«Νέος Δαυΐδ ἡμῖν ἀναδέδειξαι καί ἀλλοφύλους διδαχάς τῇ σφενδόνῃ καταβαλών τῶν εὐστοχοτάτων σου λόγων, παναοίδιμε, καί διδαγμάτων τοξεύμασι τόν αἰνετόν ἀνυμνῶν Θεόν καί ὑπερένδοξον» (από τον κανόνα του Όρθρου της εορτής του αγίου Αιμιλιανού, επισκόπου Κυζίκου, 8 Αυγούστου)
«Αναδείχθηκες
για χάρη μας νέος Δαυΐδ, παμμακάριστε άγιε,
καί τις ξένες προς την διδασκαλία της Εκκλησίας και από ξένον προς την
πίστη αυτοκράτορα κατέβαλες με την σφεντόνα των λόγων σου οι οποίοι αποδείχθηκαν
πολύ εύστοχοι, και με τα τα βέλη των διδασκαλιών σου ανύμνησες τον Θεό που του
ταιριάζει έπαινος και είναι ο υπερένδοξος»
«Ο άγιος Αιμιλιανός, επίσκοπος
Κυζίκου ο ομολογητής, ήταν πρώτα μοναχός στην μονή που ίδρυσε ο άγιος Ταράσιος
(γιορτάζει στις 25 Φεβρουαρίου), όπου και διέλαμψε με τα ενάρετα έργα του. Λίγο
αργότερα, μετά τους συνασκητές του άγιο Μιχαήλ Συννάδων (γιορτάζει στις 23
Μαΐου) και άγιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας (8 Μαρτίου), ανήλθε κι αυτός με την
σειρά του στο επισκοπικό αξίωμα και διαδέχθηκε τον Μητροπολίτη Κυζίκου Νικόλαο
(μετά το 788). Αποδείχθηκε πιστός οικονόμος της θείας χάριτος και διακρίθηκε
για την αγάπη του και την χρηστότητα των ηθών του. Κατά την σύσκεψη περί της
προσκυνήσεως των αγίων εικόνων που συγκλήθηκε στο παλάτι από τον αυτοκράτορα Λέοντα
τον Ε’ το 815, ο άγιος Αιμιλιανός, απευθυνόμενος στον εικονομάχο ηγεμόνα, τού
επεσήμανε ότι επειδή τα δογματικά ζητήματα ήταν αυστηρά εκκλησιαστικής τάξης,
τότε έπρεπε να αντιμετωπιστούν στην Εκκλησία και όχι ενώπιον των πολιτικών
αρχών. Μετά την θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως εξορίστηκε. Η παράδοση αναφέρει
ότι μετά από πέντε χρόνια δοκιμασιών δολοφονήθηκε από ανθρώπους του
αυτοκράτορα. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι κοιμήθηκε εν ειρήνη, ταλαιπωρημένος από
τρις κακουχίες της εξορίας. Όπως και να είναι όμως, υπήρξε αληθινός μάρτυρας
Χριστού. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 8 Αυγούστου κάθε χρόνο» («Νέος
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος δωδέκατος)
Τι σημαίνει ομολογητής κατά την
παράδοση της Εκκλησίας μας και κατά τους βίους των αγίων μας; Η ομολογία είναι
συνδεδεμένη με την αλήθεια της πίστης. Ο ομολογητής έχει σπουδάσει βιώνοντας την αυθεντικότητα της παράδοσής μας,
γνωρίζει και ζει τα δόγματα της πίστης και, όταν έρχεται η ώρα, όταν
δηλαδή Θεός τον καλεί, ομολογεί ενώπιον
των ανθρώπων αυτή την αλήθεια. Ομολογία χρειαζόμαστε σε καιρούς παραχάραξης, σε
καιρούς οπότε και απειλείται η σωτηρία μας. Όταν δηλαδή καλούμαστε να ακολουθήσουμε
έναν παραποιημένο Θεό, η επίκληση του οποίου αλλοιώνει αυτό που είναι η πίστη
μας, αλλοιώνει τον τρόπο της σωτηρίας διότι καταργεί την Εκκλησία στην πράξη.
Συνήθως τέτοιες ομολογίες είναι απαραίτητες όταν η πολιτική εξουσία απαιτεί να
επιβάλει τις δικές της πεποιθήσεις πάνω στην πίστη. Άλλοτε πάλι η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα ζητά θυσία στα είδωλα κάθε
εποχής και άρνηση των πατροπαράδοτων της πίστης μας. Αυτό θα γίνει στους
έσχατους καιρούς, όταν στον κόσμο μας θα έχει εγκατασταθεί μία παγκόσμια
δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι θα καλούνται να δηλώσουν υποταγή σε έναν
ψεύτικο και αντίχριστο άνθρωπο, που θα έχει αναγορεύσει τον εαυτό του σε θεό.
Θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να είναι και ένα παγκόσμιο σύστημα. Μόνο που τα
πράγματα θα είναι ξεκάθαρα. Η άρνηση θα είναι άρνηση του αληθινού Θεού και
επιλογή του ψεύτικου. Δεν έχουν έρθει όμως ακόμη τέτοιοι καιροί και από κανέναν
δεν έχει ζητηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο μία τέτοια συνειδητή άρνηση της αλήθειας,
παρά τις φωνασκίες κάποιων που ζούνε σε σύγχυση, πλανώντες διά του φόβου που
διακηρύττουν και πλανώμενοι σε έναν αρρωστημένο φανατισμό.
Οι άγιοί μας όμως, όπως ο άγιος
Αιμιλιανός επίσκοπος Κυζίκου ο ομολογητής, είχαν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες
προκλήσεις εις βάρος της αλήθειας. Είχε προηγηθεί η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787
μ.Χ.), στην οποία η εικονομαχία είχε καταδικαστεί από την Εκκλησία. Ο
αυτοκράτορας έρχεται να επαναφέρει το ζήτημα, αρνούμενος την απόφαση της
Εκκλησίας. Και ο άγιος κρίνει ότι πρέπει να χαραχτεί μία κόκκινη γραμμή,
ξεκάθαρη και ανυποχώρητη. Δεν είναι μία δοξασία που κάνει θόρυβο. Είναι η
άρνηση της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι ο μιας φύσεως Χριστός, καθώς ο
ανεικόνιστος συνεπαγόταν ότι δεν ήταν ταυτόχρονα τέλειος Θεός και τέλειος
άνθρωπος, δεν σώζει. Ο άγιος δεν κάνει πολιτική εναντίον του αυτοκράτορα, ούτε
αντίσταση στον πολιτισμό και τις καταστάσεις της ζωής. Ομολογεί την σώζουσα
αλήθεια, το ποιος πραγματικά είναι ο Χριστός, και δείχνει στον αυτοκράτορα ότι
αυτά τα θέματα δεν έχουν να κάνουν με την πολιτική, αλλά με την Εκκλησία, η
οποία έχει ήδη διασαφηνίσει την αλήθεια.
Ο άγιος πλήρωσε την ομολογία του με
τις εξορίες και τον θάνατο. Παρέμεινε όμως στέρεος στην πίστη. Ομολόγησε τον
Χριστό πρώτα με την ασκητικότητα, την αγάπη, την διακονία του πλησίον και όταν
ήρθε η ώρα και με την παρρησία ενώπιον του Καίσαρα. Δεν ασχολήθηκε με επουσιώδη
ζητήματα ή θέματα που δεν αφορούσαν στην σωτηρία του ανθρώπου, προκαλώντας
σύγχυση, αλλά όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έδωσε την αυθεντική μαρτυρία.
Ας μη φαντασιωνόμαστε τους εαυτούς
μας ως προστάτες της Εκκλησίας, και μάλιστα για ζητήματα που δεν έχουν να
κάνουν με την σωτηρία μας. Ας μη λησμονούμε ότι η Εκκλησία μας δείχνει τον δρόμο,
όταν η πίστη μας απειλείται πραγματικά. Η Εκκλησία δείχνει τα κριτήρια της
αλήθειας. Η Εκκλησία είναι η ζωή μας. Εκεί μόνο η παράδοση βιώνεται στο
αυθεντικό της περιεχόμενο. Και η ομολογία είναι ομολογία όντως αλήθειας,
ομολογία Χριστού και όχι παραποίηση και παραπλάνηση, αποθέωση του ανύπαρκτου ή
του επουσιώδους.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
8
Αυγούστου 2021
Αιμιλιανού
επισκόπου Κυζίκου