5/9/24
MASSIMO RECALCATI, “Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ”
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 134- MASSIMO RECALCATI, “Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ”, μτφρ. Άννα Πλεύρη- Γιοβάνα Βεσσαλά, εκδόσεις ΚΕΛΕΥΘΟΣ
Η αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή είναι ένα περιστατικό προ του Πάθους του Κυρίου, το οποίο δεν προλαβαίνουμε κυριολεκτικώς να προσέξουμε. Μένουμε στον Μυστικό Δείπνο, στην προδοσία του Ιούδα, στη σύλληψη του Χριστού και ό,τι ακολούθησε και δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε στοιχεία της Θεανθρώπινης προσωπικότητας του Κυρίου μας σ’ αυτήν την υπερφυά προσευχή, όπως την χαρακτηρίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Βεβαίως, έχουν γραφτεί λόγοι και υπομνηματισμοί από εκείνους. Όμως στη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς η σχέση μας με την πίστη δεν είναι τόσο βαθιά, αυτό το περιστατικό περνά γρήγορα από την λογική των εντυπώσεων, που μας χαρακτηρίζει.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα, έως συγκλονιστική, μικρή μελέτη πάνω στην “Νύχτα της Γεθσημανή” έχει γράψει ο σπουδαίος Ιταλός ψυχαναλυτής Massimo Recalcati. Η μελέτη αυτή αφορμάται από διάλεξη που έδωσε ο Recalcati στη γνωστή ρωμαιοκαθολική μονή του Μπόζε. Στην πραγματικότητα ο Recalcati κάνει μία αναφορά στη στάση ανθρώπων έναντι του Χριστού και, στη συνέχεια, δίνει την ευκαιρία σε όλους μας να σπουδάσουμε το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, παρότι ο γνωστός ψυχαναλυτής επιμένει στην ανθρώπινη πλευρά του Κυρίου. Είναι βεβαίως δεδομένο για την πίστη μας ότι δεν μπορούμε να χωρίζουμε το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου σε θεϊκή και ανθρώπινη πλευρά, καθότι για την πίστη μας κάθε ενέργεια του Χριστού είναι Θεανθρώπινη. Ωστόσο, μπορούμε να αισθανθούμε το πρόσωπο του Κυρίου πιο κοντά μας, κάνοντάς μας να βλέπουμε το μυστήριό Του.
Ο Recalcati κάνει μια αναφορά στο ιερατείο της εποχής του Χριστού και αναφέρει ότι “το αμάρτημά τους είναι ότι αποτελούν την εικόνα μιας πίστης που έχει λησμονήσει τον ίδιο της τον εαυτό, που έχει χάσει την επαφή με τη δύναμη της επιθυμίας, που έχει καταντήσει στείρα μέσα από τη διαχείριση της εξουσίας. Εντέλει, που έχει παρερμηνεύσει το διακύβευμα της κληρονομιάς. Ποιος είναι σωστός κληρονόμος; Τι σημαίνει κληρονομώ; Τι σημαίνει κληρονομιά του Νόμου; Ιδού το μεγάλο αμάρτημα των ιερέων: ερμήνευσαν την κληρονομιά μόνο ως συνέχεια, ως τυπική επανάληψη, ως τελετουργική αναπαραγωγή του Ίδιου, και τη συνέθλιψαν καθιστώντας τη μια απλή συντήρηση του παρελθόντος” (σσ. 25-26). Οι ιερείς, οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι βλέπουν την παράδοση ως συντήρηση του γράμματος, ως τελετουργία, ως τυπολατρία και όχι ως άνοιγμα στη ζωή.
“Τη νύχτα της Γεθσημανή ο Ιησούς έρχεται αντιμέτωπος με τρεις θεμελιώδεις εμπειρίες: την προδοσία, την αγωνία μπροστά στον ίδιο Του τον θάνατο και, τέλος, τη μοναξιά Του και την προσευχή” (σ. 53). Προδοσία έκαναν ο Ιούδας και ο Πέτρος. Ο Ιούδας αγάπησε αρχικά τον Ιησού. Όμως δεν κατάφερε να κρατήσει την αγάπη μέχρι το τέλος. Από την μία η πολιτική προσέγγιση της ζωής από την πλευρά του Ιούδα, ότι ο Ιησούς θα απελευθέρωνε την Παλαιστίνη, ότι θα βοηθούσε τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους, ότι θα ήταν αποκλειστικά για τους Ιουδαίους. Από την άλλη, το πάθος της φιλαργυρίας, το οποίο στην πραγματικότητα μαρτυρεί την αδυναμία του μαθητή να κατανοήσει ότι ο Χριστός υπάρχει για να αγαπά τον κάθε άνθρωπο, με μια αγάπη “που δεν γνωρίζει όρια, που δεν υπολογίζει έξοδα φτάνοντας στην απόλυτη σπατάλη, που ξέρει, σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό του Λακάν περί αγάπης, να δίνει αυτό που δεν έχει” (σ. 76). Αυτό έκανε η πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού. Αυτό δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ο Ιούδας, ο οποίος προδίδει τον Χριστό διότι είναι βουτηγμένος στη χρησιμοθηρία, όπως και ο πολιτισμός μας σήμερα. Επομένως, για τον Ιούδα ο δάσκαλος έχει διαψεύσει τις προσδοκίες του μαθητή και τον έχει προδώσει. Επομένως, ο Ιούδας βλέπει τον Χριστό σαν μια σκιά από την οποία πρέπει να απελευθερωθεί, δεν αισθάνεται ότι έχει χρέος έναντι του διδασκάλου του, δεν Τον αναγνωρίζει ως δάσκαλο, δεν είναι γι’ αυτόν “η οδός, η αλήθεια και η ζωή”, αλλά απλώς ένας “ραββί”, ένας δάσκαλος του νόμου, χωρίς αξία, όπως ένας δούλος, αυτό που αντιπροσώπευαν τα τριάκοντα αργύρια.
Αλλά και ο Πέτρος θα προδώσει την Ιησού. Μόνο που θα προδώσει “από φόβο, από αδυναμία, από μια εντελώς ανθρώπινη ευθραυστότητα. Η προδοσία θα τον φέρει αντιμέτωπο με την ίδια του την έλλειψη, με την πλήρη αναξιοπιστία και αδυναμία του” (σ. 85). Ο Πέτρος, προδίδοντας τον Ιησού, στην πραγματικότητα προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. “Η προδοσία του αποκαλύπτει μια εντελώς ανθρώπινη αντίφαση: δεν στεκόμαστε πάντοτε στο ύψος της αγάπης μας, δεν είμαστε πάντα συνεπείς ως προς την επιθυμία μας” (σ. 92). Όμως ο Πέτρος θα λυτρωθεί με τα δάκρυά του. “Το κλάμα του Πέτρου δεν δηλώνει το τέλος μιας αγάπης, αλλά το ξαναξεκίνημά της μετά την πτώση. Ιδανική αγάπη δεν υπάρχει, αγάπη χωρίς έλλειψη και χωρίς αντιφάσεις δεν βρίσκεται στον ανθρώπινο βίο. Το πιο υψηλό δίδαγμα από τα δάκρυα του Πέτρου είναι να αποδεχόμαστε, κι όχι να απορρίπτουμε, την ίδια μας την έλλειψη, να μην απαρνιόμαστε όπως ο Πέτρος αρχικά τον δάσκαλό Του. Να φτιάχνουμε από την έλλειψη αυτή τα νέα θεμέλια της αγάπης μας” (σσ. 95-96).
Η πιο δύσκολη στιγμή όμως για τον Κύριο τη νύχτα της Γεθσημανή ήταν η δική Του αγωνία μπροστά στον θάνατο. Ο Ιησούς, μέσα από τη νύχτα της Γεθσημανή, έρχεται για να αποδείξει σε όλους τους αμαρτωλούς ανθρώπους ότι είναι δυνατόν να συνθλιβόμαστε από τον φόβο του Νόμου, τον φόβο του θανάτου. Ο θάνατος είναι το πιο ανηλεές πρόσωπο του Νόμου. Ο Νόμος είναι βάρος, καταπίεση και αγχόνη. Ο Νόμος όμως δεν είναι αποκλειστικά και μόνο καθήκον, αλλά η βάση για να προχωρήσουμε στην επιθυμία να ζήσουμε όντως, στην επιθυμία της αγάπης. Κι αυτό αποδεικνύεται χάρις στην αντίσταση του Χριστού στην δίψα για ζωή που η ανθρώπινη πλευρά Του δείχνει. Η αγάπη του Χριστού για τον κόσμο και τη ζωή είναι μεγάλη. Ο Χριστός δεν θέλει να βιώσει τον θάνατο, όπως κανείς άνθρωπος δεν το θέλει. Ο θάνατος και για τον Χριστό και για όλους τους ανθρώπους είναι κατάρα. “Ο Ιησούς θέλει να ζήσει, γιατί ο λόγος Του δεν είναι λόγος θανάτου αλλά ζωής. Είναι η έκφραση του θεμελιώδους αντιμηδενισμού Του. Ο τρόμος του Ιησού δεν αφορά την απώλεια ενός πράγματος του κόσμου αλλά την ίδια Του την ύπαρξη στον κόσμο. Όπως συχνά επαναλαμβάνει, δεν είναι καθ’ ολοκληρία εκ του κόσμου, είναι καθ’ ολοκληρία εις τον κόσμο (Ιωάν. 17, 15-19). Ο θάνατος, από την άλλη, συνιστά απώλεια του βιώματος του κόσμου. Ο Ιησούς θέλει να ζήσει, διότι αγαπά αυτό το βίωμα, που και ο λόγος Του εξύμνησε” (σ. 102). Η πρόταση ζωής του Χριστού είναι η περίσσεια της ζωής, η γενναιοδωρία, που πηγάζει από την αγάπη, η οποία, όταν είναι αληθινή, “είναι πάντα απόλυτη, αφού αντλεί ικανοποίηση από την ίδια την επιτέλεσή της και όχι από το δευτερογενές όφελος” (σ. 50).
Έτσι, η Γεθσημανή για τον Κύριο είναι αρχικά η ώρα της εγκατάλειψης από τους δικούς Του. Οι μαθητές δεν έχουν τη δύναμη να αντέξουν ούτε μία ώρα ξύπνιοι κοντά Του, να Τον στηρίξουν, να Του δείξουν ότι συμμερίζονται την οδύνη Του. “Ο ύπνος των μαθητών συνιστά μια άλλη μορφή προδοσίας” (σ. 104). Ο Ιησούς βιώνει την υπέρτατη μοναξιά, την απόλυτη εγκατάλειψη του δασκάλου από τους μαθητές Του. Οι μαθητές ασυνείδητα δεν μπορούν να αποδεχτούν το ποτήριο του Ιησού και προτιμούν να Τον ονειρεύονται στην δόξα των Βαΐων. Αρνούνται την πραγματικότητα, την οποία ο ίδιος ο Κύριος είχε προείπει.
Ο Ιησούς θα ζητήσει στην πρώτη προσευχή Του από τον Πατέρα να μην επιτρέψει να πιει το πικρό ποτήρι του θανάτου. Κι όμως. Ο Θεός Πατέρας θα σιωπήσει. Είναι ένα σημείο για όλους μας που απαιτούμε από τον Θεό να απαντά σε ό,τι ζητάμε. Κι όμως ο Θεός, που προφανώς έχει τη δύναμη να αλλάξει τον Νόμο, το θέλημά Του, να δώσει συγχώρεση στον άνθρωπο, να δώσει την αγάπη που είναι ζωή, δεν απαντά στην προσευχή του Χριστού και αυτό το ρίχνει σε περισσότερη αγωνία. Δεν είναι ο σκληρόκαρδος Πατέρας. Είναι Αυτός που αφήνει τον Χριστό να περάσει στο δεύτερο μέρος της προσευχής Του, που είναι το “γεννηθήτω το θέλημά Σου”. Είναι η τελική απάντηση του Ιησού στη σιωπή του Θεού. Ο Ιησούς δεν υπακούει στη βία του Νόμου, αλλά ταυτίζει τον Νόμο του Θεού με την προσωπική Του επιθυμία. Δεν θέλει ο Θεός Πατέρας να δώσει πλέον απάντηση, αλλά παραδίδει τον εαυτό Του με απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Πατρός, υπέρ της του κόσμου ζωής. Δεν είναι το ΕΓΩ τώρα που έχει τον τελευταίο λόγο, αλλά η σχέση με τον Πατέρα και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του Πατρός και στο θέλημα του Πατρός, ακόμη κι αν Εκείνος φαίνεται απών και σιωπηλός ή αρκείται στην αποστολή του αγγέλου που θα ενισχύσει τον Ιησού και θα του δείξει ότι η σιωπή δεν είναι απουσία, αλλά η ολοκλήρωση του μυστηρίου της θείας οικονομίας στο οποίο η ανθρώπινη φύση, ενωμένη πλέον με την θεϊκή, θα νικήσει τον θάνατο, ακουμπώντας μόνο στην αγάπη.
Μέσα από το πραγματικά συγκλονιστικό αυτό βιβλίο, το οποίο μεταφράστηκε εξαιρετικά στα νέα ελληνικά, μπορούμε να προβληματιστούμε για το μέγεθος της αγάπης του Χριστού, για το ότι πόνεσε πραγματικά, για το ότι άντεξε τον μεγαλύτερο πειρασμό της ύπαρξης που είναι η δίψα για ζωή με κάθε τίμημα, ότι βίωσε στο πρόσωπό Του την προδοσία του κάθε ανθρώπου, την κακία, την εγκατάλειψη, την μοναξιά, τη σιωπή ακόμη και του Θεού Πατρός. Άντεξε. Και μαζί Του κι εμείς. Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται κάθε εποχή, διότι μας κάνει πιο ευγνώμονες απέναντι στον Χριστό, τελικά πιο πιστούς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
9 Μαΐου 2024