυρία μας και ας μην υποκύψουμε στον πειρασμό και την κοσμικότητα. Κυρίως, ας μη φοβηθούμε. Η πίστη δε νικιέται ούτε από την μισαλλοδοξία ούτε από την μισανθρωπία!

Κέρκυρα, 24 Σεπτεμβρίου 2017

9/20/17

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ


                Οι πιο δύσκολες περιστάσεις στην ζωή της οικογένειας είναι ο θάνατος και το διαζύγιο. Απώλεια είναι και ο χωρισμός. Η οικογένεια ζει τον ξεριζωμό της σχέσης με πρωταγωνιστές τους συζύγους.  Τα παιδιά βιώνουν μία σειρά από διλήμματα, όταν διαπιστώσουν ότι αυτό που γνώριζαν ως οικογένεια αλλάζει ριζικά. Δεν θα είναι και οι δύο γονείς στο σπίτι, αλλά θα χρειάζεται τα παιδιά να μοιράζονται τον χρόνο τους ξεχωριστά. Οι γονείς δεν θα είναι άμεσα διαθέσιμοι. Στην παιδική ψυχή, συνειδητά ή ασυνείδητα, θα δεσπόζει το ερώτημα ποιος φταίει περισσότερο. Πιθανόν να χρησιμοποιηθούν είτε από τον ένα γονέα είτε από τον άλλο ως μέσο πίεσης. «Ποιον να αγαπώ περισσότερο;». «Γιατί να χρειαστεί να επιλέξω τον έναν εις βάρος του άλλου;». «Πόσο φταίω εγώ που οι γονείς μου χώρισαν;».
                Ακόμη κι αν το διαζύγιο είναι συχνά ανακουφιστικό για την ένταση που έχει συσσωρευτεί στη σχέση του ζευγαριού, το παιδί δεν αισθάνεται άνετα στην νέα κατάσταση. Έχει χάσει, όχι βεβαίως οριστικά, την ελπίδα ότι οι γονείς του θα βρούνε λύση στα προβλήματα της σχέσης τους, ότι θα επιστρέψουν ο ένας στον άλλον, ότι κάποιο θαύμα θα γίνει και η αγάπη θα νικήσει. Ο χρόνος που περνά κάνει το παιδί να συμβιβάζεται με την απώλεια της από κοινού ζωής, ιδίως αν οι γονείς καταφέρουν να βρούνε έναν «βελούδινο» τρόπο επικοινωνίας και συνεννόησης σχετικά με τα θέματα που εκ των πραγμάτων θα προκύψουν για την ζωή των παιδιών.  Η εμπειρία της απώλειας και του διχασμού όμως είναι δεδομένη.
                «Ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω», δηλώνει η Εκκλησία στο μυστήριο του γάμου. Εμείς συχνά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διαψεύσουμε τον βιβλικό λόγο. Οι γονείς του ζευγαριού παρεμβαίνουν στην ζωή του. Τρίτοι άνθρωποι δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν τα προβλήματα ή τους πειρασμούς της στιγμής και να καταστήσουν την απιστία αναφαίρετο λόγο διαζυγίου. Το «εγώ» που δεν έχει μάθει να προσφέρει και να ανέχεται, που καθιστά την σχέση δικαίωμα και όχι άθλημα, αλλά και η ευκολία με την οποία η εκκοσμικευμένη πραγματικότητα παρουσιάζει το διαζύγιο περίπου ως φυσική κατάσταση κάνουν τον γάμο επισφαλή. Παράλληλα, τα προβλήματα των καιρών μας, ιδίως η οικονομική κρίση που γεμίζει μελαγχολία και ανασφάλεια τους ανθρώπους, κάνουν την απώλεια της ενότητας στην οικογένεια συνηθισμένη πραγματικότητα.
                Η Εκκλησία, μέσα από την συμβουλευτική της εξομολόγησης, προσπαθεί να βοηθήσει τα παιδιά να μην επιλέγουν στρατόπεδο. Να κρατήσουν ζωντανή την αγάπη και για τους δύο γονείς. Να καταλάβουν ότι μπορεί κάποτε το διαζύγιο να είναι η λιγότερο κακή λύση, όμως δεν παύει να είναι ήττα της αγάπης, ήττα της υπομονής και της ανεκτικότητας, ήττα της πίστης. Μπορεί τα παιδιά να πρέπει να μείνουν με τον έναν γονέα. Η προσευχή στον Θεό όμως και για τους δύο να έχουν φώτιση και να μείνουν σε επικοινωνία με αξιοπρέπεια είναι αυτή που προφυλάσσει τα παιδιά από άνευ νοήματος ενοχές και εκλογές. Γιατί είναι βέβαιο ότι τα παιδιά δεν φταίνε.
                Ο γάμος προϋποθέτει ωριμότητα, ευθύνη και πίστη στον Θεό, αρχές που η εποχή μας περιφρονεί. Στο χέρι όλων τα παιδιά να τις διδαχθούν και να τις βιώσουν, για να μην φτάσουν, μεγαλώνοντας,  να επιλέξουν ανάμεσα στα «εγώ».

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 20 Σεπτεμβρίου 2017

9/15/17

ΓΕΝΕΑ ΜΟΙΧΑΛΙΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ


       Κάποιες στιγμές στην επίγεια ζωή του ο Χριστός αποδίδει σκληρούς χαρακτηρισμούς στην γενεά των ανθρώπων που τον περιβάλλει. Για παράδειγμα την αποκαλεί «γενεά μοιχαλίδα και αμαρτωλόν» (Μάρκ. 8,38), «γενιά άπιστη και αμαρτωλή». «Μοιχαλίς»  είναι η γενιά η οποία δεν μένει πιστή στον Θεό όπως ο άντρας στη γυναίκα του και η γυναίκα στον άντρα της, αλλά επιλέγει άλλους έρωτες. «Αμαρτωλός»  είναι η γενιά η οποία έχει αποτύχει στην σχέση της με τον Θεό, έχει αποτύχει στον προσανατολισμό της, δεν βρίσκει νόημα στον Θεό, αλλά επιλέγει να θεοποιεί τον εαυτό της και να απομακρύνεται από τον Δημιουργό του κόσμου που μας αγαπά.
     Όντως σκληροί και οι δύο χαρακτηρισμοί. Ο Χριστός τους διατυπώνει γνωρίζοντας ότι ο λαός του Ισραήλ, αλλά και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να στηριχτούν στη σχέση με τον αληθινό Θεό. Επιλέγουν οι άνθρωποι να στηριχτούν στα είδωλα, είτε αυτά είναι ψεύτικοι θεοί, είτε είναι υλικά αγαθά, είτε είναι ιδέες, είτε είναι εξουσίες, είτε απολαύσεις. Η καρδιά των ανθρώπων δεν μένει πιστή στον αληθινό Θεό. Είναι ανικανοποίητη από ό,τι προσφέρει ο Θεός, δηλαδή την αγάπη, την ελευθερία, την αλήθεια. Και προτιμά να ζει με τις άλλες αγάπης, να μοιχεύει στην σχέση με τον Θεό, να προσποιείται ότι είτε ο Θεός δεν υπάρχει είτε δεν της ταιριάζει. Αγνωμοσύνη και αχαριστία από την μία, αλλά και αίσθηση ότι η αγάπη για τον Θεό έχει σταυρικό χαρακτήρα, ο Θεός βάζει δύσκολα στον άνθρωπο   και εκείνος προτιμά να απολαύσει την ελευθερία του χωρίς να δίνει λογαριασμό, ακόμη και σε Εκείνον που γνωρίζει ότι τον αγαπά, αλλά και θα ήθελε στην πραγματικότητα να έχει την αγάπη Του.
Η πιστότητα προϋποθέτει χαρά για τη σχέση. Η πιστότητα προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Υπομονή όταν τα όσα δίνει ο Θεός δεν φαίνεται να συμβαδίζουν με τα όσα ο άνθρωπος προσδοκά. Βεβαιότητα ότι η σχέση πατρότητας και υιότητας που αναδεικνύει το πώς συνυπάρχουν Θεός και άνθρωπος στην ζωή είναι η πιο δυνατή σχέση που θα μπορούσε να ζητήσει ο άνθρωπος. Γιατί το παιδί από τον πατέρα παίρνει ασφάλεια, στοργή, ελπίδα ότι η πρόνοια θα οδηγήσει στο καλό, ενώ αν το παιδί συνεχώς αμφισβητεί τον πατέρα του δεν μπορεί να χαρεί. Η πιστότητα σημαίνει νίκη κατά οιουδήποτε πειρασμού απειλεί την αποκλειστικότητα της σχέσης. Γιατί η σχέση Θεού και ανθρώπου είναι σχέση  έρωτα και αγάπης. Και ο έρωτας απαιτεί δόσιμο, αφιέρωση, πληρότητα, να πεις ότι δεν υπάρχει άλλος για μένα πλην Αυτού που με αγαπά.
Η πιστότητα προϋποθέτει άρνηση συμμόρφωσης με το πνεύμα της εποχής. Αυτό που πολεμά την αποκλειστικότητα στην σχέση και ζητά ελευθερία και ποικιλία. Η αποκλειστικότητα δεν σημαίνει κλειστή καρδιά στον άλλο συνάνθρωπο. Αποκλειστικότητα σημαίνει σχέση με επίγνωση ότι εδώ βρίσκεται η μεγάλη αγάπη. Ότι δεν μας χρειάζονται άλλες, όταν η υπάρχουσα δίνει πληρότητα. Η αποκλειστικότητα όμως έχει τις δυσκολίες της. Τον σταυρό της. Προϋποθέτει την εκούσια παραίτηση από το δικαίωμα της αποχώρησης. Ο Θεός μας δίνει την δυνατότητα να φεύγουμε από την σχέση μας μαζί Του. Αν όμως ο άνθρωπος έχει πάρει την απόφαση η σχέση αυτή να είναι όχι απλώς προτεραιότητα, αλλά αποκλειστική, τότε δεν σκέφτεται άλλη επιλογή. Ακόμη κι αν ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να δοκιμάζεται, να δυσκολεύεται, να σηκώνει σταυρό και σταυρούς, για να τον καθαρίσει όπως το χρυσάφι στο χωνευτήρι της φωτιάς, από πάθη, εγωκεντρισμούς, κακίες, για να τον βοηθήσει να καρδιοχτυπήσει για Εκείνον περισσότερο και να μπορέσει να χαρεί, ακόμη και μέσα στην λύπη, η αποκλειστικότητα γίνεται ζωή αιώνιος.
Η αμαρτωλότητα συνεπάγεται την απόφαση για μετάνοια. Όπως ο ερωτευμένος δεν τρέφει αυταπάτες για τον εαυτό του, γνωρίζει τις ελλείψεις του, συνειδητοποιεί τους λογισμούς του, κυρίως όμως ότι μπόρεσε και έζησε πριν γνωρίσει το αγαπημένο του πρόσωπο σαν να μην έτρεχε τίποτα και ταυτόχρονα, βιώνει πειρασμούς που τον κάνουν να λυγίζει, τουλάχιστον στον λογισμό, έτσι και η αμαρτωλή γενιά έναντι του Θεού βιώνει συνεχώς τον πειρασμό του λογισμού να ζήσει χωρίς Θεό. Να εγκαταλείψει τον σταυρό της σχέσης. Να καυχηθεί ότι είναι όμορφη αφ’  εαυτής της, χωρίς το στολίδι των χαρισμάτων που ο Θεός της έδωσε και κάθε στιγμή καθαρίζει από τον ρύπο του κακού. Χωρίς το στολίδι της μετάληψης Σώματος και Αίματος, που κάνει την αναξιότητα να μην είναι κυρίαρχη, αλλά την αγάπη να φωτίζει και να αγιάζει. Χωρίς τα δάκρυα της χαράς, όταν συνειδητοποιήσει ότι ο Θεός δεν ζητά σταυρό από τον άνθρωπο πρώτα, αλλά έγινε άνθρωπος και σήκωσε τον σταυρό τον δικό Του, αλλά και όλων των ανθρώπων. Έγινε το παράδειγμα που σώζει. Το παράδειγμα που παραιτείται από το θέλημα και αφήνεται στην εμπιστοσύνη. Ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για αμαρτία ούτε για δόλο εν τω στόματί Του. Όμως μας έδειξε ότι η αμαρτία καταργείται και ο άνθρωπος δεν υποδουλώνεται σ’  αυτήν ούτε την υπηρετεί, όταν εν μετανοία αφήνεται στην αγάπη του Θεού και εργάζεται σ’  αυτήν την προοπτική. Κατανοεί τι του λείπει και  ομολογεί τόσο ενώπιον του Θεού όσο και ενώπιον των ανθρώπων την πίστη του στον Χριστό.
Ο χαρακτηρισμός του Χριστού ισχύει για κάθε γενιά. Ίσως περισσότερο από όλες για την δική μας. Η αποκλειστικότητα είναι σταυρός, αλλά και ανάσταση. Σήμερα οι άνθρωποι έχουμε απορρίψει στην πράξη και τα δύο. Οι άνθρωποι επιλέγουμε να καυχόμαστε για τα πάθη και το «εγώ»  μας και αρνούμαστε την ταπεινοσύνη της μετάνοιας. Δεν κατανοούμε και δεν εμπιστευόμαστε την αγάπη που κάνει τον ζυγό και το φορτίου του σταυρού ελαφρύ. Και δεν είμαστε έτοιμοι ούτε με τον πλησίον μας να ζήσουμε την χαρά της αποκλειστικότητας και της μετάνοιας. Διότι ο δρόμος προς τον Θεό περνά μέσα από τον πλησίον. Περνά μέσα από την Εκκλησία, που δεν είναι θεσμός δόξας και εξουσίας, αλλά τρόπος απάρνησης του εαυτού, άρσης του σταυρού και συμπόρευσης με τον Θεάνθρωπο. Στα πρόσωπα των άλλων, που δεν υπάρχουν για να ικανοποιούν τα πάθη μας, αλλά για να μοιραζόμαστε την αλήθεια και την αγάπη μαζί τους, όποιο κι αν είναι το κόστος, η Εκκλησία δείχνει ότι μπορούμε. Αρκεί να λέμε στον εαυτό μας « λίγο ακόμη», όταν φαίνεται να λυγίζουμε από την κακία τους και την ανεπάρκειά μας. Από την περιφρόνηση στον Θεό του κόσμου, αλλά και από την δική μας αμαρτωλότητα. Από τον βομβαρδισμό μας με επιλογές- πειρασμούς που μας κάνουν να ξοδεύουμε τον χρόνο μας χωρίς  αγάπη. Από το δίκιο και τα δίκαιά μας που ακυρώνουν την χαρμολύπη του Σταυρού, την ομορφιά της κοινωνίας με Αυτόν που νίκησε τον θάνατο.
Ζωή χωρίς Θεό, χωρίς αγάπη, χωρίς μετάνοια, χωρίς σταυρό δεν αντέχεται.

Κέρκυρα, 17 Σεπτεμβρίου 2017

9/13/17

ΞΥΛῼ ΓΑΡ ΕΔΕΙ ΤΟ ΞΥΛΟΝ ΙΑΣΑΣΘΑΙ


       Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αποτελεί για τους χριστιανούς μία ευκαιρία να ξαναδούμε την ιστορία του κόσμου και της αγάπης του Θεού γι’ αυτόν και για μας. Στο Δοξαστικό του Εσπερινού της εορτής ψάλλουμε: «ξύλῳ γαρ έδει το ξύλον ιάσασθαι». Με το ξύλο του Σταυρού γιατρεύτηκε το τραύμα της ανθρωπότητας που προκάλεσε το ξύλο της Εδέμ, η βρώση του καρπού από το δέντρο του Παραδείσου το οποίο δοκίμασε την ανθρώπινη ελευθερία.  Με το ξύλο του Σταυρού και το Πρόσωπο του Οποίο ανέβηκε πάνω σ’ αυτό, γιατρεύτηκε ο κάθε άνθρωπος που συνεχίζει να δοκιμάζει το δέντρο της αυτοθέωσης, το δέντρο της αυτάρκειας χωρίς Θεό και πλησίον, το δέντρο που βλέπει το δικαίωμα ως προτεραιότητα, το δέντρο που μας κάνει να λησμονούμε ότι υπάρχει η επιλογή της ζωής και η επιλογή του θανάτου κι εμείς μοιάζουμε να πορευόμαστε ανήμποροι προς τον δεύτερο.
          Γιατί όμως ο Σταυρός;
Ακριβώς γιατί ο Σταυρός ήταν όργανο θανάτου. Ανεβάζοντας ο άνθρωπος τον Θεάνθρωπο στον Σταυρό έδειχνε στον Θεό την απόλυτη βεβαιότητα ότι κανείς δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση από τον θάνατο, ούτε καν ο ίδιος ο Θεός. Ο άνθρωπος με έπαρση τονίζει στον Θεό ότι η επιλογή στον Παράδεισο ήταν τόσο δυνατή και καταλυτική που ούτε ο Θεός δεν θα μπορούσε να την αλλάξει, ούτε ο Θεός θα μπορούσε να την αποφύγει εφόσον αποφάσισε να εισέλθει στην περιπέτεια της ενανθρώπισης. Ο Σταυρός φανερώνει το μίσος του ανθρώπου για Εκείνον που διακηρύττει και ξαναπροτείνει την ζωή.  «Εφόσον δεν μπορούμε εμείς από μόνοι μας να είμαστε αθάνατοι, τότε δεν θα επιτρέψουμε και σε Σένα», αναφωνεί ο σταυρωτής άνθρωπος.  «Εφόσον δεν μπορούμε εμείς να χαρούμε την ζωή για πάντα, ούτε κι Εσύ έχεις αυτό το δικαίωμα». «Εφόσον εμείς είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε χωρίς Εσένα κι ας πεθάνουμε, δεν επιτρέπουμε σε Άλλον να εκφράσει το θέλημά μας αυτό, αλλά του επιβάλλουμε να προχωρήσει κι Αυτός στην οδό του θανάτου».
        Ο Σταυρός είναι η απόδειξη της παντοδυναμίας κάθε μορφής εξουσίας που υπάρχει στον κόσμο. Για να ανεβεί ο Χριστός στον Σταυρό συνεργάστηκαν ο διάβολος και οι δυνάμεις του από τον πνευματικό κόσμο, η θρησκεία με την αυτάρκειά της όπως αυτή εκφράστηκε από το Ιουδαϊκό συνέδριο, η εξουσία της δύναμης, όπως αυτή εκφράστηκε διά της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της Ρώμης η οποία δεν ήθελε αμφισβήτηση στο καθεστώς που επέβαλε στον κόσμο, αλλά και η εξουσία των παθών, όπως αυτή εκφράστηκε διά της ζήλιας, του φθόνου, της αμυαλιάς, της απαιδευσίας, του θράσους του όχλου, αλλά και της αχαριστίας του έναντι του Θεανθρώπου. Ο Θεός μπορεί να είναι «ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος», αλλά σέβεται την ελευθερία μας τόσο πολύ, ώστε να υποτάσσεται θεληματικά σ’ αυτήν. Ηχεί συνεχώς στ’ αυτιά μας η φωνή Του: «Όστις θέλει».  Οι άνθρωποι όμως κλείνουμε τ’ αυτιά μας, γιατί νικούν μέσα μας οι φωνές των εξουσιών, όπως αυτές διαμορφώνονται στον κόσμο, και μας κάνουν να προσπερνούμε αδιάφοροι την δική Του φωνή.
     Ο Σταυρός είναι απόδειξη ότι ούτε η φύση μένει αδιάφορη στην ανταρσία εναντίον του Θεού. Παρότι άλογη, τα υλικά του σταυρού από αυτήν προέρχονται. Ο άνθρωπος αξιοποιεί την τέχνη και την τεχνική του, τους δερμάτινους χιτώνες που ο Θεός του προσέφερε για να επιβιώσει στον κόσμο αυτό, όχι για την αγάπη, όχι για την ζωή, αλλά για τον θάνατο. Έτσι, παρασύρει την φύση και την κάνει συμμέτοχο στα δικά του έργα της αμαρτίας, σε μία κακία χωρίς μέτρο, αναδεικνύοντας τις επιθυμίες του εγώ του ως το μοναδικό κριτήριο για την πορεία του σ’ αυτήν την ζωή.
Κι όμως:  ο Χριστός  ανεβαίνει στον Σταυρό και τον μετατρέπει από ξύλο θανάτου, ξύλο εξουσίας, ξύλο ανταρσίας σε «ευλογημένον ξύλον». Υπακούει στον θάνατο, αλλά ο θάνατος δεν μπορεί να νικήσει τον Ίδιο που είναι η Ζωή. Υπακούει στις ανθρώπινες εξουσίες, αλλά τις ανατρέπει με την Αγάπη.  Ηττάται από την αντάρτισσα φύση, την τέχνη και την τεχνική του ανθρώπου, αλλά την ανατρέπει με την Ανάσταση. Και οι τρεις τρόποι, της Ζωής, της Αγάπης, της Ανάστασης αποτυπώνονται στο ξύλο του Σταυρού. Όποιος πιστεύει στον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό, στην μωρία του Σταυρού, ανατρέπει την ανθρώπινη μοίρα. Δεν είναι ότι δεν θα πεθάνει, όμως ο θάνατος είναι ένας ύπνος του σώματος και μία προσδοκία εγέρσεώς του. Ο θάνατος είναι πέρασμα της ψυχής σε μία αιώνια κοινωνία με τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα ο Οποίος κρατά εν ουρανώ τα στίγματα του μαρτυρίου, τους τύπους των ήλων και το σημάδι της λόγχης, για να μας υπενθυμίζει ότι όποιος περνά από τον σταυρό του να είναι μαζί Του στην ζωή αυτή, τον περιμένει η αιωνιότητα της χαράς και της αγάπης. Η ανατροπή κάθε ήττας, κάθε εξουσίας, κάθε αυτάρκειας, κάθε αίσθησης ότι με την τέχνη και την τεχνική μας μπορούμε να υποτάξουμε τα πάντα, ακόμη και τον Θεό.
          Ο Σταυρός είναι ο τρόπος της εκκλησιαστικής ζωής. Γι’ αυτό και σταυροκοπιόμαστε, κάνουμε το σημείο του σταυρού επάνω μας, από τον δεύτερο κιόλας αιώνα μετά Χριστόν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «Το σταυροκόπημα συνοδεύει την έγερση από τον ύπνο το πρωί και την πρώτη θέα του φωτός, κάθε πρόσβαση σε τροφή και ποτό, το ξεκίνημα και το πέρας κάθε εργασίας, την αφή των λύχνων το εσπέρας, την κατάκλιση για τον ύπνο. Κάθε σταυροκόπημα δηλώνει, με την εναργέστερη γλώσσα του σώματος, την ελεύθερη  πρόθεση του ανθρώπου να επαναλαμβάνει με τα ενεργήματά του τον τρόπο της σχέσης του Χριστού με τον Πατέρα, όπως πραγματώθηκε αυτός ο τρόπος στον σταυρικό θάνατο του ενανθρωπήσαντος Υιού. Και του Χριστού η ανθρώπινη φύση αντιδρούσε με αγωνία και πανικό στον θάνατο, όπως αντιδρά η φύση των κτιστών-εγένετο ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην (Λουκ. 22,44). Όμως η θέλησή Του αρνήθηκε την ορμή αυτονομίας της ανθρώπινης φύσης Του, συνέργησε με το θέλημα του Πατρός-μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω (Λουκ.  22, 42): επέλεξε ο Χριστός την ύπαρξη ως σχέση με τον Πατέρα, όχι την επιβίωση της κτιστής ατομικότητάς Του. Έτσι ο σταυρός, από τρόπος θανατικής εκτέλεσης και όργανο της εκτέλεσης, μεταποιήθηκε σε τρόπο (οδό, δυνατότητα) ζωής ελεύθερης από τις αναγκαιότητες της κτιστότητας, ελευθερίας από τον θάνατο. Το σταυροκόπημα δηλώνει την πρόθεση και επιθυμία του ανθρώπου να συνταχθεί με την σταυρική αυταπάρνηση , τον τρόπο της ελευθερίας του Χριστού, την υιϊκή αυτοπαράδοση στον Πατέρα, που ενδύει το φθαρτό ανθρώπινο πρόσλημμα με αφθαρσία» («Πτώση Κρίση Κόλαση», σελ. 64-66).
       Υψώνοντας τον Τίμιο Σταυρό δηλώνουμε την ελπίδα μας στην Ζωή, την Αγάπη, την Ανάσταση, στην σχέση μας με τον Θεό διά του Χριστού, την νίκη κατά του ξύλου της αυτονομίας, του εγωισμού, της αυτάρκειας που φέρνει θάνατο!
                Χρόνια Πολλά!

Κέρκυρα, 14 Σεπτεμβρίου 2017


9/10/17

ΝΑ ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!


Αρχίζει το σχολείο. Οι μαθητές, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, στέκονται με νοσταλγία για το καλοκαίρι, αναρωτιούνται πώς θα ξυπνούνε πάλι νωρίς και πώς θα ξαναμπούνε στο πρόγραμμα. Χαίρονται για τους φίλους και τους συμμαθητές του που θα είναι και πάλι παρέα και σκέφτονται: μία χρονιά ξεκινά, θα περάσει κι αυτή!
Οι γονείς λύνουν το πρόβλημα του «αργία μήτηρ πάσης κακίας» και ...πληρώνουν! Επενδύουν ελπίδες και περιμένουν από τα βλαστάρια τους να προοδεύσουν! Άλλοι πάλι αισθάνονται ήσυχοι ότι τα παιδιά τους έχουν να κάνουν πράγματα, και οι ίδιοι συνεχίζουν τη ζωή τους!
Οι εκπαιδευτικοί, μετά το καλοκαιρινό διάλειμμα, ετοιμάζονται για 9 μήνες συνύπαρξης, προσπάθειας για γνώση και ύλη και ελπίδας ότι οι μαθητές θα τους δυσκολέψουν λιγότερο και θα ανταποκριθούν καλύτερα!
Το σύστημα ασχολείται με το αν υπάρχουν δάσκαλοι και καθηγητές, αν τα βιβλία πήγαν στην ώρα τους, αν τα σχολεία μπορούν να λειτουργήσουν ομαλά!
Το μεγάλο ερώτημα «τι σχολείο θέλουμε;» παραμένει αναπάντητο!
Στην έναρξη λοιπόν της σχολικής χρονιάς σας προτείνουμε να αναζητήσετε και να διαβάσετε το καταπληκτικό βιβλίο της Νατάσα Πολονύ, Γαλλίδας εκπαιδευτικού και δημοσιογράφου, με τίτλο: «Τα χαμένα παιδιά μας» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Η συγγραφέας εργάστηκε για έναν χρόνο, το 1999-2000,  σε ένα Λύκειο με δύσκολες περιπτώσεις μαθητών στα προάστια του Παρισιού. Κατόπιν, παραιτήθηκε και καταγράφει την εμπειρία της, όχι από τα δύσκολα παιδιά, αλλά από το εκπαιδευτικό σύστημα και την μοιράζεται με μας. Όταν διαβάζει κάποιος το βιβλίο αισθάνεται πως ό,τι συνέβαινε στο γαλλικό σχολείο, έχει έρθει στην ελλαδική πραγματικότητα. Η αποτυχία του γαλλικού συστήματος μεταφέρθηκε ως πρόταση και σχέδιο για το ελληνικό σχολείο, με επίκεντρο τα Θρησκευτικά, την Ιστορία, την Λογοτεχνία! Ό,τι οι Γάλλοι θεωρούν προβληματικό και αποπειρώνται να αλλάξουν, εμείς το θεωρούμε θέσφατο και προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την ταυτότητα του σύγχρονου σχολείου με βάση αυτό!
Η Πολονύ επιμένει:
1.       Το σχολείο δεν μπορεί να κατασκευάζει νεολαία χωρίς μνήμη, γεννημένη από το μηδέν!
2.       Το δόγμα «πρώτα ο μαθητής» είναι καταστροφικό! «Πρώτα η γνώση και η μετάδοσή της» είναι το κλειδί για ένα σχολείο που μπορεί να λειτουργήσει  με προοπτική! Ο δάσκαλος διδάσκει, ο μαθητής μαθαίνει! Αν ο μαθητής είναι αυταξία, τότε όλα τα άλλα υπονομεύονται!
3.       Χρειάζεται το σχολείο να δείχνει μία εθνική ταυτότητα στηριγμένη σε έναν τρόπο ζωής, έργα τέχνης και πνεύματος, γνώση της αρχιτεκτονικής, της χειροτεχνίας, της μαγειρικής, της αγροτικής καλλιέργειας που να φέρνει τα παιδιά σε επαφή με το παρελθόν. Η εθνική ταυτότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην κλειστή, περιχαρακωμένη. Για να συναντήσεις τον άλλο, τον ξένο, τον μετανάστη, τον διαφορετικό πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι. «τις ει; Είναι το ερώτημα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε μέχρι να πεθάνουμε».
4.       Οι νέοι έχουν μεγάλα όνειρα για τον εαυτό τους, θεωρούν ότι αξίζουν για τα υψηλά, όμως δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την ηθική του καθήκοντος, να ξεκινήσουν από κάπου και να είναι συνεπείς! Δεν έχουν πνεύμα μαθητείας! Θέλουν την επιτυχία άκοπα γιατί νομίζουν ότι είναι σπουδαίοι από μόνοι τους!
5.       Το σχολείο δεν πρέπει να λειτουργεί στην προοπτική του κόσμου της κατανάλωσης, του κόσμου μιας χρήσης. Δεν είναι όλα κινητά τηλέφωνα που τα πετάς και παίρνεις καινούργια. Οι αξίες  πηγάζουν από την γνώση και τον κόπο.
6.       Το σχολείο ζει την κρίση στην μετάδοση της γνώσης. Η γνώση θεωρείται βαρετή και ο μαθητής αντιμετωπίζεται επικοινωνιακά. Πρέπει να βρούμε τρόπους να κάνουμε το μάθημα ευχάριστο και ει δυνατόν άκοπο. Όμως η γνώση δεν μεταδίδεται αν δάσκαλος και μαθητής δεν κοπιάσουν, ο δάσκαλος για να γίνει καλύτερος και ο μαθητής για να μάθει! Ο Αλέξανδρος έγινε Μέγας γιατί είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη!
7.       Οι αρχαίοι  Έλληνες φιλόσοφοι είναι σημαντική πηγή γνώσης και αξιών. Το ίδιο και η χριστιανική παράδοση! Δεν ζούμε μόνο για την στιγμή, αλλά χρειάζεται να αισθανόμαστε ότι είμαστε συνεχιστές γενεών! Κοινή κουλτούρα δεν είναι η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία! Κοινή κουλτούρα  που πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο είναι η παράδοση και οι αξίες μας!
8.       Το σχολείο δεν είναι debate  και διασκέδαση! Για να επιχειρηματολογήσεις, πρέπει να ακολουθείς τους κανόνες της Λογικής! Αυτό προϋποθέτει έμφαση στην εκμάθηση της γλώσσας, της γραμματικής, του συντακτικού, της ορθογραφίας, της ποίησης και της λογοτεχνίας, του σχηματισμού προτάσεων που οδηγούν στα κείμενα!
9.       Η Αιδώς, το φιλότιμο, ο σεβασμός, η ιεραρχία, οι κανόνες δεν είναι αναχρονισμός, αλλά βάση για να χτίσουμε το καινούργιο! Οικογένεια και σχολείο χρειάζονται επαν-οργάνωση!
  
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

9/8/17

ΙΝΑ ΕΝ ΤΗ ΥΜΕΤΕΡΑ ΣΑΡΚΙ ΚΑΥΧΗΣΟΝΤΑΙ



          Όσο και να μην θέλουμε να το δείχνουμε, η γνώμη των άλλων ανθρώπων μας ενδιαφέρει. Υφιστάμεθα πιέσεις από το περιβάλλον μας, το εργασιακό, το σχεσιακό, το φιλικό αλλά και το εχθρικό, για αποδείξουμε με την στάση μας ότι μπορούμε να φερθούμε «καθώς πρέπει»,  «να ευχαριστήσουμε τους άλλους», για να ακούσουμε τον έπαινό τους, να αισθανθούμε καταξιωμένοι. Συχνά, όταν ο χαρακτήρας μας είναι ευάλωτος, πιεζόμαστε να κάνουμε ό,τι δεν θέλουμε, μόνο και μόνο για να μην απομονωθούμε, για να μην μας περιφρονήσουν. Άλλοτε, ενώ για μας κάτι δεν είναι σωστό, εντούτοις το πράττουμε γιατί φαίνεται σωστό στους πολλούς ή επειδή δεν τους αντέχουμε να μας υποβάλουν την ιδέα ότι δεν πρέπει να υστερούμε έναντί τους.  Η πολιτική έχει ως βάση αυτές τις καταστάσεις. Το ίδιο και η επικοινωνία. Στους καιρούς μας και η πολιτική ορθότητα, το τι πρέπει να πράττουμε, τι πρέπει να λέγουμε και τι όχι. Και οι ανθρώπινες σχέσεις όμως στηρίζονται σ’ αυτό το διαμορφωμένο «πρέπει να», γιατί αλλιώς έχουμε χάσει. Εκτός αν είμαστε τόσο ισχυροί ως χαρακτήρες, ώστε να κάνουμε τους άλλους να μας ακολουθούνε και  να διαμορφώνουμε εμείς τα δικά τους «πρέπει».
                Και στην ζωή της πίστης υπήρξαν από την αρχή ομάδες οι οποίες ήθελαν να επιβάλουν τα δικά τους «πρέπει και θέλω», μολονότι αυτά δεν ήταν η αλήθεια. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μη τω σταυρώ του Χριστού διώκωνται. Ουδέ γαρ οι περιτετμημένοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν, αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τη υμετέρα σαρκί καυχήσωνται» (Γαλ. 6, 12-13). «Όσοι θέλουν να αποκτήσουν καλή φήμη στους ανθρώπους, αυτοί σας υποχρεώνουν να περιτέμνεστε με μόνο στόχο να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους εξαιτίας του σταυρού του Χριστού. Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν τον νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν ότι σας κατάφεραν να το κάνετε».   Ο Παύλειος λόγος είναι ξεκάθαρος. Κάποιοι, για λόγους δικής τους αυτοπροστασίας, επέμεναν στην τήρηση εξωτερικών εθίμων του μωσαϊκού νόμου, όχι διότι θεωρούσαν την τήρηση του νόμου απαραίτητη για την πίστη, αλλά για να δείχνουν εξωτερικά ότι είναι Ιουδαίοι και να μην προκαλούν την οργή των Ιουδαίων εναντίον τους, κάτι που θα έφερνε κοινωνική απομόνωση και ίσως διωγμό και θάνατο. Ταυτόχρονα, ήθελαν να επιβάλουν στους χριστιανούς να τηρούν την περιτομή, για ν καυχιούνται εις βάρος τους. «Να ποιοι είμαστε! Έχουμε την δύναμη με τον λόγο μας να πείθουμε ανθρώπους να ακολουθούν την πίστη, όπως εμείς τους την επιβάλλουμε!».
                Πόσο εύκολο είναι να καταλάβουμε ότι οι άλλοι μας χρησιμοποιούν ως αφορμή δικής τους καύχησης, όχι διότι χαίρονται με την πρόοδό μας, αλλά επειδή μας κάνουν ό,τι θέλουν;
                Τα όρια είναι λεπτά. Αγάπη δεν είναι να χάνουμε την προσωπικότητά μας, υπακούοντας στις επιταγές των άλλων, χάνοντας την αλήθεια! Αγάπη είναι να δείχνουμε την αλήθεια, εφόσον την γνωρίζουμε και την ζούμε. Και η αλήθεια είναι η εμπειρία της Εκκλησίας. Η αλήθεια πηγάζει μέσα από τον διάλογο. Μέσα από τη πειθώ του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μας φωτίζει, εφόσον είμαστε άνθρωποι που θέλουμε την αλήθεια, να δείξουμε την αλήθεια στους άλλους, χωρίς συμβιβασμούς και υποκρισίες.  Η αλήθεια όμως πηγάζει και μέσα από τον Σταυρό του Χριστού. Ο Κύριός μας δεν συμβιβάστηκε με την ευκολία, ούτε με το πνεύμα του κόσμου, ούτε με τους πειρασμούς, προσπαθώντας να είναι ευχάριστος  στους ανθρώπους. Διακήρυξε την  αλήθεια του Ουρανού, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι θα τον σταυρώσουν. Γνωρίζοντας ότι η αλήθεια καθιστά τον καθένα σημείον αντιλεγόμενον, όπως υπήρξε ο Ίδιος για τον κόσμο. Όμως σήκωσε τον σταυρό Του. Το ίδιο και όσοι θέλουμε να Τον ακολουθήσουμε.
                Ταπείνωση δεν είναι ακόμη η αίσθηση ότι ξέρει ο Θεός κι εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι, ότι δεν χρειάζεται να έχουμε  άποψη, αλλά είναι αρκετό να αφήνουμε εκείνους που φαίνονται ισχυροί, να προχωρούν την ζωή μας. Ταπείνωση είναι να μην θεωρούμε τον εαυτό μας αυτάρκη. Να ακούμε και να συζητούμε, αλλά να έχουμε και ως οδοδείκτη μας το Ευαγγέλιο, όπως το ερμηνεύει η Εκκλησία.  Χωρίς να απορρίπτουμε τους άλλους, να εκφραζόμαστε. Ταπείνωση δεν είναι να κρύβουμε τα πάθη μας στο όνομα της εκκλησιαστικότητας. Να καλύπτουμε τον φόβο με τον ρεαλισμό. Την δειλία με τον συμβιβασμό. Την φιλοδοξία με την εκζήτηση του επαίνου των άλλων, με όπλο το ψέμα. Την φιληδονία με το δήθεν ενδιαφέρον. Ταπείνωση είναι να ζητούμε από τον Θεό να μας φωτίσει. Να ακούμε τους άλλους τι υποστηρίζουν, να μην φεύγουμε από την Εκκλησία, αλλά και να καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα αλλάξουμε τον κόσμο, όμως ο καθένας μας καλείται να κάνει πράξη το χρέος του.
                Τέλος, χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι ο Σταυρός του Χριστού μας προσέφερε την αληθινή ελευθερία από όλα τα δεσμά, κυρίως του εγωκεντρισμού, της φιλαυτίας και του θανάτου που συνοδεύει την απουσία πνευματικότητας.  Και ο ελεύθερος άνθρωπος δεν εκφράζεται μέσα από τους άλλους, αλλά μέσα από την σχέση του με τον Χριστό. Δεν ανήκει σε παρατάξεις ούτε θεοποιεί πρόσωπα. Χαίρεται όμως την κοινωνία με τον Χριστό και την πίστη εντός της Εκκλησίας και παλεύει να κρατήσει την αυθεντικότητά του, παλεύει να νικά τον εαυτό του και γίνεται πηγή δροσιάς στη σχέση του με τους άλλους, διότι η καύχησή του δεν είναι οι επιτυχίες, οι γνώσεις, τα αγαθά του, τα κατορθώματά του, αλλά ακριβώς ο ίδιος ο Σταυρός του Χριστού. Ότι στη ζωή οι άλλοι γίνονται «καιρός» για να ασκηθούμε στο να σηκώνουμε τον σταυρό μας και να αγαπούμε, αληθινά και ελεύθερα!
                Αν αυτό το πλαίσιο μπορούσαμε να το περάσουμε στις ανθρώπινες σχέσεις, τότε ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός!  Η χριστιανική μας ιδιότητα όμως δεν πρέπει να μας κάνει να περιμένουμε να αλλάξει ο κόσμος, αλλά να ζήσουμε εμείς όπως ο Χριστός μας δίνει νόημα, για να ζήσει και ο κόσμος μαζί μας!


Κέρκυρα, 10 Σεπτεμβρίου 2017

9/6/17

Η ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΗΜΩΝ ΔΙΑΛΕΛΥΤΑΙ ΣΤΕΙΡΩΣΙΣ


        Ένα από τα ερωτήματα που σήμερα έχουν πάψει να τίθενται ως αυτονόητα είναι και το αν υπάρχουμε για τον εαυτό μας ή υπάρχουμε για να σχετιζόμαστε. Προτεραιότητα του κόσμου είναι το εγώ μας. Εκ φύσεως, εκ χαρακτήρος, με βάση τον δικό μας τρόπο θεωρούμε ότι η ζωή μας έχει νόημα και αξία. Αν μάλιστα διαβλέπουμε αποτυχίες στην ζωή μας, αν δεν αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας ή διαπιστώνουμε ότι οι άλλοι δεν μας αναγνωρίζουν ή τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα επιθυμούμε, τότε απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Άλλοτε βλέπουμε την ζωή μόνο μέσα από το δικό μας πρίσμα, άσχετα αν οι προθέσεις μας είναι καλές ή μη.  Δυσκολευόμαστε να την δούμε και μέσα από τα μάτια των άλλων. Ακόμη και τον Θεό Τον βλέπουμε και προσπαθούμε να Τον ερμηνεύσουμε με βάση το εγώ μας. «Δεν μου έκανε αυτό, δεν μου έκανε εκείνο που Του ζήτησα». Ή είμαστε ευχαριστημένοι, γιατί νιώθουμε ότι ο Θεός ανταποκρίνεται στο θέλημά μας.
      Υπάρχουν γιορτές στην εκκλησιαστική μας παράδοση που μας δείχνουν όμως πώς η πίστη αντιμετωπίζει το ερώτημα αυτό και μας βοηθούν να διαλύσουμε πλάνες που έχουμε διαμορφώσει, κυρίως στους καιρούς μας. Μία τέτοια γιορτή είναι και αυτή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, η  πρώτη μεγάλη γιορτή κάθε εκκλησιαστικού έτους. Στον Εσπερινό της εορτής ψάλλουμε:  Με την γέννησή σου «η της φύσεως ημών διαλέλυται στείρωσις». Με τον ερχομό της Παναγίας ως θείας δωρεάς στο στείρο ζευγάρι των προπατόρων Ιωακείμ και Άννας, οι οποίοι ήταν μεγάλοι σε ηλικία, διαλύεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, ψάλλει ο υμνογράφος.
Η στειρότητα της φύσεως δεν είχε να κάνει μόνο με την αδυναμία των ανθρώπων να γεννήσουν παιδιά, δηλαδή να αναπαραγάγουν το ανθρώπινο γένος, να δώσουν συνέχεια και ένα είδος αθανασίας, καθώς ο θάνατος περιμένει τους πάντες. Ακόμη κι αν μπορούσαν, στην πράξη το παιδί θα ήταν μία παρηγοριά, αλλά όχι μία λύση οριστική για την ανθρώπινη φύση. Η στείρωσις της φύσεώς μας είναι κυρίως πνευματική. Έχει να κάνει με την συνειδητοποίηση ότι όλα επάνω μας έχουν όρια. Ότι η ανθρώπινη φύση είναι πεπερασμένη. Δεν είναι μόνο ο σωματικός θάνατος που θα μας καταπιεί. Είναι πρωτίστως ο πνευματικός θάνατος. Η επιλογή μας μέσα από τα στοιχεία της φύσης μας να αναπαράγουμε τον θάνατο. Στοιχείο της φύσης μας είναι το θέλημά μας. Η γνώμη μας. Αυτό το θέλημα, όταν δεν αγαπά, παράγει θάνατο. Παράγει εξουσία εις βάρος των άλλων. Υποτάσσει. Βλάπτει. Εγκλωβίζει στο εγώ. Αυτοθεώνει. Και είναι δύσκολο να αγαπήσει, γιατί η το εγώ μας έχει καταστεί παραμορφωτικά ο «φυσικός μας τρόπος». Έχει να κάνει με το δικαίωμά μας να τα θέλουμε όλα και να τα θέλουμε τώρα.
Την στειρότητα της φύσης μας διαλύει πρώτα η χάρη της σχέσης με τον Θεό. Όταν η γνώμη μας, το θέλημά μας λειτουργεί στην προοπτική της εμπιστοσύνης και της υπακοής. Εμπιστοσύνη στον Θεό σημαίνει αγάπη σ’  Αυτόν. Σημαίνει ότι, χωρίς να γινόμαστε μοιρολάτρες, χωρίς να παύουμε να αγωνιζόμαστε και να προσπαθούμε, εμπιστευόμαστε σ’  Αυτόν την έκβαση κάθε αγώνα μας. Υπακοή σημαίνει αποδοχή όχι μόνο των εντολών του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά και αποδοχή της πρόνοιας του για μας. Ευχαριστία και όχι μεμψιμοιρία. Χαρά και όχι γκρίνια. Ταπεινοσύνη και όχι « γιατί;». Σε μια τέτοια πορεία, διαλύεται η στειρότητα της φύσης μας διότι αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια Του. Τον αναγνωρίζουμε ως τον Πατέρα μας, που γνωρίζει για μας και οδηγεί την ζωή μας στην χαρά της κοινωνίας μ’  Αυτόν, ακόμη κι αν δυσκολευόμαστε. Ακόμη κι αν η φύση μας μάς υπενθυμίζει αυτά που θα θέλαμε και δεν έχουμε. 
Την στειρότητα της φύσης μας την διαλύει και η χάρη της σχέσης με τους συνανθρώπους μας. Μόνο που αυτή λειτουργεί στην προοπτική της αγάπης, η οποία, για την παράδοσή μας, είναι οικουμενική. Είναι για όλους τους ανθρώπους, ακόμη και για τους εχθρούς μας. Στα πρόσωπα των άλλων βλέπουμε τις εικόνες του Θεού που κληθήκαμε να διακονήσουμε. Και είναι χαρά να νικούμε τον πειρασμό να μας διακονούν και να επιλέγουμε, μέσω της πίστης, να δίνουμε αγάπη!
Στην γιορτή του γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου βλέπουμε αυτόν τον τρόπο να αποτυπώνεται στους πρωταγωνιστές της. Ο Ιωακείμ και η Άννα ακολουθούν την ευλογία της σχέσης με τον Θεό με εμπιστοσύνη και υπακοή και λαμβάνουν την χάρη να λυθεί η σωματική στείρωση, αφού πριν λύθηκε η πνευματική. Η παναγία γεννιέται και θα ζήσει την ζωή της αφιερωμένη στον Θεό και στην σχέση μαζί Του. Η ανθρώπινη φύση θα προσλάβει την θεϊκή στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού και η Παναγία θα καταστεί Θεοτόκος. Αλλά και όλη της η ζωή θα είναι μία συνεχής υπέρβαση της ανθρώπινης στειρότητας μέσα από την εμπιστοσύνη και την υπακοή στον Υιό και Θεό της. Και όχι μόνο. Η Παναγία θα εκπροσωπεί  και στον παρόντα αιώνα και στην αιωνιότητα την χάρη της σχέσης με τον Θεό και τους ανθρώπους, μεσιτεύοντας για όλους μας.
Το εγώ μας έχει νόημα όταν βλέπουμε την ζωή μέσα και από τα μάτια των άλλων. Μέσα από την αγάπη που λυτρώνει και καταξιώνει. Ας παλεύουμε με τον τρόπο και την ζωή της Εκκλησίας να βρούμε αυτό που μας λείπει, νικώντας και την δική μας στείρα, εγωκεντρική φύση!


Κέρκυρα, 8 Σεπτεμβρίου 2017

«Ο ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΓΩ» ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ


        Ειδικοί, αλλά και πνευματικοί επισημαίνουν ότι η δυσκολία που γίνεται απουσία επικοινωνίας ταλαιπωρεί τη ζωή της οικογένειας. Η υπεραπασχόληση των γονέων, τα μαθήματα και οι άλλες δραστηριότητες των παιδιών, το χάσμα των γενεών, οι εσωστρεφείς χαρακτήρες,  η κουλτούρα της τηλεόρασης και του διαδικτύου που κατατρώγουν τον ελεύθερο χρόνο στερούν την δυνατότητα της παρέας και της συζήτησης στην οικογένεια.  
        Τα μέλη της οικογένειας συχνά δεν καταλαβαίνουν ότι το πρόβλημα στην επικοινωνία δεν είναι τόσο ποσοτικό, όσο ποιοτικό.  Μιλούν τα παιδιά στους γονείς κι αυτοί σκέφτονται άλλα. Μιλά ο άντρας στη γυναίκα και η γυναίκα στον άντρα και ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα όσα ακούει. Κυριαρχεί  «ο λογισμός του εγώ». Μπορείς να λες ό,τι θέλεις, όμως εγώ ακούω αυτά που νομίζω ότι μου λες, ακούω αυτά που θα ήθελα να ακούσω και πιάνομαι από μία κουβέντα σου, χωρίς να μπορώ ή να προσπαθώ να παρακολουθήσω συνολικά τι μου λες ή τι δεν μου λες. Η σιωπή κάποτε κρύβει τις μεγαλύτερες αλήθειες!
        Την ίδια στιγμή  «ο λογισμός του εγώ» καταργεί το πνεύμα της μαθητείας στις σχέσεις των μελών της οικογένειας. Όταν τα ξέρω όλα ή όταν έχω πείσει τον εαυτό μου ότι έχω δίκιο όπως σκέφτομαι, τι θα μάθω από τον άλλον; Βεβαίως οι γονείς ζητούν από τα παιδιά τους να τους ακούνε, εννοώντας να υπακούνε.  Πόσο όμως έχουν φροντίσει να διδάξουν τα παιδιά τους και με λόγια και με έργα το «τι» και το «γιατί» της υπακοής. Σε τι καλούνται τα παιδιά να υπακούσουν, σε ποιες αρχές και αξίες; Γιατί να υπακούσουν, ιδίως όταν βλέπουν τους γονείς να μην πράττουν όσα ζητούν από αυτά; Ο καθρέφτης, άλλωστε, είναι η συζυγική σχέση!
        Οι μεγάλοι κουβαλούν τα φορτία της δικής τους ανατροφής, όπως επίσης και τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και του πολιτισμού. Συχνά δεν έχουν ούτε την πειθαρχία ούτε την διδακτικότητα, αυτά που κρίνουν ως σωστά,   να τα προσφέρουν. Κι έτσι τα παιδιά συνηθίζουν στο να μεγαλώνουν στον αυτόματο πιλότο. Ή οι γονείς επαναπαύονται στο σχολείο και στους εκπαιδευτικούς, στην Εκκλησία ή στον αθλητισμό και την μουσική για να μπορέσουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν αξίες, που οι ίδιοι είτε δεν ενστερνίζονται ή δεν θέλουν να διδάξουν.
       Η επικοινωνία δεν προϋποθέτει πάντοτε ισότητα. Κυρίως χρειάζεται να έχεις και να θέλεις κάτι να πεις. Να μοιραστείς εμπειρίες, που δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικές. Να αντιμετωπίζεις τον άλλο με αγάπη, δηλαδή να τον βλέπεις ως πρόσωπο που καλείσαι να μοιραστείς μαζί του την ίδια σου τη ζωή. Με «τον λογισμό του εγώ» άλλοτε θεωρείς ότι δεν χρειάζεσαι  τίποτε και άλλοτε απαιτείς αυτό που νομίζεις ότι δικαιούσαι. Όμως ο άλλος, μικρότερος ή μεγαλύτερος δεν υπάρχει ως πρόσωπο που η αγάπη ζητά την προτεραιότητά σου γι’ αυτόν.
       Η Εκκλησία στην συμβουλευτική της δεν αρκεί να προτρέπει στην επικοινωνία ή στην ακρόαση του ενός από τον άλλο. Η αυθεντική αγάπη δείχνει τον δρόμο για την ήττα του «λογισμού του εγώ» και την καλλιέργεια του «εμείς», της συνάντησης των προσώπων. Με τη βοήθεια της πίστης και την παρουσία του Χριστού παλεύουμε για τον δρόμο που θα καταστήσει την οικογένεια πρωτίστως κοινότητα, παρέα, κατ’ οίκον εκκλησία. Εκεί είναι η λύση!  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην « Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 6 Σεπτεμβρίου 2017 

9/2/17

ΕΦΥΤΕΥΣΕΝ, ΠΕΡΙΕΘΗΚΕ, ΩΡΥΞΕΝ, ΩΚΟΔΟΜΗΣΕ, ΕΞΕΔΟΤΟ

         Μία από τις πιο συγκλονιστικές παραβολές για τον κόσμο και τον άνθρωπο είναι αυτή των κακών γεωργών.  Λίγο πριν το Πάθος Του ο Χριστός διηγείται στους μαθητές Του και κατ’ επέκτασιν στον καθέναν από εμάς, Ποιος είναι ο Θεός, ποιος ο άνθρωπος και ποιος ο κόσμος. Σκοπός της παραβολής δεν είναι να απεικονίσει μόνο την κακία των Εβραίων, οι οποίοι επρόκειτο να σταυρώσουν τον Κύριο. Ο Χριστός θέλει να καταλάβουμε Ποιος είναι ο Θεός και τι μας ζητά, αλλά και να πάρουμε θέση έναντί Του και έναντι του κόσμου και με βάση αυτή τη θέση να αντλήσουμε νόημα από την ζωή.
        Ο Θεός χαρακτηρίζεται ως «οικοδεσπότης».   Με μία σειρά από ρήματα, που μαρτυρούν λόγο και ενέργεια, αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο μας φανερώνεται. «Εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν» (Ματθ. 21, 33). «Φύτεψε ένα αμπέλι, το περιέφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έχτισε πύργο, το παραχώρησε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο».
Ο κόσμος είναι αμπελώνας που φυτεύτηκε από τον άρχοντα, τον οικοδεσπότη, τον νοικοκύρη Θεό. Ο αμπελώνας παράγει σταφύλια, τα οποία τρέφουν και χαροποιούν με το κρασί τον άνθρωπο. Τα σταφύλια έχουν μία ξεχωριστή ομορφιά. Μαρτυρούν αφθονία και ταυτόχρονα λιτότητα. Αφθονία με τη γεμάτη όψη που έχουν πάνω στο κλήμα. Λιτότητα με τις μικρές ρώγες, που γλυκαίνουν και χορταίνουν, αλλά δε χρειάζεται να φάει κανείς πολύ.
 Ο Θεός έβαλε όρια στον κόσμο, περιφράσσοντάς τον. Τα πάντα είναι δικά μας, αλλά υπάρχει και κάτι που δεν μας ανήκει. Αυτό είναι η δυνατότητα να γίνουμε θεοί από μόνοι μας. Η θέωση έρχεται εντός του αμπελώνος. Γιατί ο αμπελώνας δεν είναι μόνο υλικός. Είναι η ίδια η Εκκλησία, δηλαδή ο κόσμος στον οποίο η σχέση με τον Θεό δίνει το νόημα της ζωής. Αν βγούμε από τα όρια του αμπελώνα, τότε απομακρυνόμαστε από την τροφή που ο Θεός μας παρέχει. Και τροφή είναι η ζωή, τόσο του παρόντος, όσο και του αιώνιου κόσμου. Η απομάκρυνση είναι η αμαρτία. Κάθε τι που είναι εκτός των ορίων του αμπελώνος, μας κάνει να αυτοθεωνόμαστε, να θεωρούμαστε αυτάρκεις, αλλά δεν μας επιτρέπει να φυλαχθούμε από την αμαρτία.
  Ο Θεός όμως έσκαψε πατητήρι. Δεν μας στέρησε τη χαρά, αλλά μας έδωσε την ευκαιρία να την βιώσουμε. Ευλόγησε τη ζωή και τους καρπούς της. Τον έρωτα και την αγάπη. Την συνάντηση των τρυγητάδων που φέρνουν τον καρπό του αμπελώνος, για να τον πατήσουν στο πατητήρι, να τον κάνουν μούστο και κρασί. Ο μούστος παράγει προϊόντα που τρέφουν. Αν βράσει, γίνεται ο οίνος της χαράς και της ζωής. Δεν πατά μόνο ένας τα σταφύλια, αλλά πολλοί. Η Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να χαρούμε μαζί με τους άλλους, στην ένωση και τον χορό της αγάπης, όπως γινόταν παλαιότερα που ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών ήταν γιορτή!
Ο Θεός όμως έχτισε και πύργο. Άφησε δηλαδή τόπο και για να ετοιμαστεί το κρασί στα υπόγειά του, αλλά και να μπορούν όσοι ζούνε στον αμπελώνα να κατοικούν και να χαίρονται.  Η Εκκλησία μας δίνει  τον πύργο της πρόνοιας του Θεού μέσα στον κόσμο. Και αυτός ο πύργος μας κάνει να παλεύουμε και για τον επιούσιο άρτο και για τον άρτο της ζωής με επίγνωση ότι όλα ανήκουν στον Θεό.
Ο Θεός όμως παραχωρεί τον αμπελώνα και τα πάντα σ’ αυτόν στους γεωργούς, στους ανθρώπους, σε μας δηλαδή.  Ο Ίδιος φεύγει. Μας εμπιστεύεται τον κόσμο και μας δίνει την ελευθερία να παλέψουμε σ’ αυτόν. Να χαρούμε. Να καρπωθούμε τα αγαθά του, αλλά και με αγάπη να μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας ό,τι μας δόθηκε. Ο Θεός στέλνει στον κόσμο εκείνους που μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχει πάντοτε ένα μερίδιο που ανήκει σ’ Εκείνον. Αυτό είναι η αγάπη. Η ευγνωμοσύνη. Το ευχαριστώ για όσα μας έδωσε και την ίδια στιγμή η ευλογία της αγάπης που μοιράζεται με τους συνανθρώπους μας, όχι μόνο υλικά, αλλά και παρηγορητικά, πνευματικά,, συγχωρητικά. Από το νόημα να ζούμε με τον Θεό να πάρουν και οι άλλοι. Και μέσω των άλλων ο Θεός παίρνει από εμάς ό,τι του ανήκει. Την δωρεά της ομοίωσής μας προς Εκείνον που είναι η αγάπη.
Κάποιοι από μας μοιάζουμε με τους κακούς γεωργούς. Αψηφούμε τον Θεό  γιατί δεν Τον βλέπουμε με τα σωματικά μας μάτια. Γιατί έχουμε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και το λογικό μας, τα όπλα και τις δυνάμεις μας που νομίζουμε ότι μπορούμε να Τον περιφρονούμε και να θανατώνουμε όσους μας ζητούν το μερίδιο του Θεού. Να αρνούμαστε την αγάπη και να προτάσσουμε την αυτάρκεια. Να αρνούμαστε την ευχαριστία και να προτάσσουμε τα δίκια μας. Να αρνούμαστε την επιστροφή του Θεού και να πιστεύουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα ανεξέλεγκτοι.  Και ο Θεός επιμένει. Στέλνει μέχρι και τον Υιό Του, τον Κύριό μας. Κι εμείς επιμένουμε να κρατήσουμε τον κόσμο εγωκεντρικά για μας. Και βγάζουμε τον Χριστό «έξω του αμπελώνος», έξω από τη ζωή μας, για να Τον σκοτώσουμε, να πούμε ότι δεν υπάρχει για μας, ώστε να θεωρούμε ότι τα πάντα μας ανήκουν.
Ο Θεός θα επανέλθει. Την ώρα του θανάτου μας θα γίνει και η κρίση μας. Και τότε ο κόσμος θα δοθεί σε άλλους, που θα ξέρουν ότι η νοικοκυροσύνη, η δημιουργικότητα, η πρόνοια, το σχέδιο του Θεού, η θεία οικονομία έχει ως βάση της την Αγάπη. Μόνο που μαζί με την αγάπη συνυπάρχει η δικαιοσύνη. Διότι κι αυτή αναδεικνύει τη αλήθεια. Και η Αλήθεια είναι ο Θεός.
Ας διαλέξουμε να ζούμε στον κόσμο βλέποντάς τον όπως πραγματικά ο Θεός τον δημιούργησε, ως Εκκλησία. Ας διδαχθούμε από την νοικοκυροσύνη του Θεού και στην δική μας ύπαρξη.  Ας έχουμε σχέδιο στη ζωή μας. Ας φυτεύουμε καθημερινά στις καρδιές μας την αγάπη, ας γνωρίζουμε τα όριά μας, ας χαιρόμαστε την συνάντηση με τους άλλους και ας έχει η ύπαρξή μας τόπο στη αγάπη. Νικώντας την αυτάρκεια και τον εγωκεντρισμό, δίνουμε το μερίδιο  της αγάπης στον Θεό, όχι γιατί Εκείνος υστερεί, αλλά γιατί έτσι καταλαβαίνουμε για ποιον λόγο ζούμε. Και ας μην Τον έχουμε εκτός της ζωής μας, για να μην κριθούμε όπως οι κακοί γεωργοί, οι αχάριστοι της αγάπης, αυτοί που επένδυσαν στο «εγώ- θεό» και διέλυσαν κάθε ίχνος αληθινής ζωής που δεν έγκειται στην εξουσία, αλλά στο μοίρασμα της αγάπης που πλουσιοπάροχα  παρά Θεού γευόμαστε!

Κέρκυρα, 3 Σεπτεμβρίου 2017