«Η αγάπη είναι θερμή εκ φύσεως και όταν πέσει χωρίς μέτρο πάνω σε κάποιον κάνει εκστατική εκείνη την ψυχή» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)
Το Πάσχα είναι η γιορτή του θριάμβου της αγάπης. Όχι μιας
συναισθηματικής ή συμπονετικής κίνησης του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά της
δύναμης του Αναστάντος Χριστού, ο Οποίος μέσα από την δική Του Ανάσταση
καταλύει το κράτος του θανάτου για κάθε άνθρωπο. Αγάπη που δεν νικά τον θάνατο,
στην πραγματικότητα είναι μια επιφανειακή, μία ελλειπτική απόπειρα του ανθρώπου
να μοιραστεί, να κατακτήσει τον άλλον, με σεβασμό στη θέλησή του, αλλά όχι να
ελευθερώσει. Μπορεί η ανθρώπινη αγάπη να μειώνει την μοναξιά, να γεννά τέκνα,
να δημιουργεί και να ανοίγει νέους ορίζοντες τόσο σ’ αυτόν που αγαπά όσο και σε
εκείνους που βιώνουν την αγάπη, αλλά πάντοτε θα παραμένει ανολοκλήρωτη, διότι η
τελική ελευθερία δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να ανεχτεί τον θάνατο, αλλά πάει
πιο πέρα από αυτόν.
Καμία θρησκεία δεν προτείνει την Ανάσταση του ανθρώπου ως την
τελική λύση στο βάρος του θανάτου. Όλες, λιγότερο ή περισσότερο, βλέπουν το
σώμα του ανθρώπου ως ένα βάρος φθοράς. Ακόμη και οι άλλες μονοθεϊστικές
θρησκείες, όπως ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, μολονότι μιλούν για Παράδεισο, δεν
δείχνουν τη δυναμική που η σχέση με τον Θεό που έγινε άνθρωπος μπορεί να
αναπτύξει. Η ψυχή κυριαρχεί ως επιβίωση της ύπαρξης και της συνείδησης. Στις
ανατολικές θρησκείες τελικός της σκοπός, μέσα από μετενσαρκώσεις και
εξαϋλώσεις, είναι είτε η απορρόφηση από μία μορφή θεότητας είτε ο μηδενισμός
της, τουτέστιν ο άνθρωπος να μην μπορεί να κοινωνήσει τη ύπαρξη ως αγάπη, η
οποία ουδέποτε εκπίπτει.
Στους ανθρώπινους λόγους περί αγάπης η ανάσταση δεν
συμπεριλαμβάνεται κι αυτό διότι λείπει ο Χριστός. Μιλάμε για ποιητική αγάπη,
για παιδαγωγική, για καλλιτεχνική, για ερωτική, για θρησκευτική, όχι όμως για
την αγάπη που περνά μέσα από τη σχέση με τον Χριστό και η οποία έρχεται να
γιάνει τον καημό του θανάτου. Διότι όποιος έχει σχέση με τον Χριστό, όπως λέει
ο ασκητικός λόγος, περνά σε μία εκστατική κατάσταση. Ο μέσα κόσμος του και την
ίδια στιγμή και το πρόσωπό του, η ύπαρξή του ολόκληρη, φωτίζεται και αγιάζεται.
Ελπίζει και μεταμορφώνεται. Βλέπει ακόμη και τον εχθρό ως αγαπητό. Μοιράζεται
το φαγητό και τα αγαθά του. Μοιράζεται, κυρίως, την καρδιά του και μένει για
πάντα πιστός, όχι μόνο στη διδαχή, αλλά κυρίως στην εμπειρία της αγάπης.
Μπορεί να αντέξει και τη σιωπή του Θεού, την μη απάντηση στις προσδοκίες και
στα αιτήματά του. Μπορεί να αντέξει κάθε παραχώρηση Θεού, μη αγανακτώντας ή
γογγύζοντας, αλλά δοξάζοντας. Τελικά, η έκφραση της γνήσιας αγάπης είναι το
“ευχαριστώ” και η δοξολογία, μαζί με τη συγγνώμη, όπως αυτή ανέτειλε από τον
τάφο του Χριστού.
Κουραζόμαστε με τα λόγια, τις εικόνες, την άρνηση, τα ψέματα στους
καιρούς και τη ζωή μας. Και γίνεται η κούραση συμβιβασμός, συνήθεια, απώλεια
ελπίδας. Κουραζόμαστε από έναν κόσμο που προτείνει τον μηδενισμό ως την τελική
απάντηση του ανθρώπου στον θάνατο. Καιρός να βρούμε τη χαρά που η απάντηση του
Θεανθρώπου δίνει στον καημό μας: Ανέστη Χριστός! Κι εμείς μαζί Του! Και
απλώνουμε το χέρι μας και στον τελευταίο πλησίον, οικείο, ξένο, φίλο, εχθρό,
γιατί δεν γίνεται η αγάπη χωρίς τους άλλους. Όσο και όπως μπορούμε! Και ο
Αναστάς συμπληρώνει και ολοκληρώνει!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Νιας Τετάρτης 8 Μαΐου 2024