3/29/19

ΟΙΤΙΝΕΣ ΟΥ ΜΗ ΓΕΥΣΩΝΤΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ




«Εἰσί τινές τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μάρκ. 9,1)
«Υπάρχουν μερικοί ανάμεσά σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν τον θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού»



                Ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, φόβος υπαρξιακός. Η πίστη στην αιώνια ζωή μειώνει την αγωνία μας στο πώς θα είναι η αιωνιότητα. Η απιστία οδηγεί στον φόβο του μηδενισμού της ύπαρξης. Πώς να στερηθούμε την ζωή που γνωρίζουμε αντί μιας άλλης, πώς «να πούμε το ναι στον ουρανό, όταν μάνα μας είναι η γη» (Νίκος Γκάτσος); Πώς να πείσουμε τον εαυτό μας ότι πορεύεται προς το απόλυτο τίποτα, προς το «μη είναι», προς την ανυπαρξία, ενώ έχει γευτεί το «είναι», την χαρά της ζωής, της κοινωνίας, της αγάπης, αλλά και της δημιουργικότητας, της μετοχής στον κόσμο;
                Ο λόγος του Χριστού λίγο πριν να πορευθεί προς το πάθος Του είναι συγκλονιστικός: «υπάρχουν κάποιοι που δεν θα γευτούν τον θάνατο». Ανάμεσά τους δεν είναι ο Ίδιος, διότι Αυτός θα τον γευτεί και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο επάνω στον σταυρό. Θα πεθάνει ως απόρριμα ενός κόσμου που γεύτηκε την αγάπη Του, τα θαύματά Του, την διδαχή Του, τις αναστάσεις Του, το κάλλος του προσώπου Του. Θα πεθάνει χωρίς να φέρει το «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Θα πεθάνει, ενώ είναι ο μόνος που μπορεί να πει ΟΧΙ στην δύναμη του θανάτου ως Θεός Παντοδύναμος.  Και όσο κι αν λέμε ότι η πίστη στην Ανάσταση παρηγορεί και τον Θεάνθρωπο και τον κάθε άνθρωπο, εντούτοις η σιωπή από την μία, η κραυγή «Θεέ μου, Θεέ μου εις τι με εγκατέλιπες;», το «τετέλεσται» δείχνουν την απόλυτα ανθρώπινη αγωνία για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα.  Δεν είναι χαρά ο θάνατος για τον Χριστό, αλλά περίλυπος ήταν η ψυχή Του έως θανάτου, όπως λέει ο Ίδιος στους μαθητές Του στην αγωνία της Γεθσημανή. Ο ιδρώτας Του έγινε σαν θρόμβοι αίματος. Και η φωνή της ζωής μέσα Του Τον έκανε να συζητά με τον Πατέρα Του και να παρακαλεί για μια στιγμή να φύγει κι από τον Ίδιο το ποτήριο του θανάτου, ακόμη κι αν αμέσως δηλώνει την απόφασή Του να υπακούσει στον Πατέρα του, ιδίως την στιγμή που ήρθε στον κόσμο για να φτάσει σ’ εκείνη την ώρα του θανάτου.
                Αν λοιπόν ο Θεάνθρωπος ήρθε στον κόσμο για να πεθάνει, τότε πώς υπάρχουν κάποιοι που δεν θα γευτούν τον θάνατο;
                Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν! Όμως ο θάνατος δεν είναι μόνο ο του σώματος. Είναι κυρίως ο πνευματικός θάνατος, ο χωρισμός δηλαδή του ανθρώπου από τον Θεό, από το Πρόσωπο του Χριστού, από την αγάπη και το φως που Αυτός εκλύει με την παρουσία Του, από το Ευαγγέλιο, από την Εκκλησία. Όλοι οι άνθρωποι δεν θα πεθάνουν πνευματικά, αλλά θα ζήσουν, ακόμη κι αν πεθάνουν, εφόσον πεθάνουν ως προς τον χωρισμό με τον Θεό. Όταν δούνε την Βασιλεία του Θεού να έρχεται με τον δυναμισμό της, να έρχεται δηλαδή ουσιαστικά με τον Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, τότε ο σωματικός θάνατος δεν έχει βαρύτητα. Είναι αναπόφευκτος, αλλά πρόσκαιρος. Το σώμα θα παραμείνει προσδοκώντας την Ανάσταση των νεκρών, η ψυχή όμως θα ζει για πάντα, γευόμενη την κοινωνία με τον Χριστό σε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης, αυτόν της αγάπης, όπως μας δίνεται εφόσον εμπιστευτούμε τον Χριστό. Και τότε θα λάβουμε αυτό που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε...
                 Δεν θα πεθάνουν ποτέ πνευματικά, ακόμη κι αν πεθάνουν σωματικά, όσοι θα δούνε και θα ζήσουν την εμπειρία της Βασιλείας του Θεού. Και αυτή βιώνεται στην Εκκλησία. Ο θάνατος του Χριστού στον Σταυρό καταργεί τον πνευματικό θάνατο.  Ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού δεν είναι κάτι άλλο από την εμπειρία της Ανάστασης στην Εκκλησία. Και η ανάσταση έρχεται αφού σταυρώσουμε πάθη, κακίες, αγωνίες, φόβους, ακόμη κα τον ίδιο τον εαυτό μας.  Αφού σιωπήσουμε μπροστά  στον πειρασμό της ύπαρξής μας να θυσιάσουμε ακόμη και την πίστη μας στον Θεό, προκειμένου να ζήσουμε στον παρόντα κόσμο, αφού πούμε με όλη μας την καρδιά «γενηθήτω το θέλημά Σου», αφού πάρουμε την απόφαση να είμαστε με τον Χριστό έως το «τετέλεσται» και της δικής μας ζωής, έως την απόρριψη του εγώ μας, έως το άφημα της επιθυμίας να αρέσουμε, να εξουσιάσουμε, να μας συζητούν.
                Και δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτήν την οδό. Είναι πλησίον μας και συνοδοιπόρος μας ο Χριστός. Όχι ο ακίνδυνος του κόσμου, αλλά ο επικίνδυνος της Εκκλησίας. Αυτός που μας οδηγεί στο θείο θέλημα, πράττοντας ο Ίδιος πρώτα αυτό που μας αφήνει ως παρακαταθήκη. Ο ασυμβίβαστος με το κακό και την αμαρτία. Ο Δωρεοδότης της Αγιότητας. Αυτός που βλέπει την ταπείνωση, τον κόπο, τις αγωνίες μας, την οδύνη των σχέσεών μας και μας χαρίζει την ανάπαυση.
                Ας προχωρήσουμε στους μικρότερους ή μεγαλύτερους σταυρούς της ζωής μας και ας παρακαλούμε να ανήκουμε σ’ αυτούς που δεν θα γευτούν πνευματικό, αλλά θα προσμένουν την χαρά της Βασιλείας στον τρόπο της Εκκλησίας!

Κέρκυρα, 31 Μαρτίου 2019  

3/28/19

ΧΑΙΡΕ ΚΡΙΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΥΣΩΠΗΣΙΣ, ΧΑΙΡΕ ΠΟΛΛΩΝ ΠΤΑΙΟΝΤΩΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ


               
Η αυτοκριτική είναι ένα στοιχείο που δεν έρχεται εύκολα στην ζωή μας. Το να πούμε «φταίω» προϋποθέτει επίγνωση του εαυτού μας, επιλογή η αλήθεια να είναι η προτεραιότητά μας, αλλά και διάθεση για μετάνοια, δηλαδή για αλλαγή σκέψης και ζωής. Αλλιώς, ακόμη και να πούμε το «φταίω», θα θελήσουμε να προσθέσουμε ελαφρυντικά, τα οποία στην πράξη θα ακυρώσουν την ομολογία. Διότι όταν δικαιολογούμαστε, τότε δεν είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ευθύνη, καθώς ομολογία χωρίς ανάληψη ευθύνης είναι δώρον άδωρον.
                Οι άνθρωποι σήμερα έχουμε την πολυτέλεια της ψυχολογικής υποστήριξης. Η επιστήμη έχει προχωρήσει, έχει αναπτυχθεί και αυτό δεν είναι κακό. Το αντίθετο, θα λέγαμε. Βοηθά στο να βρούμε ισορροπίες και να εκτονώσουμε τις σκέψεις μας. Οι παλαιότερες μορφές κοινωνιών, στρώματα των οποίων συναντούμε στην Εκκλησία και στην ύπαιθρο, είχαν ως δυνατότητα λύτρωσης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου το μυστήριο της εξομολόγησης στην παράδοση της πίστης και την γειτονιά ως παρέα και κοινότητα. Το « φταίω» γινόταν κίνηση συναίσθησης ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος είχε ανάγκη, εκτός του να μοιραστεί, να λάβει άφεση, να αποκατασταθεί στην κοινότητα, όπως αυτή διασωζόταν στην Εκκλησία και την γειτονιά του. Σήμερα ακόμη και η λύτρωση έχει μετατραπεί σε ιδιωτικό γεγονός. Ο άνθρωπος μοιράζεται τα ψυχολογικά του, τις ενοχές του, τα «φταίω»  του με στόχο την βελτίωσή του, την δικαιολόγησή του, την αποφυγή της ταπείνωσης ενώπιον της κοινωνίας, με τον ειδικό, ώστε να μην αισθανθεί άσχημα. Το ατομοκεντρικό μοντέλο σε όλη του την αποθέωση. Φαινόμενο των καιρών η χρησιμότητα. Το αποδεχόμαστε διότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά δεν μπορεί παρά να προβληματιστούμε για την αποθέωσή του, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν την κοινότητα, παρά την επίφαση ότι «βελτιούμενος εγώ, μπορώ να γίνω καλύτερος για όλους».
                Στην ζωή της Εκκλησίας, εκτός από το μυστήριο της μετανοίας, έχουμε και την ομολογία του « φταίω»  στην προσευχή, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών αναφωνούμε στην Υπεραγία Θεοτόκο:  «Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις, χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις». «Χαίρε εσύ που είσαι αυτή που μεταφέρεις τις παρακλήσεις μας για άφεση στον Δίκαιο Κριτή, χαίρε εσύ που οδηγείς τους πολλούς σε συγχώρηση για όσα φταίνε».
Η Παναγία εκφράζει τόσο την δική της θέση στην Εκκλησία, όσο και την δική της σχέση με τον Χριστό με δύο τρόπους: την δυσώπηση και την συγχώρηση.  Παρακαλεί για μας τον Χριστό και συγχωρεί εμάς, όπως η μάνα τα παιδιά της, ό,τι κι αν έχουν κάνει, ώστε να ζητά από τον Δίκαιο Κριτή να μας δώσει κι άλλη ευκαιρία στην ζωή μας. Η αγάπη της για τον κάθε άνθρωπο την κάνει να  ταπεινώνεται η ίδια. Γνωρίζει την δυσκολία μας να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, διότι οι άνθρωποι ντρεπόμαστε, όχι μόνο για όσα σκεφτόμαστε και πράττουμε, αλλά και διότι έχουμε μάθει να θεωρούμε τον Θεό αδυσώπητο καθώς ως Παντοκράτωρ δεν μπορεί να συγκριθεί με μας. Όσο πιο ψηλά είναι κάποιος, τόσο δυσκολευόμαστε να τον προσεγγίσουμε. Θεωρούμε θράσος μας να απευθυνθούμε απ’  ευθείας σ’  αυτόν και βάζουμε μεσολαβητές, για να μεταφέρουν τα αιτήματά μας. Αυτό κάνουμε και με την Υπεραγία Θεοτόκο. Της ζητούμε να μεταφέρει τα αιτήματά μας στον Υιό και Θεό της, ως μεσολαβήτρια. Γνωρίζουμε ότι Εκείνος είναι Δίκαιος και ότι θα δείξει κατανόηση. Θέλουμε όμως και το Πρόσωπο εκείνο που θα συνηγορήσει για μας. Και πιστεύουμε ότι η Μάνα είναι το μοναδικό και καταλληλότερο.
Την ίδια στιγμή η Παναγία μάς δείχνει ότι η συγχώρηση έρχεται σε όσους ταπεινώνονται. Σε όσους ομολογούν χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια και αλήθεια καρδιάς, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους, τις αμαρτίες τους, δηλαδή κάθε κίνηση, σκέψη, πράξη που μας χωρίζει από τον Θεό και τον πλησίον. Σε όσους αναλαμβάνουν την ευθύνη για όσα πράττουν και κάνουν αγώνα να αλλάξουν. Σε όσους αποφεύγουν να επιρρίψουν ευθύνες στους άλλους, για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους. Σε όσους με τιμιότητα και γενναιότητα συγχωρούν, για να συγχωρεθούν. Και η παναγία έδειξε αυτόν τον τρόπο με όλη την ζωή της, όταν πάντοτε έβλεπε με συμπάθεια τις ελλείψεις των ανθρώπων: από το αίτημα για μετατροπή του νερού σε κρασί στον γάμο της Κανά, μέχρι την σιωπή της κάτω από τον Σταυρό του Υιού της.
Είναι Δίκαιος Κριτής ο Χριστός, όχι μόνο για την παντοδυναμία του ή για το ότι είναι ο Ίδιος η Αλήθεια. Είναι Δίκαιος διότι αγαπά. Ακούει την Μητέρα Του και Μητέρα όλων των ανθρώπων και μας δίνει ως δωρεά την αποκατάσταση στην κοινότητα. Με την παράκληση που αναδεικνύει ταπείνωση και όχι θράσος. Με την συγχώρηση που δείχνει γενναιότητα από εμάς και αρχοντιά από Εκείνον. Με την απόφαση για αλλαγή από την πλευρά μας και όχι την μετακύλιση των ευθυνών. Με την εκζήτηση της Εκκλησίας ως την αυθεντικής κοινότητας που δίνει συνεχώς ευκαιρίες σε αυτόν που το ζητά, αλλά και περιμένει όποιον δεν έχει ακόμη επίγνωση και δεν κάνει την αυτοκριτική του, να επιστρέψει.
Ας είναι η Υπεραγία Θεοτόκος η ασφάλειά μας και το πρότυπό μας να δίνουμε στους άλλους αυτό που ζητάμε από τον Θεό!

Κέρκυρα, 29 Μαρτίου 2019

3/27/19

ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ


            Ο τρόπος που μαθαίνουμε την ιστορία στο σχολείο, αλλά και στο Πανεπιστήμιο, απέχει από αυτό που γνωρίζαμε. Δεν δίνεται έμφαση στα πρόσωπα και στα γεγονότα, αλλά σε στοιχεία που έχουν να κάνουν με ιδεολογικές προσεγγίσεις, πολιτικές όψεις και, κυρίως, φόρμες που οδηγούν σε θεωρίες αγαπητές από το μοντέρνο. Για παράδειγμα, στον αγώνα του 1821 υπερτονίζεται η σφαγή στην Τριπολιτσά, για να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι είμαστε κι εμείς ως Έλληνες υπεύθυνοι για βιαιότητες που έγιναν και η καλλιέργεια ενός παλαιού τύπου πατριωτισμού  απέχει από την ιστορική αλήθεια.
                Είναι βεβαίως χρέος του ιστορικού να μελετήσει τις πηγές. Να καταγράψει τα γεγονότα από όλες τις πλευρές. Να μην βάλει πάνω από την αλήθεια ιδεολογικές προτιμήσεις και άλλους στόχους. Είναι χρέος όμως του ιστορικού να ερμηνεύσει την πραγματικότητα με βάση τις συνθήκες στις οποίες αυτή διαμορφώθηκε. Αν απομονώσουμε ένα ιστορικό γεγονός από το ευρύτερο πλαίσιό του, τότε εύκολα βγάζουμε συμπεράσματα του τύπου «όλοι ίδιοι είμαστε» και προχωρούμε σε εξισωτισμούς.
                Το μεγάλο πρόβλημα είναι σήμερα ότι η νεώτερη γενιά δεν μαθαίνει αυτό που είναι σημαντικό για την δική της ταυτότητα. Ο αγώνας του 1821 δεν ήταν μόνο εξωτερική πολιτική, οικονομία, εξάρτηση από τις Ξένες Δυνάμεις, εθνικές γαίες, εμφύλιος πόλεμος. Ήταν και ήρωες, καθώς και ευεργέτες. Άνθρωποι οι οποίοι δεν δίστασαν να δώσουν την ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας. Άνθρωποι που δεν δίστασαν να ξοδέψουν όλη τους την περιουσία προκειμένου να βοηθήσουν το Γένος να ελευθερωθεί, αλλά και να σταθεί στα πόδια του. Και η ανθρώπινη ποιότητα είναι αυτή που χρειαζόμαστε σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, πέρα από τις γνώσεις για άλλες δυνάμεις που κινούν και διαμορφώνουν την Ιστορία.
                Οι νέοι σήμερα δεν μαθαίνουν για ήρωες. Ζώντας σε μία εικονική πραγματικότητα, στην οποία οι ήρωες είναι οι ίδιοι για τις επιδόσεις τους στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, για τις ερωτικές τους κατακτήσεις, τα like και τις καρδούλες που παίρνουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η ζωή δεν κινείται μόνο στο ατομικό, αλλά ότι χρειάζεται και το συλλογικό. Ότι σημασία δεν έχει μόνο να είσαι πλούσιος για τον εαυτό σου, αλλά να προσφέρεις από το περίσσευμα ή το υστέρημά σου και σε όσους δεν έχουν, για να πάει μπροστά η κοινωνία. Ότι κανείς δεν θα σε θυμάται αν πήρες άριστα στο σχολείο ή αν πέρασες την πίστα στο διαδικτυακό παιχνίδι εξοντώνοντας τους αντιπάλους σου, αλλά όλοι θα σε θυμούνται αν πάλεψες για να είναι η πατρίδα ελεύθερη,  αν προσέφερες υποτροφίες, αν έχτισες ιδρύματα και βιβλιοθήκες, αν έδωσες στην παιδεία του λαού όπλα για να μορφωθούν γενεές γενεών. Και μπορεί η πρόσκαιρη λάμψη των αστέρων της τηλεόρασης και του Διαδικτύου να σαγηνεύει, όμως την Ιστορία την γράφουν όσοι προσφέρουν για τους πολλούς.
                Η Εκκλησία χρειάζεται να απευθυνθεί στην νέα γενιά και να προβάλλει πρότυπα που έχουν καθαρά χριστιανική στάση ζωής, ακόμη κι αν δεν έχουν διακριθεί για την πνευματικότητα της άσκησης ή της νοεράς προσευχής. «Η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών». Και η αγάπη για τους ανθρώπους η οποία διδάσκει και δίνει ελευθερία και παιδεία είναι κίνηση που αλλάζει την Ιστορία. Ας μιλήσουμε λοιπόν επιτέλους για ήρωες και ευεργέτες!


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 27 Μαρτίου 2019

3/24/19

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΘΟΡΙΟ ΚΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ



                «Ο Ησαΐας προεικόνισε την σύλληψη του Χριστού από την Παναγία  ενεργώς με όσα αξιώθηκε ήδη μακαρίως να πάθει. Διότι αυτός δεν είδε τον Σεραφείμ να παίρνει αμέσως τον άνθρακα από το νοητό θυσιαστήριο του ουρανού. Τούτον τον πήρε ο Σεραφείμ με την λαβίδα, με την οποία έγγισε και τα χείλη του, δίδοντας την κάθαρση. Αυτή η εμπειρία της λαβίδας ήταν το ίδιο μ’  εκείνο το μεγάλο θέαμα που είδε ο Μωυσής, μια βάτος που ήταν αναμμένη με πυρ και δεν κατακαιόταν.
                Ποιος δεν γνωρίζει ότι εκείνη η βάτος και αυτή η λαβίδα ήταν όπως η παρθενομήτωρ, που συνέλαβε μέσα της το θείο πυρ απυρπολήτως, αφού και εδώ αρχάγγελος μεσίτευε στην σύλληψη και συνήνωνε δι’  αυτής τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου με το ανθρώπινο γένος και με την απόρρητη συνάφεια μας εξάγνισε; Επομένως αυτή η παρθενομήτωρ είναι η μόνη μεθόριο κτιστής και άκτιστης φύσεως. Όσοι βέβαια γνωρίζουν τον Θεό θα αναγνωρίσουν και αυτήν ως χώρα του αχωρήτου θα υμνήσουν μετά τον Θεό όσοι υμνούν τον Θεό. Αυτή είναι και η αιτία των πριν από αυτή και προστάτιδα των μετά από αυτή και πρόξενος των αιωνίων αγαθών. Αυτή είναι υπόθεση των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίδα των διδασκάλων. Αυτή είναι η δόξα των επί γης, η τερπνότητα των ουρανίων, το εγκαλλώπισμα όλης της κτίσεως. Αυτή είναι η καταρχή, η πηγή και η ρίζα της αποθησαυρισμένης για μας ελπίδος στους ουρανούς» (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, « Ομιλία ΙΔ’ εις τον Ευαγγελισμόν»)
                Στην εορτή του Ευαγγελισμού βλέπουμε μία μοναδικής σημασίας αλήθεια της πίστης μας: ότι ο άνθρωπος συμμετέχει ενεργά στον ερχομό του Θεού στον κόσμο και  δεν λειτουργεί παθητικά. Συμμετέχει με την ελεύθερη αποδοχή της κλήσης του από τον Θεό. Συμμετέχει με όλη του την ύπαρξη, καθώς συζητά, διαλέγεται με τον Θεό, διά μέσω του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, χρησιμοποιεί τον νου του θέτοντας εύλογα ερωτήματα, όπως είναι το πώς θα γεννηθεί ο Θεός χωρίς να μεσολαβήσει η συνάφεια ανδρός και γυναικός, πώς θα ξεπεραστεί δηλαδή η φύση του κόσμου και του ανθρώπου, για να έρθει με τρόπο υπέρ την φύσιν ο Θεάνθρωπος. Συμμετέχει και προς τον άνθρωπο, διότι η Υπεραγία Θεοτόκος μάς δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη φύση, δηλαδή να γίνει «άσπιλη, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη, αγνή» και να αξιωθεί να παραμείνει εν παρθενία. Κι όμως, ενώ φτάνει τόσο ψηλά πνευματικά και να προσελκύσει κάθε ομορφιά και χάρη, εντούτοις, αν δεν γίνει Θεόνυμφος, αν δηλαδή δεν κοινωνήσει πλήρως τον Θεό με όλη την ύπαρξη, ψυχοσωματικά, τότε δεν μπορεί να σωθεί, να νικήσει τον θάνατο, να καταξιωθεί στην αιωνιότητα. Δεν είναι επειδή πλαστήκαμε κτιστοί. Είναι διότι το άκτιστον δεν επιβάλλει. Αγκαλιάζει το κτιστόν μόνο με την σύμφωνη γνώμη του τελευταίου. Του έχει μεταδώσει εξ αρχής της δημιουργίας του τόσο την εικόνα όσο και το καθ’  ομοίωσιν μαζί Του. Όμως η ομοίωση δεν έρχεται στανικά. Είναι δωρεά και ενεργοποιείται εν ελευθερία.  Η Παναγία δείχνει το όριο του κτιστού, αλλά και την συγκατάβαση και την αγάπη του ακτίστου, διά της οποίας το κτιστό ενώνεται μαζί Του και θεοποιείται. Δεν γίνεται ο άνθρωπος θεός από μόνος του. Δεν του δόθηκε η θεία φύση, αλλά η δυνατότητα μετοχής σ’  αυτήν. Και η Παναγία μάς δείχνει ότι η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό ολοκληρώνει την ύπαρξή μας, ενώ η παρουσία του Θεού εντός μας δεν μας συντρίβει, δεν μας κατακαίει, δεν μας εξουθενώνει, αλλά μας αγιάζει, θεοποιεί!
                Στην εορτή του Ευαγγελισμού, της είδησης της χαράς και της ελπίδας, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο της Παναγίας μας την πηγή της αποθησαυρισμένης για μας ελπίδας στους ουρανούς. Ελπίζοντας στον τρόπο της , αυτόν της επίγνωσης των ορίων μας αλλά και της εμπιστοσύνης στον Θεό και στο θέλημά Του, πορευόμαστε στους καιρούς μας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Βρίσκουμε στην Εκκλησία την ενεργοποίηση αυτής της ελπίδας και παλεύουμε για το ταξίδι προς την υπέρβαση των ορίων μας. Μόνο που ζητούμε την παρουσία, την εγκατοίκηση του Χριστού και στις δικές μας καρδιές. Αγαπώντας, ενεργοποιώντας κάθε χάρισμά μας, με πορεία προς τον ουρανό, μπορούμε να αλλάξουμε και τα γήινα. Είναι αυτό που λείπει στον θόρυβο και την απελπισία της εκκοσμικευμένης πραγματικότητας. Είναι το ΝΑΙ στον ορθόδοξο δρόμο να νικήσουμε τον θλιβερό εγωτισμό μας, να υπερβούμε την φύση μας που είναι η προσκόλληση στην ζωή με κάθε τρόπο, να αγγίξουμε την ελευθερία τόσο του σώματος όσο και της ψυχής. Να θυμηθούμε τελικά τους προγόνους μας οι οποίοι νίκησαν την φύση τους και πάλεψαν μέχρι θανάτου για τον τρόπο του υπέρ την φύσιν, που είναι η ελευθερία της αγάπης μέσα από την αγάπη για την ελευθερία!   

Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 2019

3/23/19

ΣΟΙ ΛΕΓΩ


«Σοί λέγω, γειρε καί ρον τόν κράβαττόν σου καί παγε ες τόν οκον σου. Καί γέρθη εθέως, καί ρας τόν κράβαττον ξλθεν ναντίον πάντων» (Μάρκ. 2, 11-12)
«Σέ σένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω.

«Σοι λέγω». Λόγος θεϊκός. Λόγος αρχοντικός. Λόγος μεγαλοσύνης. Λόγος κυριαρχικός. Λόγος αγάπης τρυφερής, μα και αποφασιστικής. Λόγος που δεν χωρά ούτε καν λογισμό αμφιβολίας. Λόγος που φέρνει ως μοναδική απάντηση το «ευθέως». Είναι ο λόγος του Θεανθρώπου προς τον παραλυτικό της Καπερναούμ. Ο λόγος του δωρεοδότη της υγείας προς τον αδύναμο και ασθενή. Του κινούμενου προς τον άνθρωπο και εξιστάμενου εκ της φύσεώς Του για να προσλάβει την δική μας Θεού. Του Θεανθρώπου που συναντά τον πεπτωκότα, φθαρέντα, νικημένο από την ίδια του την φύση άνθρωπο. Όπως διά του λόγου του Θεού τα πάντα εγεννήθησαν, καθώς ο λόγος γίνεται ενέργεια, πλην του ανθρώπου, στον οποίο εκτός από τον λόγο ο Θεός έβαλε και μία ξεχωριστή κίνηση, την κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν πλάση του ανθρώπου, έτσι και εδώ με τον ερχομό του Χριστού, ο λόγος θεραπεύει, δίνει δηλαδή μια καινούργια γέννηση στους ανθρώπους όταν έχει να κάνει με την αποκατάσταση της φύσης μας, ενώ για την διάλυση της φθοράς μας, για την ανάπλασή μας, ο Χριστός θα σηκώσει ο Ίδιος τον Σταυρό του θανάτου, θα κάνει μία κίνηση πέρα από τον λόγο, δίδοντάς μας τον τρόπο της αυθεντικής ύπαρξης. 
«Σοι λέγω». Δεν λογαριάζει την στάση των γραμματέων, για τους οποίους είναι αδιανόητο ένας Θεός να ασχολείται με τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όπως θεωρούσαν όσους είχαν βαρύτατα νοσήματα. Δεν λογαριάζει την αμφισβήτηση των ανθρώπων της θρησκείας προς το πρόσωπό Του. Ότι δεν Τον αποδέχονται ως Υιό του Θεού. Δεν λογαριάζει την άρνησή τους να αγαπήσουν. Να χαρούν με την άφεση των αμαρτιών που παίρνει ο συνάνθρωπός τους, διότι πιστεύουν σε έναν Θεό της καθαρότητας και της τυπολατρίας, έναν Θεό που βλέπει μόνο την εξωτερική συμπεριφορά, το να είναι κάποιος «εντάξει» με τα λόγια της Γραφής, ακόμη κι αν η καρδιά είναι άδεια από αγάπη. Δεν είναι ότι τους περιφρονεί. Συζητά μαζί τους. Τους αποδεικνύει τον λανθασμένο τρόπο σκέψης και ζωής και κάνει το θαύμα τελικά, για να τους οδηγήσει στην μετάνοια, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι δεν θα αδράξουν την ευκαιρία. 
«Σοι λέγω». Μιλώντας στον παραλυτικό, απευθύνεται και στους φίλους του, οι οποίοι αποστεγάζουν τη στέγη, για να τον κατεβάσουν ενώπιον του Χριστού, αφορμώμενοι από την αγάπη για τον φίλο τους, αλλά και από την πίστη στον Θεάνθρωπο, χωρίς να λογαριάσουν τον θόρυβο, την αποδοκιμασία από τους άλους ανθρώπους, την πιθανή οργή του ιδιοκτήτη του σπιτιού.  Απευθύνεται σ’  αυτούς απορώντας με χαρά για την δύναμη της πίστης τους. Μιλώντας στον παραλυτικό είναι σαν να λέει και σε κείνους ότι το θαύμα της θεραπείας είναι επιδοκιμασία της αγάπης και δώρο χαράς σ αυτούς που το ζητούν με τρόπο σιωπηλό, καθώς δεν είπαν τίποτα στον Χριστό, μα έμπρακτο. Η άρση της παραλυσίας του φίλου τους είναι κι ένα σημάδι ότι για τον Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο, αλλά όταν υπάρχει η αγάπη, τότε τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο  στην φθορά.
«Σοι λέγω». Ο Χριστός διά της Εκκλησίας μάς καλεί και σήμερα με τον δικό Του αυθεντικά αρχοντικό τρόπο, μέσα από την κοινωνία με το πρόσωπό Του, να διαπιστώσουμε σε ποια κατηγορία ανθρώπων ανήκουμε. Σ αυτούς που έχουμε συναίσθηση της φθοράς μας, σ αυτούς που βλέπουμε ότι η ανθρώπινη φύση μάς οδηγεί στην παράδοση στα πάθη και τις εγωκεντρικές επιθυμίες οι οποίες μας κλείνουν στον εαυτό μας και δεν μας αφήνουν να περπατήσουμε προς τους άλλους και ότι χρειαζόμαστε και σταμάτημα της φθοράς και ανάπλαση αιωνιότητας; Σ αυτούς που νομίζουμε ότι όλα είναι εντάξει, από την στιγμή που δεν έχουμε βαριά αμαρτήματα ή τηρούμε τυπικά τίς εντολές του Θεού, χωρίς όμως η καρδιά μας να αγαπά, ιδιαιτέρως όσους δυσκολεύονται να είναι κοντά στον Θεό, όσους νιώθουν μοναχικότητα, όσους η ύπαρξή τους έχει παραλύσει από το ψεύτικο του κόσμου, είτε το κατανοούν είτε όχι; Σ αυτούς που νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο στην ζωή από το να εμπιστευόμαστε τον Θεό, να αγαπούμε έμπρακτα, ακόμη και με προσωπικό κόστος, να γινόμαστε  φίλοι με τους πονεμένους, αφήνοντας την αγάπη να καλύπτει πλήθος αμαρτιών; 
Η αυθεντική απάντηση στο «σοι λέγω» του Χριστού είναι το «ευθέως». Στην ζωή της Εκκλησίας η συγκαταβατική, έμπρακτη, ταπεινή αγάπη μιας καρδιάς μετανοούσας, που μέσα της έχει ως νόημα την πίστη στον Θεάνθρωπο. Ας ακούμε με τα ώτα της καρδίας τα μηνύματα της ανάπλασης της φύσης μας, του σταματήματος της φθοράς, του νέου ξεκινήματος της κοινωνίας με τον Χριστό!


Κέρκυρα, 24 Μαρτίου 2019 

3/21/19

ΧΑΙΡΕ Η ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΛΥΤΡΟΥΜΕΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ΧΑΙΡΕ Η ΤΟΥ ΒΟΡΒΟΡΟΥ ΡΥΟΜΕΝΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ


             Πολλές οι μορφές της ειδωλολατρίας στους καιρούς μας. Κυριαρχεί η εικόνα.
Παλαιότερα ήταν τα αγάλματα, στα οποία οι άνθρωποι πρόσφεραν θυσία στους θεούς. Ήταν τα κατασκευάσματα ενός κόσμου ο οποίος έβλεπε από την μία την φύση και από την άλλη τα πάθη του ανθρώπου και μετέτρεπε την ανάγκη για προστασία από τις φυσικές δυνάμεις, όπως επίσης και την ανάγκη για δικαιολόγηση των δικών του αδυναμιών, σε θεότητες, ώστε να μπορεί να αισθάνεται ασφάλεια. Αν ο ήλιος, ο κεραυνός, η θάλασσα, η γη, οι εποχές είχαν στοιχειά πίσω τους, αν η απιστία, η πολεμική διάθεση, ο έρωτας κι ο θάνατος δικαιολογούνται  να είναι άμετρες καταστροφικότητες, είναι διότι οι θεοί που κρύβονται σε όλες αυτές τις δυνάμεις είναι σαν κι εμάς και χρειάζονται εξιλέωση, χρειάζονται ταξίματα, χρειάζονται καταπράυνση.  Ούτε είναι η ανάγκη μας για δημιουργικότητα, για σοφία, για συνύπαρξη που μάς καλούν να βρούμε θεούς, για να κάνουμε αυτό που από μόνοι μας δυσκολευόμαστε. Να υποχωρούμε δηλαδή μεταξύ μας, να βάζουμε νόμους και κανόνες, να έχουμε γιορτές για να μπορούμε να ομορφαίνουμε την ζωή μας, να μην είναι η ζωή μας θεμελιωμένη μόνο στο λογικό.
Σήμερα θεός είναι ο εαυτός μας. Δεν είναι μόνο η μεταμοντέρνα αντίληψη ότι η αλήθεια είναι προσωπική υπόθεση και απόφανση. Ότι ο καθένας μας είναι κάτοχος της προσωπικής του θέασης της αλήθειας και ότι δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, αφού είναι ο ίδιος η αυθεντία. Είναι ότι αυτόν τον μικρό θεό μπορούμε να τον λατρεύσουμε ανεβάζοντας την εικόνα του ως φωτογραφία σε έναν κόσμο στον οποίο όλοι χωρούμε, εκτός από εκείνους που δεν συμμετέχουν σ’ αυτόν. Η αναγνωρισιμότητα, η αποδοχή, η συμμετοχή των άλλων στην προβολή της εικόνας μας είναι το Α και το Ω για να αισθανόμαστε κάποιοι. Και είναι δύσκολο να εξαιρεθούμε από αυτό το παιχνίδι του να γινόμαστε ΑΥΤΕΙΔΩΛΑ (όπως αναφέρεται στον Μεγάλο Κανόνα). Θα έχουμε όλοι έναν μικρό ή μεγαλύτερο στρατό από «ακόλουθους», δηλαδή εν είδει πιστών που θα μας λατρεύουν.
Τότε η ανθρωπότητα χρειάστηκε την Υπεραγία Θεοτόκο, για να μας λυτρώσει από την βάρβαρη θρησκεία της πολυθεΐας. Μία γυναίκα άσημη και ανύπαρκτη για τις εξουσίες, θρησκευτικές και πολιτικές. Ανύπαρκτη και για τους συντοπίτες της, γεννά τον Σαρκωμένο Θεό. Δεν είναι απλώς αυτή που την φιλοξενεί εν μήτρα της. Δανείζει σάρκα και φύση ανθρώπινη και κάνει τον κόσμο να δει την ζωή και την αλήθεια πέρα από την φύση. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου, ο φόβος τω στοιχειών της φύσης, οι ανάγκες και οι επιθυμίες που δεσπόζουν τώρα. Είναι η αγάπη που ως τέλεια διά της σχέσεως με τον Θεό έξω βάλλει κάθε φόβο. Είναι η αγάπη, η οποία κάνει τους νόμους περιττούς. Είναι η αγάπη που κάνει όλη την ζωή γιορτή και όχι μόνο κάποιες συγκεκριμένες μέρες. Διότι τον Σαρκωμένο Θεό Τον ακολουθούν μυριάδες μυριάδων, παιδιά κι αυτοί της Υπεραγίας Θεοτόκου ως προς τον τρόπο της πίστης, τον τρόπο της υπακοής και της εμπιστοσύνης, τον τρόπο της θυσίας, τον τρόπο του μοιράσματος, τον τρόπο της ελπίδας. Είναι η αγάπη που μας υποδεικνύει ότι δεν είναι τα πάθη μας ακατάβλητα, αλλά ότι «ο έρωτας με έρωτα νικιέται», ο έρωτας για την αμαρτία, ζοφώδης και ασέληνος, υποτάσσεται στον έρωτα για τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ενώ ό,τι φαίνεται ακαταμάχητο κατά φύσιν, ο άνθρωπος για τον εαυτό του, γίνεται υπέρ την φύσιν ευλογία. Ο εαυτός μου παλεύει διά της αγάπης να είναι για πάντα με τον συνάνθρωπο μαζί στον τρόπο της Εκκλησίας, στην συνάντηση που οδηγεί στην αιωνιότητα. Λυτρωθήκαμε από τον «βόρβορο» των έργων μας, διότι η μετάνοια αναστέλλει την ισχύ τους, τα κάνει χθες, οδηγεί την ύπαρξη σε μία συνεχή νέα αρχή με την παρουσία του Χριστού.
Και σήμερα μάς χρειάζεται πάλι η Υπεραγία Θεοτόκος. Να μας δείξει το μέτρο της χαράς. Το μέτρο της αλήθειας μας που δεν είναι ο εαυτός μας, αλλά ο Σαρκωμένος Θεός και ο πλησίον, ο τρόπος της Εκκλησίας. Ο τρόπος της υπέρβασης της φύσης. Ο τρόπος της αγάπης. Υπάρχει η πρόνοια του Αγαπώντος Θεού, ο Οποίος δύναται να μας δώσει ό,τι μας λείπει, να θεραπεύσει τα ασθενή μας. Στο άγχος της προβολής της εικόνας μας, να μας φωτίσει λιγότερο να προβαλλόμαστε και περισσότερο να μοιραζόμαστε. Δεν είναι το είδωλό μας που μετρά, αλλά η ζωή μας. Δεν είναι ο ορθολογισμός μόνο, αλλά, κυρίως, η καρδιά. Είναι η έξοδός μας από το εγώ μας και όχι ο εγκλωβισμός σ’  αυτό. Είναι η δίψα για το υπέρ την φύσιν, που χρειάζεται ως οδός υπέρβασης του θανάτου, όσο κι αν ο θάνατος κυβερνά.
Η Υπεραγία Θεοτόκος ας μας δείχνει τον δρόμο!

Κέρκυρα, 22 Μαρτίου 2019

3/20/19

ΓΙΑΤΙ ΕΝΩ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΑΤΤΟΥΜΕ;


«Χωρίς ταραχή και θλίψη, αλλά με χαρά, να παραδέχεσαι ότι έκανες στραβά εκείνο που νόμισες ότι έκανες σωστά» (Αββάς Δωρόθεος).
Δύσκολος ο ασκητικός λόγος. Έρχεται να αντισταθεί στο αταπείνωτο φρόνημά μας, στο αίσθημα ότι έχουμε δίκιο σε ό,τι κάνουμε, καθώς δεν μπορεί η προσωπικότητά μας να «τσαλακωθεί» από την κριτική του άλλου. Αυτό το ζούμε και με τα παιδιά μας, αλλά και στην σχέση μας με τον/την σύζυγό μας.
 Εύκολος είναι ο προσανατολισμός στο εγώ. Κάθε άλλη θεώρηση αρχικά γεννά μία πίεση πολιτισμική. Οι καιροί μας δεν είναι για υποχώρηση, αλλά για νίκη. Ο καθένας μας έχει ένα μικρό αλάθητο. Ακόμη κι αν κατανοεί ότι σφάλλει, φοβάται ότι η υποχώρηση διά της παραδοχής θα οδηγήσει σε σειρά ηττών και απολογιών. Αφού παραδέχτηκε μία φορά ότι έσφαλε, γιατί να μην είναι συνεχώς η συμπεριφορά του εσφαλμένη; Όλα στο παιχνίδι της εξουσίας γίνονται. Και αν ζητήσουμε μία φορά συγγνώμη, ποιος εγγυάται ότι ο άλλος δεν θα θεωρεί δεδομένο ότι δεν θα χρειαστεί να το πράξουμε και στα σωστά μας. Ο λογισμός για το λάθος θα τον συντροφεύει και θα επανέρχεται. «Όπως έκανες λάθος σ’  αυτό, έτσι κάνεις λάθος και σε εκείνο».
Στην συνέχεια, έρχεται η απαίτηση του «αν με αγαπάς, θα με συγχωρέσεις, θα με ανεχτείς». Έχω δικαίωμα στο λάθος, διότι με αγαπούνε. Απόδειξη η κατανόηση. Αν δεν μπορεί ο άλλος να με δεχτεί όπως είμαι, γιατί να πιστεύω ότι με αγαπά; Το να απαιτεί από εμένα να αλλάξω, δεν είναι όμορφο. Η αλλαγή όμως είναι μία διαδικασία απαραίτητη για τη ωρίμασή μας. Κανένας χαρακτήρας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι αυτάρκης. Αντίθετα, μέσα από την αλλαγή, ιδίως αυτή που έρχεται διά της αυτογνωσίας και της μετανοίας, προχωρούμε όχι σε αλλοίωση της προσωπικότητάς μας, αλλά σε ανακαίνισή της. Δίνουμε χαρά όταν αντιλαμβανόμαστε έμπρακτα ότι σφάλλουμε και ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Αυτή είναι η ενηλικίωση! Και τότε όντως μας αγαπούν, όχι περισσότερο, αλλά πιο εύκολα, γιατί τους δείχνουμε ότι γνωρίζουμε να χάνουμε!
Οι άλλοι είναι το κριτήριό μας. Όχι ως αφορμή ενοχής, ότι δεν μπορούμε να τους ευχαριστήσουμε με ό,τι κάνουμε και ό,τι είμαστε, διότι τότε παύουμε να υπάρχουμε ελεύθερα. Οι άλλοι γίνονται ο καθρέφτης μας, διότι μάς δίνουν το κίνητρο της αυθεντικής κοινωνίας. Επειδή αγαπώ, προσφέρομαι. Επειδή αγαπώ, καθρεφτίζομαι και βλέπω τι επάνω μου βοηθά στην εύρεση της  αλήθειας και τι όχι. Η μοναξιά περιμένει όποιον δεν σκέφτεται με βάση και τον αδελφό του, ή, κυρίως, τον αδελφό του. Η χαρά της συνύπαρξης ομορφαίνει αυθεντικά την ζωή μας!
Επιμένω στο λάθος, διότι κι ο άλλος κάνει λάθος. Συνάντηση εγωισμών γίνεται η σχέση. Το ίδιο και στα παιδιά μας. Ζητούμε από αυτά να παραδέχονται τα λάθη τους από σεβασμό, χωρίς εμείς να αναλαμβάνουμε το μερίδιο της ευθύνης για ό,τι γνήσιο δεν τους δώσαμε. Κυρίως την αγάπη και την συγκατάβαση, αλλά και μια εξουσία που αποσκοπεί στην πρόοδό τους και όχι στο δικό μας βόλεμα.
«Συγχώρεσε με και εύχου για μένα». Ο λόγος του Αββά λυτρώνει. Κάνει την ήττα κοινωνία και όχι αναγκαίο κακό. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας. Τον χρειαζόμαστε!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 20 Μαρτίου 2019




3/15/19

ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;


ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ; (ΕΥΡΙΣΚΕΙ ΙΗΣΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΝ, ΕΥΡΙΣΚΕΙ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΟΝ ΝΑΘΑΝΑΗΛ)


«Εὑρίσκει ὁ Ἰησοῦς Φίλιππον καί λέγει αὐτ: ἀκολούθει μοι... Εὑρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ καί λέγει αὐτ: ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ» (Ἰωάν. 1, 44,46)

«Βρίσκει ο Ιησούς τον Φίλιππο και λέει: ‘ακολούθησέ με’. Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στον νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ»


                Ο χριστιανισμός είναι μία συνεχής αναζήτηση της Αλήθειας. Η Αλήθεια δεν είναι ιδέα, αλλά Πρόσωπο, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Για να βρούμε την Αλήθεια, χρειάζεται αναζήτηση. Όποιος αναζητεί, θα συναντήσει τον Χριστό. Θα τον βρει ο ίδιος ο Θεάνθρωπος. Δεν είναι τυχαία η συνάντηση. Είναι ανταπόκριση στο χτυποκάρδι για αλήθεια, σε μία βαθύτερη αναζήτηση της ύπαρξης για νόημα που ξεπερνά τον χρόνο, για την αγάπη που νικά κάθε πάθος, κάθε δικαίωμα, κάθε πρόσκαιρο. Και ο Χριστός δεν κωφεύει σ ’αυτήν την αναζήτηση. Εμφανίζεται στον αναζητητή άλλοτε απευθείας, όπως στον Φίλιππο, άλλοτε διά μέσου των άλλων ανθρώπων, όπως έκανε ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ. Τον βρήκε και του ανακοίνωσε την μεγάλη συνάντηση.
                Γι’ αυτό και η ιεραποστολή είναι στάση ζωής στην χριστιανική παράδοση. Αν με βρήκε ο Χριστός, αυτό είναι η αρχή για να βρω τον άλλο, τον πλησίον μου και να του ανακοινώσω την δική μου χαρά. Να την μοιραστώ. Να δείξω ότι άλλαξε η ζωή μου. Όχι με πομπώδη τρόπο, όχι με επίδειξη, όχι για να φανερώσω ότι είμαι ο εκλεκτός. Αλλά γιατί η αγάπη έχει νόημα και πληρότητα όταν μοιράζεται, όταν δεν κρατιέται στο εγώ, όταν γίνεται λαχτάρα και άλλοι να συναντήσουν, να γιατρευτούν, να μοιραστούν.
                Πώς μας βρίσκει ο Χριστός σήμερα;
                Συνήθως Τον προσπερνούμε αδιάφοροι. Δεν μένουμε σε αυτό που είναι ο Ίδιος, διότι δεν Τον αναζητούμε. Είμαστε βέβαιοι ότι Τον έχουμε, παραδομένοι στην συνήθεια, την επανάληψη, το αίσθημα ότι τα έχουμε καλά μαζί Του. Δεν αισθανόμαστε την Εκκλησία σπίτι μας, διότι εκεί πηγαίνουμε άλλοτε για να μην τα χαλάσουμε με τον Θεό και άλλοτε για να ζήσουμε την γαλήνη από τις ζάλες της ζωής, όχι όμως για να βρούμε τους άλλους, τους πλησίον μας. Αν μας έβρισκε ο Χριστός έτοιμους να Τον αποδεχτούμε, έτοιμους να Του δώσουμε την καρδιά, τα πάθη και τα λάθη μας, δεν θα μας ένοιαζε ποιος είναι ο πλησίον μας, τι κάνει, πώς φέρεται, αν είναι σαν κι εμάς, αν δεν είναι. Και δεν απολαμβάνουμε την ζωή της πίστης, διότι έχουμε λογισμούς, αν είναι δυνατόν ο Χριστός στο πρόσωπο του πλησίον μας να είναι αγαθός, καθώς κατάγεται από την Ναζαρέτ και όχι από την Ιερουσαλήμ. Κατάγεται από την ταπεινή πόλη και όχι από την πρωτεύουσα. Κι εμείς πρωτεύουσα θεωρούμε το  εγώ και τον τρόπο μας.
                Ο κόσμος Τον έχει διαγράψει από τις προτεραιότητές του. Συνήθως αναζητά την ύπαρξη των θρησκειών ως ιδεολογιών, για να μπορεί να κρατιέται από κάπου, να έχει την παρηγοριά της χρησιμότητας, ψήγματα διαφορετικότητας, γιορτές που αναπαύουν στην πορεία του χρόνου. Ο κόσμος είναι βέβαιος για τις αλήθειες του, για τα αγαθά του, για την ευτυχία στην ηδονή, στο αυτονομημένο σώμα, στην φυγή από την καθημερινότητα διά του Διαδικτύου, της τηλεόρασης, των ταξιδιών, του ποδοσφαίρου.  Ο κόσμος δεν Τον αναζητεί, δεν αισθάνεται ότι του λείπει, διότι αποθεώνει το εγώ του καθενός και έχει συμβιβαστεί με τον θάνατο, τον οποίο προσπαθεί να αναβάλει, για να χαρεί την ζωή. Μένουν οι δοκιμασίες, οι λύπες, η απόγνωση μπροστά στο τέλος ως τελευταίες ευκαιρίες να ανοιχτεί  στην συνάντηση, παρότι ο Χριστός είναι πανταχού και διαρκώς παρών.
                Κι εμείς οι χριστιανοί επηρεαζόμαστε από τους ρυθμούς του κόσμου, ιδίως οι νεώτεροι. Παγιδευμένοι στις βεβαιότητές μας από την μία και εκκοσμικευμένοι όσο τίποτε από την άλλη, δεν νιώθουμε την ανάγκη για προτεραιότητα του Χριστού. Μας αρπάζουν και οι βιοτικές μέριμνες, οι οποίες καθιστούν το ασήμαντο πρωταγωνιστή. «Πού να Τον βρούμε λοιπόν σ’ αυτόν τον κόσμο, που όλα πια τα έχει δει, όλα τα ’χει καταλάβει, όλα τα ‘χει δεχτεί;» (Σταμάτης Σπανουδάκης).
                Δεν είναι καιρός για απόγνωση. Αν κάτι κρατά ζωντανό η Ορθοδοξία στην ζωή μας είναι η αναζήτηση. Είναι η δίψα για συνάντηση με τον Χριστό, τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα, ο Οποίος ανταποκρίνεται στον μικρό πόθο μας για Αλήθεια, φωτίζει δείχνοντάς μας ότι Αυτός είναι το νόημα. Και μας καλεί σε συνάντησή μαζί Του στην Εκκλησία, αλλά όχι μόνους μας. Να βρούμε στον πλησίον Κύριον τον Θεόν μας. Όποιος κι αν είναι ο πλησίον. Μόνο με ταπείνωση, υπομονή και σταθερότητα.  Και μια βαθιά συγγνώμη για ό,τι δεν είμαστε, για ό,τι δεν είναι.
                Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι Κυριακή εξόδου από τις βεβαιότητές μας και την ίδια στιγμή αναζήτησης του Χριστού και του αδελφού μας. Θέλει απόφαση. Θέλει ταπείνωση. Θέλει αγάπη. Θέλει Εκκλησία! Κι ας μην λησμονούμε τον λόγο του Θεανθρώπου: «ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει»!

Κέρκυρα, 17 Μαρτίου 2019

3/14/19

ΧΑΙΡΕ ΔΙ’ ΗΣ ΝΕΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Η ΚΤΙΣΙΣ, ΧΑΙΡΕ ΔΙ’ ΗΣ ΒΡΕΦΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΚΤΙΣΤΗΣ


                Μία γέννηση είναι ένα καινούργιο ξεκίνημα της ζωής. Είναι χαρά και ελπίδα. Μπορεί ποσοτικά να είναι ασήμαντη, διότι τα κοσμικά μεγέθη δεν επηρεάζονται ουσιαστικά, όμως, στην πράξη, μία γέννηση είναι ένα «σημείο», ένα σημάδι ότι υπάρχει συνέχεια, ότι ο νέος άνθρωπος μπορεί να φέρει κάτι διαφορετικό, ότι θα έχει τα δικά του χαρίσματα, την δική του ιστορία, θα δώσει χαρά στους οικείους του, θα τους καταξιώσει, θα τους διδάξει ευθύνες, θα γίνει αφορμή και ίσως και αιτία αγάπης, θα δείξει ότι η ζωή έχει νόημα, καθώς, ενώ πολεμείται από τον χρόνο και την φθορά, βγάζει νέα βλαστάρια, αντιστέκεται και θα συνεχίσει να παλεύει εναντίον του εκμηδενισμού του σωματικού, του εν χρόνω  θανάτου.
                «Νεουργείται η κτίσις». Εν σοφία εποίησε τα πάντα ο Θεός. Όσοι πιστεύουμε, δεν μένουμε στο κατά φύσιν, ότι δηλαδή φέρουμε εντός μας την δίψα για το καινούργιο, για την γέννα, την δημιουργία. Για τα ζώα είναι ένστικτο. Για μας, εκτός από ένστικτο, είναι και έλλογη επιλογή. Γνωρίζουμε ότι θα γεννήσουμε έναν νέο άνθρωπο. Επιλέγουμε αν θα το πράξουμε, αν θα κρατήσουμε ένα παιδί, αν θα χαρούμε που θα γεννηθεί, αν θα το μεγαλώσουμε με αυταπάρνηση ή αν θα το θεωρήσουμε βάρος. Πάντως, τίποτε στην ζωή δεν είναι ίδιο όταν ένας νέος άνθρωπος γεννιέται. «Τα πάντα γίνονται καινά»!
                Εκτός όμως από το κατά φύσιν, στην ιστορία της ανθρωπότητας ήρθε η ώρα κάποτε να συμβεί και το «υπέρ την φύσιν». Η ενανθρώπηση του Θεού, η πρόσληψη από τον Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, της ανθρώπινης φύσης με τρόπο που ξεπερνά τα όρια του νου μας, με τρόπο υπέρ την φύσιν και με εμφάνισή Του «κατά φύσιν», δηλαδή μέσω της Γεννήσεώς Του διά της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι ένα «σημείο» μιας άλλης χαράς, μιας άλλης ελπίδας. Αυτή η γέννα δεν είναι όπως όλες. Ο Χριστός δεν γεννήθηκε για να δώσει χαρά σε λίγους,  σε οικείους, αλλά γεννήθηκε για να αγκαλιάσει και να δώσει χαρά σε όλη την ανθρωπότητα, και του καιρού Του και κάθε εποχής. Ήρθε αφήνοντας κατά μέρος την όποια φθορά της έλλογης σχέσης δύο προσώπων, καθώς δεν γεννήθηκε ως αποτέλεσμα επιλογής ενός άνδρα και μιας γυναίκας, εφόσον η σύλληψή Του νίκησε την τάξη της φύσεως. «Εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Τη επιλογή την κάνει μία γυναίκα, η κατεξοχήν εκφράζουσα την φύση, για να νικήσει και να υπερβεί την φύση. Η γυναίκα, η οποία στην μήτρα της παρατείνει την ζωή, τώρα την ανα-νοηματοδοτεί και της δίνει περιεχόμενο αιωνιότητας. Η γυναίκα, η οποία αναστέλλει την κυριαρχία του θανάτου, γεννά Αυτόν που θα τον καταργήσει. Η γυναίκα, η οποία αφού κάνει το χρέος της, θα φύγει με την σειρά της από την ζωή, αφήνοντας στις επόμενες το χρέος της διαιώνισης και της συνέχειας, τώρα θα φύγει από την ζωή και θα παραμείνει, όχι μόνο στις καρδιές μας, αλλά και δίπλα στον Υιό και Θεό της μεσιτεύοντας για μας να ζήσουμε αναζητώντας και κοινωνώντας Αυτόν που η ίδια γέννησε, για να την συναντούμε δι’ Αυτού τόσο στην παρούσα ζωή εν τη Εκκλησία, όσο και στην αιώνια, εν τη κοινωνία της Βασιλείας, δηλαδή στην Εκκλησία όπου αναπαύεται ο Θεός των Ζώντων και όχι των νεκρών.  Η γυναίκα που με την γέννα της νικά το μηδέν του σωματικού θανάτου, καθώς φέρνει τον τρόπο της Αναστάσεως!
                «Βρεφουργείται ο Κτίστης και νεουργείται η κτίσις». Στην ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υπεραγία Θεοτόκο βιώνουμε την κλήση και για την δική μας «νεούργηση». Μας καλεί η Εκκλησία, με την Παναγία ως πρότυπο, να πούμε ΝΑΙ στον Χριστό του Ευαγγελίου. ΝΑΙ στην αγάπη. ΝΑΙ στην υπέρβαση της φύσης, δηλαδή στην απόφαση να μη μείνουμε στην επιβίωση, να μη μείνουμε στο δίκιο μας, να μη μείνουμε στα δικαιώματα του εγώ, να μη μείνουμε στην σχέση εξάρτησης με έναν κόσμο που ζητά κατανάλωση, όχι όμως κίνηση προς τον πλησίον, έξοδο από την αυτάρκεια, εγώ που μοιράζεται πρωτίστως, πρόσωπο που ελπίζει. ΝΑΙ στα χαρίσματά μας ως αρχή κοινωνίας με τον πλησίον. ΝΑΙ στην θέαση των παθών μας, όχι για να τραφούμε από αυτά ή για να τα αποθεώσουμε, αλλά για να τα εμπιστευθούμε στον Δωρεοδότη της μετανοίας και της αφέσεως, για να γίνουμε κι εμείς νέοι στην καρδιά. ΝΑΙ στην κοινωνία με τον Θεάνθρωπο, στο μυστήριο της ευχαριστίας, στην ζωή της χαράς ότι ο θάνατος είναι ένα επεισόδιο στην ζωή μας, όχι το τέλος της.
                Ας κοιτάξουμε την Υπεραγία Θεοτόκο και ας την παρακαλέσουμε. Δεν είναι ο κόσμος μόνο ό,τι βλέπουμε!

Κέρκυρα, 15 Μαρτίου 2019

3/13/19

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ



Μία από τις πιο δύσκολες επιλογές στην καθημερινότητα του ζευγαριού είναι η γλώσσα της σιωπής. Συνήθως βλέπουμε την σιωπή να υπάρχει όταν ο ένας φοβάται να πει την αλήθεια στον άλλον, τόσο για πράξεις που έχει κάνει όσο και για την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του/της συντρόφου του. Σιωπούμε για να μην κάνουμε τα πράγματα χειρότερα. Σιωπούμε γιατί έχουμε επιλέξει να είμαστε “ανώτεροι” από τον άλλο και να μην “πέφτουμε” στο επίπεδό του. Σιωπούμε όταν αισθανόμαστε ότι φταίμε. Στην πράξη όμως σπάνια αυτή η γλώσσα λειτουργεί αυθεντικά, διότι, κατά βάθος, είμαστε θυμωμένοι, δεν συγχωρούμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τον άλλο, προσπαθούμε να αγοράσουμε χρόνο, χωρίς να έχουμε προχωρήσει είτε σε αληθινή αυτοκριτική και μετάνοια για την συμπεριφορά μας είτε στην απόφαση να προχωρήσουμε με υπομονή, η οποία θα ξεπεράσει την κατάκριση ή το παράπονο. 
Δεν είναι πνευματική κατάσταση η σιωπή αυτή. Αυθεντική είναι η σιωπή όταν βλέπουμε τον άλλον συνολικά. Όταν δεν μένουμε σε λάθη ή ελαττώματά του, αλλά τον αγαπούμε γι᾽ αυτό που είναι, δηλαδή ο/η μοναδικός/ή για την ζωή μας και αυτό είναι απόφαση καρδιάς. Είναι συνειδητή επιλογή να μην μείνουμε στα αρνητικά, αλλά να προχωρήσουμε με αγάπη και κατανόηση. Συμπάθεια αληθινή, διότι βλέπουμε πρωτίστως τον εαυτό μας. Εδώ είναι το δύσκολο. Να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε αλάνθαστοι και να μπορέσουμε να συγχωρήσουμε τον άλλο που μας δυσκολεύει, διότι συνειδητοποιούμε ότι κι εμείς το ίδιο κάνουμε.
Η σιωπή είναι αρετή. Είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι ίδιον της τέλειας αγάπης, η οποία βγάζει έξω κάθε φόβο. Δεν είναι εγωιστική επιλογή, αλλά σημάδι ταπεινής προσέγγισης του άλλου. Δεν εξαρτάται από αυτόν. Αν θέλουμε να προχωρήσουμε αυθεντικά, ματώνουμε την γλώσσα μας, γιατί αγαπούμε. Διότι ο πειρασμός, κάποτε μόνιμος, είναι να ματώσουμε τον άλλον, να του αποδείξουμε το πόσο λίγος είναι και πόση χάρη του κάνουμε που είμαστε μαζί του, μολονότι έχει αδυναμίες και δεν του αξίζει. Η σιωπή είναι μίμηση Χριστού, ο Οποίος δεν απαντούσε στις λοιδορίες και στις ύβρεις, αλλά προσευχόταν για τους σταυρωτές Του.
Η σιωπή έρχεται σε αντίθεση με την νοοτροπία των καιρών μας, οι οποίοι φωνάζουν να φωνάζουμε! Απαιτούν την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας και, κάποτε, την επιβολή τους με κάθε τρόπο. Δεν είναι βέβαιο ωστόσο ότι το αποτέλεσμα θα είναι αυτό που νομίζουμε, διότι η δικαίωση του “εγώ” δεν λύνει τα προβλήματα κατανόησης και επικοινωνίας, ούτε αποκαθιστά την αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι.
Κάποτε δεν μπορούμε να σιωπήσουμε. Αισθανόμαστε αδυναμία, διότι νιώθουμε το δίκιο να μας πνίγει. Ας τηρήσουμε τουλάχιστον την διάκριση της ήρεμης εκφοράς του λόγου μας. Ας προσπαθήσουμε να μην ισοπεδώσουμε το πρόσωπό του, αλλά με στοργή και υπομονή ας περιγράψουμε τα συναισθήματά μας και ας του ζητήσουμε να σκεφτεί. Την ίδια στιγμή, ας προσευχόμαστε στον Θεό να φωτίζει. Εμείς να συγχωρούμε. Εκείνος να βοηθά. Το δύσκολο είναι να μην χάσουμε τον έλεγχό μας. Να μην εμπλακούμε σε αντιδικίες. Να μην συντριβούμε από τον εγωισμό. Να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο άλλος. Και το ίδιο να κάνουμε και με τα παιδιά μας. Η νουθεσία ή η τιμωρία να μην είναι αφ᾽ υψηλού. Να μία ωραία απόφαση για την Σαρακοστή!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αληθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 13 Μαρτίου 2019

3/8/19

ΕΑΝ ΑΦΗΤΕ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΤΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΑΥΤΩΝ




«Ἑάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος. Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 14-15)



«Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα».


                Γιατί δεν συγχωρούμε εύκολα στους άλλους είτε γι’ αυτό που είναι είτε για ό,τι μας έχουν κάνει, πραγματικό ή φαντασιακό; Γιατί η πρώτη σκέψη μας είναι το δίκιο μας που πρέπει να βρούμε, στο οποίο προσθέτουμε ότι δεν αξίζουμε τέτοια συμπεριφορά από τους άλλους ή το αίσθημα ότι η κοινωνία, ο κόσμος, αλλά και η δική μας πρόοδος δεν επιτρέπουν στους άλλους να σφάλλουν, διότι τους θέλουμε κατά την δική μας κρίση να αναπτύσσουν την ζωή τους, είτε μας νοιάζει για το καλό τους είτε γιατί δεν θέλουμε να δυσκολεύουν την δική μας πορεία; Γιατί, ενώ η διδασκαλία του Ευαγγελίου είναι ξεκάθαρη, μία συνεχής προτροπή από την πλευρά του Χριστού για συγχώρηση, με έμπρακτο παράδειγμα τον Ίδιο επάνω στον Σταυρό, εντούτοις προτιμούμε να τηρούμε τα εξωτερικά του νόμου, την νηστεία, την προσευχή, τα τυπικά, χωρίς όμως να αποφασίζουμε να εφαρμόσουμε τα ουσιώδη;
                Όλα ξεκινούν από μία εσφαλμένη θεώρηση του  κακού. Πιστεύουμε ότι το κακό εμάς δεν μας αγγίζει, ενώ οι άλλοι είναι ευάλωτοι. Δεν βλέπουμε την καρδιά μας ότι δεν μπορεί να δώσει προτεραιότητα στον τρόπο του Θεού, ο οποίος ξεκινά από την ταπείνωση, την υπομονή, την ανοχή της αγάπης, αλλά βλέπουμε τον τρόπο των άλλων, που αντικειμενικά δεν είναι αυτός που ο Θεός θα ήθελε. Το κακό λοιπόν τους αγκαλιάζει και πρέπει να διορθωθούν. Αντίθετα, εμείς λαμβάνουμε τα μέτρα μας. Τα έχουμε καλά με τον Θεό, όπως πιστεύουμε, διότι είμαστε άτρωτοι, καθώς δεν έχουμε σοβαρά παραπτώματα για να κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας. Ο διάβολος πειράζει τους άλλους, όχι εμάς. Έτσι, όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες του κακού, όπως αυτές διαφαίνονται στα παραπτώματα των ανθρώπων, δυσκολευόμαστε να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Να δούμε αν φταίξαμε ή αν φταίμε σε κάτι. Να μην κάνουμε ισοζύγιο, λέγοντας πόσα καλά έχουμε κάνει, αλλά να εντοπίσουμε τα κάποτε ασήμαντα, αλλά για τους άλλους σημαντικά, καθώς ο διάβολος από τις λεπτομέρειες πιάνεται. Κι αντίστροφα, για να συγχωρήσουμε, χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι τα λάθη των άλλων είναι αποτέλεσμα κακών επιλογών, απουσίας προσευχής, κάποτε και παραχώρησης του Θεού για να ταπεινωθούν και μαζί μ’ αυτούς κι εμείς. Ένα «ελέησον αυτούς και ημάς» χρειάζεται σε κάθε παράπτωμα.
                Πόσο όμως αυτό είναι εφικτό;
                Στην Εκκλησία έχουμε το παράδειγμα των Μαρτύρων, οι οποίοι υφίσταντο την μεγαλύτερη αδικία που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σε έναν άλλο: να του στερήσει την ζωή όχι γιατί υπάρχει πόλεμος ή γιατί του έχει κάνει κάποιο κακό, αλλά διότι ο άλλος δεν πιστεύει σε αυτό που πιστεύει ο ίδιος. Κι όμως, οι μάρτυρες συγχωρούσαν τους δικαστές, τους δημίους, τους θεατές των βασάνων και του μαρτυρίου τους. Προσεύχονταν, κάποτε λάμβαναν την ευλογία οι διώκτες τους να γίνονται χριστιανοί, αλλά η καρδιά τους δεν έβγαζε θυμό εναντίον των συνανθρώπων τους.  Είχαν Χριστό στην καρδιά τους. Δεν έβλεπαν τους διώκτες τους ως αντιπάλους, αλλά ως εικόνες Θεού που χρειάζονταν την αλήθεια. Κατανοούσαν ότι ο διάβολος μαίνονταν εναντίον τους και τους βομβάρδιζε με λογισμούς ότι  οι διώκτες τους έκαναν το σωστό. Ένιωθαν το απάνθρωπο στο σώμα τους, αλλά καταλάβαιναν ότι την ψυχή τους δεν μπορούσαν να την βλάψουν. Και είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό, ότι αφού Αυτός επέτρεπε τα πάθη και το μαρτύριο, πολλοί θα σώζονταν μαζί τους, ακόμη και αν γινόντουσαν εκείνοι ολοκαυτώματα λογικά χάριν της Εκκλησίας.
                Είχαν Χριστό στην καρδιά τους. Λάμβαναν την αγάπη και την μακροθυμία και την πραότητα εν Αγίω Πνεύματι και η χάρη τους έδινε την χαρά να συγχωρούνε, να προσεύχονται, να μην αφήνουν παράπονο.  Και μέσα τους έλεγαν ότι ξοφλάνε τα μικρά ή μεγάλα χρέη εξαιτίας των δικών τους παραπτωμάτων, τα οποία μπορεί και να ήταν λογισμοί ή ασήμαντες για την αιωνιότητα πράξεις. Η ταπείνωση και η αγάπη τους έκανε να συγχωρούνε. Δεν είχαν στον νου τους την δικαίωση του εαυτού τους ούτε να μην λερωθεί το καλό τους όνομα από την άποψη των πολλών, αλλά έμεναν πιστοί στο Ευαγγέλιο. Και συγχωρώντας, συγχωρέθηκαν!
                Καθώς ξεκινά η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χωρίς να αφήσουμε την νηστεία, τον εκκλησιασμό, την προσευχή, την οδό της μετανοίας, ας επιμείνουμε στον τρόπο των Μαρτύρων, στον τρόπος της συγχωρέσεως. Ας αφήσουμε το Χριστό να εισέλθει στις καρδιές μας και ο αγώνας μας να είναι προς την αυτοκριτική και την αυτογνωσία, όπως επίσης και στην λύτρωσή μας από το αίσθημα της δικαίωσής μας έναντι των άλλων, όποιοι κι αν είναι αυτοί, οι οικείοι μας, οι γείτονές μας, οι συνυπάρχοντες στην εργασία , στην ζωή, σε κάθε κοινότητα, στην ενορία, στον κόσμο. Το  «ελέησον αυτούς και ημάς» ας είναι η προσευχή μας και την ίδια στιγμή ο στόχος της καρδιάς μας. Συγχωρώντας, θα συγχωρεθούμε!

Κέρκυρα, 10 Μαρτίου 2019

3/6/19

ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ


        Οι άνθρωποι έχουμε εθιστεί στο ψέμα. Δεν είναι μόνο ο κόσμος του Διαδικτύου, στον οποίο κυκλοφορούνται κατά συρροή τα fake news, με σκοπό την προπαγάνδα.   Είναι και η δική μας καθημερινότητα, στην οποία αισθανόμαστε ως επαγγελματίες πολιτικοί, οι οποίοι θα πρέπει να υφαρπάξουμε την επιδοκιμασία των συνανθρώπων μας υποσχόμενοι το ανέφικτο, ή ως εκείνοι που θα πρέπει να επιδείξουμε τις ικανότητές μας, να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας, να δικαιώσουμε τον εαυτό μας εις βάρος των άλλων, να αγοράσουμε χρόνο, να περάσουμε καλά χωρίς να μας νοιάζουν τα βαθύτερα συναισθήματα, να διαδώσουμε “εν είδει κουτσομπολιού” ό,τι μπορεί να μειώσει τους άλλους.
Το ψέμα είναι στοιχείο και της οικογενειακής πραγματικότητας. Το παιδί, για να μην αναλάβει τις ευθύνες του όταν κάνει αυτό που του αρέσει, χωρίς να έχει άδεια από τους γονείς του, για να μην κουραστεί με το διάβασμα, αλλά να έχει χρόνο για χαλάρωση (κυρίως με τα διαδικτυακά παιχνίδια και το κινητό), γενικά για να αισθανθεί ελεύθερο να ακολουθήσει τις επιθυμίες του χωρίς συνέπειες, επενδύει στο ψέμα. Μιμείται συχνά τους μεγάλους. Φοβάται και κρύβεται, για να μην αντιμετωπίσει την αλήθεια. Θέλει να φύγει από σχέσεις, χωρίς όμως να δυσαρεστήσει τους άλλους, για να μπορεί να ξαναγυρίσει, εάν το νέο βήμα του δεν πάει τόσο καλά, όσο ελπίζει. Ζει με την χαρά του παρόντος. Δεν έχει καλλιεργημένη συνείδηση, καθώς μεγαλώνει σε έναν κόσμο στον οποίο η ψυχή ταυτίζεται με το “εγώ” και το “υπερεγώ” θεωρείται κοινωνικό κατασκεύασμα, ξεπερασμένο από την μεταμοντέρνα θεώρηση της “αλήθειας”. Ο Θεός είναι στην γωνία, καθώς ή δεν υπάρχει ή δεν θεωρεί σημαντικές τις πτώσεις μας. Οι μικροί ακολουθούν τους μεγάλους στο ψέμα ως κάλυμμα των επιθυμιών! 
Μία από τις πιο ωραίες εικόνες παραμυθιού είναι κι αυτή του Πινόκιο, η μύτη του οποίου μεγάλωνε κάθε φορά που έλεγε ψέμα. Ο νεαρός ήρωας είχε ως απτό σημάδι της αναλήθειάς του το να καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι δεν μπορεί να λέει ψέματα χωρίς συνέπειες. Και ο Πινόκιο αναγκάστηκε να συνέλθει. “Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια”, δεν μπορεί να μας πάει μακριά, λέει ο λαός μας. Όσο κι αν αφήνουμε την συνείδησή μας ακαλλιέργητη, το περιβάλλον μας θα διαπιστώσει την πραγματικότητα. Και τότε θα υποχρεωθούμε να σταθούμε απέναντι στον συνάνθρωπο που επιχειρήσαμε να ξεγελάσουμε, απέναντι στην κρίση των πολλών, αλλά και στους νόμους της ζωής, που πρόσκαιρα ανέχονται το ψεύτικο. Θα κριθούμε και θα απορριφθούμε. 
Θέλει κόπο να επιλέξουμε την οδό της αλήθειας στην πορεία μας. Να διδάξουμε τα παιδιά μας να είναι αυθεντικά. Το τίμημα του ψέματος, άλλωστε, σε κάθε σχέση είναι η μοναξιά, το γκρέμισμα της εμπιστοσύνης και ο κλονισμός της αγάπης. Κι επειδή έχουμε ψυχή, ο κρυπτός της καρδίας μας άνθρωπος θα μας ελέγξει, διότι παραδοθήκαμε στον πατέρα του ψεύδους, που είναι ο διάβολος. 
Ο Χριστός είναι η αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώνει. Η αλήθεια είναι κάποτε πικρή, απαιτεί αυτοκριτική, μετάνοια, αλλαγή. Μπορείς όμως να κοιμάσαι με ήσυχη την συνείδηση και χωρίς τον φόβο ότι θα πληρώσεις τίμημα καταστροφής. Η παράδοση στις επιθυμίες δεν σώζει. Λυτρώνει μόνο η αλήθεια του τι μπορούμε να κάνουμε και να χαρούμε γνήσια! Και τότε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη μας, θα αγαπηθούμε γι᾽ αυτό που είμαστε!


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 6 Μαρτίου 2019

3/2/19

ΟΤΑΝ ΕΛΘΗ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΝ ΤΗ ΔΟΞΗ ΑΥΤΟΥ




«Όταν έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’  αυτού, τότε καθίσει επί θρόνον δόξης αυτού και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη» (Ματθ. 25, 21-22)
«Όταν θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου με όλη Του την μεγαλοπρέπεια και θα Τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοι, θα καθίσει στον βασιλικό θρόνο Του. Τότε θα συναχθούν μπροστά Του όλα τα έθνη»

                Όλες οι θρησκείες απαντούν στην αγωνία του ανθρώπου για τον θάνατο, για το αν υπάρχει ζωή μετά, για το αν έχει νόημα η ζωή μας, εφόσον κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Οι μηδενιστές, όσοι δεν θεωρούν ότι η ψυχή είναι ο ένας τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει, αλλά την θεωρούν απλώς μία εγκεφαλική λειτουργία, πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέρμα. Από όσους πάλι πιστεύουν στην μεταθανάτια ζωή, κάποιοι ακολουθούν μόνο το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, καθώς δεν τους ενδιαφέρει το ανθρώπινο σώμα, διότι το θεωρούν φυλακή της ψυχής. Έτσι υπάρχει η πίστη στην μετενσάρκωση, η οποία ξεκινά από τα ανατολικά θρησκεύματα, αλλά και από κάποιες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Σκοπός της μετενσάρκωσης είναι η κάθαρση της ψυχής από τις «αμαρτίες» της, προκειμένου να εξιλεωθεί ή και να ενωθεί με την θεότητα απορροφώμενη από αυτήν, για να γευθεί μέσα στην αταραξία την ευτυχία. Άλλες φιλοσοφικο- θρησκευτικές ομάδες επιμένουν στην αιωνιότητα της ψυχής-πνεύματος, και στην κοινωνία με τον Θεό χωρίς να χρειάζεται η επαναπρόσληψη του σώματος. Δεσπόζει το ρεύμα του γνωστικισμού, το οποίο έχει αφήσει τα αποτυπώματά του και στον χριστιανισμό. Φαίνεται στις λαϊκές δοξασίες «να σώσω την ψυχή μου», «το σώμα είναι κακό ή άχρηστο και οι σωματικές επιθυμίες χωρίζουν τον νου από τον Θεό» και το ότι μόνο το πνεύμα έχει αξία.
                Η αυθεντική όμως χριστιανική πίστη στηρίζεται στην Ανάσταση των νεκρών και στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ή, αλλιώς, κρίση του κόσμου. Πρότυπό μας ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος πέθανε και αναστήθηκε, χωρίς το σώμα Του να γνωρίσει την διαφθορά της φύσης, δηλαδή την αποσύνθεση, καθώς είναι ενωμένο με την θεότητα. Όπως ο Χριστός αναστήθηκε, έτσι κι εμείς. Ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τονίζει ότι το σώμα είναι το εκμαγείο της ψυχής και η ψυχή θα ενωθεί μαζί του και πάλι κατά την ανάσταση των νεκρών, καθότι έχει επάνω της τα σημάδια του σώματος, τα σημάδια της αγάπης, αλλά και των παθών, κυρίως όμως της μνήμης. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με το σώμα. «Όπως ο ζωγράφος που ανακατεύει τα χρώματα για να συνθέσει έναν πίνακα, αλλά είναι σε θέση να τα ξαναφτιάξει όταν τα χρώματα φθαρούν, έτσι και η ψυχή, μετά τον θάνατο, παραμένει στο κάθε στοιχείο του σώματος ξεχωριστά και γνωρίζει ποιο της ανήκει, μέχρις ότου τα χωρισμένα έλθουν πάλι σε ένωση και αναστοιχειωθεί το διαλυθέν σώμα κατά την ανάσταση των νεκρών. Η ψυχή μετά τη διάλυση των σωμάτων, παραμένει στα στοιχεία εντός των οποίων αρχικώς ετέθη, καθισταμένη είδος φύλακος της ιδιοκτησίας της, μένει πάντοτε μαζί των οπουδήποτε και οπωσδήποτε η φύσις τους επιτρέπει. Τα στοιχεία του σώματος που διαλύονται μοιάζουν με τον πηλό του κεραμέως, ο οποίος διατηρεί την ταυτότητά του ακόμη και στα θραύσματα του αγγείου. Έτσι και η ψυχή επάνω στο λείψανο του ανθρώπου» (Περί Ψυχής και Αναστάσεως). Γι’ αυτό και τα λείψανα των αγίων φέρουν τα ιδιαίτερα στοιχεία τόσο του σώματος όσο και της ψυχής τους και διατηρούν την χάρη του Θεού ανέπαφη, εφόσον την προσέλαβαν εν ζωή.
                Η Δευτέρα Παρουσία θα έρθει σε ημέρα και χρόνο που κανείς δεν γνωρίζει. Όμως θα έρθει. Μέχρι τότε «προσδοκούμε ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Καλούμαστε να είμαστε έτοιμοι γι’  αυτόν του νέο ερχομό του Υιού του Ανθρώπου, για την επαναπρόσληψη των σωμάτων μας, διότι μόνο τότε ο άνθρωπος θα γίνει σώος, ακέραιος, σωσμένος, όταν σώμα και ψυχή ενωθούν και πάλι, κατά πώς πλαστήκαμε. Η αθανασία θα περιλαμβάνει και το σώμα, το οποίο θα γίνει πνευματικό. Και θα είναι αθανασία παραδείσου, δηλαδή κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον, ή αθανασία  κολάσεως, δηλαδή ακοινωνησίας, σκοταδιού, μοναξιάς και μνήμης των παθών, για πάντα.
                Ο ορθολογιστής άνθρωπος δεν μπορεί να διανοηθεί μία τέτοια εξέλιξη για την ζωή του, για τον κόσμο μας. Λείπει η πίστη, η εμπιστοσύνη δηλαδή στον Χριστό και στην Εκκλησία. Λείπει η εμπιστοσύνη στα λόγια του Χριστού και την ίδια στιγμή η αγάπη δεν είναι ο κινητήριος μοχλός της ζωής της ύπαρξης. Γι’ αυτό και ο ορθολογιστής άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί την εικόνα της κρίσης, ότι δηλαδή στο τέλος της ιστορίας ο καθένας από εμάς θα λάβει, κατά την πίστη στον Χριστό, κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, κατά την απλοχεριά της αγάπης, την δωρεά της αιώνιας ζωής ή τον αιώνιο χωρισμό. Δεν είναι απειλή. Είναι επιλογή.
                Καθώς πλησιάζουμε στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η ομορφιά του λόγου του Χριστού που μας καλεί σε πορεία αγάπης, δηλαδή συνάντησης με τον πλησίον μας, προσφοράς φαγητού, ρούχων, ελεημοσύνης, συγχωρητικότητας, χρόνου, προσευχής, και την ίδια στιγμή εμπιστοσύνης ότι Εκείνος θα ξαναέρθει, ας γίνει αφετηρία ενός νέου ξεκινήματος στην ζωή μας. Δεν θα γίνουμε μηδέν. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα. Η Ανάσταση μας περιμένει όλους! Ας διαλέξουμε πώς θα την ζήσουμε!   

Κέρκυρα, 3 Μαρτίου 2019