2/14/25

ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΣΩΜΑ



“Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει”
(Α’ Κορ. 6,18)
“Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα ποὺ μπορεῖ νὰ διαπράξει κανεὶς βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του· αὐτὸς ὅμως ποὺ πορνεύει βεβηλώνει τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα”.

    Το να καθίσταται ο άνθρωπος αντικείμενο, πράγμα, res, δεν είναι σημερινό φαινόμενο μόνο. Στις μέρες μας, στον τρίτο κόσμο, οι άνθρωποι είναι φτηνό εργατικό δυναμικό, για να απολαμβάνει ο πλούσιος κόσμος αγαθά, ιδίως τεχνολογικά, εν αφθονία. Στον πόλεμο οι καθημερινοί άνθρωποι γίνονται “παράπλευρες απώλειες”, ενώ ενδιαφέρει ο αριθμός των νεκρών καιο όχι ποιοι αυτοί πραγματικά ήταν. Στις σχέσεις πολλοί βλέπουν τον άλλον ως σώμα και σάρκα και όχι ως ολοκληρωμένη συνύπαρξη ψυχής και σώματος. Έτσι, οι σχέσεις σήμερα χαρακτηρίζονται από την αποκλειστικότητα της φιληδονίας.
    Το χειρότερο είναι πως η νέα γενιά εθίζεται στην πορνική θέαση της σχέσης. Δεν μπορεί να κατανοήσει και να ζήσει την ομορφιά του να βλέπεις τον άλλον ως εικόνα Θεού, που σημαίνει ως πρόσωπο με χαρίσματα, τα οποία δεν περιορίζονται στην όποια σωματική ομορφιά. Η σχέση στηρίζεται στον τονισμό της αυτοεπιβεβαίωσης, ότι δηλαδή μπορώ να κατακτήσω τον άλλον, να τον έχω κτήμα μου, να απολαύσω τις στιγμές της σωματικής ηδονής, χωρίς να με ενδιαφέρει το ποιος πραγματικά είναι, ποια ευθύνη αισθάνομαι την ανάγκη να αναλάβω γι’ αυτόν, πόσο πολύτιμος μπορεί να μου είναι, ώστε να μην μπορώ να αποδεχθώ ότι υπάρχει ζωή χωρίς αυτόν. Ας δούμε τις εξωσυζυγικές σχέσεις, σύνηθες φαινόμενο των καιρών μας. Ο απηυδισμένος από την ρουτίνα του γάμου, από την αδυναμία του άλλου να ανταποκριθεί σ’ αυτό που του ζητά να είναι, η αίσθηση ότι όλα χρειάζονται ένα διάλειμμα, κάποτε και ο πειρασμός της στιγμής, η ανάγκη για αυτοβεβαίωση μέσα στην πλήξη, γεννούν εφήμερες περιπέτειες, στις οποίες η αγάπη δεν υπάρχει, αλλά μόνο η εκτόνωση. Ο άλλος είναι “μια κάποια λύσις”.
    Η Εκκλησία μας, ολοκληρώνει την δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου την ολοκληρώνει με την ανάγνωση του ευαγγελικού αναγνώσματος του ασώτου υιού, της επιστροφής δηλαδή του ανθρώπου από την γη της απόστασης από τον Θεό, όπου τα πάντα είναι αντικείμενα για ξόδεμα, με τίμημα το ξόδεμα του ίδιου του ανθρώπου, στο πατρικό σπίτι, στην Εκκλησία, εκεί όπου η σχέση είναι των προσώπων που τιμούνε ο Θεός τον άνθρωπο με την αγάπη, την αναγνώριση ότι είναι παιδί Του, με τα στολίδια του ξεχωριστού, τα ρούχα, τα παπούτσια, το δαχτυλίδι, δηλαδή την απονομή του βασιλικού τίτλου στον επιστρέφοντα, και ο άνθρωπος τον Θεό με την μετάνοια, την ταπείνωση, την ευθύνη της αγάπης που γνωρίζει τα όρια και τα μέτρα, την αποδοχή μιας πατρότητας που δεν καταναγκάζει, αλλά ελευθερώνει στην αγάπη. Ταυτόχρονα, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει διά του αποστολικού αναγνώσματος από την Α’ προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου ότι το σώμα μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και ότι αμαρτία είναι η χρήση του σώματός μας ως μέσου για να εξασφαλίσουμε την απόλαυση, χωρίς αγάπη, χωρίς κοινότητα, χωρίς την ευθύνη του μοιράσματος, αλλά και την μετατροπή του άλλου σε αντικείμενο χρήσης σε σώμα χωρίς ψυχή, χωρίς πρόσωπο, χωρίς νόημα, αλλά με μόνη αξία ύπαρξης την ηδονή που μπορεί να προσφέρει.
    Και επισημαίνει ο Παύλος ότι η αμαρτία εις το ίδιον σώμα, στην πραγματικότητα, είναι πολύ βαριά, διότι εθίζει τον άνθρωπο να αρνείται την αγάπη και τη θέαση της ζωής μέσα από τη ματιά και το πρόσωπο του άλλου, την κοινωνία του “εμείς”. Η αμαρτία λοιπόν γυρίζει στον ίδιο τον εαυτό, καθώς εθίζει τον άνθρωπο στο να αρνείται την αγάπη ως στόχο ζωής. Οι άλλες αμαρτίες είναι κι αυτές αποτυχίες, μόνο που μένουν εκτός του σώματος, δεν παγιώνουν νοοτροπία άρνησης της αγάπης, αλλά μόνο πρόσκαιρης ηδονής, που όμως δεν κλείνει στον άνθρωπο την πόρτα στο να αγαπήσει. Η θέαση του άλλου ως αντικειμένου γίνεται διαστροφή της καρδιάς και όχι απλή αδυναμία. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας καλεί να ξαναδούμε την ύπαρξή μας συνολικά, ως εικόνα Θεού, και το σώμα μας ειδικά ως ναό του Αγίου Πνεύματος, ως ύπαρξη που αγιάζεται και μπορεί να προσφέρει αγιότητα.
    Η περίοδος του Τριωδίου είναι περίοδος υπόμνησης ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι ένα παιχνίδι σωμάτων, αλλά η ευλογία της συνύπαρξης, της συντροφικότητας, της αγάπης που σέβεται τον άλλον συνολικά. Ο άλλος δεν υπάρχει για να μας υπηρετεί και να ικανοποιεί τις ανάγκες μας, αλλά για να του προσφέρουμε και να μας προσφέρει. Αν έχουμε ξαστοχήσει, καιρός μετανοίας, καιρός επιστροφής στη. Γνήσια θέαση των σχέσεων, όπως ορίζει η Εκκλησία!

π. Θεμιστοκλής  Μουρτζανός
16 Φεβρουαρίου 2025
Κυριακή του Ασώτου υιού

2/12/25

«ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΜΠΟΡΕΙ...»


                Πώς να μιλήσουμε για τον έρωτα στους καιρούς μας;  Ο Πλάτωνας έλεγε ότι ο έρωτας είναι «τόκος εν τω αγαθώ», γέννα  του καλού και μέσα στο καλό. Ότι ο άνθρωπος βάζει στη σχέση του τον καλύτερο εαυτό του, για να σαγηνεύσει τον άλλον. Βάζει την αρετή του, ώστε να κάνει τον άλλο να χαίρεται και να αισθάνεται εμπιστοσύνη. Βάζει τον προσανατολισμό του, που δεν είναι μόνο το σήμερα, αλλά και το αύριο. Δεν μένει μόνο στην εκζήτηση της φιληδονίας, «μία ζωή για μία βραδιά», αλλά νιώθει ότι με τον άλλον μαζί μπορεί να χτίσει πορεία προς την ομορφιά, την ευθύνη, το μοίρασμα, την υπέρβαση  του εγώ και των δικαιωμάτων. Και ο έρωτας γίνεται πρόοδος στα πάντα, ιδίως στην αναζήτηση της αλήθειας της ζωής. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία την αγάπη για τον Θεό την ξεκινάμε από τον έρωτα για το Απόλυτο, που ξεπερνά το τώρα.
                Τι βλέπουμε σήμερα στους καιρούς μας; Έρωτες που κρατάνε λίγο, διότι δεν ξεκινάνε με το να νοιαστούμε για τον άλλον, αλλά για να λάβουμε από τον άλλον. Δεν ξεκινάνε με επίγνωση του να γνωρίσουμε τον άλλον, όχι σωματικά, που κι αυτό θα έρθει, αλλά ως πρόσωπο, ως προσωπικότητα. Να δούμε ότι ο έρωτας δεν είναι μόνο έλξη, αλλά και συναίσθημα και λογική μαζί. Γιατί αυτός που δεν τα βάζει όλα στη σχέση, στη συνάντηση, στην πορεία δεν βλέπει τον έρωτα ως καρδιοχτύπι, ως απόφαση που ξεπερνά το τώρα, αλλά ως αφορμή κατάκτησης και εξουσίας, που ικανοποιεί και την φιλαυτία.
                Ακόμη, βλέπουμε έρωτες που έχουν ως κριτήριο την σεξουαλικότητα και μόνο αυτή. Ένα παιχνίδι σωμάτων, το οποίο κάνει τον άνθρωπο να ευχαριστιέται πρόσκαιρα και στιγμιαία, αλλά δεν τον αφήνει να νιώσει ότι στον αληθινό έρωτα πληγώνεις και πληγώνεσαι, πάντως ατσαλάκωτος δεν μένεις. Έφηβοι που μαθαίνουν τα πάντα για τη σεξουαλικότητα, χωρίς να έχουν μπροστά τους πρότυπα αγάπης, ως συνέχειας και καταξίωσης του έρωτα. Εργαστήρια δεξιοτήτων στα σχολεία, με σκοπό την απελευθέρωση από ταμπού του παρελθόντος, αποθέωση της διαφορετικότητας, αποδοχή  του μη φυσικού όχι απλώς ως δικαιώματος ή ως επιλογής αλλά ως προτύπου, και κανείς δεν είναι σε θέση να δείξει στα παιδιά τι σημαίνει «το σ’  αγαπώ μπορεί...».
           Δεν είναι τυχαίο ότι η εποχή μας, μετά τον θρίαμβο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιποιητική. Δεν μας νοιάζει να δούμε την ψυχή του άλλου, τον κόσμο στο βάθος του, την απάντηση στο ερώτημα του Θεού, την αγάπη και τον θάνατο. Αυτό οδηγεί στο να βλέπουμε τον έρωτα ως μια μηχανιστική λειτουργία απόλαυσης. Την ίδια στιγμή, όταν μπορούμε από έφηβοι να δοκιμάσουμε τα πάντα, γιατί να δεθούμε; Γιατί να σεβαστούμε; Γιατί να μοιραστούμε;
          Αν η τεχνητή νοημοσύνη κατασκευάζει Avatar κατά τα γούστα μας, τότε γιατί να επενδύσουμε στην περιπέτεια της σχέσης, στην περιπέτεια και την ομορφιά του έρωτα; Αν όλα είναι ικανοποίηση και μάλιστα χωρίς ρίσκα, τότε τι να μας πει το «σ’ αγαπώ»; Θα κρατήσουμε το ντέρτι της προδοσίας και της μοναξιάς, μέσα σε σχέσεις που εύκολα διαλύονται γιατί δεν φταίμε ποτέ, ενώ το γεννήσεις τον καλύτερό σου εαυτό, προϋποθέτει την ταπείνωση ότι δεν είσαι τέλειος, αλλά και την έγνοια για τον άλλον, ώστε να χτίσεις μια σχέση που θα ανανεώνεται, θα εκπλήσσει και, ακόμη και στη συνήθειά της, θα είναι μοναδική, γιατί θα είναι στηριγμένη στην μοναδικότητα του «το σ’ αγαπώ μπορεί…».

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
Στο φύλλο της Τετάρτης 12 Φεβρουαρίου 2025


2/11/25

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, «ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΨΥΧΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 157- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, «ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΨΥΧΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ», εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 

                Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Καραγιάννη, Παιδοψυχίατρου-Υπαρξιακού Συστημικού Ψυχοθεραπευτή, υπεύθυνου του ψυχοθεραπευτικού και εκπαιδευτικού Ινστιτούτου   «Αντίστιξη», επιγράφεται «Κρυμμένη ψυχική ομορφιά» (εκδόσεις ΑΡΜΟΣ).

Αφορμή του στάθηκαν τρία περιστατικά της ζωής του συγγραφέα: το ένα στην Ατλάντα των ΗΠΑ, όταν ζητά από έναν ντίλερ ναρκωτικών που τον προσεγγίζει σε μια απομακρυσμένη γειτονιά της πόλης να του υποδείξει ένα εστιατόριο, όπου μόνο οι ντόπιοι πηγαίνουν. Καθώς εκείνος προσφέρεται να τον συνοδεύσει ο συγγραφέας νιώθει ότι είναι ο δικός του σκοτεινός εαυτός που κοιτάζει ύποπτα τον νέο, καθώς η πρώτη σκέψη, όταν εκείνος προσφέρθηκε να τον συνοδέψει, ήταν ότι του το πρότεινε για να τον κλέψει ή για να τον παγιδέψει, ενώ εκείνος μάλλον ήταν ένα παιδί με περιέργεια, που ήθελε να καταλάβει γιατί ο συγγραφέας ζητούσε να πάει σε έναν χώρο «που οι λευκοί συχνάζουν για να χρησιμοποιήσουν τους έγχρωμους» (σ. 12). Το δεύτερο περιστατικό ήταν η υποχρέωσή του να ολοκληρώσει μια έκθεση προς τον Εισαγγελέα Ανηλίκων σχετικά με το αν υπήρξε σεξουαλική κακοποίηση ενός κοριτσιού τριών ετών από τον πατέρα του. «Το γεγονός ήταν επώδυνο. Το κοριτσάκι αυτό, που οι γονείς του ήταν επαγγελματικά καταξιωμένοι, στη συνέχεια της ζωής του θα έπρεπε να δεχτεί ότι όταν ήταν τριών ετών, ο πατέρας της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά ή ότι η μητέρα της είχε καταγγείλει ψέματα ότι η κακοποίηση είχε πραγματοποιηθεί» (σ. 13). Αυτό το γεγονός φθοράς κάνει τον συγγραφέα να προβληματιστεί βαθιά. «Τι θα μείνει; Μια πλήρης απόρριψη της ανθρώπινης ύπαρξης; Μια αίσθηση κατάθλιψης, όπου ο πόνος σημαδεύει τη ζωή ισχυριζόμενος ότι τα πράγματα είναι μόνο μαύρα; Ότι το όποιο άλλο χρώμα αποτελεί ψευδαίσθηση και το επιλέγουμε για να μπορούμε να αντέξουμε τη μαύρη πραγματικότητα;» (σ. 14). Το τρίτο είχε να κάνει με μία αποστολή στοιχείων για τις γυναικοκτονίες,  οι οποίες τον προβληματίζουν όχι μόνο για τις πράξεις και τις αιτίες που τις προκαλούν, αλλά και για τον έμμεσο κίνδυνο  για το «αν στην προσπάθεια να αποφύγουμε τη βία στη ζωή των ανθρώπων, κινδυνεύουμε να χάσουμε κάτι από το πάθος, που μπορεί να μην είναι μόνο καταστροφικό, αλλά και δημιουργικό» (σ.15).

Ο συγγραφέας αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον πυρήνα ψυχικής ομορφιάς των ανθρώπων.  Να βοηθήσει να κατανοήσουμε γιατί η καλοσύνη και η αγάπη δεν χάνονται. Για το ότι «η ψυχική ομορφιά υφίσταται, δυνάμει, σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αν δεν την υπερασπιζόμαστε πάντοτε» (σ.16). Μας μιλά για τους τρεις ουσιαστικά εαυτούς που έχουμε οι άνθρωποι. Ο πρώτος είναι ο κοινωνικός εαυτός, ο συνειδητός, «επιλέγουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε προς τους άλλους» (σ.21). Ο δεύτερος είναι ο σκοτεινός εαυτός, αυτός που κινείται στο ασυνείδητο. «Περιλαμβάνει αφενός τα ένστικτα και τις ενορμήσεις που εξυπηρετούν τις ανάγκες της επιβίωσης, αφετέρου απωθημένες εμπειρίες που περιέχουν στοιχεία ενοχής, φόβων, απώλειας, ντροπής και άλλων επώδυνων συναισθημάτων, τα οποία αποσύρονται εκεί επειδή ο ψυχισμός αρνείται να τα επεξεργαστεί» (σ. 21). Ο σκοτεινός εαυτός του ανθρώπου είναι αυτός που τον οδηγεί στις αποκλίνουσες συμπεριφορές, ιδίως όταν «ο κοινωνικός εαυτός αρνείται συνειδητά να αντικρίσει τα επώδυνα στοιχεία του σκοτεινού εαυτού και να τα επεξεργαστεί», διότι «τότε ο εαυτός μεταπίπτει σε ψευδή εαυτό και, ενώ εξωτερικά δείχνει να ισορροπεί, υποφέρει από νευρωτικές διαταραχές ή- ακόμη χειρότερα- οδηγείται σε διαταραχές προσωπικότητας (ναρκισσιστικός, παρανοειδής, αντικοινωνικός... σ. 22). Υπάρχει όμως και ο πυρήνας της ψυχικής μας ομορφιάς, που «βρίσκεται κάτω από τον σκοτεινό εαυτό. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ψυχικής οργάνωσης και επομένως υφίσταται σε όλους τους ανθρώπους. Η ανακάλυψη και η ανάδειξη όμως του πυρήνα ψυχικής ομορφιάς αποτελεί μια απαιτητική ισόβια διεργασία, που για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί απαιτεί την ύπαρξη αγαπητικών ιαματικών σχέσεων. Η αναζήτηση και ανάδειξη του πυρήνα ψυχικής ομορφιάς δεν αποτελεί ηθική επιταγή, αλλά επιθυμία για νοηματοδότηση της προσωπικής ζωής. Η επαφή με την κρυμμένη ψυχική ομορφιά δεν καταργεί τον σκοτεινό εαυτό, αλλά μπορεί να τον μεταμορφώσει. Είναι τότε που ο επεξεργασμένος κοινωνικός εαυτός μπορεί να εξελίσσεται σε αυθεντικό εαυτό» (σσ. 22-23).

Στο βιβλίο αναλύεται αυτό το σχήμα, με αναφορές σε περιπτώσεις   ανθρώπων που βιώνουν αυτές τις συγκρούσεις στην πραγματικότητα της ζωής τους. Το βιβλίο είναι καμωμένο από αγάπη και οδηγεί στην ομορφιά της αγάπης. Είναι αισιόδοξο. δείχνει ότι σκοπός της ψυχοθεραπείας (όπως και της ποιμαντικής της Εκκλησίας) είναι α βρούμε αυτό που έχουμε μέσα μας, αυτό που όπως λέει ο ποιητής «λάμπει μέσα μου αυτό που αγνοώ, όμως λάμπει» (Οδ. Ελύτης). Κι αυτό είναι η δυνατότητα της ομορφιάς της ψυχής, που είναι η βάση για να είναι οι σχέσεις μας γνήσιες και αυθεντικές και να υπερβούμε το σκοτάδι της κακίας που μας περιτριγυρίζει, συχνά και εντός μας. Ο συγγραφέας ζητά να παλέψουμε για ένα «έδαφος στο οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η συγχώρηση, η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση, η εκτίμηση, η αυτοθυσία, η υπέρβαση» (σ.257). Είναι ένας συναρπαστικός δρόμος που μαζί με την πίστη στον Θεό που κοινωνείται εν σχέσει δίνει ένα άλλο νόημα ζωής στον καθέναν μας και που μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε όλες εκείνες τις πτυχές του εαυτού μας, που είτε τις νιώθουμε είτε όχι, μας αρρωσταίνουν.

Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, να μελετηθεί και να γίνει οδοδείκτης. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για το υπέροχο ταξίδι! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

11 Φεβρουαρίου 2025

2/8/25

ΣΥ ΔΕ ΜΕΝΕ ΕΝ ΟΙΣ ΕΜΑΘΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΩΘΗΣ


 “Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες” (Β’ Τιμ. 3,14)

“᾿Εσὺ ὅμως νὰ μένεις σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθες καὶ ποὺ γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τους ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπὸ ποιὸν τὰ ἔμαθες”

 

Στο ξεκίνημα της ξεχωριστής περιόδου του εκκλησιαστικού χρόνου που ονομάζεται “Τριώδιο”, η Εκκλησία διαβάζει απόσπασμα από την δεύτερη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, στην οποία τον προτρέπει να παραμείνει πιστός σε όσα έμαθε από τον ίδιο για την πίστη και για τα οποία έχει τεκμήρια, αποδείξεις για την αξιοπιστία τους.

Δεν είναι τυχαία αυτή η υπενθύμιση, διότι στα όσα η παράδοση της Εκκλησίας, στην οποία αναφέρεται ο Παύλος, περιλαμβάνει, ξεχωρίζει και η στροφή του ανθρώπου στον εαυτό του, όχι όμως με σκοπό μια ομφαλοσκόπηση ή μια παραμονή στο “εγώ”, αλλά με στόχο, αφού ο άνθρωπος κατανοήσει τον μέσα κόσμο του που έχει ξεχάσει (Αλκίνοος Ιωαννίδης) στον θόρυβο της καθημερινότητας και του πολιτισμού, μέλος του οποίου προφανώς και είναι, να μπορέσει να ξαναχτίσει σχέση με τον Θεό και τον πλησίον, με τον τρόπο της Εκκλησίας. Καλούμαστε στην περίοδο του Τριωδίου να κάνουμε την αυτοκριτική μας και, την ίδια στιγμή, να ανοιχτούμε σε ό,τι μας δίνει αληθινό νόημα, αυτό που ομορφαίνει το τώρα και κρατά για το αύριο.

Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία στην παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου και μας υπενθυμίζει ότι η κατάκριση ακυρώνει κάθε πνευματική πρόοδο, κάθε σεβασμό στο πνεύμα των εντολών του Θεού, ενώ η συναίσθηση της ατέλειάς μας, των πληγών μας εξαιτίας της ανυπακοής στον Θεό, αλλά και της αδυναμίας να βάλουμε τον άλλο και την αγάπη πιο πάνω από τις δικές μας επιθυμίες, μάς σώζει, με την έννοια ότι μας δίνει τη χαμένη ακεραιότητά μας, την ενότητα στόχων αυτής και της άλλης ζωής. Στον δρόμο αυτό η παράδοση της Εκκλησίας μας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Είναι τα πρόσωπα που ο Χριστός μας ζητά να σκεφτούμε. Είναι η αρετή και το ήθος. Είναι ο δικός Του σωτηριώδης λόγος που βεβαιώνει για την αξιοπιστία της γνώσης μας. 

Γι’ αυτό και ο λόγος και η προτροπή του αποστόλου Παύλου μάς δείχνει ότι η παράδοση της Εκκλησίας μας δεν περιορίζεται σε έθιμα και διαμορφωμένη κουλτούρα καθημερινότητας, αλλά έχει βάθος πνευματικό. Δεν είναι μόνο τα όσα βλέπουμε, αλλά και τα όσα καλούμαστε να ζήσουμε. Δεν είναι ο εαυτός μας μόνος του, αυτάρκης, επικριτικός, καθότι συγκριτικός. Είναι ο εαυτός μας στην κοινότητα, στην κοινωνία του “εμείς”, των προσώπων, της συνάντησης, του βλέμματος. Αυτού που αρνήθηκε να κάνει αγαπητικό ο Φαρισαίος, καθώς κοιτούσε από το μπροστινό μέρος του ναού τους πάντες, για να αισθανθεί ότι θα τον δοξάσουν, αλλά και εστίαζε στον τελώνη, που ήταν το παράδειγμα προς αποφυγήν. Στο βλέμμα του Θεού όμως ο ταπεινός υψωνόταν!

Ο Παύλος λέει στον Τιμόθεο ότι τα όσα έμαθε τα έμαθε από αξιόπιστο δάσκαλο. Αυτή η περίοδος είναι για μας ευκαιρία να αποκτήσουμε πνεύμα μαθητείας. Να συλλογιστούμε ότι όσα η Εκκλησία μάς μαθαίνει είναι βγαλμένα από την εμπειρία της και από την εμπειρία των προσώπων που την συγκρότησαν, των Αποστόλων, των Πατέρων, των Αγίων. Και να επιστρέψουμε με χαρά στον μέσα κόσμο μας, ώστε να ομορφύνουμε αληθινά την καθημερινότητα και τον πολιτισμό μας, τον οποίο μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε!

Καλό Τριώδιο!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

9 Φεβρουαρίου 2025

Τελώνου και Φαρισαίου

 

2/5/25

Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ

 

Αναζητούμε οι άνθρωποι αξιοπιστία σήμερα ή μας ενδιαφέρει να δικαιώνεται ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα; Είναι δεδομένο βεβαίως πως ο καθένας μας έχει συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη ζωή, άλλος με βάση την παιδεία και τη σκέψη του, άλλος με βάση τις εμπειρίες του, τα τραύματα και τις απογοητεύσεις του, άλλος επειδή ωθείται από τους οικείους ή τις παρέες του να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, άλλος εξαιτίας του χαρακτήρα του, που άλλοτε είναι σταθερός και άλλοτε ασταθής, άλλοτε αποφασισμένος να υπερασπιστεί επιλογές και αντιλήψεις και άλλοτε έτοιμος να αλλάξει γνώμη, ιδίως αν οι αποφάσεις του ή οι σκέψεις του έχουν διαμορφωθεί με προχειρότητα και επιπολαιότητα.

Ιδίως οι νεώτεροι, κυρίως οι έφηβοι, αλλά όχι μόνο αυτοί, δεν είναι έτοιμοι να παλέψουν να είναι η ζωή τους όπως πιστεύουν, να ακολουθήσουν με σταθερότητα τις αποφάσεις τους, αυτό που δηλώνουν να είναι και αυτό που πράττουν. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν είναι τυχαίο το ότι δεν βρίσκουν εύκολα υποστηρικτικό περιβάλλον, όταν θέλουν να προσπαθήσουν, καθότι το να δώσεις δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον προϋποθέτει καρδιά που αγαπά, που νοιάζεται αληθινά, καρδιά που φεύγει από το “εγώ, μόνο”. 

Αν όμως δεν καλλιεργείται η ανάγκη για αξιοπιστία, τότε γιατί ένας άνθρωπος να αναλάβει ευθύνες για τη ζωή του; Να μπορέσει δηλαδή να  κατανοήσει πόσο η στάση του πληγώνει, όταν είναι εγωκεντρική και μόνο εγωκεντρική, ότι οι άλλοι που νιώθουν ότι δεν είναι δίπλα τους, δεν κρατά την αξιοπιστία του, απογοητεύονται και οι σχέσεις κλονίζονται. Ίσως εδώ να είναι και το κλειδί της αξιοπιστίας. Η αδυναμία του ανθρώπου σήμερα να επενδύσει σε σχέσεις, να μείνει σταθερός, να τις υπερασπιστεί, να παλέψει, ακόμη κι αν έχουν δυσκολίες, κάτι που είναι φυσικό και αναμενόμενο, να μην τις γκρεμίσει, αλλά να αναλάβει την ευθύνη να μείνει. Εύκολα φεύγουμε οι άνθρωποι. Εύκολα εγκαταλείπουμε μια σχέση με το πρώτο λάθος ή με την πρώτη αστάθεια και αγνοούμε, ηθελημένα ή και μη, ότι χρειάζεται να αγαπήσεις, να κάνεις ένα βήμα πίσω, για να αγαπηθείς, να δείξεις τον δρόμο για να συμπορευθεί ο άλλος μαζί σου.

Η πίστη συνεπάγεται την εμπιστοσύνη. Και στην πνευματική μας παράδοση η πίστη έχει να κάνει με έναν Θεό ζώντα, παρόντα στην πορεία μας, έναν Θεό ο οποίος στηρίζει την ύπαρξή μας στις κρίσεις της, χωρίς να κάνει κατ’ ανάγκην πράξη τα θελήματά μας, διότι δεν είναι απαραίτητο ότι αυτά μας ωφελούν. Ο Θεός βλέπει παραπέρα. Δεν κρίνει τη ζωή με βάση το τώρα και μόνο αυτό, αλλά μας δίνει ευκαιρίες για να βρούμε τον δρόμο του μέλλοντος, καθώς θέλει όλοι να σωθούν και να έρθουν σε επίγνωση αλήθειας. Γι’ αυτό και η αξιοπιστία του Θεού έχει αποκαλυφθεί στο πρόσωπο του Χριστού, στην ενανθρώπησή Του, στο Πάθος και στην Ανάστασή Του, στην υπόσχεση της Δευτέρας Παρουσίας και της ανάστασης των νεκρών, όπως αυτή βιώνεται ήδη στην Εκκλησία, στη θεία λειτουργία και στη ζωή των Αγίων. 

Η αξιοπιστία των ανθρώπων συνήθως μετριέται με το να θέλουμε να σκέφτονται όπως εμείς, με το να αρνούμαστε ότι μπορεί και να κάνουν λάθος, με το να απαιτούμε να τα δίνουν όλα σε μας, χωρίς όμως εμείς να είμαστε έτοιμοι να δείξουμε ότι μπορούν να μας εμπιστευθούν. Δύσκολος ο δρόμος. Θέλει ευθύνη και ωριμότητα. Κυρίως όμως θέλει θυσία, μικρότερη και μεγαλύτερη. Πρωτίστως όμως την απόφαση να είμαστε αληθινοί, να ζούμε και να δείχνουμε αλήθεια και να μην αυτοακυρωνόμαστε. Αυτό δύσκολα συγχωρείται.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 5 Φεβρουαρίου 2025

2/3/25

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 155- ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, «ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΧΥΜΑ», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 


            Το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), αποτελεί μία εξαιρετική ευκαιρία για όποιον αγαπά τον αδιαμφισβήτητα σπουδαίο τραγουδοποιό, αλλά και για όποιον θέλει να κατανοήσει κάποια στοιχεία από τον χαρακτήρα και τις απόψεις του, να το διαβάσει και να ταξιδέψει μαζί του σε μια ζωή που μας δείχνει πώς ένας άνθρωπος μπόρεσε να καταξιωθεί χωρίς να προέρχεται από «τζάκι», αλλά με γνώμονα το ταλέντο του και τον αγώνα του.

                Ο Σαββόπουλος μάς περιγράφει το ξεκίνημά του ως μέλος της νεολαίας Λαμπράκη. Έντονα πολιτικοποιημένος θα βιώσει τα βασανιστήρια της χούντας και το ξύλο, θα φύγει στο εξωτερικό με ένα προσωρινό διαβατήριο, το οποίο θα πλαστογραφήσει για να μπορέσει να παραμείνει στη Γαλλία, θα συνεχίσει να γράφει αναζητώντας την «άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης με τελειωμένα και αθάνατα φτερά» (σ.294), για να συνειδητοποιήσει ότι «χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν, και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια, και όχι οι πολιτικές τους» (σ. 294).

                Περιγράφει τη γνωριμία του με τα ιερά τέρατα της ελληνικής μουσικής σκηνής, τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο, παραγωγούς όπως τον Τάσο Φαληρέα, ποιητές, όπως τον Γκάτσο και τον Νίκο- Αλέξη Ασλάνογλου, φιλοσόφους, όπως τον Στέλιο Ράμφο, σκηνοθέτες όπως τον Κάρολο Κουν, ηθοποιούς όπως τον Γιώργο Λαζάνη, τον Γιώργο Αρμένη, δημιουργούς όπως ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Θάνος Μικρούτσικος (που ομολογεί ότι δεν του φέρθηκε καλά), ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Νικόλας Άσιμος, μία ομάδα τραγουδιστών που χαρακτηρίζουν το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, όπως ο Νίκος Παπάζογλου, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Πάνος Κατσιμίχας, η Μελίνα Τανάγρη, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Ηλίας Λιούγκος, η Ελ. Αρβανιτάκη, ο Φοίβος Δεληβοριάς, των οποίων υπήρξε ένα είδος πνευματικού πατέρα, καθώς τους στήριξε και τους καθοδήγησε.

                Κυρίως όμως, μέσα από αυθεντικά και ειλικρινή στιγμιότυπα της ζωής του ο Σαββόπουλος περιγράφει τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα λάθη του, τις εμπάθειές του, τους έρωτές του, την πορεία μιας ζωής που ξεκίνησε φτωχά και κατέληξε σε ένα κύρος μοναδικό. Έζησε τη φτώχεια, την πείνα, την μοναξιά, τον δρόμο όπου αναγκάστηκε να κοιμάται στις αρχές της πορείας του, δεν έπαψε όμως να υπερασπίζεται έναν χαρακτήρα και ένα ήθος ελευθερίας και αποφασιστικότητας ότι θα κάνει αυτό που τον εκφράζει, θα παρουσιάσει με γενναιότητα τις απόψεις του, ακόμη κι αν αυτές δεν θα ήταν ευχάριστες στο κοινό του, και έναν γοητευτικό αναρχισμό που τον έκανε να αναζητά την ομορφιά και την αλήθεια.

                «Δεν ξέρετε τι ευγνωμοσύνη νιώθω που μιλάμε οι άνθρωποι, και έχουμε φωνή, και έχουμε λέξεις. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, κι αν μου πείτε ότι κατέβηκε ένας άγγελος και ψιθύρισε στο αυτό του ανθρώπου τον λόγο, θα σας πίστευα» (σ.12). « Ό,τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα νομίζω. Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει» (σ.29). «Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, και γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία» (σσ. 40-41). «Αν λοιπόν τραγουδώ σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ όταν τραγουδώ, ποια θυσία τραγουδώ; Το ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο, που είναι σοφός άνθρωπος. ,,Τη θυσία που δεν έκανες’’, μου απαντά! Σωστός. Διότι πόσες φορές στη ζωή μας δεν ήρθε η στιγμή που έπρεπε να δοθούμε, να πέσουμε στη φωτιά αλλά δεν το κάναμε, γιατί δεν είχαμε τα κότσια, γιατί φοβηθήκαμε; Αυτές οι στιγμές δεν ξεχνιούνται, είναι πληγές από τις μάχες που αποφύγαμε να δώσουμε. Αν όμως τραγουδήσεις αυτή την πληγή, τότε η θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή αλαφραίνει και συνεχίζεται. Κάτι μου λέει αυτό για την τέχνη μου. Σ’ ευχαριστώ, Στέλιο» (σσ. 186-187). «Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία. Μια καινούργια διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φύλο, χρώμα, καταγωγή.  Όλοι είμαστε όλα και ,,δίχως ταυτότητα πια’’, όπως λέει η Τάνια (Τσανακλίδου). Μα ένας πατέρας που, όσο να ‘ναι, δυσκολεύεται να δεχθεί ότι η κόρη του είναι άντρας δεν αξίζει λίγο χρόνο, λίγη απ’ την κατανόησή μας; Γιατί του τρίβουμε στη μούρη ότι είναι ομοφοβικός, φαλλοκράτης και θλιβερό κατάλοιπο της πατριαρχίας;» (σσ. 209-210).  «Σωστά ή όχι, οι τραγουδοποιοί ακολουθούν τον δρόμο της καρδιάς και, αν χρειαστεί, πληρώνουν το κόστος. Έτσι είναι αυτή η δουλειά. Έτσι έζησε η τέχνη μας επί μακρόν, παρ’ όλες τις λογής -λογής λογοκρισίες, και έτσι θα συνεχίσει να ζει και με άλλες τόσες, αν χρειαστεί. Αν έχεις κάτι να πεις, θα βρεις τον τρόπο να το πεις. Με καλή καρδιά και φρόνημα ελεύθερο» (σ. 210).

                Δεν φοβάται να εξηγήσει στροφές πολιτικές στη ζωή του, όπως αυτή με τον δίσκο «Το κούρεμα» του 1988. Δεν φοβάται να απαλύνει τη γνώμη του για τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Να περιγράψει σκηνές από τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Το πώς μπήκε στην κανονικότητα της ενηλικίωσης.  Την ευλογία να έχει για γυναίκα του την Άσπα. Τα λάθη που έκανε στην ανατροφή των παιδιών του. Το ότι δεν έμαθε ποτέ πλήρως τη μουσική. Το γιατί έχει σταματήσει να γράφει τραγούδια. Την απόφασή του να υπερασπίζεται την αρχοντική πλευρά του λαού μας και όχι την εύκολη, τη φτηνιάρικη. Κυρίως όμως, δεν διστάζει να δείξει τη φθαρτότητά του, τις περιπέτειες της υγείας του που τον κάνουν να συνειδητοποιήσει την σμικρότητα της ζωής. Πάνω απ’ όλα την αγάπη για την τέχνη: «ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο εγώ, ενίοτε φθονερά και μωροφιλόδοξα. Κι όμως, μόλις αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε» (σσ. 313-314). Και δεν θα διστάσει να συμβουλέψει τους σύγχρονους: «μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα παιδιά, γιατί κρατούν από την κοινή μας ρίζα, όπου η φράση, το μέλος και η φωνή γεννιούνται μαζί. Αφού διαλέξατε, ρε παιδιά, εσείς οι μικροί ραψωδοί, ν’ ακολουθήσετε την ελληνοφωνία, ρίξτε μια ματιά στους προηγούμενους. Σε όλους μας συμβαίνει, όταν φτάνουμε στην απελπισία κι όλα είναι ένα μεγάλο μηδέν, εκεί, την τελευταία στιγμή, να ανοίγεται  εκ του μη όντος μπροστά μας ένα απάτητο μονοπάτι, το δικό μας μονοπάτι, που οδηγεί κατευθείαν στους προγόνους. Όχι σε όλους. Σε κάποιον. Σε κάτι. Σ’ ένα ζώπυρο. Για ανθρώπους σαν κι εμάς παράδοση είναι να δημιουργείς, συνεργαζόμενος με το μηδέν. Αν είστε άτυχοι και αγνοήσετε το μονοπάτι, τί θα γίνει; Θα μπαίνετε στις συναυλίες σας οπλισμένοι, με μερικά κοκόρια γύρω σας, με μαύρα στυλάτα γυαλιά, θα αφήνετε τα όπλα στο καμαρίνι και θα βγαίνετε στο μικρόφωνο να λέτε ό,τι κοινότοπο είναι στη μόδα, παριστάνοντας τους οργισμένους μονίμως. Αν όμως είστε τυχεροί, μπορείτε να πέσετε στον Μάρκο Βαμβακάρη ή στον Άκη Πάνου. Αλλά και στον Παυλίδη απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά ή στο «Σιγά μην κλάψω» του Αγγελάκα. Και στον Πορτοκάλογλου ή στον Ορφέα Περίδη να πέσετε, δεν σας πέφτει και λίγο. Και στον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και σε εμένα φυσικά. Σαν και εσάς ήμουνα μικρός» (σσ. 326-327) .

                Και θα κλείσει την αυτοβιογραφία του λέγοντας το εξής καταπληκτικό: «Δεν χανόμαστε εμείς. Άσε που και να χαθούμε, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, να κοιμόμαστε και να κοιμόμαστε, και ένα εγερτήριο να έχουμε μονάχα: το σάλπισμα της γιορτής» (σ. 334).

                Ένα συναρπαστικό  ταξίδι, από έναν γοητευτικό αφηγητή, που δεν φοβάται να ταπεινωθεί, να γράψει, να βγει δηλαδή γυμνός ενώπιόν μας. Ένα βιβλίο για μια προσωπικότητα που επανέφερε στην πράξη της τέχνης τον διάλογο ανάμεσα στην παράδοσή μας και τα ρεύματα του νέου. Επειδή πάντα ο Σαββόπουλος μας άρεσε, μοιραζόμαστε μαζί σας την αυθεντικότητά του και την τέχνη της ομορφιάς! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Φεβρουαρίου 2025

 

 

2/1/25

ΜΕΤΑΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΓΑΡ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΞ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΘΕΣΙΣ ΝΟΜΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ


«Μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται»
(Ἑβρ. 7, 12)

«Ὅταν ὅμως ἀλλάζει ὁ φορέας τῆς ἱερωσύνης, τότε ἀναγκαστικὰ ἀλλάζει καὶ ὁ νόμος». 

            Στο αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής της Υπαπαντής, κατά την οποία θυμόμαστε τον σαραντισμό του Χριστού στον ναό των Ιεροσολύμων και την ευλόγησή του από τον υπερήλικα ιερέα Συμεών, διαβάζουμε την αναφορά του αποστόλου Παύλου στην ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και στην ιερωσύνη της Καινής Διαθήκης. Στην πρώτη, οι ιερείς λαμβάνουν το χάρισμα της ιερωσύνης από τον προπάτορα της ιουδαϊκής φυλής, στην οποία ανήκουν, δηλαδή τον Λευί, γιο του Ιακώβ και εγγονό του Αβραάμ. Σ’ αυτήν ανήκε και ο Ααρών, αδελφός του Μωυσή, ο οποίος κληροδοτεί το χάρισμα αυτό κατ’ εντολήν του Θεού διά του Μωυσή σε όσους από τη φυλή του θα αναλάβουν αυτήν την αποστολή. Είναι και ευλογία και κληρονομιά η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης. Υπάρχει όμως σ’ αυτήν ένα πρόσωπο, ο Μελχισεδέκ,  βασιλιάς της πόλης Σαλήμ, ο οποίος συναντά τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων, μετά από μία μεγάλη μάχη στην κοιλάδα Σιδδίμ, και του προσφέρει άρτους και οίνο, ευλογώντας τον, ενώ ο Αβραάμ του προσφέρει το ένα δέκατο των λαφύρων από τη νίκη του. Ο Μελχισεδέκ χαρακτηρίζεται «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων (Εβρ. 7,3) και θεωρείται τύπος του Χριστού, καθότι και ο Κύριος είναι «απάτωρ εκ μητρός» (της Παναγίας), «αμήτωρ» (εκ Πατρός, γεννηθείς από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων), «αγενεαλόγητος» (καθότι Θεός), «μήτε αρχή ημερών μήτε ζωής τέλος έχων» (σε ό,τι αφορά την θεότητά Του). Έτσι, η ιερωσύνη της Καινής Διαθήκης έρχεται ως συνέχεια της ιερωσύνης του Χριστού, που είναι κατά την τάξη Μελχισεδέκ, όχι δηλαδή κατά τα ανθρώπινα μέτρα και πρότυπα, επομένως όχι κληρονομική, ούτε ανήκουσα σε έναν λαό ή σε μία φυλή, αλλά ως απόρροια της σχέσης με τον Χριστό και με την Εκκλησία.

            Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι «όταν αλλάζει ο φορέας της ιερωσύνης, τότε αλλάζει αναγκαστικά και ο νόμος» που τη διέπει, όπως και ο νόμος που διέπει τον κόσμο. Η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης λειτουργούσε στην προοπτική της θυσίας για τον εξιλασμό, την άφεση των αμαρτιών των ανθρώπων και τη συμφιλίωση με τον Θεό. Οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ή και προσέφεραν τους πρώτους καρπούς της γης, για να υπενθυμίσουν στους ανθρώπους ότι απέναντι στον Θεό δεν ήταν αυτοί που ήθελε Εκείνος, λόγω των αμαρτιών τους. Η Καινή Διαθήκη ξεκινά με τη θυσία του Υιού του Θεού, του ιερέα κατά την τάξη Μελχισεδέκ, όχι γιατί θα πάψουμε οι άνθρωποι να είμαστε αμαρτωλοί, αλλά γιατί τώρα πρέπει να λυθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο που μας χωρίζει από τον Θεό, τη ζωή, τον συνάνθρωπο, που είναι ο θάνατος. Η θυσία του Χριστού έγινε μία φορά, στον Γολγοθά και στον Σταυρό. Καθαρισθήκαμε από την αμαρτία που οδηγεί στον θάνατο μία φορά και για πάντα. Η ζωή είναι ανεξάλειπτη πλέον. Επαφίεται σε μας να τη ζήσουμε κατά Θεόν, κατά την προσταγή Του που είναι η αγάπη, και να παλέψουμε με τον τρόπο της ζωής μας να την καθιστούμε πάντοτε ενεργή στην Εκκλησία.

            Αυτή η αλλαγή είναι το καίριο σημείο της εορτής της Υπαπαντής. Από την μία, ο Χριστός τηρεί τα έθιμα του μωσαϊκού νόμου. Πηγαίνει από τη Βηθλεέμ στα Ιεροσόλυμα, για να τηρηθεί το έθιμο του καθαρισμού του Ιωσήφ (που λειτουργεί σαν να είναι ο φυσικός Του πατέρας και προστάτης) και της Παναγίας. Για τους Εβραίους, η σχέση ενός ζευγαριού, εκτός από τη χαρά του ερχομού ενός παιδιού στον κόσμου, έκρυβε και την οδύνη της φθοράς και του θανάτου και έπρεπε συμβολικά να καθαριστούν από αυτήν με εγκράτεια και αναφορά στον ναό του Θεού, για να συνεχίσουν και πάλι τη ζωή τους, με τη σωφροσύνη, δηλαδή την πιστότητα ο ένας στον άλλον και την ένταξη της συζυγικής σχέσης στα πλαίσια της ευλογίας της από τον Θεό. Έτσι έφερναν ένα ζευγάρι τρυγονιών ή δύο νεοσσούς περιστερών ως προσφορά στον ναό. Ο Ιωσήφ και η Παναγία φέρνουν δύο μικρά περιστέρια, διότι δεν ήταν στην πραγματικότητα ζευγάρι, και τα περιστέρια συμβολίζουν την Παναγία και τον Χριστό, που παραμένουν αμόλυντοι από τον τρόπο της επιβίωσης και της διαδοχής του ανθρώπινου γένους. Όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, το ζεύγος των τρυγονιών αποτυπώνεται στα πρόσωπα του ιερέα Συμεών και της προφήτιδος Άννης, που διακονούσαν τον ναό του Θεού και που ήταν σώφρονες και εγκρατείς και επειδή ήταν μεγάλοι στην ηλικία και επειδή είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στον Θεό. Ο Συμεών παίρνει στα χέρια του τον Χριστό. Και αντί να ευλογήσει αυτός το βρέφος, ευλογείται από τον Κύριο. Όλα αλλάζουν. Δεν είναι ο άνθρωπος που μεταφέρει τις ευλογίες του Θεού στον άνθρωπο ως παρηγοριά για τον θάνατο που θα επέλθει, αλλά ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, ευλογεί την φύση μας και δεν την παρηγορεί απλώς, αλλά τη σώζει από τον θάνατο για πάντα.

            Αλλάζει η ιερωσύνη. Αλλάζει ο τρόπος της ζωής. Δεν είναι τώρα το κλειδί τα έθιμα και οι συνήθειες, αλλά η σχέση με τον Χριστό. Το να έχουμε στα χέρια μας, δηλαδή να Τον κοινωνούμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και να τον προσδοκούμε να φανερωθεί στο πρόσωπο του αδελφού μας, όταν αποφασίζουμε και παλεύουμε να τον αγαπήσουμε, με όποιον τρόπο μπορούμε. Αυτή η αλλαγή ας ξεκινά από τη γιορτή της Υπαπαντής και ας δίνει νέο νόημα στη ζωή μας.

            Χρόνια Πολλά! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

2 Φεβρουαρίου 2025

Της Υπαπαντής