«Όταν έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνον δόξης αυτού και συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη» (Ματθ. 25, 21-22)
«Όταν θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου με όλη Του την μεγαλοπρέπεια και θα Τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοι, θα καθίσει στον βασιλικό θρόνο Του. Τότε θα συναχθούν μπροστά Του όλα τα έθνη»
Όλες οι θρησκείες απαντούν στην αγωνία του ανθρώπου για τον θάνατο, για το αν υπάρχει ζωή μετά, για το αν έχει νόημα η ζωή μας, εφόσον κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Οι μηδενιστές, όσοι δεν θεωρούν ότι η ψυχή είναι ο ένας τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει, αλλά την θεωρούν απλώς μία εγκεφαλική λειτουργία, πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέρμα. Από όσους πάλι πιστεύουν στην μεταθανάτια ζωή, κάποιοι ακολουθούν μόνο το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, καθώς δεν τους ενδιαφέρει το ανθρώπινο σώμα, διότι το θεωρούν φυλακή της ψυχής. Έτσι υπάρχει η πίστη στην μετενσάρκωση, η οποία ξεκινά από τα ανατολικά θρησκεύματα, αλλά και από κάποιες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Σκοπός της μετενσάρκωσης είναι η κάθαρση της ψυχής από τις «αμαρτίες» της, προκειμένου να εξιλεωθεί ή και να ενωθεί με την θεότητα απορροφώμενη από αυτήν, για να γευθεί μέσα στην αταραξία την ευτυχία. Άλλες φιλοσοφικο- θρησκευτικές ομάδες επιμένουν στην αιωνιότητα της ψυχής-πνεύματος, και στην κοινωνία με τον Θεό χωρίς να χρειάζεται η επαναπρόσληψη του σώματος. Δεσπόζει το ρεύμα του γνωστικισμού, το οποίο έχει αφήσει τα αποτυπώματά του και στον χριστιανισμό. Φαίνεται στις λαϊκές δοξασίες «να σώσω την ψυχή μου», «το σώμα είναι κακό ή άχρηστο και οι σωματικές επιθυμίες χωρίζουν τον νου από τον Θεό» και το ότι μόνο το πνεύμα έχει αξία.
Η αυθεντική όμως χριστιανική πίστη στηρίζεται στην Ανάσταση των νεκρών και στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ή, αλλιώς, κρίση του κόσμου. Πρότυπό μας ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος πέθανε και αναστήθηκε, χωρίς το σώμα Του να γνωρίσει την διαφθορά της φύσης, δηλαδή την αποσύνθεση, καθώς είναι ενωμένο με την θεότητα. Όπως ο Χριστός αναστήθηκε, έτσι κι εμείς. Ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τονίζει ότι το σώμα είναι το εκμαγείο της ψυχής και η ψυχή θα ενωθεί μαζί του και πάλι κατά την ανάσταση των νεκρών, καθότι έχει επάνω της τα σημάδια του σώματος, τα σημάδια της αγάπης, αλλά και των παθών, κυρίως όμως της μνήμης. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με το σώμα. «Όπως ο ζωγράφος που ανακατεύει τα χρώματα για να συνθέσει έναν πίνακα, αλλά είναι σε θέση να τα ξαναφτιάξει όταν τα χρώματα φθαρούν, έτσι και η ψυχή, μετά τον θάνατο, παραμένει στο κάθε στοιχείο του σώματος ξεχωριστά και γνωρίζει ποιο της ανήκει, μέχρις ότου τα χωρισμένα έλθουν πάλι σε ένωση και αναστοιχειωθεί το διαλυθέν σώμα κατά την ανάσταση των νεκρών. Η ψυχή μετά τη διάλυση των σωμάτων, παραμένει στα στοιχεία εντός των οποίων αρχικώς ετέθη, καθισταμένη είδος φύλακος της ιδιοκτησίας της, μένει πάντοτε μαζί των οπουδήποτε και οπωσδήποτε η φύσις τους επιτρέπει. Τα στοιχεία του σώματος που διαλύονται μοιάζουν με τον πηλό του κεραμέως, ο οποίος διατηρεί την ταυτότητά του ακόμη και στα θραύσματα του αγγείου. Έτσι και η ψυχή επάνω στο λείψανο του ανθρώπου» (Περί Ψυχής και Αναστάσεως). Γι’ αυτό και τα λείψανα των αγίων φέρουν τα ιδιαίτερα στοιχεία τόσο του σώματος όσο και της ψυχής τους και διατηρούν την χάρη του Θεού ανέπαφη, εφόσον την προσέλαβαν εν ζωή.
Η Δευτέρα Παρουσία θα έρθει σε ημέρα και χρόνο που κανείς δεν γνωρίζει. Όμως θα έρθει. Μέχρι τότε «προσδοκούμε ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Καλούμαστε να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτόν του νέο ερχομό του Υιού του Ανθρώπου, για την επαναπρόσληψη των σωμάτων μας, διότι μόνο τότε ο άνθρωπος θα γίνει σώος, ακέραιος, σωσμένος, όταν σώμα και ψυχή ενωθούν και πάλι, κατά πώς πλαστήκαμε. Η αθανασία θα περιλαμβάνει και το σώμα, το οποίο θα γίνει πνευματικό. Και θα είναι αθανασία παραδείσου, δηλαδή κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον, ή αθανασία κολάσεως, δηλαδή ακοινωνησίας, σκοταδιού, μοναξιάς και μνήμης των παθών, για πάντα.
Ο ορθολογιστής άνθρωπος δεν μπορεί να διανοηθεί μία τέτοια εξέλιξη για την ζωή του, για τον κόσμο μας. Λείπει η πίστη, η εμπιστοσύνη δηλαδή στον Χριστό και στην Εκκλησία. Λείπει η εμπιστοσύνη στα λόγια του Χριστού και την ίδια στιγμή η αγάπη δεν είναι ο κινητήριος μοχλός της ζωής της ύπαρξης. Γι’ αυτό και ο ορθολογιστής άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί την εικόνα της κρίσης, ότι δηλαδή στο τέλος της ιστορίας ο καθένας από εμάς θα λάβει, κατά την πίστη στον Χριστό, κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, κατά την απλοχεριά της αγάπης, την δωρεά της αιώνιας ζωής ή τον αιώνιο χωρισμό. Δεν είναι απειλή. Είναι επιλογή.
Καθώς πλησιάζουμε στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η ομορφιά του λόγου του Χριστού που μας καλεί σε πορεία αγάπης, δηλαδή συνάντησης με τον πλησίον μας, προσφοράς φαγητού, ρούχων, ελεημοσύνης, συγχωρητικότητας, χρόνου, προσευχής, και την ίδια στιγμή εμπιστοσύνης ότι Εκείνος θα ξαναέρθει, ας γίνει αφετηρία ενός νέου ξεκινήματος στην ζωή μας. Δεν θα γίνουμε μηδέν. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα. Η Ανάσταση μας περιμένει όλους! Ας διαλέξουμε πώς θα την ζήσουμε!