Είναι ανθρώπινο να θέλουμε την αποδοχή των άλλων. Να αισθανόμαστε ότι η παρουσία μας στη ζωή δεν γεννά αποδοκιμασία και αντιδράσεις, αλλά αγάπη και ενδιαφέρον ή τουλάχιστον ανοχή. Διαπιστώνουμε όμως, στο διάβα των καιρών, ότι αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Είτε λόγω πτυχών του χαρακτήρα μας, είτε λόγω των ιδεών και πεποιθήσεών μας, είτε λόγω της προόδου μας είτε λόγω των χαρισμάτων μας εν γένει, αντιμετωπίζουμε απόρριψη, κάποτε και διωγμό από τους άλλους. Ιδίως αυτό βιώνεται όταν η χριστιανική μας ιδιότητα θεωρείται από εμάς προτεραιότητα. Όταν η ζωή μας και η καθημερινότητά μας διαπνέονται από την πίστη και το ήθος του Ευαγγελίου. Όταν θέλουμε να μας χαρακτηρίζει η ευσέβεια.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε η Εκκλησία στο προσκήνιο ο λόγος του Χριστού «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν, ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσιν»(Ιωάν. 15, 20) επιβεβαιωνόταν καθημερινά. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος πριν την μεταστροφή του διετέλεσε διώκτης του χριστιανισμού, καθώς συμμετείχε στο πρώτο μεγάλο έγκλημα μετά την σταύρωση του Χριστού, που ήταν το μαρτύριο και ο λιθοβολισμός του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, γνωρίζοντας από τον εαυτό του και τα όσα υπέμεινε για την πίστη τι σημαίνει να είναι κάποιος χριστιανός σε έναν κόσμο αντίθετο και αλλότριο, αναφέρει στον μαθητή του απόστολο Τιμόθεο: «και πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3, 12). «Και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς».
Η ιστορία της Εκκλησίας επιβεβαιώνει συνεχώς αυτόν τον λόγο. Δεν είναι μόνο οι μάρτυρες του αίματος. Είναι και οι μάρτυρες της συνείδησης. Είναι όλοι αυτοί οι οποίοι επέλεξαν να μην προσαρμοσθούν στο κοσμικό πνεύμα, δηλαδή στην όψη της αμαρτίας. Είναι αυτοί που μάτωσαν εσωτερικά για να συγχωρήσουν ενώ μπορούσαν να τιμωρήσουν και να εκδικηθούν. Αυτοί που δεν απάντησαν, ενώ μπορούσαν να ανταποδώσουν τα λεκτικά και άλλα χτυπήματα. Αυτοί που εγκατέλειψαν την κοσμική πραγματικότητα και πάλεψαν με τον εαυτό τους και τα πάθη τους στα μοναστήρια, στις σπηλιές, στις οπές της γης, στην έρημο και στα όρη. Είναι αυτοί οι οποίοι πάλεψαν να κρατήσουν τίμιο τον γάμο τους και την κοίτη τους αμίαντο. Αυτοί οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα, αφήνοντας κατά μέρος τον νόμο του Θεού, να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί, αλλά διάλεξαν να μείνουν πιστοί στα όσα το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία λέει, και ας χάσουν. Είναι αυτοί που βλέπουν τους άλλους εντός της Εκκλησίας να συμπεριφέρονται και να ζουν εκκοσμικευμένα, να προκόβουν στο χειρότερο, εξαπατώντας και αρνούμενοι να ζήσουν κατά το Ευαγγέλιο, αλλά έχοντας την εξουσία, και αποφάσισαν με ταπείνωση να μη συμβιβαστούν για να κερδίσουν τον παρόντα κόσμο, χάνοντας την αιωνιότητα.
Γιατί όμως διώκονται όλοι όσοι θέλουν να ζούνε με ευσέβεια, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική συμπεριφορά, αλλά με την ταπείνωση της ψυχής και την απόφαση το Ευαγγέλιο να είναι «ο λύχνος τοις ποσί και το φως ταις τρίβοις» τους (Ψαλμ. 118, 105);
Η απόρριψη του κόσμου και ο διωγμός δεν έχει να κάνει μόνο με την μισαλλοδοξία που γεννά ένας άλλος τρόπος σκέψης και ζωής σε εκείνους που αισθάνονται ότι ελέγχονται από αυτόν, σ’ εκείνους που θεωρούν ότι ο εγωισμός και η αποδοχή τους από τους άλλους κινδυνεύουν όταν εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ακολουθεί μιαν άλλη πορεία. Έχει να κάνει και με το πρόσωπο αυτού που θέλει να ζήσει ευσεβώς. Αν ήταν η απόρριψη μόνο ως προς τις πεποιθήσεις, τότε αυτός που τον απορρίπτουν θα έμενε μόνος του. Θα περιθωριοποιούνταν. Όμως δεν είναι αρκετό αυτό. Εκδηλώνεται μισανθρωπία εις βάρος του. Ενοχλούνται από την ίδια την ύπαρξή του, διότι τους υπενθυμίζει τι είναι αυτό που δεν ζούνε εκείνοι. Τους υπενθυμίζει Ποιον και Τι απορρίπτουν ή ζούνε πλημμελώς, δηλαδή τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Και το πρόσωπο που παλεύει να ζήσει ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού προκαλεί αντιδράσεις. Ειρωνείες. Απόρριψη. Θα ήταν καλό να μην υπάρχει. Η απόρριψη δεν έχει να κάνει δηλαδή μόνο με την πίστη. Έχει να κάνει και με τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο διωγμός έχει να κάνει και με τον πειρασμό. Με το πρόσωπο του διαβόλου, το οποίο πειράζει τους ανθρώπους. Αυτόν που αγωνίζεται, τον πειράζει με την θλίψη, τον φόβο του μαρτυρίου και την ανθρώπινη αυθόρμητη αντίδραση του παράπονου και της ανταπόδοσης. Αυτόν που που απορρίπτει τον αγωνιστή, τον πειράζει με την ενόχληση γιατί ο άλλος να είναι διαφορετικός, γιατί να τον αγαπούνε περισσότερο για την καλοσύνη και τον φωτισμό του, γιατί να υπάρχει και να υπενθυμίζει τις αμαρτίες, γιατί να θέτει υπό αμφισβήτηση τις ιδέες που δεν περιλαμβάνουν τον Θεό. Ο διάβολος γεννά και συντηρεί ένα παιχνίδι λογισμών στις καρδιές των ανθρώπων και τους πειράζει για να τους οδηγήσει στην αυτοθέωση. Ο αγωνιστής να νομίσει ότι τα καταφέρνει μόνος του να προοδεύσει πνευματικά, χωρίς την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη να αναλάβει να διορθώσει τον κόσμο, επιτιθέμενος σε όσους είναι αντίθετοι. Ο αρνητής να πιστέψει ότι εξοντώνοντας με κάθε τρόπο και μέσα, είτε φυσικά είτε ψυχικά είτε ιδεολογικά, τους αγωνιστές της ευσέβειας θα καταφέρει να σβήσει και την πίστη από το προσκήνιο και να κάνει να επικρατήσουν οι δικές του πεποιθήσεις. Η Ιστορία έδειξε ότι το δεύτερο είναι μάταιο. Η πίστη δε νικιέται, ακόμη κι αν περιορίζεται σε λίγους. Αλλά και το πρώτο εμπεριέχει κινδύνους. Αν ο αγωνιστής δεν εμπιστεύεται την Εκκλησία, δεν ζητά την χάρη του Θεού και προσπαθήσει να αυτοδικαιωθεί ή να κατακρίνει τον κόσμο, τότε ο κόπος του θα αποβεί μάταιος, διότι θα του λείπει η αγάπη και η ταπείνωση.
Όσοι είμαστε χριστιανοί χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι η ιδιότητά μας αυτή δεν μας εξασφαλίζει άνεση στη ζωή, αλλά το αντίθετο: διωγμό. Όμως εδώ είναι το μεγάλο δώρο: ο Χριστός είναι παρών και μας ενισχύει και δεν μας αφήνει στη μοναξιά, τον φόβο, τον πειρασμό της αυτοθέωσης που γεννά αυθόρμητα ο εγωισμός μας. Ας αγαπήσουμε την ευσέβεια, όπως αυτή βιώνεται στην εκκλησιαστική ζωή. Την τήρηση του Ευαγγελίου, την μαρτυρία της αγάπης, την μετοχή μας στην λειτουργική ζωή τόσο με τους τύπους όσο και με την ουσία της. Ας δώσουμε με σταθερότητα την μαρτυρία μας και ας μην υποκύψουμε στον πειρασμό και την κοσμικότητα. Κυρίως, ας μη φοβηθούμε. Η πίστη δε νικιέται ούτε από την μισαλλοδοξία ούτε από την μισανθρωπία!
Κέρκυρα, 24 Σεπτεμβρίου 2017