10/18/24

Ο ΦΘΟΝΟΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ


«Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες»
(Γαλ. 5, 26)

«Ας μη γινόμαστε ματαιόδοξοι, ας μην προκαλούμε κι ας μη φθονούμε ο ένας τον άλλο». 

            Σε ένα απόσπασμα από την προς Γαλάτας επιστολή του ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας και όλους μας να μη γινόμαστε ματαιόδοξοι, να μην προκαλούμε και να μη φθονούμε τους άλλους. Η συμβουλή έχει να κάνει τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ματαιόδοξος άνθρωπος έχει ως κέντρο της ύπαρξής του τον εαυτό του, τα σωματικά του χαρακτηριστικά, τις ικανότητες και τα χαρίσματά του, όπως επίσης και τα όσα έχει πετύχει στη ζωή του. Όλα αυτά, ενώ είναι εφόδια για μια άλλη ποιότητα, χρησιμοποιούνται από τον ματαιόδοξο άνθρωπο ως αφορμή επίδειξης, κακίας, επικράτησης εις βάρος του άλλου. Κάνουν τον άνθρωπο που επιδιώκει την μάταιη δόξα, αυτή δηλαδή που είναι πρόσκαιρη και δεν τον συντροφεύει στην πραγματικότητα της ζωής, ούτε της παρούσης ούτε της αιώνιας, να λειτουργεί προκλητικά εις βάρος των άλλων. Θέλει να δείξει την ανωτερότητά του. Δεν τον ενδιαφέρει αν αυτή η επίδειξη προκαλεί αντίδραση, δυσαρέσκεια, κατάκριση, αρνητική διάθεση στους άλλους. Αφού κέντρο της ζωής μας είναι ο εαυτός μου, θα πρέπει να το δείξω.

            Κι έτσι οι άνθρωποι παρασύρονται σε έναν ανταγωνισμό επίδειξης, ομορφιάς, καλλωπισμού, ενδυμασίας, μόδας, φωνασκιών, έλκυσης της προσοχής των άλλων με ακατάσχετη φλυαρία και, τα τελευταία χρόνια, αυτοθεματοποίησης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Δείχνω ότι οι άλλοι πρέπει να ασχολούνται μαζί μου, συνήθως για πράγματα που δεν έχουν νόημα, αλλά είναι είτε εκφάνσεις ματαιοδοξίας, είτε και κενοδοξίας, διότι όταν ξεκινάς να καυχιέσαι για τα υπαρκτά, εύκολα θα οδηγηθείς στο να καυχιέσαι και για ανύπαρκτα. Ο άνθρωπος αυτοθεώνεται. Έτσι, οι σχέσεις τους γίνονται κοπιώδεις και εντάσσονται στην προοπτική της εξουσίας και όχι της αγάπης.

            Υπάρχει όμως και μια τρίτη συμβουλή που ο απόστολος δίνει: να μη φθονούμε τους άλλους. Ο φθόνος έχει να κάνει με τον σχηματισμό εντός μας μίας εμπαθούς κατάστασης, στην οποία ο άλλος, επειδή έχει χαρίσματα ή χρήματα ή εμφάνιση ή κάτι που εμείς δεν έχουμε, γίνεται κατά βάθος εχθρός μας. Θέλουμε να τον υποτιμήσουμε, μιλούμε με κακό τρόπο γι’ αυτόν, αναζητούμε τρόπους ώστε να δείξουμε στο περιβάλλον του και στο περιβάλλον μας ότι δεν αξίζει να ασχολείται κάποιος μαζί του, διότι δεν είναι όπως φαίνεται. Ο φθόνος φέρνει ένα είδος αποδόμησης. Μπορεί στην επιστήμη η αποδόμηση να χρησιμοποιείται ως συνέπεια της εξακρίβωσης μιας άλλης αλήθειας (μολονότι η αλήθεια στην επιστήμη είναι μερική και όχι ολική πραγματικότητα, καθώς όλα συμπληρώνονται, αναθεωρούνται  ή απορρίπτονται, καθώς ο χρόνος και η έρευνα προχωρούν), ωστόσο στις ανθρώπινες σχέσεις η αποδόμηση  έχει να κάνει με την απόφασή μας να συντρίψουμε την εικόνα εκείνου που φθονούμε. Στοχεύουμε στα ελαττώματά του ή στις μη εμφανείς αδυναμίες του, τις οποίες μεγεθύνουμε και στη σκέψη μας, αλλά και στον τρόπο που τον παρουσιάζουμε στους άλλους, με αποτέλεσμα να προκαλούμε χάος στην εκτίμηση που οι άλλοι έχουν γι’  αυτόν.

            Εδώ υπάρχει και μια άλλη παγίδα. Είναι όσοι επικαλούνται την αγάπη, για να βγάλουν τον φθόνο τους. Ότι νοιάζονται δήθεν για την πρόοδο του άλλου, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν αντέχουν αυτή την πρόοδο και αναζητούν σπιλώματα για να την υποτιμήσουν. Η αληθινή αγάπη όμως εκφράζεται με την προσευχή, τη διακριτική συζήτηση με αυτόν που πιστεύουμε ότι κάνει λάθη ή έχει αδυναμίες στον χαρακτήρα του, και όχι την δημόσια αποδόμηση, με απώτερο σκοπό, είτε το αντιλαμβάνεται αυτός που έχει την ψευδαίσθηση ότι αγαπά είτε όχι, την δική του δόξα.

            Όλες αυτές οι καταστάσεις είναι εμπαθείς. Καταργούν την εντολή του Θεού περί της αγάπης. Δεν βοηθούν αυθεντικά τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά γεννούν κακία. Την ίδια στιγμή, παρασύρουν τον εμπαθή άνθρωπο σε ένα ποτάμι αυτοδικαίωσης, από το οποίο η έξοδος δεν είναι εύκολη. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος  Παύλος ζητά από τους Γαλάτες και από εμάς να επικαλούμαστε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πρώτο εκ των οποίων είναι η αγάπη, ώστε να μην πέφτουμε στις παγίδες είτε του αυτοδοξασμού είτε της πρόκλησης είτε της αποδόμησης των άλλων. Η αλήθεια για την κατάσταση των άλλων πρέπει να περνά από την επίγνωση της δικής μας κατάστασης. Προφανώς και τα λάθη τους, ιδίως στον δημόσιο βίο, δεν πρέπει να μένουν κρυμμένα, αλλά να φωτίζονται με σκοπό την μετάνοια όλων. Την ευλογία να βαστάζει ο ένας το βάρος του άλλου εν αγάπη. Κι αυτό είναι και το νόημα της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, γι’ αυτό και η παράδοσή μας ορίζει το συγκεκριμένο απόσπασμα να αναγινώσκεται σε μνήμες οσίων ασκητών, πατέρων και μητέρων, όπως του Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία, για να μας υπενθυμίζει τον αγώνα να βρούμε τον εαυτό μας, τα μέτρα, τα όριά μας εν ταπεινώσει, αλλά και τη δύναμη της αγάπης που σώζει.

Όχι στον φθόνο λοιπόν, όχι στην αποδόμηση του άλλου, όχι στην κακία, όχι στην ματαιοδοξία. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

20 Οκτωβρίου 2024

           Κυριακή ΣΤ’ Λουκά (του Αγίου Γερασίμου)

ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΒΙΟΥ ΜΕ ΝΟΗΜΑ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

  


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 148- ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
 

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε ένας από τους σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου με ευρύτερη παιδεία. Έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 1993, σε ηλικία 37 ετών, ωστόσο τόσο η οπτική των ταινιών του, όσο και τα βιβλία που μας άφησε ως παρακαταθήκη θέτουν, έστω και μελαγχολικά, το κεφαλαιώδες ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας, της σχέσης μας με τη Δύση και τον κόσμο του «τώρα», αλλά και το κατά πόσον μπορούμε να πατήσουμε στα δικά μας πόδια.

Τα θέματα αυτά αποτυπώνονται στο μυθιστόρημά του «Η γραμμή του ορίζοντος», που επανακυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο του ζωγράφου Αλέξη Κυριτσόπουλου. Ηρωΐδα του η 32χρονη Ρέα Φραντζή (το επώνυμο μάς παραπέμπει στην Κωνσταντινούπολη, στην μεγάλη οικογένεια του χρονικογράφου της Άλωσης Γεωργίου Φραντζή), μια κοπέλα που σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, παντρεύτηκε έναν Έλληνα που γνώρισε στη Βενετία και τρεις ημέρες μετά το διαζύγιό της βρίσκεται στην Πάτμο, το νησί της Αποκάλυψης, το νησί του καστρομονάστηρου του οσίου Χριστοδούλου και του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού. Ο συγγραφέας, μέσα από την ιστορία της Ρέας Φραντζή, καταθέτει τα μεγάλα ερωτήματα που ουδέποτε στην πράξη απασχόλησαν όσους είχαν και έχουν την ευθύνη για την πορεία του νεοελληνικού μας βίου. Γιατί αφεθήκαμε στην αντιγραφή της Δύσης και όχι της Δύσης του Σαίξπηρ, του Βίκτωρος Ουγκώ, του Ντίκενς, αλλά της Δύσης του οικονομοκεντρισμού, της παροντοποίησης των πάντων, της αίσθησης ότι το να περνάς καλά είναι το νόημα της ζωής, της ταύτισης με τον συρμό, της άρνησης να δούμε τη ζωή μέσα από τις όψεις της παράδοσής μας που είναι η αρχοντιά, το κερί στην εκκλησιά που μαρτυρεί μια πίστη που νικά τον θάνατο χωρίς να φοβάται τις επιθέσεις και τις ειρωνείες του άθεου ουμανισμού, της έγνοιας για τις ρίζες που μας διαφοροποιούν από το παγκόσμιο χωριό, χωρίς να μας κάνουν οπισθοδρομικούς, αφιλόξενους, απαίδευτους, απολίτιστους;

Ο Βακαλόπουλος επισημαίνει την άρνηση των προγόνων μας να ταυτιστούν με το πνεύμα της Δύσης, την επιλογή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να σφαχτεί για την ελευθερία, την πίστη, την ιστορία, την παράδοση του Βυζαντινού Ελληνισμού και να μην επιλέξει να γίνει ένας διανοούμενος των γραμμάτων και της γνώσης στην Ιταλία, να μην είναι ένας αναγνώστης του Πλάτωνα, να μην αποδεχτεί να είναι ένας στείρος κουβαλητής του κόσμου του παρόντος απλώς διαβάζοντας τους αρχαίους, προπομπός του θεραπευόμενου της ψυχανάλυσης, ως της επιστήμης του «για να είμαι καλά». Επισημαίνει τον χαρακτήρα του Έλληνα που έμαθε να ντρέπεται, πριν φτάσει στην ενοχή. Την ομορφιά του να μπορείς να χαρείς τα απλά πράγματα της ζωής, χωρίς να απορρίπτεις τον πολιτισμό και τις επιδράσεις της Δύσης, χωρίς όμως και να ταυτίζεσαι μαζί της. Το να απολαύσεις μια ταινία στο θερινό σινεμά της Κυψέλης, το να είσαι ο ξεχωριστός και η ξεχωριστή χωρίς να βάφεσαι, να ντύνεσαι κατά την ομάδα, να παλεύεις για τη φωτογένειά σου, μονάχα να απολαμβάνεις τη χαρά και της ζεστασιά της κοινωνικότητας. Ταυτιστήκαμε με την επιλογή να είμαστε πολίτες του κόσμου, χωρίς τη χαρά να μπορούμε να απολαύσουμε τη δική μας ιδιαιτερότητα και ετερότητα. Γι’ αυτό και η μόδα της Σαντορίνης, όπου τα πάντα είναι θάλασσα, μαύρισμα και διακοπές, και η άρνηση της Πάτμου, όπου, χωρίς να λείπουν η φύση και η θάλασσα, υπάρχει η θέα του πέρα από τον χρόνο και το μάταιο, στην ιστορία, στον πολιτισμό, στο αιώνιο που η πίστη αφήνει να φανεί. Έστω και μια κάποια πίστη, αυτή που λείπει από τον σύγχρονο  ατομοκεντρικό και ιδιωτεύοντα άνθρωπο.

Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο συγγραφέας αν είχε τη δυνατότητα να ζήσει στον σύγχρονο κόσμο μας, στην Ελλάδα που συνέχισε να πορεύεται στην προοπτική του εκδυτικισμού της. Έχω την αίσθηση ότι η απάντηση που καλούμαστε να δώσουμε στο ποιοι είμαστε μεταβαίνει όλο και περισσότερο στη σφαίρα του προσωπικού. Προφανώς και δεν υπάρχει επιστροφή από το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούμε να μπολιάσουμε τον εαυτό μας, το περιβάλλον μας, τους οικείους μας με εκείνα τα στοιχεία που νοηματοδοτούν την ύπαρξή μας: το κερί, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε το γιατί. Τα λόγια του τραγουδιού, αυτού που ακουγόταν στα πανηγύρια του καλοκαιριού, που ξεσηκώνουν στον κυκλωτικό χορό, αυτόν που ένωνε τους ανθρώπους σε κοινότητα, στον τρόπο της αγάπης. Να ζεις χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσεις τα πάντα, αφημένος στο μυστήριο. Να κρατάς τις σχέσεις της οικογένειας, να μη σε νοιάζει η τελειότητα της τεχνολογίας, αλλά η χαρά της συνύπαρξης και της συνάντησης. Να μπορείς να ερωτευθείς τον άνθρωπο, το ξεχωριστό και όχι ένα κομμάτι σάρκα. Να νιώθεις ότι είναι άλλο Ελλάδα και άλλο Τουρκία,  να πιστεύεις σ’ αυτό που κρατά και όχι να υπηρετείς το απόλυτο τίποτα και να πορεύεσαι σαν να μην υπήρξε πριν από σένα απολύτως τίποτα. Να νιώθεις ότι δεν είσαι η αρχή και το τέλος του κόσμου, αλλά κάποιος ή κάποια που θα περάσει, αλλά τουλάχιστον μπόρεσες να βρεις το νήμα που σε συνδέει με το παρελθόν και σε βγάζει σε ένα αύριο που θα έχει νόημα αιωνιότητας. Να κολυμπήσεις προς τη γραμμή του ορίζοντος, μαζί σε θάλασσα κι ουρανό.

Ο λόγος του Βακαλόπουλου όμορφος, χειμαρρώδης, με επαναλήψεις για να νιώσουμε τα ουσιώδη, γεμάτος δυνατές εικόνες, λεπτή ειρωνεία, λεπτομέρειες που δεν προσέχεις εύκολα, συναίσθημα που λείπει από τους καιρούς μας. Ένα μυθιστόρημα που αξίζει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

18 Οκτωβρίου 2024

10/15/24

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 


«Η Κυριακή είναι μυστήριο της γνώσης της αλήθειας, η οποία δεν αποκτάται από ανθρώπους με σάρκα και αίμα, κι ας έχουν υψωθεί πάνω απ’ τους λογισμούς» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Όσοι εξακολουθούμε την Κυριακή να πηγαίνουμε στην εκκλησία νιώθουμε ότι η εβδομάδα μας τελειώνει ή και αρχίζει με έναν ξεχωριστό τρόπο. Συμμετέχουμε σε ένα μυστήριο γνώσης της αλήθειας, που είναι ο Αναστημένος Χριστός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να μας δωρίσει τη θέωση. Συμμετέχουμε σε μία συνάντηση κοινωνίας του Χριστού, αλλά και δικής μας κοινωνίας με τους συνανθρώπους μας, με τους οποίους μοιραζόμαστε τη γιορτή της θείας λειτουργίας. Συμμετέχουμε στο μυστήριο της αγάπης που γίνεται προσευχή για ζώντες και κεκοιμημένους. Αναφέρουμε τη ζωή μας στον Θεό, ακολουθώντας μια παράδοση αιώνων, που θέλει την Κυριακή, την ημέρα του Κυρίου, να είναι η υπόμνηση της αγάπης που ο Θεός έδειξε δημιουργώντας μας και ανακαινίζοντάς μας με την ενανθρώπηση του Υιού Του και οδηγώντας στην υπέρβαση του θανάτου διά της Αναστάσεώς Του.

Η Κυριακή τα τελευταία χρόνια τείνει να μετατραπεί σε ημέρα ύπνου. Οι άνθρωποι, ιδίως οι νεώτεροι, ξενυχτούν το Σαββατόβραδο, με αποτέλεσμα την Κυριακή να επιλέγουν να μην εκκλησιαστούν. Από την άλλη, προτιμούν να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν, καθώς όλη η εβδομάδα είναι προσανατολισμένη στο πρόγραμμα της ζωής και απομένει μόνο η Κυριακή, για να ηρεμήσουν, όπως πιστεύουν. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Κυριακή γίνεται και ημέρα κατανάλωσης, καθώς κάποιες φορές τον χρόνο, στα τουριστικά μέρη όλο το καλοκαίρι, τα εμπορικά καταστήματα είναι ανοιχτά, ώστε να γίνουν οι αγορές που δεν είναι πάντοτε εφικτό να πραγματοποιηθούν τις καθημερινές. Να μην πούμε για τις καφετέριες, τα ζαχαροπλαστεία, τις ταβέρνες και τα εστιατόρια, που μέχρι το απόγευμα της Κυριακής κάνουν ίσως τον μεγαλύτερο τζίρο της εβδομάδας. Σημεία των καιρών.

Αν μέσα μας δεν ξαναβρούμε το νόημα της Κυριακής, που περνά από την αίσθηση της γιορτής, τότε δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε κίνητρα και για μας, κυρίως όμως για τα παιδιά μας, για να τοποθετήσουμε τον εκκλησιασμό ως κλειδί για το τέλος της προηγούμενης και την αρχή της επόμενης εβδομάδας. Αν δεν νιώσουμε την ενορία σπίτι μας, κι εδώ είναι ευθύνη και των ιερέων, αλλά και του κάθε πιστού, που δεν πρέπει να θεωρεί τον εκκλησιασμό ως τήρηση ατομικού θρησκευτικού καθήκοντος, αλλά ως έκφραση της αγάπης που ο Θεός δίνει, αλλά και της επίγνωσης ότι ο χριστιανός υπάρχει για το «εμείς» και όχι για το «μόνο εγώ». Το «εμείς» το βρίσκουμε στη θεία λειτουργία.  Γι’ αυτό και χρειάζεται και η λειτουργία μετά τη λειτουργία. Ο καφές και το κέρασμα στο Πνευματικό κέντρο της ενορίας. Η συζήτηση και η χαρά του «μαζί». Η συμπλήρωση της πνευματικής χαράς. Η διάσωση του ήθους της κοινότητας. Η αίσθηση ότι η Κυριακή είναι όντως η ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδας και της ζωής. Ο Χριστός ως παρών τελικά στις καρδιές.

Γιατί είναι δώρο η Κυριακή και όχι κατασκεύασμα. Ακόμη και όσοι έχουν υψωθεί πιο πάνω από τους λογισμούς, όπως λέει ο ασκητικός λόγος, δεν μπορούνε να νιώσουν το μυστήριο. Μόνο χαρίζεται σε όσους πιστεύουν. Σε όσους αγαπούνε. Σε όσους χαίρονται για το νόημα της σχέσης με τον Θεό και τον πλησίον, που κάνει την Κυριακή αληθινή ομορφιά. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

            στο φύλλο της Τετάρτης 16 Οκτωβρίου 2024

ΔΥΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΡΜΕΝΙΑΚΟΥ, «ΑΝ ΣΕ ΧΑΣΩ, ΜΙΚΡΕ ΕΛΕΦΑΝΤΑ» και «ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 147- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΡΜΕΝΙΑΚΟΥ, «ΑΝ ΣΕ ΧΑΣΩ, ΜΙΚΡΕ ΕΛΕΦΑΝΤΑ», εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, και «ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 


Όσοι από εσάς που μας διαβάζετε έχετε παιδιά στην ηλικία του Δημοτικού, και των πρώτων και των μεγαλύτερων τάξεων, σας συστήνουμε να τους πάρετε ως ένα μικρό μα πολύτιμο δώρο βιβλία της εξαίρετης Κερκυραίας συγγραφέως και εκπαιδευτικού Κωνσταντίνας Αρμενιάκου, που ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Με αφορμή εκδηλώσεις που έγιναν στην Κέρκυρα διαβάσαμε δύο από αυτά τα βιβλία.

Καίτοι μεγάλοι στην ηλικία, γοητευτήκαμε από τον τρόπο που η συγγραφέας παρουσιάζει τα θέματά της. Το πρώτο, το «Αν σε χάσω, μικρέ ελέφαντα», σε όμορφη εικονογράφηση της Zafouko Yamamoto (δεν είναι Γιαπωνέζα), από τις εκδόσεις Μίνωας, αναφέρεται στην απώλεια, δυνητική και πραγματική, είτε αυτή έχει να κάνει με πρόσωπα είτε με πράγματα είτε με την ηλικία είτε με τα βιώματα του ανθρώπου. Η συγγραφέας αξιοποιεί την ψυχολογική θεωρία της Elisabeth Kübler-Ross («Αυτός που πεθαίνει», μετάφραση Φρίξος Βραχάς, εκδόσεις Ταμασός 1979) για τα πέντε στάδια του πένθους- άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή – και στήνει μία μικρή, αλλά υπέροχη ιστορία, στην οποία ο ήρωας σκέφτεται τι θα συμβεί αν θα χάσει τον αγαπημένο του ελέφαντα. Οι περισσότεροι από εμάς ίσως έχουμε την εντύπωση ότι η απώλεια είναι κάτι που πρέπει να ξορκίζουμε, ότι πρέπει να ωθούμε τα παιδιά να προσποιούνται ότι δεν θα τους συμβεί ή ότι πρέπει να προχωρούν γρήγορα στο επόμενο βήμα, χωρίς να ζούνε το πένθος γι’  αυτή. Αυτό όμως δεν είναι υγιές. Ακόμη κι αν προσποιηθείς ότι κάτι δεν έχει συμβεί, η ψυχή του παιδιού το βιώνει, όπως και η δική μας. Η συγγραφέας συνδέει το πένθος με την καινούργια αρχή, αλλά και με το «δεν θα ξεχάσω». Πολύ ζεστή, τρυφερή και θετική η προσέγγισή της, που ταιριάζει με την ορθόδοξη παράδοσή μας, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ότι το ευχαριστώ για όσα ζούμε με τον άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή ή που φεύγει από τη ζωή μας, είναι η βάση για να προχωρήσουμε. Η πίστη, βεβαίως, προσθέτει και την ανάσταση, ως την τελική απάντηση στο ερώτημα της απώλειας και του θανάτου. Χωρίς όμως την αγάπη της μνήμης, η ανάσταση μοιάζει πολύ μακρινή.

Το δεύτερο  είναι «Οι ιππότες της ελευθερίας», σε εικονογράφηση της Δέσποινας Μανώλαρου, η οποία καταφέρνει μαζί με τη συγγραφέα να δώσουν ένα εξαιρετικό τοπίο, αλλά και αποτύπωση της ιστορίας δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων του νέου ελληνισμού. Από την μία ο Κερκυραίος συνθέτης του εθνικού μας ύμνου Νικόλαος Χαλικιόπουλος- Μάντζαρος και από την άλλη ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος έζησε μεγάλος μέρος της ζωής του στην Κέρκυρα και συνέθεσε τον «Ύμνο εις την ελευθερία», που επέπρωτο να γίνει ο εθνικός μας ύμνος. Η συγγραφέας ενσωματώνει στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που βάζει τους ήρωες να κάνουν, σαν να γράφουν ένα μικρό ημερολόγιο, στίχους από τον Σολωμό. Επισημαίνει την δίψα για ελευθερία που συνείχε τους δύο άνδρες. Παίζει με τις λέξεις («άνεμος αλλαγής- άνεμος ελπίδας», Τα χρόνια κυλούν...ένα τραγούδι η ζωή μας- τα χρόνια κυλούν...ένα ταξίδι η ζωή μας», «ο φίλος μου ο Διονύσιος- ο φίλος μου ο Νικόλαος»), δείχνοντας την λογοτεχνική της δεινότητα, συνθέτει ένα βιβλίο γεμάτο λυρισμό, συναισθήματα, που βοηθά παιδιά και μεγάλους να γνωρίσουν τις δύο αυτές προσωπικότητες, όχι σαν να καταγράφει ιστορικά γεγονότα, αλλά μέσα από τους ίδιους ως δρώντα ιστορικά υποκείμενα.  Σε μια εποχή δυσκολίας στην έκφραση των συναισθημάτων, όπου το «ατομικό είναι» φαίνεται αποκλειστικά ως το κλειδί, ενώ το «εμείς» δεν αγγίζει, ο λόγος της συγγραφέως γεννά ένα πόνημα αφυπνιστικό. Έτσι, η Ιστορία δεν είναι απρόσωπη, στρυφνή, βαρετή, αλλά γίνεται δρόμος κινητοποίησης της μνήμης και της δημιουργικότητας, καθώς καθιστά τον μετέχοντα στο ταξίδι της από παρατηρητή εξετάζοντα τα δικά του αισθήματα, τις δικές του μνήμες, τα δικά του πιθανά οράματα.

Χαιρόμαστε γιατί στον χώρο του παιδικού βιβλίου υπάρχουν συγγραφείς σαν την Κωνσταντίνα Αρμενιάκου που δεν ακολουθούν τις politically correct και woke μόδες των καιρών, αλλά μιλούν υπαρξιακά και αναζητούν πρότυπα που μας οδηγούν στο «εμείς».

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

16 Οκτωβρίου 2024

10/12/24

Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


 «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ.  3, 9-11)

«Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανερὲς διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του». 

Ποιος είναι ο αιρετικός άνθρωπος, για τον οποίο πολύς λόγος γίνεται στη ζωή της Εκκλησίας; Προφανώς είναι αυτός που με τη διδασκαλία του διαλέγει να ερμηνεύσει κάποιο ή κάποια σημεία της πίστης ως εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος με δικό του τρόπο, που δεν συμφωνεί με την πίστη, και που αν ακολουθηθεί αυτός ο τρόπος ερμηνείας ως αυθεντικός, εγείρεται ζήτημα τόσο αλήθειας στην πίστη, όσο και σωτηρίας του ανθρώπου, διότι ο αιρετικός και όσοι τον ακολουθούν έχει δυσκολία ή αδυναμία να αναγνωρίσει ποιος είναι ο Χριστός, αλλά και ποια είναι στην πραγματικότητα η Εκκλησία στην οποία είναι ενταγμένος. Αντί να ακολουθεί την Εκκλησία, ζητά από την Εκκλησία να τον ακολουθήσει. Αντί να πορεύεται θέτοντας τις θέσεις ή τις απόψεις του στην κρίση της Εκκλησίας, ζητά από την Εκκλησία να πορευτεί κατά τις δικές του θέσεις ή απόψεις.

Είναι προφανές ότι αιρετικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδιάκριτα κάποιος ο οποίος έχει σκέψη, άποψη, αναζήτηση για την αλήθεια της πίστης. Είναι σύνηθες, ιδίως στους καιρούς της διαδικτυακής τοξικότητας, ο χαρακτηρισμός να αποδίδεται με υπεροψία και ελαφρά τη καρδία, με μια αίσθηση ότι η πίστη χρειάζεται σωματοφύλακες, από ανθρώπους που δεν είναι εντεταλμένοι γι’ αυτό. Από ανθρώπους φοβικούς. Από εκείνους που οχυρώνονται πίσω από ένα γράμμα παράδοσης, αγνοώντας το πνεύμα της. Από αυτούς που θεωρούν θέματα άσχετα με τη σωτηρία του ανθρώπου, ζητήματα πίστης. Που λησμονούν ότι η Εκκλησία έχει την δική της πορεία εν τω χρόνω. Από μία επηρμένη οφρύ, που αγνοεί ότι την Εκκλησία την προστατεύει ο Θεός, ο Οποίος στέλνει πρόσωπα με φώτιση, γνώση, επίγνωση, καλλιέργεια, κυρίως όμως εμπειρία Του για να δώσουν μαρτυρία περί της αληθείας, όταν χρειαστεί, για να διακρίνουν πότε μια άποψη γίνεται επικίνδυνη για τη σωτηρία και πότε διατυπώνεται στα πλαίσια των ανθρώπινων χαρισμάτων που μπορεί και να λαθεύουν, χωρίς όμως να διαστρέφουν την αλήθεια, οι αυτοαναγορευμένοι ως «προστάτες» της πίστης, κληρικοί και λαϊκοί, θεωρούν ότι μπορούν να αποφαίνονται δίκην αγίων για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος έχει.

Οι Άγιοι αποφαίνονται με τον τρόπο της Εκκλησίας, που είναι η Σύνοδος. Σύνοδος σημαίνει συνοδοιπορία σε έναν δρόμο που φωτίζει το Άγιο Πνεύμα. Όταν η Εκκλησία είχε και έχει θέματα που έχουν να κάνουν με την πίστη συγκαλεί την Σύνοδο των επισκόπων κατά τόπους και την Οικουμενική ή την Πανορθόδοξη Σύνοδο, ώστε να αποφασίσει για θέματα και ερμηνείες που απειλούν τη σωτηρία των πιστών ή που χρειάζονται ρύθμιση. Πριν τις Συνόδους η ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από διαφορετικές ερμηνείες των Πατέρων στα ίδια θέματα.  Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλες ή μικρές οι διαφορές, καθότι συνήθως πήγαζαν από τον τρόπο που οι Πατέρες έβλεπαν τον κόσμο και τη ζωή, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την μόρφωσή τους. Όταν όμως η Σύνοδος αποφαίνονταν, όλοι ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο.

Σήμερα είναι εύκολη η απόδοση του χαρακτηρισμού «αιρετικός», σε όποιον ή όποια δεν ακολουθεί συνήθως τον υπερσυντηρητικό τρόπο προσέγγισης της πίστης στην πράξη. Σε όποιον ή όποια ζητά να επικαιροποιηθεί το μήνυμα της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας. Είναι άλλο η αλλαγή και άλλο η επικαιροποίηση. Είναι άλλο ο διάλογος με τον κόσμο, τα ρεύματά του, τις προκλήσεις του και άλλο η εκκοσμίκευση, ο συσχηματισμός, η αίσθηση ότι στον κόσμο βρίσκεται η αλήθεια και ότι πρέπει να αλλάξουμε τις διδασκαλίες της πίστης, για να είμαστε ευάρεστοι. Είναι άλλο ο εντοπισμός της αμαρτίας και άλλο η κατάκριση του αμαρτωλού.

Ο απόστολος Παύλος,  γράφοντας στον επίσκοπο της Κρήτης και μαθητή του απόστολο Τίτο, του ζητά ο ίδιος να έχει την ευθύνη για να αντιμετωπίσει τον αιρετικό άνθρωπο, αυτόν που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες. Να τον συμβουλεύει μία και δύο φορές, αφού πρώτα εντοπίσει τις πλάνες του. Διότι σήμερα πολλοί θεωρούν ό,τι δεν καταλαβαίνουν πλάνη. Ό,τι γίνεται από αγάπη, χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της πίστης, πλάνη. Κι αφού ο Τίτος συμβουλέψει τον πλανώμενο, αν εκείνος δεν τον ακούσει, ο Παύλος τον προτρέπει να τον αφήσει, διότι ο αιρετικός έχει καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του, αφού δεν ακούει τον επίσκοπο, δηλαδή ην Εκκλησία, διότι όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία. Όπου η Σύνοδος, εκεί και η Εκκλησία. Κι ακόμη κι αν η Σύνοδος ή ο επίσκοπος σφάλλουν, δεν μπορούμε να φεύγουμε από την Εκκλησία ή από τον επίσκοπο, αλλά να περιμένουμε. Η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει διορθώσεις στις διδασκαλίες και επισκόπων και συνόδων. Αυτός όμως που φεύγει από την Εκκλησία ή χρησιμοποιεί, ελαφρά τη καρδία και με έπαρση τον όρο «αιρετικός», χωρίς να γνωρίζει πραγματικά αν όντως ισχύει για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται, χωρίζει την Εκκλησία, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Και η αυτοδικαίωση, όπως και η διάσπαση είναι έργα του διαβόλου.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

13 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή Δ’ Λουκά, των Αγίων Πατέρων

της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου

10/8/24

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ & Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ


«Εάν αγαπάς τη μετάνοια, να αγαπήσεις και την ησυχία. Γιατί χωρίς την ησυχία, η μετάνοια δεν εκπληρώνεται»
(άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Δύσκολη επιλογή στη ζωή μας η μετάνοια! Συνήθως, φταίνε οι άλλοι για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας. Ακόμη και τα αναγνωριζόμενα από εμάς λάθη μας δεν μας οδηγούν στην ειλικρινή απόφαση για αλλαγή. Πρόσκαιρα, όταν αντιλαμβανόμαστε κάποιες συνέπειες, αισθανόμαστε ότι πρέπει να ζητήσουμε «συγγνώμη». Στην πραγματικότητα όμως η καρδιά μας δεν είναι έτοιμη να αναλάβει ευθύνες, διότι θεωρούμε ότι θα ταπεινώσουμε τον εαυτό μας με τέτοιον τρόπο που οι άλλοι θα το εκμεταλλευτούν. Προτιμούμε λοιπόν να δείχνουμε μια μεταμέλεια, ότι ξανασκεφτήκαμε το σφάλμα μας, αλλά ότι πρέπει να μας αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Ότι οδηγηθήκαμε εκεί  χωρίς να είμαστε οι πραγματικοί φταίχτες. Ότι οι καταστάσεις είναι η αιτία και όχι οι επιλογές μας.

Ο ασκητικός λόγος μάς δίνει αφορμή να νιώσουμε ότι η μετάνοια θέλει αγάπη. Αγαπώ την μετάνοια σημαίνει ότι αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου και δεν θέλω να τον βλέπω να δικαιώνεται, χωρίς να έχει δίκιο. Στην πραγματικότητα, τα σφάλματα, οι αμαρτίες, οι αποτυχίες μας έχουν ως ρίζα έναν εαυτό, ο οποίος έχει πάθη. Έχει αγκάθια μέσα του, τα οποία δεν του επιτρέπουν να δει τη ζωή όπως είναι, αλλά τα πάντα τα βλέπει όπως θα ήθελε να είναι. Έτσι, όταν έρχεται στην επιφάνεια η πτώση, το κακό, η ήττα, δεν μπορούμε να αισθανθούμε ότι χάσαμε επειδή δεν διαλέξαμε σωστά. Πώς να αγαπήσουμε την μετάνοια ως αλλαγή νοός, τρόπου σκέψης, στάσης ζωής; Μόνο που αυτός που αγαπά την μετάνοια έχει αποφασίσει ότι δεν του χρειάζονται οι ενοχές, αλλά η καινούργια πορεία.

 Η ενοχή είναι το βάρος που φέρνουμε μέσα μας για ό,τι δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Προφανώς και οι πράξεις μας μένουν ανεξάλειπτες μέσα στον χρόνο, κάποτε και οι συνέπειές τους. Όμως μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Να αντιτάξουμε την αγάπη στο μίσος και την αδιαφορία που δείξαμε. Να κάνουμε καλό, αντί για κακό. Να ταπεινωθούμε, εκεί όπου με υπερηφάνεια θέλαμε να εξουσιάσουμε. Και τότε δεν θρονιάζεται στην ψυχή μας η ενοχή, αλλά η ελπίδα ότι υπάρχει μια χαραμάδα φωτός που θα αλλάξει τη ζωή μας, ακόμη κι αν πρέπει να πληρώσουμε το απαραίτητο τίμημα. Είναι, άλλωστε, ταπείνωση το τίμημα. Το έχουμε ανάγκη για να προσγειωνόμαστε στην αλήθεια.

Και συνεχίζει ο ασκητικός λόγος ότι η αγάπη για την μετάνοια θέλει αγάπη για την ησυχία. Ησυχία δεν είναι η αποφυγή του θορύβου μόνο. Είναι, κυρίως, η απόφασή μας να στραφούμε εντός μας, να ακούσουμε τη συνείδησή μας, να ακούσουμε τις εντολές του Θεού που μας έχουν δοθεί εξ αρχής, καθώς είμαστε εικόνες Του. Και τότε, στη γαλήνη της προσευχής,  στην ανακούφιση της ηρεμίας, στη θέα του κρυπτού της καρδίας μας ανθρώπου, μπορούμε να νικήσουμε την κυριαρχία του όποιου κακού, του λογισμού, του πειρασμού, της αίσθησης ότι δεν φταίμε εμείς ή δεν φταίμε μόνο εμείς. Όποιος ησυχάζει, αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, χωρίς να τον ενδιαφέρει τι θα κάνουν οι άλλοι. Εμπιστεύεται την καρδιά του, τα πάθη της και τα λάθη της στον Χριστό και σηκώνει τον σταυρό τού α φανερώσει εντός και εκτός του τον νέο άνθρωπο.

Αυτός που μετανοεί αληθινά, δεν μένει στα λόγια.  Προχωρά στα έργα. Χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση τη δεύτερη ευκαιρία από τους ανθρώπους, εμπιστεύεται τελικά την δεύτερη ευκαιρία του Θεού, που περιμένει και λυτρώνει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

            στο φύλλο της Τετάρτης 9 Οκτωβρίου 2024

10/6/24

LORD OF THE RINGS-RINGS OF POWER

 


Ολοκληρώθηκε ο δεύτερος κύκλος μιας εξαιρετικής σειράς, που είναι παραγωγή της Amazon. «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών-τα δαχτυλίδια της δύναμης», με σενάριο στηριγμένο κυρίως στο βιβλίο του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν «Σιλμαρίλλιον», μας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα δαχτυλίδια, με τα οποία οι άνθρωποι κατακτήθηκαν ψυχικά, για να πολεμούν μεταξύ τους, μέχρις ότου απομείνει εκείνο το ένα, το οποίο θα καταστρέψει ο Φρόντο στον  «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Η σειρά, πέρα από τα εφέ και την δυνατή παραγωγή, είναι ένα εξαιρετικό σχόλιο πάνω στη δύναμη της εξουσίας που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται παντοδύναμος. Η εξουσία στηρίζεται και τρέφει εξίσου την απληστία, την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία (κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου). Το βλέπουμε αυτό στα δαχτυλίδια του σπουδαιότερου τεχνίτη των ξωτικών Κελεμπρίμπορ, τα οποία ο άρχοντας του κακού Σάουρον έχει μολύνει με την δύναμη της περηφάνειας και της απληστίας, ώστε να ελέγχει τον νου αυτών που τα φορούνε. Έτσι, ο βασιλιάς των νάνων Ντούριν ο τρίτος, η αρχόντισσα Γκαλάντριελ, ακόμη και ο Υψηλός βασιλιάς των ξωτικών, ο ίδιος ο Κελεμπρίμπορ, αισθάνονται τη δύναμη των δαχτυλιδιών να τους κυριεύει, δίνοντας τόπο στο κακό, για να ελέγξει τη ζωή τους. Η πλοκή αυτή στην πραγματικότητα είναι μία μορφή θεολογικού σχολίου του Τόλκιν πάνω στη δύναμη των παθών. Ο Τόλκιν ήταν γνώστης της χριστιανικής παράδοσης, μαζί με έναν άλλον σπουδαίο συγγραφέα και φίλο του, τον δημιουργό των Χρονικών της Νάρνια C.S.Lewis. 

Είναι μια σειρά που αξίζει κάποιος να την παρακολουθήσει, καθώς καταφέρνει, εκτός από το θέαμα και την περιπέτεια, να προβάλλει μηνύματα στην εποχή μας. Ξαναβλέπουμε πώς ο Γκάνταλφ, ο μάγος του καλού, απέκτησε τις δυνάμεις του, όχι μέσα από την εξουσία, αλλά μέσα από την αγάπη. Πώς το κακό εξαποστέλλει τα παιδιά του, τα Ορκς, για να καταλάβει την Μέση Γη, στηριγμένο στην ασχήμια που η εξουσία χρειάζεται για να διαλύσει την ομορφιά της αγάπης και της ανθρωπιάς, σκορπίζοντας τον κόσμο σε ένα σκοτάδι αληθινά δαιμονικό. Πώς ακόμη και στο Νούμενορ, όπου οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να υπερασπιστούν στον κόσμο, εισχωρεί το μικρόβιο της εξουσίας μέσα από την δεισιδαιμονία, τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία, την απουσία σεβασμού στους θεσμούς, και αυτό το μικρόβιο καθιστά την καθημερινότητα δέσμια της τυραννίας και του ολοκληρωτισμού ενός ηγέτη, ο οποίος χρησιμοποιεί ακόμη και τη θρησκεία για να υποτάξει τον κόσμο στον εαυτό του. Κι όλα αυτά, καθώς οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν το αληθινό, να αισθανθούν ευγνώμονες σ’  αυτούς που  τους δείχνουν την οδό της κοινότητας που περιλαμβάνει όλους και όχι μόνο την ατομικότητα ή τον εθνικισμό, που δεν είναι τελικά έτοιμοι να υπερασπιστούν ακόμη και τις δικές τους ιδέες, αλλά υποκύπτουν παθητικά στον φασισμό κάθε μορφής.

                Είναι ωραίος ο μυθικός κόσμος του Τόλκιν. Μπορεί να μοιάζει παραμύθι, με μάγους, τέρατα, καταχθόνια και θαλάσσια, παραμορφωμένες ψυχές, αλλά μάς δείχνει ότι χρειαζόμαστε έναν κόσμο που να πιστεύει σε αξίες όπως η αγάπη για όλους, η θυσία, η νίκη κατά των παθών, η χρήση της τεχνολογίας με όρους ηθικής και όχι με όρους κυριαρχίας, η ελευθερία ως νίκη κατά του κακού κάθε μορφής, η ανάγκη οι ηγέτες ενός λαού να νοιάζονται για την πρόοδό του σεβόμενοι το μέτρο και τις παραδόσεις και όχι να καθοδηγούνται από την απληστία για δύναμη και δόξα. Με μια κουβέντα, η ανάγκη ο κόσμος μας να είναι φωτεινός και η ζωή μας να γίνεται έξοδος προς το φως και όχι παραμονή σε ένα σκοτάδι που υπόσχεται επιβίωση, χωρίς αγάπη κι ελευθερία. Η ευθύνη είναι και προσωπική μας.

                Αναμένουμε με ενδιαφέρον τον τρίτο κύκλο. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

6 Οκτωβρίου 2024