4/26/24

ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΥΠΗΝΤΗΣΕΝ ΑΥΤΩ Ο ΟΧΛΟΣ


 «Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον» (Ἰωάν.  12, 17-18)

«῞Ολοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ, ὅταν φώναξε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτὸ ἦρθε τὸ πλῆθος νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἐπειδὴ ἔμαθαν ὅτι αὐτὸς εἶχε κάνει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο». 

            Οι τελευταίες ημέρες της επί γης ζωής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποκαλύπτουν από όλες τις πλευρές τη στάση των ανθρώπων έναντί Του, μια στάση που δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα ούτε στους καιρούς μας. Ιδίως κατά την μεγάλη εορτή της Κυριακής των Βαΐων διαπιστώνουμε την αποθέωση κυριολεκτικά του Χριστού, χωρίς όμως αυτή να στηρίζεται στη βάση της πίστης, αλλά να είναι στη βάση της περιέργειας και του ενθουσιαστικού στοιχείου διότι ο Κύριος έκανε ένα ανήκουστο σημείο: ανέστησε εκ των νεκρών τον τεταρταίο Λάζαρο, νικώντας τη φθορά της αποσύνθεσης, επαναφέροντας στη ζωή με τρόπο που ουδείς μπορούσε να αμφισβητήσει κάποιον που όλοι ήξεραν εκ πείρας ότι είχε φύγει από τη ζωή και δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα επιστρέψει από τον τάφο.

            Η περιέργεια έκανε τον όχλο να μαζευτεί για να υποδεχτεί τον Χριστό. Ο ενθουσιασμός για το θαύμα έκανε τους πολλούς να κρατήσουν στα χέρια τους τα βαΐα των φοινίκων, σαν να υποδέχονταν ειδωλολατρικά έναν νικητή στον πόλεμο αυτοκράτορα ή στρατηγό ή έναν νικητή σε μεγάλους αθλητικούς αγώνες. Ο ενθουσιασμός κάνει τον λαό να αναφωνεί το «Ωσαννά». Ο ενθουσιασμός γεννά στις καρδιές τους δύο ελπίδες: αφού ανέστησε τον Λάζαρο από τον θάνατο, γιατί όχι και κάποιους άλλους; Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς εκείνοι. Αφού ούτε ο θάνατος μπορεί να του αντισταθεί, μήπως είναι ο Μεσσίας που ήρθε να μας ελευθερώσει από τους Ρωμαίους και να αποκαταστήσει τη δόξα του Ισραήλ; Κι έτσι ο όχλος νιώθει ότι ένα «σημείο», ένα θαύμα, ένα σημάδι είναι αυτό που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς είναι ένας ξεχωριστός προφήτης, απεσταλμένος από τον Θεό, με υπερφυσικές δυνάμεις. Κι ενώ το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου δεν ήταν ένα «σημείο» θαυματοποιού, μία επίδειξη δύναμης, αλλά ένα «σημείο» αγάπης του Χριστού για τον φίλο Του Λάζαρο, αλλά και για όλους τους ανθρώπους ότι η φιλία του Χριστού προς όλους μας γίνεται ανάσταση αρχικά από τον πνευματικό θάνατο και κατόπιν και από τον σωματικό, δηλαδή λύτρωσης από τον αιώνιο και φαινομενικά παντοδύναμο εχθρό μας, το πλήθος έμεινε στις δικές του, επιφανειακές σκέψεις, στις εντυπώσεις.

            Και οι εντυπώσεις παρέρχονται. Ο ίδιος όχλος θα μεταστρέψει την περιέργεια και τον ενθουσιασμό σε μίσος και απόρριψη. Αρκούσε μια προπαγανδιστική ώθηση από τη θρησκευτική ηγεσία και τα πάντα άλλαξαν. Ο νικητής του θανάτου έπρεπε να θανατωθεί. Αυτός που εισήλθε θριαμβευτικά στην αγία Πόλη Ιερουσαλήμ έπρεπε να εξευτελιστεί, να βασανιστεί, να παραδοθεί στους Ρωμαίους, από τους οποίους θα ελευθέρωνε τον λαό, και να γίνει μία ιταμή ομολογία ότι δεν έχουν οι Ισραηλίτες βασιλιά άλλον από τον Καίσαρα της Ρώμης.

            Οι εντυπώσεις και τα «σημεία» θριαμβεύουν και στην εποχή μας. Κάποτε, ταυτίζουμε την αλήθεια με τις πληροφορίες των αισθήσεών μας. Κάποτε, την θεωρούμε στην προοπτική του συμφέροντός μας. Κάποτε, ενθουσιαζόμαστε με την εικόνα των προσώπων, με τις ιδέες που εκφέρουν. Λησμονούμε όμως ότι οι εντυπώσεις λίγο κρατούνε. Λησμονούμε ότι ο Χριστός είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή», όχι διότι κοντά Του θα βρούμε «σημεία», θαύματα, χωρίς να αποκλείεται και αυτό, αλλά διότι ο Ίδιος ήρθε για να μας δώσει περίσσεια ζωής, την αγάπη που νικά τον θάνατο και την ανάσταση που θα κάνει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ύπαρξη να ζήσει την αιωνιότητα ως γεγονός. Γι’ αυτό και ο Χριστός μάς καλεί στην αγία πόλη της Εκκλησίας, για να κοινωνήσουμε τον Ίδιο ως Σώμα και Αίμα, να γίνουμε αγάπη και αλήθεια μέσα από τη σχέση μαζί Του, με τους αγίους, τους συνανθρώπους μας, τους πάντες.

            Δύσκολο να ξεπεράσουμε τις εντυπώσεις, όχι όμως ακατόρθωτο. Τις τελευταίες ημέρες της επί γης ζωής του Χριστού μία γυναίκα που άλειψε τα πόδια Του με μύρο, τα σκούπισε με τα μαλλιά και τα δάκρυα της, επειδή είχε αγάπη και ευγνωμοσύνη, μας έδειξε ότι ο δρόμος δεν είναι κλειστός, αλλά εξαρτάται από την επιλογή του καθενός. Θα μείνουμε άραγε στις εντυπώσεις των εθίμων και των ηθών ή θα παλέψουμε να υποδεχτούμε τον Χριστό στην προοπτική της αναζήτησης της αλήθειας που λέγεται εμπειρία της πίστης, της εμπιστοσύνης σ’ Εκείνον που μας δίδει τον Εαυτό του ως νόημα ζωής και ανάστασης; 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

28 Απριλίου 2024

Κυριακή των Βαΐων

4/23/24

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ;


 «Αυτά για τα οποία θέλεις να ζήσεις, μη διστάσεις για χάρη τους να πεθάνεις» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

Ο ασκητικός λόγος, που φέρνει στο προσκήνιο έναν λόγο ενός σπουδαίου φιλοσόφου, του Σέξτου του Εμπειρικού, δείγμα ότι η πνευματική παράδοση της πίστης μας εγκολπώνεται ό,τι πιο ξεχωριστό και δημιουργικό εκφράζει η κλασική παράδοση, μας υποδεικνύει κάτι σπουδαίο: ότι υπάρχουν αρχές, πρόσωπα, στάσεις ζωής που δεν έχει νόημα η προσωπική ζωή του καθενός χωρίς τη διαφύλαξή τους. Δεν χωρά συμβιβασμός. Αυτό δεν σημαίνει «όλα ή τίποτα» «εδώ και τώρα».  Όμως υπάρχει το «μη περαιτέρω», όταν έρχεται η ώρα που καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις για ζητήματα της ζωής που εμπεριέχουν την προσωπική μας αξιοπρέπεια. Όταν δεν υπάρχει περιθώριο ευρυχωρίας, διότι εκεί κρίνεται ο πυρήνας της προσωπικότητάς μας, όχι μόνο από τους άλλους, κυρίως από την συνείδησή μας, δεν χωρά δειλία, συμβιβασμός, «δεν βαριέσαι».

«Μη διστάσεις για χάρη τους να πεθάνεις». Μοιάζει βαρύ το δεύτερο μέρος του λόγου. Είναι όμως αυτονόητο. Χωρίς θυσία, παραίτηση από όποιο «άσε και θα δούμε», ο εαυτός μας δεν μπορεί να είναι ποτέ ο ίδιος. Θα μας τυραννά ότι δεν είπαμε το «μεγάλο ΟΧΙ» (Καβάφης). Ο άνθρωπος, όσο κι αν όλα θεωρούνται σωματοποιημένα και μηχανιστικώς λειτουργούντα στην ύπαρξη, εντούτοις έχει συνείδηση. Όχι μόνο ως «Υπερεγώ» που σπρώχνει σε ηθικοποίηση ή λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου, αλλά ως φωνή που είναι δώρο Θεού, καλλιεργούμενο από τον άνθρωπο που ανεβάζει τον πήχυ της ζωής ή, τουλάχιστον, δεν τον κατεβάζει. Γιατί η ευτυχία του ανθρώπου κρίνεται από το αν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος και ήρεμος τα βράδια. Αν η συνείδησή του τού υπενθυμίζει ότι λησμόνησε ή έσφαλε. Και το να πεθάνεις γι’ αυτά που θέλεις να ζήσεις, είναι νόημα ζωής.

Σήμερα δεν σκεφτόμαστε ότι πρέπει να πεθάνουμε, για να ζήσουμε. Θεωρούμε τη ζωή στην προοπτική του δικαιώματος να έχουμε, να φαινόμαστε, να αποκτούμε, να αλλάζουμε, να δικαιολογούμαστε, να δικαιωνόμαστε. Πελάτες ενός καταναλωτικού μηχανισμού, δεν νιώθουμε ότι χρειάζεται αγαπώντας να παραιτηθούμε από τα του βίου τερπνά, να ματώσουμε εντός μας παλεύοντας με τον παλαιό άνθρωπο, όχι γιατί αρνούμαστε τον παρόντα κόσμο, αλλά διότι έχουμε ελπίδα που συνεχίζεται στην αιωνιότητα, διότι πιστεύουμε ότι υπάρχει κάτι πιο πάνω από τον άρτο, από την επίδειξη της δικής μας δύναμης, από τα υλικά αγαθά. Υπάρχει η άρση του σταυρού.

Το ότι σήμερα η πίστη δεν είναι η προτεραιότητα της ζωής μας είναι δεδομένο. Δεν φταίει η εκκοσμίκευση. Αυτή πάντοτε υπήρχε. Δεν φταίνε ούτε οι βιοτικές μέριμνες.  Κι αυτές είναι δεδομένες. Φταίει το ότι έχουμε χάσει την δίψα για αναζήτηση. Δεν μας νοιάζει η αλήθεια, αλλά το «εγώ» μας. Και το «εγώ» πρέπει να ζήσει. Κάποτε κυνικά, με την κολακεία και προσκόλληση στους ισχυρότερους. Κάποτε με επίδειξη δύναμης. Κάποτε με την »ακαλαισθησία» (Καβάφης). Έχουμε χάσει αυτό το χτυποκάρδι για τον Χριστό και τον συνάνθρωπο. «Κι αν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί» (Λειβαδίτης). Ποιον σταυρό του άλλου να σηκώσεις τότε; Γιατί να έχουν να μας πούνε κάτι οι γιορτές της πίστης μας, ιδίως το Μεγαλοβδόμαδο, όταν αγαπούμε σχεδόν αποκλειστικά μόνο το  εγώ μας;

Ας ματώσουμε μέσα μας, για να λάβουμε Πνεύμα. Ας ματώσουμε συγχωρώντας, υπερβαίνοντας το «εγώ», χάνοντας για να κερδίσουμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 24 Απριλίου 2024

4/20/24

ΕΙΣ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΞ ΕΥΩΝΥΜΩΝ ΚΑΘΙΣΩΜΕΝ ΕΝ ΤΗ ΔΟΞΗ ΣΟΥ



“Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου” (Μάρκ. 10, 37).
“Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».

    Ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι έχουμε γίνει τόσο εγωκεντρικοί, που δεν μας νοιάζει ο διπλανός μας, πολλές φορές ούτε ο οικείος μας. Έτσι, δεν θέλουμε να μπούμε στη θέση του, να καταλάβουμε τι σκέφτεται και γιατί, ποιες δυσκολίες περνάει, ποια είναι τα άγχη και οι φόβοι του, ενώ, συχνά, ζηλεύουμε και στη χαρά του, καθότι μέσα μας λειτουργεί ένα είδος φθόνου που αρρωσταίνει καρδιές.
    Δεν είναι όμως μόνο φαινόμενο των καιρών μας η απουσία ενσυναίσθησης. Το διαπιστώνουμε αυτό με έκπληξη σε έναν από τους τελευταίους διαλόγους που είχε ο Χριστός με τους μαθητές Του, πριν πορευθεί προς το εκούσιον πάθος Του. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Ε᾽Νηστειών, βλέπουμε τον Κύριο να αναφέρει στους μαθητές Του τα σχετικά με το πάθος Του, να τους ενημερώνει ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, δηλαδή στη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού και εκείνοι θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα Τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους, οι οποίοι θα Τον κοροϊδέψουν, θα Τον μαστιγώσουν, θα Τον φτύσουν, θα Τον σκοτώσουν. Η μόνη παρήγορη αναφορά του Χριστού είναι πως την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.  Κι ενώ θα περίμενε κάποιος ότι οι μαθητές θα συγκλονίζονταν από τα προφητικά αυτά λόγια, θα στενοχωριούνταν, θα ρωτούσαν αν υπήρχε τρόπος μια τέτοια πορεία να αποφευχθεί, θα δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον Κύριο με κάθε τρόπο και την αγάπη τους, οι δύο μαθητές, οι οποίοι βρίσκονταν μαζί Του εξ αρχής και ο Κύριος τους έπαιρνε μαζί με τον Πέτρο σε δύσκολες και ωραίες στιγμές, όπως η Μεταμόρφωση και η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, έχουν ένα αίτημα να Του υποβάλουν. Όταν θα εγκαταστήσει την ένδοξη βασιλεία Του, να τους βάλει στα δεξιά και στα αριστερά Του, δηλαδή να τους έχει στην πρώτη θέση αυτής της βασιλείας, τιμώμενα πρόσωπα και εκλεκτά, συνεργάτες της απόλυτης εξουσίας και κριτές των ανθρώπων.
    Το αίτημα των μαθητών είναι ένα σημάδι ότι δεν αρκεί να είμαστε κοντά στον Θεό. Δεν αρκεί να βλέπουμε τα θαυμαστά Του. Δεν αρκεί να είμαστε βέβαιοι για την αγάπη Του, που δίνει νόημα στην πορεία μας κοντά Του, αν μέσα μας δεν έχουμε επίγνωση τι αληθινά ζητά από εμάς και δεν μπαίνουμε στη θέση Του, όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές της ζωής, αλλά και κάθε στιγμή. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας Εκείνον.
    Οι δύο μαθητές αποκαλύπτουν, άθελά τους ή ηθελημένα, ότι η έγνοια τους δεν ήταν ο Χριστός ως ο δάσκαλός τους, ο φίλος, ο οικείος, ο πατέρας, αλλά ο εαυτός τους. Δεν έφτανε η αγάπη τους για να βγούνε από το εγώ τους. Τους ενδιέφερε το δικό τους συμφέρον, με αποτέλεσμα, όταν καταλαβαίνουν ότι η επίγεια πορεία του Χριστού φτάνει προς το τέλος της, να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τα ανταλλάγματα για την άλλη πορεία, για το άλλο ξεκίνημα, τη δική τους δόξα και τιμή, αυτό που αισθάνονταν ότι δικαιούνταν επειδή στάθηκαν δίπλα Του. Απέχουν όμως πάρα πολύ από αυτό που Εκείνος ήρθε να δώσει και στους μαθητές και στον κόσμο: την προτεραιότητα του πλησίον και της αγάπης.
    Πόσο συναισθηματικά ελλιπείς ήταν οι μαθητές εκείνη την ώρα! Ανίστοιχα θα είναι και το βράδυ της αγωνίας στη Γεθσημανή. Ο Χριστός θα προσεύχεται μπροστά στο Πάθος και τον θάνατό Του κι εκείνοι θα κοιμούνται, αδυνατώντας να νιώσουν την κρισιμότητα των στιγμών, την ανάγκη κατά άνθρωπον του Χριστού να είναι δίπλα Του, να μην Τον αφήσουν μόνο Του. Ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος. Γι᾽αυτό και έχει τις ανάγκες που έχουμε όλοι μας: την αγάπη, τη στήριξη, τη φιλία, την αποδοχή. Εκείνος, επειδή μας αγαπά, θα προσπεράσει τη δική μας συναισθηματική και αντιληπτική παγωμάρα. Δεν θα μείνει στην θλίψη που προκαλεί η επίγνωση ότι δεν νοιαζόμαστε να αγαπήσουμε, αλλά μόνο να κερδίσουμε από Εκείνον. Θα συνεχίσει να μας διδάσκει, παρά την κατά άνθρωπον λύπη της καρδιάς και της ψυχής Του. Και θα μας συγχωρεί και θα μας στηρίζει.
    Όμως, η απουσία ενσυναίσθησης είναι μία μεγάλη έλλειψη της καρδιάς και της ύπαρξής μας. Αν σκεφτούμε  μάλιστα ότι και οι άλλοι δέκα μαθητές άρχισαν να αγανακτούν εναντίον του Ιακώβου και του Ιωάννη, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν εκείνοι να ζητήσουν από τον Χριστό να είναι στη θέση των αδερφών Ζεβεδαίου, καθώς κατά βάθος φαίνεται ότι η ανάδειξη, η εξουσία, η προτεραιότητα του εγώ τούς ταλαιπωρούσε κι εκείνους, και γι᾽αυτό και άφησαν τον Κύριο μόνο Του μετά τη σύλληψή Του, πλην του Ιωάννη. Γι᾽αυτό και ο Χριστός τελικά δεν τους κατακρίνει.
    Ας προβληματιστούμε κι εμείς για το έλλειμμα ενσυναίσθησης που έχουμε στη ζωή μας. Για το ότι, ενώ είμαστε χριστιανοί, δεν αφήνουμε την καρδιά μας να κατακλυστεί από αγάπη αληθινή για τον πλησίον μας, δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε χώρο για εκείνον και τις έγνοιες και τους σταυρούς του. Γιατί αν η έλλειψη ενσυναίσθηση είναι για τον άλλο, τότε είναι και για τον Χριστό. Δεν μπορούμε να περάσουμε αυθεντικά στην Μεγάλη Εβδομάδα, αν δεν δούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού μας. Αν δεν μοιραστούμε τη λύπη και τη χαρά του. Αν, τελικά, μέσα από τον άλλο στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, δεν συναντήσουμε τον Χριστό.
    Η ενσυναίσθηση ως κατανόηση του άλλου έρχεται όταν η πορεία μας είναι προσανατολισμένη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Αν τα πάντα είναι “εγώ” και συμφέρον, πόρρω απέχουμε από την αλήθεια. Κι ο κόσμος τελικά υποφέρει. Χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει νόημα. Ας το παλέψουμε.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
21 Απριλίου 2024
Κυριακή Ε᾽Νηστειών

4/18/24

ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ, ΧΑΙΡΕ Η ΜΟΝΗ ΒΛΑΣΤΗΣΑΣΑ

                 

Ο Ακάθιστος Ύμνος, εκτός από τη σύνδεσή μας με την ιστορία του Γένους μας, καθώς μας υπενθυμίζει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626 μ.Χ. και τη σωτηρία της χάρις στην θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας όλος ο λαός έψαλλε το κοντάκιο αυτό όρθιος (Ακάθιστος), είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να θυμηθούμε ότι η παράδοση δεν υπάρχει από μόνη της, εάν δεν έχει να στηριχθεί να πατήσει σε πνευματικές βάσεις. Στην περίπτωση του Ακαθίστου Ύμνου είναι το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ο ρόλος που η Υπεραγία Θεοτόκος διαδραμάτισε, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, ανεβάζει τον άνθρωπο εις ουρανόν. Σ’ αυτό το θαυμαστό μυστήριο μόνο η ποίηση μπορεί να αποδώσει την αλήθεια. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι μονοσήμαντος. Αφήνει στον αναγνώστη του να δώσει απαντήσεις. Ο καθένας μας μπορεί να πατήσει στην ιστορία και την παράδοση, να απολαύσει τη γλώσσα, κυρίως όμως το ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση είναι το «σε μένα τι έχει να πει;». Ξεκινώντας από το σύνολο, την κοινότητα, ο ύμνος αγγίζει το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τον καθέναν. Αλλιώς, είναι μία τελετουργία η οποία μένει στην επανάληψη. Στο κάλλος της συνήθειας, όχι όμως της αλλαγής μας, για την οποία είμαστε υπεύθυνοι.

                Στον κανόνα του Ύμνου ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μεταξύ άλλων, αναφωνεί προς την Παναγία: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσας. Το μήλον το εύοσομον, χαίρε η τέξασα, το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως. Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα» (Α’ Ωδή). «Χαίρε, συ που βλάστησες το τριαντάφυλλο που δεν μαραίνεται ποτέ, δηλαδή τον Κύριο. Χαίρε, συ που γέννησες το μήλο το οποίο ευωδιάζει, συ, που γέννησες Εκείνον που αποτελεί την ευωδία την οποία οσφραίνεται ο Βασιλιάς των όλων Θεός. Χαίρε, συ που δεν έλαβες πείρα γάμου, συ, που είσαι η σωτηρία του κόσμου» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

                «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα». Τι τολμηρή παρομοίωση στ’ αλήθεια! Ο Χριστός παρομοιάζεται με το τριαντάφυλλο , όχι όμως το φυσικό, αλλά το υπέρ την φύσιν, που δεν μαραίνεται ποτέ. Κακία και δόλος δεν βρέθηκε στο στόμα Του. Τα πάντα επάνω του ήταν αγάπη. Ακόμη και τα δύσκολα που έλεγε και έπραττε για κάποιους, αγάπη ήταν. Όποιος και όποια Τον πλησίαζαν, έβλεπαν το κάλλος, το οποίο ανέδυε εκ μέρους Του, κάλλος Θεϊκό. Και την ίδια στιγμή, ένιωθαν  ότι ο Θεός έστειλε Κάποιον ο Οποίος ήταν ένα με τους ανθρώπους, όχι για να κάνει επίδειξη δύναμης, αλλά για να μοιραστεί την αγάπη της ύπαρξής Του. Και δεν μαράθηκε ποτέ. Ούτε ακόμη όταν έλαβε εκούσια τον θάνατο. Διότι και πάλι αναστήθηκε, αφού κήρυξε εν Άδη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. Δεν μαραίνεται η Βασιλεία του Θεού ποτέ. Δεν σκοτίζεται το φως το αληθινό. Δεν δύει το κάλλος, ακόμη κι αν η κακία των ανθρώπων δίνει την αίσθηση ότι έκρυψε την παρουσία του Θεανθρώπινου Προσώπου. Και είναι η Παναγία η μόνη που βλάστησε την άληκτο Ζωή. Οι άνθρωποι γεννούμε παιδιά, τα οποία ακολουθούν την φυσική εξέλιξη του χρόνου και της ζωής. Τα ρόδα θα μαραθούν. Ο Χριστός είναι εις τον αιώνα χθες και σήμερον ο Αυτός.

                «Το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα». Το μοναδικό μήλο το οποίο είναι ευωδιαστό για πάντα γέννησε η Παναγία. Τα εκ της φύσεως μήλα είναι εύοσμα όσο βρίσκονται στο δέντρο. Μετα, ο χρόνος σταδιακά σβήνει την ευωδία. Ο Χριστός, ως μήλον εύοσμον, παραμένει ταυτόχρονα στο δέντρο της κοινωνίας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος και  γι’ αυτό δεν μαραίνεται ποτέ, διότι είναι Θεός, αλλά και κόβει ο Ίδιος τον εαυτό Του από το δέντρο, παραμένοντας με τρόπο μυστικό και ανερμήνευτο λογικά επάνω του, διδόμενος ως εύοσμο μήλο στους ανθρώπους, για να Τον οσφρανθούν και να μεθύσουν από τη χαρά της ευωδίας,  για να Τον γευτούν ως τροφή η οποία στηρίζει και ανακαινίζει την κουρασμένη από την αμαρτία, αλλά και τις μέριμνες της ζωής, τις ήττες και τις αποτυχίες, τις αγωνίες και τους φόβους, ύπαρξη, κι ενώ «εσθίεται», «ουδέποτε δαπανάται», δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, καθώς το μήλο γίνεται το Σώμα και το   Αίμα του, «αγιάζον τους εσθίοντας» στη θεία λειτουργία.

                «Το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως». Και αυτό το ευωδιαστό μήλο το οσφραίνεται ο Θεός, ως βασιλιάς των  όλων, διότι Αυτός το απέστειλε, αλλά και την ίδια στιγμή επάνω Του αποτυπώνονται χωρίς τέρμα οι δυνατότητες που δόθηκαν στην ανθρώπινη φύση από την αρχή της Δημιουργίας, να είναι δηλαδή εγκεντρισμένος ο άνθρωπος στο ξύλο της ζωής, της αγάπης που γίνεται αθανασία, πνευματική και σωματική, και ομοίωση κατά χάριν Θεού. Πρώτη η Παναγία γίνεται το οσφράδιο του πάντων Βασιλέως, του Υιού και Θεού της. Διότι τελικά, όπως εκείνη, έτσι κι εμείς μπορούμε να εκπληρώσουμε το νόημα της ζωής και τον προορισμό μας: να γίνουμε τέκνα Θεού. Η αμαρτία, ο πνευματικός θάνατος, το εγωτικό θέλημα μάς κάνουν να αποκοπτόμαστε από το δέντρο του Θεού και όλα επάνω μας σταδιακά φθείρονται και αποκτούν την αποφορά και την δυσοσμία του θανάτου. Όμως, η επάνοδός μας, όπως η Παναγία πρώτη, στον Θεό διά του Χριστού και της κοινωνίας μαζί Του, κάνουν όλα τα χαρίσματά μας, το πρόσωπό μας συνολικά, ως σωματοψυχική ύπαρξη, να ξαναβρίσκει την ευωδία της αγάπης και της αιωνιότητας, όπως μάς την έδωσε και συνεχώς μας την ξαναδίνει ο Χριστός.

                «Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα». Δεν έλαβε τον γάμο τον ανθρώπινο η Παναγία. Έγινε Μάνα, άνευ ανδρός. Δεν βίωσε την χαρά, αλλά και τη φθορά της ανθρώπινης σχέσης, αλλά αξιώθηκε να ζήσει τη χάρη της κοινωνίας με τον Ίδιο τον Θεό, να γίνει η Μάνα του Θεού και γι’ αυτό δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν άνθρωπο, αλλά σε όλους, είναι η Μάνα όλων μας. Δεν δοκίμασε τη φθορά που η καθημερινότητα προκαλεί σωματικά και ψυχικά στους ανθρώπους που ζούνε μαζί στο μυστήριο του γάμου, που δυσκολεύει τη χαρά της αγάπης. Δεν το χρειαζόταν. Υπερέβη την φύση. Και γι’ αυτό, με τις πρεσβείες της σώζει τον κόσμο εκ της φθοράς. Δείχνει τον Χριστό ως Εκείνον που μας βοηθά να αντέχουμε. Εκείνον που σηκώνει τις ήττες της συνήθειας και της αποτυχίας σε κάθε σχέση, για να μας αγιάσει με την αγάπη Του και να κάνει και τους άλλους άγιους κοντά μας, αρκεί να το θέλουμε και να το επιζητούμε στη ζωή και τον τρόπο της Εκκλησίας.

                Στην Εκκλησία, όλα τα της Παναγίας βιώνονται και πάλι από τον καθένα και την καθεμιά μας. Γι’ αυτό και ο Ακάθιστος Ύμνος, τελικά, είναι ένα μεγαλείο υπενθύμισης της δικής μας ανάγκης για ανακαίνιση, με μπροστάρη μας την Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό. Ας την ακολουθήσουμε στην οδό του  Χριστού! 

                π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

                19 Απριλίου 2024

                Ακάθιστος Ύμνος

4/16/24

ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΙΣ ΒΑΣΤΑ Ο ΘΕΟΣ

                 


«Όλες μας τις αδυναμίες τις βαστά ο Θεός» (Ισαάκ ο Σύρος). Ο ασκητικός λόγος είναι πραγματικά συγκλονιστικός. Ο Θεός δεν μένει στα θετικά μας, δεν χαίρεται μόνο με την πρόοδό μας, αλλά είναι δίπλα μας στα δύσκολά μας. Είναι έτοιμος να βαστάξει τις αδυναμίες μας και όχι κάποιες, αλλά όλες. Διότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σηκώσει όχι μόνο τον δικό Του σταυρό, αλλά και τους δικούς μας. Και μόνο η αγάπη είναι αυτή που βγάζει φιλότιμο, αρχοντιά, υπομονή και δύναμη ακατανίκητη.

                Ο Θεός βαστάζει τις αδυναμίες μας γιατί μας λυπάται; Αυτό κάνουμε εμείς. Επειδή αισθανόμαστε συμπόνοια και κατανόηση για τους άλλους, όπως και για τις αδυναμίες τους, κάποτε τους βοηθάμε. Ο Θεός όμως δεν λειτουργεί έτσι. Δεν ξεχωρίζει δικαίους και αδίκους, αλλά καλεί όλους να πάνε κοντά Του και να τους αναπαύσει. Προϋπόθεση να είμαστε κοπιώντες και πεφορτισμένοι, δηλαδή άνθρωποι που κουραζόμαστε από τη ζωή και λυγίζουμε, άνθρωποι που αισθανόμαστε ότι έχουμε επάνω μας βάρη, τα οποία θέλουμε να τα αφήσουμε, αφήνοντας πρώτα, κατά μέρος, τον εγωισμό εκείνον που μάς λέει ότι όλα τα μπορούμε και δεν έχουμε ανάγκη από τίποτα και κανέναν κι όταν χάσουμε, θα φταίνε οι άλλοι. Για να αφήσεις τα βάρη σου και τις αδυναμίες σου, χρειάζεται ταπείνωση. Επίγνωση ότι χωρίς τον Θεό δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ομολογία των ελλείψεών σου, της μηδαμινότητάς σου. Και Εκείνος θα σε αναπαύσει, όχι επειδή σε λυπάται, αλλά επειδή σε αγαπά. Επειδή αυτός που αγαπά ακούει τη φωνή του κουρασμένου. Αυτός που αγαπά αναζητεί τρόπο να πάρει πάνω του τα βάρη του άλλου, όχι για  να δοξαστεί, αλλά για να δείξει ότι η αγάπη όλα τα μπορεί.

                Ο Θεός βαστάζει τις αδυναμίες μας γιατί  ο Ίδιος σταυρώθηκε γι’ αυτές. Για να μας δείξει ότι πλέον δεν νικά ο θάνατος τον άνθρωπο, δεν νικά το κακό, η αμαρτία δεν είναι παντοδύναμη, αλλά η πίστη είναι η οδός που γίνεται ανάσταση και ζωή. Και όποιος πιστεύει αναζητεί τα βήματα του Θεού στην πορεία του στον κόσμο αυτό. Την πρόνοια του Θεού που δεν κλείνει την πόρτα σε όποιον την χτυπά, αλλά δίνει ευκαιρίες καινούργιας αρχής. Που κάνει και ανθρώπους που δυσκολεύουν τη ζωή μας να μας δείχνουν τελικά τα μέτρα μας, τις αντοχές μας, την ανάγκη να είμαστε ταπεινοί. Όχι για να λυγίσουμε, αλλά για να επιμείνουμε. Και ο Θεός θα βαστάξει τις λύπες, τις ήττες, τις δυσκολίες μας, για να νιώσουμε ότι η χαρά βρίσκεται στη σχέση μαζί Του και στη σχέση με τον συνάνθρωπο και όχι στην όποια αυτοδικαίωση ή επιτυχία.

                Η εποχή μας διακηρύττει ότι το πρωτείο υπάρχει στο «μόνο εγώ». Το βλέπουμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εργασία, στον κόσμο της εικόνας. Αν δεν αποδέχονται οι άλλοι την προτεραιότητά σου, χωρίς να εξετάζεις τις αδυναμίες σου, τα λάθη σου, την πνευματική σου ωφέλεια, τότε αισθάνεσαι δυστυχής. Και σπεύδει ο κόσμος να υπερασπίζεται το «μόνο εγώ», αρνούμενος και τον Θεό. «Άδικος», λένε «ο Θεός», «άδικη η ζωή». Στη δυσκολία όμως κανένα από τα ανθρώπινα έργα δεν μπορεί να υπερασπιστεί αυτόν που νικιέται. Μόνο ο Θεός μπορεί να βαστάξει τις αδυναμίες μας για να μας δείξει την αρχή που η αγάπη μπορεί να κάνει. Ας Τον εμπιστευθούμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 17 Απριλίου 2024

4/13/24

ΩΣΤΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΛΕΓΕΙΝ ΟΤΙ ΑΠΕΘΑΝΕΝ

 


«Καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη» (Μᾶρκ. 9, 26-27)

«Βγῆκε τότε τὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί. ᾿Εκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι ποὺ πολλοὶ ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι του, τὸ σήκωσε, κι αὐτὸ στάθηκε ὄρθιο». 

            Τι λείπει από τον άνθρωπο σήμερα; Η αγάπη και η έγνοια που να δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος που νικά τον θάνατο. Μα ζούμε, θα αναρωτηθούμε. Τα έχουμε όλα όσα θέλουμε. Κι ακόμη κι αν δεν τα έχουμε, αγωνιζόμαστε να τα αποκτήσουμε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η απάντηση στο νόημα της ζωής δεν είναι τα αγαθά, οι επιτυχίες, η δόξα, η αποδοχή από τους άλλους, ούτε καν η υγεία, αλλά η γνώση τι σημαίνει θάνατος και πώς μπορούμε να τον υπερβούμε. Διότι εκεί βρίσκεται το κλειδί της ύπαρξης. Οι άνθρωποι προσπαθούμε κατά βάθος να ξορκίσουμε τη φθορά και τον θάνατο, αναδεικνύοντας τον εαυτό μας, τις δυνάμεις μας, τις κατακτήσεις, τα αιτήματα, τις επιθυμίες μας. Ουδείς αρνείται ότι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Όσο κι αν προσποιούμαστε ότι τα πάντα είναι το «εγώ», κάποτε το «μόνο εγώ», εντούτοις νιώθουμε την κρυφή επιθυμία να αρέσουμε, να μας προσέχουν, να μιλούνε για μας κι ας είναι για λόγους ρηχούς, που δεν κρατάνε. Ας είναι για μία φωτογραφία που γρήγορα θα αλλάξει. Όταν δεν υπάρχει πίστη όμως, τότε το αδιέξοδο μεγαλώνει, καθώς τα χρόνια περνάνε.

            Την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει, μέσα από το ευαγγέλιο του Μάρκου, τον σεληνιαζόμενο νέο, τον πατέρα του που ζητά ένα θαύμα, πρώτα από τους μαθητές του Χριστού, και κατόπιν από τον ίδιο τον Κύριο, έναν όχλο που συντρέχει για να δει αν ο Χριστός θα γιατρέψει το παιδί, τον διάβολο που βασανίζει μια ύπαρξη που δεν φταίει προφανώς κατά άνθρωπον σε κάτι, τους μαθητές που αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι, επειδή βρίσκονται κοντά στον Ιησού και μία ομολογία ότι η πίστη δεν είναι τόσο δυνατή, μα ο Χριστός μπορεί να βοηθήσει. Και ο ευαγγελιστής καταγράφει μια λεπτομέρεια συγκλονιστική. Όταν το πονηρό πνεύμα φεύγει από τον νέο, τότε αυτός μοιάζει αναίσθητος και οι άλλοι γύρω του λένε ότι πέθανε. Ζωή για τον νέο ήταν η κίνηση προς το νερό και τη φωτιά. Ήταν η ταυτότητα που ο διάβολος του έδινε, να είναι ο σεληνιαζόμενος. Δεν είχε άλλη ζωή, δεν είχε άλλη κοινωνικότητα, μόνο ο πατέρας του τον αγαπούσε. Και τώρα που ο Χριστός τον γιατρεύει, αφαιρώντας την ταυτότητα που του έδινε ο διάβολος, ο κόσμος θεωρεί τον νέο νεκρό.

            Και τώρα ποιος θα είναι το θέαμά μας; Ποιον θα λυπόμαστε; Ποιον θα θεωρούμε καταραμένο από τον Θεό; Πώς ο πατέρας θα ζήσει; Τουλάχιστον, το είχε το παιδί στα χέρια του, είχε την έγνοια του, το αγαπούσε. Ο δήθεν θεραπευτής Ιησούς, αντί να κάνει καλό, στερώντας από το παιδί την ταυτότητα της ασθένειάς του, του πήρε και τη ζωή. Αυτή είναι η αίσθηση που έχουμε όταν ένας άνθρωπος ακολουθεί τον πολιτισμό. Ακολουθεί έναν δρόμο απόλυτης ταύτισης με το τι ζητά ο κόσμος. Αλλά, ακόμη κι όταν αποκλίνει από το επιθυμητό, κάτι θα έχουμε να σχολιάσουμε. Θα είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Κι όταν έρχεται η ώρα της ίασής του, η ώρα που θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του στα χέρια του, η ώρα που η πίστη θα τον οδηγήσει στο να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή, τότε ο άνθρωπος μοιάζει νεκρός. Πρέπει να χάσεις τα πάντα του παλαιού σου ανθρώπου, για να ξεκινήσεις από την αρχή με τον Χριστό.

            Ο Χριστός απλώνει το χέρι Του και σηκώνει τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα πλέον, που μοιάζει νεκρός. Το άγγιγμα του Χριστού είναι ανάσταση. Είναι η αρχή μιας νέας ταυτότητας πίστης και ευθύνης για τη ζωή. Τώρα ο νέος καλείται να βρει τον δικό του δρόμο, ο οποίος θα έχει πληρότητα νοήματος αν δεν λησμονήσει Αυτόν που τον ευεργέτησε, Αυτόν που του έδωσε την ευκαιρία να κάνει την καινούργια αρχή. Κι αυτή η ευκαιρία οφείλεται και στην αγάπη του πατέρα, ο οποίος αναζήτησε τον Μόνο που μπορούσε να δώσει πραγματικά την αρχή ενός νέου δρόμου στο παιδί του, τον Χριστό.

            Ο Χριστός μάς δίνει την ταυτότητα της αγάπης, της ίασης, την ελευθερία να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή. Κι ας μοιάζουμε εκείνη τη στιγμή της μετάνοιας νεκροί, εξαιτίας του ότι αφήνουμε πίσω ό,τι μας έδινε ταυτότητα μέχρι τότε. Η πίστη είναι ζωή. Η πίστη είναι νίκη κατά του γένους των δαιμόνων. Η πίστη είναι προσευχή και νηστεία. Η πίστη είναι η χαρά ότι η αγάπη δεν νικιέται. Μόνο μέσα σ’ αυτήν ο θάνατος δεν είναι ο νικητής, αλλά ο έσχατος εχθρός που θα καταργηθεί. Αφού όμως προηγηθεί η κατάργηση του πνευματικού θανάτου, αυτής της ζωής μόνο για το «εγώ» και για το «μόνο εγώ». Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Δ’ Νηστειών

4/12/24

ΠΥΡΙΜΟΡΦΟΝ ΟΧΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΧΑΙΡΕ ΔΕΣΠΟΙΝΑ


 Κατάφορτος ο Ακάθιστος Ύμνος από εικόνες που αναφέρονται στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, δοσμένες με την μεταφορά του ποιητικού λόγου που είναι μία αληθινά γλωσσική απόλαυση, αλλά, την ίδια στιγμή, μας δείχνουν ότι η ιστορία του ανθρώπινου Γένους δεν θα μπορούσε να δείξει ανώτερη έκφραση αγάπης προς τον Θεό από ό,τι έδειξε το πρόσωπο και η ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου.

«Πυρίμορφον όχημα του Λόγου, χαίρε Δέσποινα», αποκαλεί ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος την Παναγία. «Χαίρε, Δέσποινα, συ, η οποία, σαν άρμα πύρινο, δέχθηκες μέσα σου τον Λόγο του Θεού και τον μετέφερες από τον ουρανό στη γη». Η φράση αυτή «πυρίμορφον όχημα» θυμίζει το « άρμα πυρός», το πύρινο, φλεγόμενο άρμα, με το οποίο στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης ο προφήτης Ηλίας ανελήφθη προς τους ουρανούς (Δ’ Βασιλ. 2,11). «Η Θεοτόκος, ως πυρίμορφο όχημα, είχε μέσα στην κοιλία της τον Λόγο του Θεού, τον Βασιλέα του σύμπαντος» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

 Ο προφήτης Ηλίας φεύγει από τη γη, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του, που ήταν να δείξει στους ανθρώπους ότι ο Θεός είναι φωνή αύρας λεπτής, δηλαδή η πίστη δεν έρχεται από έναν Θεό που κάνει επίδειξη δύναμης με τον δυνατό άνεμο, με τη φωτιά, με τον σεισμό, παρότι κάποιες στιγμές αυτά λειτουργούν ως αφορμήσεις μετανοίας, αλλά τον Θεό τον συναντούμε με την γλυκύτητα και τη δροσιά της αγάπης, της ομορφιάς, της σιγής του νου από μάταιους λογισμούς, την ομορφιά της προσμονής, εκεί όπου υπάρχει αναζήτηση αθόρυβη. Έτσι, ο προφήτης Ηλίας θα αναληφθεί με το πυρίμορφο όχημα, ενώ θα επιστρέψει πριν ξαναέρθει ο Χριστός για την Δευτέρα Παρουσία. Η Παναγία μας όμως λειτουργεί ως πυρίμορφο όχημα, μόνο που αυτή φέρνει στον κόσμο τον Χριστό, δεν φεύγει από αυτόν, και την ίδια στιγμή μάς δείχνει ότι μόνο η καρδιά που φλέγεται από αγάπη  για τον Θεό, μπορεί να   ταξιδέψει μαζί Του.

Και συνεχίζει ο ιερός υμνογράφος, αποκαλώντας την Παναγία «έμψυχο Παράδεισο», στον οποίο «το ξύλο της ζωής», ο Χριστός βρίσκεται στη μέση του. Η γλυκύτητα των καρπών αυτού του δέντρου (του Κυρίου δηλαδή), δίδει ζωή σε εκείνους, οι οποίοι προηγουμένως είχαν υποκύψει στον θάνατο (έχοντας φάει καρπό από το άλλο δέντρο, της γνώσης του καλού και του κακού που κι αυτό ήταν εντός του Παραδείσου της Εδέμ), τώρα όμως γεύονται με πίστη τους καρπούς του ξύλου της ζωής.  Ο πρώτος Παράδεισος της Εδέμ είχε εντός του, ως κέντρο του, το «ξύλον της ζωής» (Γένεσ. 2,9). «Η Παναγία ως έμψυχος και ζων Παράδεισος, είχε εντός της κοιλίας της την αρχή και το τέλος και το κέντρο των πάντων, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι όντως το ‘’ξύλον της ζωής’’ και δίδει ζωή απείρως καλύτερη και ανώτερη εκείνης την οποία έδιδε το δέντρο του Παραδείσου της Εδέμ. Ο ‘’γλυκασμός ‘’ των καρπών του δέντρου αυτού, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ανασταίνει και ζωοποιεί όλους εκείνους που θανάτωσε η αμαρτία» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

Δύο ήταν τα δέντρα του Παραδείσου. Το ένα ήταν «το ξύλον της ζωής», αυτό δηλαδή που θα έδινε στους ανθρώπους την αθανασία. Το άλλο ήταν το «ξύλον της γνώσεως» του καλού και του κακού. Το ένα δέντρο ήταν της αγάπης και της αιωνιότητας. Το άλλο ήταν της ελευθερίας, στην οποία οι άνθρωποι καλούνταν και καλούνται να δοκιμάζονται, να  μένουν δηλαδή κοντά στον Θεό επειδή το θέλουν και επειδή ζητούν να είναι μαζί Του κατά χάριν αθάνατοι, κατά χάριν παιδιά αγάπης και αφθαρσίας. Οι άνθρωποι διάλεξαν να είναι μακριά από τον Θεό. Η Παναγία γεννά τον Χριστό, ο Οποίος γίνεται το «ξύλον της ζωής» για όσους πιστεύουν. Γίνεται Αυτός που διά ης κοινωνίας μαζί Του οι άνθρωποι γευόμαστε τον γλυκασμό της αιώνιας ζωής και αφθαρσίας, δένουμε την ελευθερία μας με την αγάπη στη ζωή της Εκκλησίας και νικούμε τον θάνατο, τόσο τον πνευματικό διά της μετανοίας και της αγάπης, όσο και τον σωματικό, διά της αναστάσεως.

Γι’ αυτό και η χαρά μας είναι μεγάλη για το πρόσωπο της Παναγίας. Γι’ αυτό και εκείνη μας δίνει ζωή, την όντως Ζωή. Έτσι, κατ’  αυτήν την ευλογημένη περίοδο, ενθυμούμενοι τη δική της παρουσία και απευθυνόμενοι σ’ αυτήν διά του «Χαίρε», ανεβαίνουμε προς τον ουρανό, νικάμε το κακό, γευόμαστε τη χαρά του Χριστού. Ας εμποτιστούμε με αυτό το ήθος κάθε στιγμή της ζωής μας και Εκείνη θα είναι η πρέσβειρα και βοηθός μας!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Παρασκευή, 12 Απριλίου 2024

Δ’ Χαιρετισμοί