3/16/24

ΡΑΒΔΟΣ Η ΜΥΣΤΙΚΗ

 


Σε χρόνους στους οποίους δεσπόζει η λύπη, ενώ η χαρά ταυτίζεται με την ευχαρίστηση που νιώθει ο άνθρωπος από την ικανοποίηση των επιθυμιών του, η Εκκλησία επιμένει, προβάλλοντας το  πρόσωπο της Παναγίας, να μιλά για εκείνο το πρόσωπο διά του οποίου η χαρά εξέλαμψε στον κόσμο, διότι η Παναγία είπε το μεγάλο ΝΑΙ στην κλήση του Θεού να εκπροσωπήσει την ανθρωπότητα στο μυστήριο της ενανθρώπησης του Μονογενούς Υιού και Λόγου του. Και είναι αυτό το γεγονός το βαθύτερο και ουσιαστικότερο νόημα της χαράς την οποία οι άνθρωποι επιζητούμε. Δεν είναι κατάσταση η χαρά, αλλά πρόσωπο. Δεν είναι αποτέλεσμα η χαρά, αλλά κοινωνία με Αυτόν που είναι η χαρά. Δεν χαιρόμαστε επειδή πετυχαίνουμε έναν σκοπό, επειδή βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, επειδή οι άλλοι αναγνωρίζουν τις επιτυχίες και την πρόοδό μας, αλλά χαιρόμαστε επειδή συναντούμε στην ζωή μας Αυτόν που η παρουσία Του είναι η εμπειρία της χαράς. Μας αγαπά ο Θεός και γι'  αυτό έγινε άνθρωπος. Μας αγαπά ο Θεός, ακόμη και στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής μας, ακόμη κι εκεί που νιώθουμε απελπισία. Μας αγαπά ο Θεός, παρότι εμείς αμαρτάνουμε, αποτυγχάνουμε να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του, αδιαφορούμε για τις εντολές Του ή τις προσαρμόζουμε στα δικά μας θέλω, τηρώντας αυτές που μοιάζουν εύκολες και αρνούμενοι τα σημαντικότερα, την αγάπη για Εκείνον και τον πλησίον, την συγχώρηση, την έξοδο από την προτεραιότητα του "εγώ", την συνάντηση με Εκείνον και τον πλησίον στην Εκκλησία.

                Και ήταν η Παναγία πρώτη εκείνη που βίωσε την κοινωνία με την πάντων χαρά, τον Χριστό ως την αλήθεια και ζωή. Και έκανε να σβήσει μία κατάρα την οποία ζούσε και ζει η ανθρωπότητα: αυτή της αυτοθέωσης, της χρήσης του μεγάλου δώρου που έχουμε όλοι οι άνθρωποι ως εικόνες του Θεού στις ψυχές μας, την ελευθερία, όχι για να συναντούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο, να μοιραζόμαστε την αγάπη, να συμπορευόμαστε με ταπεινότητα και υπομονή, αλλά για να υποτάσσουμε, να εξουσιάζουμε, να χρησιμοποιούμε, να αυτοδικαιωνόμαστε, να εκπληρώνουμε το θέλημά μας και μόνο αυτό, καταστάσεις που γεννούν θάνατο και καθιστούν την όποια χαρά εντελώς πρόσκαιρη. Αυτή η κατάρα που συνοδεύει την ανθρωπότητα από την αρχή της εμφάνισής της στην γη, ακριβώς διότι πλασθήκαμε ελεύθεροι ακόμη και να βάζουμε τον εαυτό μας στην θέση του Θεού, διαλύεται, εκλείπει χάρις στο πρόσωπο της Παναγίας.  Διότι εκείνη, εκπροσωπώντας πάλι όλη την ανθρωπότητα, έρχεται να δείξει σε όλους μας ότι είναι εφικτό να υπακούσουμε, να ταπεινωθούμε, να μην κρυφτούμε μπροστά στον Θεό, αλλά να αφεθούμε στην αγάπη Του και στις εντολές Του με όλη μας την καρδιά.

    Το βιβλίο αυτό είναι μία καταγραφή σκέψεων, ομιλιών, προσεγγίσεων του προσώπου της Παναγίας μέσα από την ακολουθία των Χαιρετισμών, καθόλη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Είναι ένα βιβλίο αγάπης προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Μάνας εν ουρανώ για όλες και όλους. Είναι ένα βιβλίο χαράς, την οποία θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας. Χαρά διότι ο Θεός μας αγαπά. Χαρά διότι ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος διά μέσου της Παναγίας, της δικής μας εκπροσώπου σ' Αυτόν. Είναι ένα βιβλίο που θέλει να μιλήσει για την επικαιρότητα του προσώπου της Θεοτόκου στους καιρούς μας, να παρουσιάσει τα μηνύματά της με ένα λόγο όσο το δυνατόν πιο σύγχρονο. Ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσευχόμαστε να βοηθήσει τον αναγνώστη να νιώσει λίγη από αυτή τη χαρά που εμείς νιώθουμε κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά στην εικόνα της, στον ναό των Αγίων Πάντων και αλλού, για να βγει μέσα από την ψυχή μας το "Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε", το "Χαίρε η Μήτηρ της Ζωής", "Χαίρε η Μήτηρ όλων μας". Και την παρακαλούμε να μη μας απορρίψει, να μη μας λησμονήσει, πάντοτε να μας έχει στην προσευχή της. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

16 Μαρτίου 2024

ΟΥΔΕ Ο ΠΑΤΗΡ ΥΜΩΝ ΑΦΗΣΕΙ


 «Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 14)

«῍Αν δὲν συγχωρήσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας παραπτώματα». 

            Δεν είναι τυχαίες οι επισημάνσεις του Χριστού στην επί του Όρους ομιλία, τις οποίες μάς υπενθυμίζει η Εκκλησία εν όψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς ακούγονται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Τυρινής.

            Πρώτον, μας υπενθυμίζει ο Χριστός ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας. Σε κάθε περίοδο, ιδιαιτέρως όμως κατ’ αυτήν της άσκησης, της ηθελημένης δηλαδή παραίτησης από το δικαίωμα κατανάλωσης κάθε τροφής και της επιλογής με τον τρόπο της Εκκλησίας, της υπακοής δηλαδή σε μια αρχή που είναι πιο πάνω από το «εγώ», τόσο το ατομικό όσο και το κοινωνικό, καλούμαστε να μη λησμονήσουμε ότι όλος ο αγώνας της ζωής γίνεται διότι έχουμε Πατέρα εν ουρανοίς. Ο Πατέρας δεν είναι ο αφέντης εξουσιαστής, αλλά Εκείνος που μας υπενθυμίζει ότι η ζωή έχει όρια. Μας υπενθυμίζει ότι η αγκαλιά Του είναι ανοιχτή. Ότι όσο κι αν μέσα μας το θέλημά μας μάς λέει ότι έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε, να επιλέξουμε, να παραβιάσουμε, να αρνηθούμε, εντούτοις  Εκείνος είναι παρών και περιμένει και την μετάνοιά μας. Και όχι μόνο. Περιμένει την απόφασή μας να είμαστε παιδιά Του στην πράξη. Διότι η ζωή της Εκκλησίας είναι μία συνεχής πρόσκληση αποδοχής της υιότητας, της αναγνώρισης της πατρότητας, της εμπιστοσύνης στον Πατέρα. Και ιδίως κατ’ αυτήν την περίοδο, το ζήτημα της ελευθερίας μας είναι κομβικό. Δεν είναι η Σαρακοστή εξαναγκασμός, ούτε «πρέπει». Παλεύουμε στο πνευματικό σκοτάδι των καιρών, διότι έχουμε Πατέρα και θέλουμε να επιστρέφουμε σ’ Αυτόν.

            Δεύτερον, μας υπενθυμίζει ο Χριστός ότι η σχέση μας με τον Θεό ως Πατέρα περνά μέσα από τους ανθρώπους. Από την μία μάς καλεί να συγχωρέσουμε όσους μας οφείλουν και από την άλλη η νηστεία μας να μην γίνεται προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Μας καλεί ο Χριστός να κοιτάξουμε εντός μας, να ξαναδούμε τις σχέσεις μας με τους άλλους, να δούμε ποιοι μας πλήγωσαν και σε ποιους η καρδιά μας έχει ψυχρότητα και να κάνουμε το μεγάλο βήμα να αφήσουμε ό,τι μας χωρίζει πίσω, ανεξαρτήτως της ανταπόκρισης  των άλλων, ανεξαρτήτως του κατά πόσον έχουμε δίκιο, περισσότερο ή λιγότερο. Μπορεί αυτό να είναι επώδυνο. Είναι όμως αυθεντική απόδειξη ότι γνωρίζουμε τι θέλει και τι πρόκειται να κάνει ο Θεός ως Πατέρας. Ζητά από εμάς τη δική Του συνέπεια, τον δικό Του τρόπο. Εκείνος δεν κρατά σε κανέναν καμία οφειλή. Το ίδιο θέλει και από εμάς. Να είμαστε έτοιμοι να ξαναχτίσουμε σχέσεις ή, τουλάχιστον, να μπορούμε να συνυπάρξουμε τόσο εσωτερικά, στην καρδιά μας, όσο και εξωτερικά, στην καθημερινότητά μας, με όσους μας πλήγωσαν. Είναι ασήμαντη η οφειλή, μπροστά στην αγάπη. Και ο Χριστός ζητά από εμάς να μη λησμονούμε ότι στο όριο της ζωής μας που είναι ο θάνατος, θα επέλθει η δικαιοσύνη της φανέρωσης και των δικών μας οφλημάτων, για τα οποία θα θέλουμε άφεση. Ας μην μείνουμε λοιπόν εγκλωβισμένοι στο τι ζητάμε, αλλά ας κάνουμε το βήμα του τι δίνουμε.

 Όμως και η νηστεία δεν πρέπει να γίνεται για να μας επιδοκιμάσουν οι άνθρωποι. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η απόφαση του νηστεύοντος να κάνει τη νηστεία για να δοξαστεί από τους άλλους και όχι για να βρει τα όριά του, ό,τι τον χωρίζει από τον Πατέρα. Υπακούει στην ανθρωπαρέσκεια και όχι στην Εκκλησία που του ζητά την ταπεινοσύνη. Καμία σχέση, ούτε με τον Θεό ούτε με τους ανθρώπους, δεν θα προχωρήσει αυθεντικά αν η δική μας επίδειξη είναι το κίνητρο.

            Τέλος, ο Χριστός μας υπενθυμίζει ότι κέντρο της ζωής μας είναι η καρδιά μας. Όπου ανήκει η καρδιά μας, στον θησαυρό που έχουμε επιλέξει, εκεί είναι και το νόημα της ζωής μας, εκεί κρινόμαστε. Κι αυτή η περίοδος της Σαρακοστής είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να δούμε ποιος είναι ο θησαυρός μας και πού βρίσκεται η καρδιά μας. Είναι τα επίγεια, αγαθά, δόξα, απολαύσεις, εγωκεντρισμός, αίσθηση ότι δεν υπάρχει ουρανός, παράδοση στην κατά βάθος ματαιότητα ή η καρδιά μας γυρίζει στην αγάπη, στο μοίρασμα, στη συγχώρεση, στην αναζήτηση του Θεού και του πλησίον; Η ζωή της Εκκλησίας, βάζοντάς μας τα όρια που είναι δοκιμασμένα στους αιώνες χάρις στην παράδοσή μας, μάς δείχνει τον δρόμο που αναδεικνύει την μοναδική αξία της ύπαρξης, η οποία δεν μένει στο παρόν, αλλά ζητά ουρανό!

            Καλόν αγώνα, καλό στάδιο, καλή Σαρακοστή! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός  

17 Μαρτίου 2024

Κυριακή της Τυρινής

3/13/24

ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

 


«Όπως ακριβώς από τη γαστριμαργία γεννιέται η ταραχή των λογισμών, έτσι και από την πολυλογία και την αταξία των συναναστροφών γεννιέται η άγνοια και η σύγχυση του νου» (Αββάς Ισαάκ ο Σύρος)

              Η νηστεία είναι ένα μεγάλο δώρο της πίστης στον άνθρωπο. Δεν είναι σκοπός της χριστιανικής ζωής, αλλά μέσο. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη διατροφή. Είναι πολύπλευρη προσπάθεια να δούμε τι μας χωρίζει από τον Θεό και τον πλησίον, τι μας κάνει να ξεχνούμε την αλήθεια της ζωής, όπως επίσης και ποιο είναι το τελικό της νόημα. Η νηστεία είναι συστατικό στοιχείο της χριστιανικής μας ταυτότητας, διότι ανοίγει τον δρόμο να επανεκτιμήσουμε τις προτεραιότητές μας.

           Η ασκητική μας παράδοση μάς υπενθυμίζει ότι η γαστριμαργία γεννά την ταραχή των λογισμών. Αυτός που λαιμαργεί, που δεν χορταίνει με την τροφή, αλλά ζητά να δοκιμάσει κι άλλα και σε ποσότητα και σε είδος, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να αυτοσυγκρατηθεί και σε άλλες ηδονές. Ο λογισμός του τον οδηγεί στο να αναζητεί συνεχώς το καινούργιο, όχι όμως στη γνώση, στην αλήθεια, στην ομορφιά, αλλά στην παχύτητα των αισθήσεων. Και την ίδια στιγμή, όταν δεν έχεις μέτρο στην τροφή, δύσκολα θα έχεις μέτρο σε άλλες καταστάσεις της ζωής που απαιτούν όρια. Θα χαίρεσαι και θα απογοητεύεσαι άμετρα. Θα είναι η τροφή ως βουλιμία η παρηγοριά σου. Και θα μένεις στην προσκόλληση στα γήινα. Γι’ αυτό και η νηστεία είναι ένας τρόπος που σε οδηγεί στον δρόμο της υπέρβασης των επιθυμιών που σε κρατούνε στο εδώ. Με τη νηστεία οξύνεται ο νους. Όντας σε εγρήγορση, καταλαβαίνει τι του λείπει. Και μπορεί να τιθασεύσει τον λογισμό, ώστε να μην ταράσσει την ψυχή.

                Η ασκητική μας παράδοση πάλι, μας υπενθυμίζει ότι χρειάζεται νηστεία και στη γλώσσα. Η πολυλογία φέρνει κατάκριση. Φέρνει αδυναμία να ξεχωρίσεις τι χρειάζεται να πεις και τι όχι και έτσι κινδυνεύεις να πληγώσεις, να προσβάλεις, να κάνεις τους άλλους να πονέσουν. Και όλα αυτά μπορεί εύκολα να γυρίσουν επάνω σου. Η πολυλογία φέρνει αισχρολογία. Φέρνει καύχηση, καθώς, συνήθως, μιλάς για τον εαυτό σου. Δεν σ’ αφήνει ν’ ακούσεις τους άλλους. Σε κρατά στις βεβαιότητές σου, διότι όταν τα πάντα γυρίζουν γύρω από σένα, καθώς μπορείς να τα υπερασπιστείς με την ευφράδειά σου ή την ταχύτητα που μιλάς, τότε δεν έχεις περιθώριο για αυτοκριτική. Η νηστεία των λόγων είναι έξοδος προς την αλήθεια. Διότι η σιωπή, όταν συνδυαστεί με την προσευχή, ελκύει  τη χάρη του Θεού.

                Τέλος, η ασκητική μας παράδοση μάς μιλά και για την αταξία των συναναστροφών. Αυτό σε μια εποχή μοναξιάς μπορεί να ιδωθεί στην προοπτική και των διαδικτυακών συναναστροφών. Κάνουμε παρέα συχνά με ανθρώπους οι οποίοι δεν μας οδηγούν στο να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας ή να αλλάξουμε για να δείξουμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαδικτυακές περιηγήσεις, όπου βγάζουμε τοξικότητα, δυσκολευόμαστε να κρίνουμε διότι δεν έχουμε όλα τα δεδομένα, αργολογούμε και αργοσχολούμε. Η νηστεία είναι μία ωραία ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε τον εαυτό μας στις σχέσεις μας και να δούμε πώς μπορούμε να βρούμε τρόπους αγάπης και αλήθειας.

                Η Εκκλησία μας δείχνει, μέσω της πολύπλευρης νηστείας, την αξία της αγάπης προς τον Θεό, διότι δική Του εντολή είναι. Ας παλέψουμε στην οδό της. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 13 Μαρτίου 2024

3/9/24

ΟΤΑΝ ΕΛΘΗ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΝ ΤΗ ΔΟΞΗ ΑΥΤΟΥ


«Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων»
(Ματθ.  25, 31-33)

«Ὅταν θά ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλη του τὴν δόξα καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ στὸν θρόνο  τῆς δόξης του καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ θα τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του». 

            Ο καημός του ανθρώπου είναι η βεβαιότητα του θανάτου. Είναι η πληγή που μας συνοδεύει από την αρχή της ζωής μας, όταν βγαίνουμε από την μήτρα της μάνας μας και αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει μ’ αυτήν, διότι τότε είναι ο πρώτος θάνατος, καθώς χωρίζουμε από το έτοιμο της ζωής και καλούμαστε να το διεκδικήσουμε. Στην μήτρα της μάνας μας δεν είμαστε ανήμποροι, αλλά βασιλιάδες. Όλα μάς δίδονται. Γι’ αυτό και η έξοδός μας απ’ αυτήν συνοδεύεται από το πρώτο κλάμα, όχι μόνο για να ανοίξουν τα πνευμόνια μας, αλλά και γιατί δεν γνωρίζουμε τι μας περιμένει. Κάθε φορά που αλλάζουμε επίπεδο στη ζωή μας, ένας θάνατος έρχεται. Ο θάνατος του απογαλακτισμού. Ο θάνατος της παιδικότητας μέσα στην εφηβεία.  Ο θάνατος του δεσμού με την οικογένεια, όταν φεύγουμε να σπουδάσουμε, όταν βρίσκουμε δικό μας σπίτι, όταν κάνουμε τη δική μας οικογένεια. Και με τη σειρά μας, θα ζήσουμε τον ίδιο κύκλο με τα παιδιά μας πρωταγωνιστές. Αυτοί οι θάνατοι βεβαίως κρατάνε μέσα τους ζωή. Διότι κι εμείς συνεχίζουμε να παλεύουμε, αλλά και οι άλλοι που φεύγουν από εμάς. Μπορεί να πονάμε για τον θάνατο ενός έρωτα. Όμως, ακόμη και τότε, υπάρχει ελπίδα, της καινούργιας αρχής.

            Ο θάνατος όμως του ανθρώπου μοιάζει με ένα γεγονός οριστικό, τόσο γι’ αυτόν που τον ζει όσο και για εκείνους που μένουν πίσω. Η διακοπή της κίνησης της ύπαρξης, κατεξοχήν σημάδι του θανάτου, που συνεπάγεται την διακοπή της επικοινωνίας, της απάντησης στα ερεθίσματα του κόσμου και των ανθρώπων, είναι ένα γεγονός δραματικό, το οποίο συνοδεύεται από ένα αίσθημα ματαιότητας, λύπης, αγιάτρευτου πόνου. Και τώρα, τι; Υπάρχει κάτι; Υπάρχει Κάποιος; Τι μέλλει γενέσθαι; Γι’ αυτό και ακόμη και όποιος υποφέρει πολύ  από κάποια ασθένεια του σώματος, εντούτοις δεν το βάζει κάτω. Το παλεύει μέχρι τέλους, εκτός αν η ιδεολογία του και η απελπισία του τον κάνουν να ζητά ευθανασία.

            Η Εκκλησία έρχεται από την αρχή της ορατής παρουσίας της στον κόσμο αυτό, όπως φαίνεται από την Πεντηκοστή και πέρα, να δώσει την απάντηση της ανάστασης του Χριστού και την προσδοκία της δικής μας ανάστασης, όπως ο Χριστός ξεκάθαρα μάς υπέμνησε με τη διδασκαλία του στο Ευαγγέλιο. Μας λέει η Εκκλησία ότι ο θάνατος δεν είναι τέρμα, αλλά Πάσχα, πέρασμα. Μας καλεί, ακόμη και στους μικρούς ή μεγάλους θανάτους της ζωής να αντιτάξουμε την ελπίδα της κοινωνίας με τον Χριστό, αλλά και της προσδοκίας της ανάστασης των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Υιός του ανθρώπου θα είναι ο Χριστός πάντοτε. Δηλαδή η θεία φύση Του θα είναι ενωμένη με την ανθρώπινη. Θα είναι εν δόξη, αδιαμφισβήτητο το φως Του και ακατανίκητο. Θα είναι ο βασιλιάς, δηλαδή Εκείνος που θα έχει την εξουσία να κρίνει τον κόσμο, να ορίσει πώς θα προχωρήσει. Και θα μεταμορφώσει τον κόσμο από το πρόσκαιρο στο αιώνιο, καταργώντας τον έσχατο εχθρό μας που είναι ο θάνατος, μαζί με τη φθορά και το κακό. Θα μας δώσει πίσω τα σώματά μας, που θα είναι πνευματικά, στην ακμή του κάλλους και της ρώμης μας, είτε φτάσαμε είτε όχι, και θα μας καλέσει να ταξιδέψουμε στην αιωνιότητα, μαζί Του ή χώρια Του. Και το κριτήριο είναι ένα: η αγάπη.

            Η Κυριακή των Απόκρεω είναι η υπενθύμιση από την πλευρά της Εκκλησίας ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής μας. Δεν είναι το μεγάλο άγνωστο ή το μεγάλο τίποτα, όπως ο σύγχρονος κόσμος θέλει να πιστεύει. Είναι η συνάντηση με το πρόσωπο του Χριστού, με τα πρόσωπα των αγίων, με τα πρόσωπα των συνανθρώπων μας που θα αναγνωριστούμε μεταξύ μας, εφόσον διαλέξαμε σ’ αυτή τη ζωή την αγάπη ως τρόπο. Την αγάπη στο πιάτο της ελεημοσύνης. Την αγάπη στο ποτήρι με το νερό. Την αγάπη στο ρούχο που δώσαμε. Την αγάπη στον ξένο, τον άγνωστο, τον διαφορετικό που δεν αφήσαμε μόνο του. Την αγάπη στον ασθενή που επισκεφθήκαμε. Την αγάπη στον φυλακισμένο, στον περιθωριακό, στον απόβλητο. Η αγάπη ανοίγει την καρδιά. Ανοίγει τα μάτια του νου και της καρδιάς και κάνει την ύπαρξη φωτεινή, ζεστή, ελπιδοφόρα. Και μας κάνει να είμαστε έτοιμοι, λέγοντας το μεγάλο ΝΑΙ σ’ Εκείνον που είναι η Αγάπη να ζήσουμε την μέλλουσα κρίση ως χαρά. Αλλιώς, μας περιμένει το σκοτάδι και η μοναξιά, η φωτιά που θα κατακαίει τον διάβολο και όσους δεν αγάπησαν, διότι θα είναι το σημάδι της απελπισίας και της ερημιάς, των παθών που δεν θα μπορούν να εκπληρωθούν.

            Στο κρεσέντο της κακίας, της απόρριψης, των παθών που βαφτίζονται δικαιώματα πρέπει να αντέξουμε στην αγάπη. Να μη νικηθούμε από τα δίκια μας, από την αίσθηση ότι εμείς και μόνο εμείς γνωρίζουμε.  Να συγχωρέσουμε όσους μας πληγώνουν. Όσους μας κάνουν να νιώθουμε τους θανάτους, πέρα από τον κύκλο της ζωής. Και να ξεκινάμε από την αρχή ελπίζοντας για μας και για τους οικείους μας, όπως και για όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι μαζί μας και μέσα από την αγάπη Του θα νικήσουμε, προσδοκώντας την ανάσταση. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

10 Μαρτίου 2024

Κυριακή των Απόκρεω

 

 

3/7/24

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


 Δυο φορές τον χρόνο ιδιαίτερα η μνήμη μού υπενθυμίζει αυτούς που έφυγαν.

 Κάθε φορά που σαν παπάς παίρνω τα ψυχοχάρτια, μπροστά στα πιάτα με τα κόλλυβα, ο νους μου πάει πρώτα στον πατέρα μου που μ’ έφερε στον κόσμο, πάλεψε για να με μεγαλώσει με τον τρόπο και τις αρχές που ένιωθε ότι είχε μέσα του να μου μεταδώσει, τις χαρές και τις λύπες που έζησα κοντά του, το πείσμα για ζωή, το παιχνίδι και τις συζητήσεις, αλλά και την αγάπη που άλλοτε ήξερε και άλλοτε δεν ήξερε πώς να φανερώσει, μα που τη ένιωθες ότι την είχε και σου την έδινε. Τη θυσία του να παλεύει με τη μοναξιά, για να μην ταλαιπωρηθούμε. Το όνειρο της ησυχίας στην παραλία της αγαπημένης του πόλης, την αίσθηση ότι δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος.  

Πάει στους παππούδες και τις γιαγιάδες, εκφραστές ενός κόσμου που έδυσε ανεπιστρεπτί. Ο ένας προτίμησε να ζήσει τη ζωή του με φτώχεια, αλλά και περηφάνεια, χωρίς να υποκύψει στη δύναμη του χρήματος και σ’ αυτό που ο ίδιος πίστευε ότι δεν ήταν ηθικό. Ο άλλος ένας απλός άνθρωπος, υπομονετικός, προσευχητικός, ταπεινός και πράος, ένα ζωντανό παράδειγμα λαϊκής ευσέβειας και αγάπης, που ακόμα κι όταν μέσα σου έλεγες «γιατί δεν μιλάς; πώς αντέχεις;», ένιωθες ότι ήταν η αγάπη και η πίστη που τον κρατούσαν. Η μία που  δεν την πρόλαβες πολύ. Μια αγκαλιά όμως ήταν κι αυτό ίσως φτάνει. Η άλλη πάλι αυστηρή, κουμανταδόρα, τη σκιαζόσουνα, μα και την ίδια στιγμή με έγνοια να μη λείψει τίποτα, αρχόντισσα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.  

 Ο νους μου πάει στους πνευματικούς μου πατέρες, εκείνον τον σπουδαίο ιεραπόστολο, που κάθε Σάββατο μας έκανε κατηχητικό, τραγουδούσε μαζί μας, μας έλεγε ιστορίες, κάποτε με αυστηρότητα και με βλέμμα που σε έκανε να μαζεύεσαι, κάποτε όμως με εκείνον τον γλυκό τρόπο που η φωνή του σου έδειχνε ότι η πίστη είναι το κλειδί και πάντα με την συγχωρητικότητα που σε έκανε να φεύγεις από κοντά του ανακουφισμένος. Σ’ εκείνον τον απλό γέροντα που η εξομολόγηση κοντά του ήταν η αφήγηση μιας ιστορίας ζωής, που το σημείο του σταυρού στην ευχή σε έκανε να νιώθεις ότι ακόμα κι αν έχεις δρόμο να ανεβείς, η αγάπη του Θεού σε συντροφεύει και σου δίνει δύναμη. Αργότερα, τον μεγάλο Αρχιεπίσκοπο των καρδιών μας, με τον οποίο ένιωθες ότι γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, αποκτούσες όραμα, δεν σε έπαιρνε να επαναπαυτείς, ότι ήθελες να κάνεις κι άλλα για να φέρεις ανθρώπους στον Θεό κοντά του, ότι εκείνος ήταν ο ηγέτης κι εμείς τα παλικάρια του, όσοι τον ακολουθούσαμε με ένα μεράκι, μια χαρά που σε ενθουσίαζε.

Στους δασκάλους μου. Τον μεσήλικα αυστηρό, αλλά και οργανωτικό, πειθαρχημένο, που μάλωνε, αλλά σου μάθαινε γράμματα με τάξη και σειρά και καλλιεργούσε ένα πνεύμα όμορφου συναγωνισμού. Κάποιους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο που έμοιαζαν παλαιάς σχολής, αλλά είχαν γνώση και έμπνευση, μεθοδικότητα και ουσία. Ξέρανε γράμματα, το ένιωθες. Είχαν κάποτε και την αίσθηση του από καθέδρας. Οι πιο πολλοί όμως το άξιζαν. Ιδίως εκείνος της λογοτεχνίας, που σε έσπρωχνε να διαβάσεις βιβλία, ποίηση και μυθιστορήματα, γιατί η γνώση δεν είναι μόνο γραμματολογικοί πίνακες ή οι απόψεις των άλλων για τη λογοτεχνία, αλλά το δικό σου ταξίδι. Ιδίως εκείνος της Παιδαγωγικής που σε ταξίδευε στους φιλοσόφους, τον αγαπημένο του Νίτσε, τους αρχαίους, τον Σεφέρη, τον μέγα Σολωμό και κοντά του ένιωθες πως η γνώση και η διδαχή είναι φως. Κι ας μην πίστευε.

Όλες και όλους εκείνους που συνάντησες στη ζωή σου, συγγενείς και φίλους, αδιάφορους και εχθρούς, παιδιά, νέους, μεγάλους,  τους αεροπόρους που έχασαν τη ζωή τους στις φωτιές και στις ασκήσεις, το κοριτσάκι του τροχαίου, τη μάνα που έφυγε από καρκίνο, τον συνάδελφο που έφυγε μέσα στη νύχτα αφήνοντας ένα κάρο μυστικά πίσω του, τον άγιο και τον αμαρτωλό, αυτούς που εξομολόγησες, αυτούς που σε συντρόφεψαν στα δικά σου ταξίδια και οράματα με την απλότητα και την αγάπη τους και τη ζεστή τους καρδιά, «ων ουκ έστι αριθμός».

Διαβάζοντας τα ονόματα κι εκείνων και των άλλων ανθρώπων που δεν τους γνώρισες, νιώθεις εκείνη τη στιγμή ότι οι άνθρωποι είμαστε ένα. Ο καθένας έχει τη ζωή και την ιστορία του. Όμως, τα ονόματά μας μπορεί να τα ενώνει ο θάνατος, αλλά τα ενώνει και κάτι πιο δυνατό από τον θάνατο: η προσδοκία της Ανάστασης. Ότι δεν χαθήκαμε επειδή έσβησε η πνοή μας. Επειδή λίγοι μας θυμούνται. Επειδή το σώμα μας αναπαύεται στη δική του ήρεμη φωλιά, δυο μέτρα κάτω από τη γη. Η ψυχή μας συνεχίζει κοντά σ’ Αυτόν που δάκρυσε μπροστά στον θάνατο του φίλου Του. Σπλαχνίστηκε τη χήρα μάνα που έχασε τον μονάκριβο γιο της. Δεν είπε όχι στον πόνο του πατέρα για το κορίτσι του. Και αναστήθηκε για να μας συν-αναστήσει. 

Αυτός μας ενώνει. Και σ’ Αυτόν αποθέτουμε την αγάπη μας για όσους έφυγαν. Και κάπου νιώθουμε όλοι, μαζί τους κι εγώ, ότι κοντά Του και μόνο είναι η ανάπαυση. Στη χώρα των ζώντων. Στη χώρα Του και χώρα μας. 

π. Θ.Μ.

Ψυχοσάββατο, 9 Μαρτίου 2024


3/5/24

Η ΕΡΓΑΣΙΑ


 «Όποιος δεν εξοικειώθηκε με τη σωματική εργασία, ούτε την ψυχική δεν μπορεί να μάθει, διότι η μία γεννιέται απ’ την άλλη, όπως το στάχυ απ’ το απλό σπυρί. Εκείνος που δεν έμαθε την ψυχική εργασία στερείται τα πνευματικά χαρίσματα» (Αββάς Ισαάκ ο Σύρος)

           Η βιβλική διήγηση για τον κήπο του Παραδείσου αναφέρει ότι ο Θεός, αφού έπλασε τον άνθρωπο, τον έβαλε μέσα στον κόσμο, διότι αυτός είναι ο Παράδεισος, για να εργάζεται και να τον φυλάσσει από τη φθορά και το κακό. Η εργασία υπάρχει για να εξασφαλίζει στον άνθρωπο τα προς το ζην, να τον βοηθά να ικανοποιεί κάποιες επιθυμίες του που δίνουν ποιότητα στην καθημερινότητά του και, γιατί όχι, χαρά, ενώ μέσα από την εργασία ο καθένας ανοίγεται στο κοινωνικό περιβάλλον,  χτίζει σχέσεις, μαθαίνει σε πλαίσια και όρια, αλλά, κυρίως, δημιουργεί. Η δημιουργικότητα είναι αυτή που καθιστά την εργασία επιθυμητή και όχι βάρος.

Το νόημα της εργασίας σήμερα είναι ένα από τα ζητούμενα για τον καθένα μας. Δεν είναι μόνο το φαινόμενο της ανεργίας. Είναι και η υποαπασχόληση, κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, που γεννά ένα αίσθημα απαξίωσης στον εργαζόμενο. Είναι και η υπεραπασχόληση που καθιστά τους ανθρώπους workaholics, εθισμένους με την εργασία. Η εργασία για κάποιους είναι η ίδια η ζωή τους. Δεν μένουν στην καταξίωση ή στα χρήματα. Ζούνε για να εργάζονται, διότι αισθάνονται πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να τους γεμίσει τον χρόνο τους. Συχνά, φτάνουν στο φαινόμενο του burn out, στο σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης, το οποίο έρχεται ως απότοκο τόσο της σωματικής εξάντλησης, όσο και της συνειδητοποίησης ότι η ψυχή δεν βρίσκει νόημα που να διαρκεί και να δίνει ευτυχία στην εργασία.

Στην ασκητική μας παράδοση το αίτημα για εξοικείωση με τη σωματική εργασία πρέπει να εκπληρωθεί, ώστε ο άνθρωπος να περάσει στην ψυχική. Αν δεν μάθουμε να κοπιάζουμε, να νικάμε την αργία ως μητέρα πάσης κακίας, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε τρόπο ώστε και η ψυχή μας να εργαστεί. Και εργασίες της ψυχής είναι η μελέτη, η προσευχή, η λατρεία του Θεού, όπως επίσης και το να δημιουργούμε από αγάπη για τους άλλους και για τον Θεό. Η μαγειρική, για παράδειγμα, θέλει κόπο, χρόνο και έμπνευση. Αν γίνεται από αγάπη, τότε τα πάντα είναι νόστιμα. Αν προσθέτουμε προσευχή, τότε η κάλυψη της βιοτικής ανάγκης γίνεται ευχαριστία στον Θεό, επαναφορά στον βιβλικό Παράδεισο.

Ο πολιτισμός μας σήμερα στηρίζεται στη σωματική διάσταση της εργασίας. Υιοθετεί ως ψυχική ανάπαυλα τη γιόγκα ως γυμναστική και αρνείται να δει τον τρόπο της παράδοσής μας. Να μπορέσουμε δηλαδή να συνδυάσουμε τον κόπο του σώματος με την έκφραση της αγάπης σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε ενασχόληση που έχουμε. Οι γονείς να μάθουν στα παιδιά ότι το διάβασμα στο σχολείο δεν είναι μόνο για να προοδεύσουν κοινωνικά μαθαίνοντας γράμματα, αλλά για να μπορέσουν να ελευθερώσουν τον νου από κατευθυνόμενες αντιλήψεις, να συζητήσουν για θέματα πέρα από την καθημερινότητα και τη ρηχότητα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, να μοιραστούν γνώση που ελευθερώνει. Να συνδέσουν την σωματική εργασία με την ψυχική, αυτή του αγώνα να μη κυριαρχήσουν τα πάθη, να δούμε τους άλλους ως πρόσωπα για να τα αγαπήσουμε, να τα συγχωρήσουμε, να χαρούμε με τα λίγα ή τα πολλά που μπορούμε να ανταλλάξουμε.

Και οι δύο μορφές εργασίες είναι η πρόταση της Εκκλησίας στον άνθρωπο, για να υπάρχει ισορροπία.  

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 6 Μαρτίου 2024

3/1/24

ΟΥΔΕΙΣ ΕΔΙΔΟΥ ΑΥΤΩ


 «Ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. 15, 16)

«Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ θέλει νὰ χορτάσει μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε».

             Η χάρις και η δυναμική του Ευαγγελίου του Χριστού αποτυπώνονται στην πληρότητά τους στην παραβολή του ασώτου υιού, την οποία ορίζει η Εκκλησία μας να διαβάζεται την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Ο Θεός ως Πατέρας που περιμένει, σεβόμενος απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου. Ο νεώτερος υιός, ο άσωτος, ο οποίος σπαταλά τα χαρίσματά του σε χώρα μακρινή, στην αυτοθέωση, την φιληδονία, την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται το σπίτι που είναι η Εκκλησία. Ο πρεσβύτερος υιός που ζει εντός του σπιτιού χωρίς στην πραγματικότητα να νιώθει την αγάπη, αλλά πιστεύοντας πως η θέωση του ανήκει δικαιωματικά, χωρίς την προϋπόθεση της αγάπης. Ζει με τον Πατέρα χωρίς να αντιλαμβάνεται ποιος και τι είναι ο Πατέρας. Η μετάνοια του ασώτου υιού, ως επιστροφή στη σχέση με τον Πατέρα. Το γλέντι του ουρανού για την επιστροφή του ανθρώπου. Το αναπάντητο ερώτημα, αν ο πρεσβύτερος υιός συμμετείχε τελικά στη χαρά της ανάστασης, που ο Χριστός αφήνει στον καθέναν από εμάς να το σκεφτεί και να το απαντήσει.

            Υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στην περιπέτεια του ασώτου υιού. Είναι η επιθυμία του να χορτάσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, τους οποίους έβοσκε, και η παρατήρηση του Χριστού ότι «κανένας δεν του έδινε», ούτε ο πολίτης που κατείχε τους χοίρους, ούτε οι ίδιοι οι χοίροι τον άφηναν να φάει. Η εικόνα είναι της αυτοεγκατάλειψης από την μία, αλλά και της κοινωνικής απόρριψης από την άλλη. Ο άνθρωπος χωρίς Θεό, ο άνθρωπος που σπαταλά τα χαρίσματα, την ουσία, την πνευματική του περιουσία, που είναι το «κατ’ εικόνα» Θεού, διαπιστώνει την απόλυτη μοναξιά του. Αυτοί που τον συνοδεύουν στη σπατάλη, στην ασωτία της αμαρτίας και της φιληδονίας, του αρνούνται ακόμη και το δικαίωμα της επιβίωσης. Έτσι, ο άνθρωπος ακοινώνητος, ανέστιος, αλλά και πεινασμένος ζει ουσιαστικά την κόλαση της μοναξιάς και της ανημπόριας.

            Ας μεταφερθούμε λίγο στην εποχή μας. Αυτό το «ουδείς εδίδου αυτώ» μοιάζει υπερβολή για εμάς. Η αυτοθέωση φαντάζει μία λογική επιλογή στους καιρούς μας, καθώς ο άνθρωπος έχει ουσιαστικά αφήσει στην άκρη την Εκκλησία, το σπίτι του Θεού, και την πίστη στον Θεό ως Πατέρα και πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Σ’ έναν απο-ιεροποιημένο, απο-χριστιανοποιημένο, απο-εκκλησιαστικοποιημένο κόσμο μοιάζουμε να έχουμε εγκαταλείψει την πνευματική αναζήτηση ή την περιορίζουμε στη συνήθεια ή στην υιοθέτηση μορφών γαλήνης και ανάπαυσης από την καθημερινή πίεση, αξιοποιώντας τεχνικές ανατολικών θρησκευμάτων, όπως η γιόγκα. Στην πραγματικότητα, μένουμε χωρίς τροφή πνευματική, χωρίς την εμπειρία της αγάπης που η ζωή της Εκκλησίας προσφέρει, χωρίς την μετοχή μας στο μυστήριο της Ευχαριστίας που μας ενώνει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Και διαπιστώνουμε ότι μπροστά σε υπαρξιακά άγχη, όπως ο θάνατος ή η μοναξιά ή η απώλεια ή η πληγή από τις ήττες μας κανείς δεν μας δίδει τροφή, όσο εγωιστικά κι αν αντιμετωπίζουμε τη δωρεά της ελευθερίας μας. Καμιά ιδεολογία, καμία «πρόοδος», κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να απαντήσει στα κενά μας. Και βλέπουμε το σκοτάδι που επικρατεί στις καρδιές των ανθρώπων, κάποτε και στον κόσμο όλο, ιδίως στην κακία που θριαμβεύει και διαλύει τις σχέσεις.   

            Ο άσωτος υιός βρήκε την ταπείνωση της επιστροφής. Θυμήθηκε την αξιοπρέπεια της αγάπης του πατρικού σπιτιού, όπως επίσης και τη γενναιοδωρία του Πατέρα. Ας τον μιμηθούμε, αφήνοντας κατά μέρος ψευδαισθήσεις ότι ο πολιτισμός μας, η κοσμικότητα, ο θρίαμβος του εγώ, η ικανοποίηση των επιθυμιών μας είναι ό,τι αξίζει. Και όσοι είμαστε εντός της Εκκλησίας, ας προβληματιστούμε για το σκοτάδι της έλλειψης αγάπης που είχε ο πρεσβύτερος υιός, διότι συχνά τείνουμε να του μοιάσουμε. Να είμαστε κοντά στον Θεό, χωρίς όμως να νιώθουμε Ποιος και τι είναι ο Θεός για τον άνθρωπο.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Μαρτίου 2024

Του ασώτου υιού