1/14/21

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 71- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ, « ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ», εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

           


Ένα μυθιστόρημα όπως «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους»  του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ) φαντάζει ιδιαίτερα αναχρονιστικό σήμερα, όχι για το θέμα του, αλλά για την νοοτροπία που φέρνει. Κι όμως, ο αναγνώστης του θα μπορούσε να φιλοσοφήσει σε βάθος τον κόσμο και την ζωή μας, ακριβώς διότι τα θέματα τα οποία αποτυπώνονται διά των προσώπων και της τεχνικής της ανάπτυξης από έναν σπουδαίο αληθινά νεοέλληνα λογοτέχνη, βαθύτατο γνώστη της ανθρώπινης ψυχολογίας, ιδεολόγο και ονειροπόλο, όπως ήταν ο Κερκυραίος Κωνσταντίνος Θεοτόκης, αναδεικνύουν τι λείπει και από τους καιρούς μας:  το να θελήσει ο άνθρωπος να ακολουθήσει τα πραγματικά του όνειρα που περνούν από την απάντηση στο μεγάλο δίλημμα:  «εξουσία ή αγάπη»;

                Οι ήρωες του Θεοτόκη είναι σκλάβοι, ο καθένας για διαφορετικούς φαινομενικά λόγους, στην ουσία όμως για τον έναν και συγκεκριμένο:  επιλέγουν να βάλουν την αγάπη σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την κάθε μορφής εξουσία. Ο κόντες Οφιομάχος δεν θα διστάσει να θυσιάσει την θυγατέρα του Ευλαλία αναγκάζοντάς την να παντρευτεί τον γιατρό Στεριώτη για να γλιτώσει από την χρεωκοπία και να διατηρήσει την νοοτροπία της αριστοκρατίας ότι οι άρχοντες δεν εργάζονται, ούτε πουλούνε την περιουσία τους, ούτε ασχολούνται με ζητήματα της καθημερινότητας. Ο γιος του Γιώργης θα θυσιάσει την αγάπη του  για την Αιμιλία Βαλσάμη, υποκύπτοντας στην εξουσία της κοινής γνώμης η οποία θα έλεγε ότι την παντρεύτηκε για τα χρήματά της. Ο έτερος γιος, Σπύρος, θα καταστρέψει τον εαυτό του, για να μην αναγκαστεί να εργαστεί και χάσει την αριστοκρατική του λάμψη και καταγωγή. Η μικρή κόρη του κόντε Λουΐζα θα πουλήσει τον εαυτό της ακολουθώντας τον γιο ενός τραπεζίτη που της υπόσχεται καλή ζωή, υποκύπτοντας με τη σειρά της στην εξουσία του χρήματος και της αυτάρκειας. Η Ευλαλία θα αρνηθεί τον μεγάλο της έρωτα, τον Άλκη Σωζόμενο, για να υποταχτεί στην πατρική εξουσία και να σώσει από την οικονομική και κοινωνική καταστροφή την οικογένειά της, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει τον σκοπό. Η σύζυγος του κόντε τον έχει παντρευτεί  όχι επειδή τον αγαπά, αλλά γιατί αυτή ήταν η μοίρα των γυναικών της αριστοκρατίας, να παντρεύονται περιουσίες, ονόματα, καταγωγές και όχι ανθρώπους που τις αγαπούσαν γι’  αυτό που ήταν. Ο Περικλής Βαλσάμης παντρεύεται την Αιμιλία για να αισθάνεται ότι έχει γυναίκα, στην ουσία όμως έχοντας αγοράσει όχι την αγάπη της, διότι αυτή δεν την είχε ποτέ, αλλά την παρουσία της. Η Βαλσάμη θα υποταγεί στην εξουσία της εκδίκησης για την απόρριψη του έρωτα του Γιώργη και θα καταστρέψει την οικογένεια του κόντε. Ο γιατρός Στεριώτης, άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, θα προοδεύσει με τον κόπο, την γνώση, τους κοινωνικούς και προσωπικούς ελιγμούς, θα πάρει στα χέρια του τα χρέη του κόντε και θα εξαγοράσει τον γάμο με την κόρη του Ευλαλία, όχι γιατί την αγάπησε, αλλά για να έχει νομιμοποίηση ότι ανήκει κι αυτός στην άρχουσα τάξη. Κι ενώ θα πετύχει στην ζωή του, δεν θα μπορέσει ποτέ του να αγαπήσει. Από άνθρωπος του λαού, γίνεται το ίδιο εξουσιομανής, εγωπαθής και αδιάφορος για τα συναισθήματα των άλλων, όπως οι άρχοντες του καιρού του. Και βέβαια, αυτός που θα παραμείνει αυθεντικός θα είναι ο Άλκης Σωζόμενος, άνθρωπος που ονειρευόταν την κοινωνική επανάσταση για έναν πιο δίκαιο, ανθρώπινο, ευγενικό κόσμο, ιδίως για τους φτωχότερους. Μόνο που κι αυτός θα συντριβεί στις μυλόπετρες της εξουσίας του χρήματος, για να νικηθεί οριστικά από την εξουσία του θανάτου.

                Οι σκλάβοι αυτοί έχουν εκλάμψεις ελευθερίας στη σκέψη τους, ιδίως όταν μεσολαβεί στην ψυχή τους ο έρωτας. Νικιούνται όμως από το χρέος της καταγωγής, της κοινωνικής θέσης, κάποιων αξιών που στηρίζονται στο «φαίνεσθαι». Τα πάντα γίνονται για το «φαίνεσθαι». Ο έρωτας διαχωρίζεται στο επίπεδο της σαρκικής απόλαυσης που γίνεται διέξοδος στην πλήξη των αποτυχημένων και ανύπαρκτων σχέσεων, και στο επίπεδο της γνήσιας κοινωνίας, του αληθινού συναισθήματος, το οποίο όμως είναι ανίσχυρο μπροστά στην εξουσία του χρήματος, της καταγωγής, της θέσης.  Γι’  αυτό και ο συγγραφέας γράφει με την μελαγχολία του νικημένου, παρότι ονειροπόλος. Αφήνει να διαφανεί ότι αν υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη, τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν διαφορετικά. Αφήνει το βαθύ παράπονό του για την αδυναμία ο άνθρωπος να είναι ον που σχετίζεται, με αγάπη, θάρρος και διάθεση να αλλάξει τον κόσμο, και την σκλαβιά που υφίσταται όποιος αφήνει τον εαυτό του ηττημένο στην ψευδαίσθηση ότι να περνάς καλά, χωρίς κόπο, χωρίς όνειρο, αλλά μόνο με κριτήριο να θεραπεύσεις την πλήξη είναι η πραγματική απώλεια της ελευθερίας! Δεν χρειάζεται εξωτερικός εχθρός να σε αιχμαλωτίσει.

                Εξαιρετικό το περιβάλλον στο οποίο το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται. Η Κέρκυρα του τέλους του 19ου αιώνα, με απηχήσεις από την παλιά διαμάχη για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, με την διαφωνία του αρχοντολογιού που αναθεματίζει τον Μητροπολίτη Αθανάσιο Πολίτη, ο οποίος με την Ένωση το εξίσωσε με τους ποπολάρους, κάτι που οι τέως άρχοντες δεν το δέχτηκαν και γι’  αυτό εξακολουθούσαν να ζούνε όπως στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, μιμούμενοι τους χορούς, τις δεξιώσεις, τα παιχνίδια μπριτζ, τις βόλτες με τις άμαξες, την συντήρηση αλόγων, κρατώντας τα μεγάλα πορτρέτα των προγόνων και αξίες που απογύμνωναν την ουσία της ύπαρξης, εντοπίζοντας τα πάντα στην υποκρισία του «φαίνεσθαι». Οι τοκογλύφοι που εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των αριστοκρατών να μην αλλάξει τίποτα στην ζωή τους, αλλά και την ανάγκη των φτωχότερων να επιβιώσουν και οδηγούσαν τους πάντες σε εξάρτηση, σκλαβιά και εξαχρείωση και οικονομική και ηθική. Παράλληλα, το κράτος-λάφυρο, στο οποίο οι πολιτικές παρατάξεις ήθελαν να κυβερνήσουν για να  διορίζουν δημόσιους υπαλλήλους (με αποκορύφωμα τα κόμματα των Δηλιγιάννη και Τρικούπη) και η συνεχής γκρίνια των αριστοκρατών ότι τελικά ο λαός δεν άξιζε την ελευθερία του. Η γυναίκα- λάφυρο, που το μόνο που αξίζει σ’  αυτήν είναι η προίκα, ενώ ο άντρας είναι βέβαιος πως «είναι πλάσμα με μικρό νου, με αλλόκοτη σκέψη και μαζί της η συνεννόηση είναι αδύνατη. Το μόνο που ο άντρας ημπορούσε ν’ απαιτήσει από αυτήν ήταν η συζυγική πίστη... κι αυτήν έπρεπε το κράτος με τους νόμους του να την εξασφαλίζει... αφού αναγνώριζε σα θεμέλιο λίθο του την οικογένεια και αρχηγό της οικογένειας τον άντρα»  (σελ. 237).

 Και βέβαια, το όραμα για μια επανάσταση που θα έκανε τον κόσμο δικαιότερο: «βασιλεύει στον τόπο η Πλάνη και η Πρόληψη. Η επιστήμη δεν έχει σκοπό την αλήθεια, η γραμματική θέλει να εξουσιάζει την τέχνη και η κρατική θρησκεία μαραίνει την Πίστη» (σελ. 100). « Δεν υπάρχει δρόμος άλλος παρά ο πόλεμος και η Επανάσταση!» (σελ. 101). « Τόσες γενεές ανθρώπων που ‘χαν ζήσει σκοτεινά, ποτίζοντας με  τον ίδρο τους μία γη που δεν ήταν δική τους, μέγα πλήθος ψυχές που τες τυραννούσε αδιάκοπα και τις έσκιαζε ο δυνάστης» (σελ. 92). « Η οικονομική ακμή είναι πολιτισμός, αλλά και τα οικονομικά ενός λαού ακμάζουν, όταν πολιτίζεται» (σελ. 97). «Η επανάσταση θα καθαρίσει τον τόπο, θα καταδικάσει τον παλαιό κόσμο, με σωτήριο φοβέρισμα θα κατασιγάσει κάθε αντίδραση!» (σελ. 101). «Η επανάσταση που θα φέρει το φως της δημιουργίας στην ασκήμια ενού πραγματικού κόσμου, άγονου και στείρου, άδικου και σκληρού, που η ίδια του η υπόσταση άλλο δεν ήταν παρά λύπη, πόνος, αρρώστια και θάνατος... μια επανάσταση για την ανθρώπινη σοφία, για την ανθρώπινη τέχνη, για την ανθρώπινη αρετή!»  (σελ. 150-151). Ο Άλκης, μαζί με τον συγγραφέα, συνειδητοποιεί την ματαιότητα του ονείρου, γιατί η αγάπη δεν μπορεί να νικήσει την εξουσία, αλλά μας αφήνουν να διαπιστώσουμε ότι θα άξιζε η προσπάθεια.   

                Ο Θεοτόκης θυμίζει τους «δαιμονισμένους» ήρωες του Ντοστογιέφσκι, τους υποταγμένους στα πάθη, καίτοι ονειροπόλους, τους αυτοκαταστροφικούς γιατί δεν μπόρεσαν να νικήσουν την σκλαβιά κάθε εξουσίας. Για τον Ντοστογιέφσκι η απάντηση βρίσκεται στην μετάνοια και την συγχώρεση, καθώς και την ελπίδα στον Θεό. Για τον Θεοτόκη δεν υπάρχει διέξοδος. Ο κόσμος θα συνεχίσει να πορεύεται με τους σκλάβους να εγκλωβίζονται και να μην θέλουν να φύγουν από τα δεσμά τους, επικαλούμενοι το χρέος προς τους άλλους, ιδίως προς την οικογένειά τους, με μόνη διέξοδο μια κάποια εκδίκηση όπως και όσο μπορούν σ’  αυτούς που θεωρούν υπαίτιους. Αλλά και οι ανεκπλήρωτοι έρωτες μας φέρνουν στην σκέψη εικόνες από τον Ντίκενς, τη Νάνσυ και τον Σάικς στον «Όλιβερ Τουίστ», την Έμιλυ και τον Στίφορθ στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», τον Πιπ και την Εστέλα στις «Μεγάλες Προσδοκίες» και την κ. Χάβισαμ. Μόνο που ο Ντίκενς δεν αφήνει τους ήρωές του να καταργήσουν την αξιοπρέπειά τους, όπως οι περισσότεροι στο έργο του Θεοτόκη, ίσως γιατί για τον Ντίκενς ο άνθρωπος αλλάζει παλεύοντας με τον κόπο του, αρκούμενος και στα λίγα, μη υποκύπτοντας στις δεσμεύσεις της καταγωγής και της κοινωνικής του τάξης, ενώ η σαρκική ηδονή δεν είναι η αναπλήρωση της πλήξης στις ανθρώπινες σχέσεις!

                Σ’  αυτό το τελευταίο ο αναγνώστης του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος μπορεί να σπουδάσει τους καιρούς μας. Στην πλήξη της πραγματικότητάς μας αναζητούμε αναπληρώσεις είτε στην εικονική πραγματικότητα, είτε σε «γρήγορες» σχέσεις, χωρίς περιεχόμενο. Έχουμε παραιτηθεί από τον αγώνα να αλλάξει ο κόσμος και συνήθως και από το να αλλάξουμε εμείς.  Το ερώτημα όμως κατά πόσον οι άνθρωποι μπορούμε να δικαιολογήσουμε την παρουσία μας στον κόσμο αυτό αν δεν αγαπήσουμε αληθινά, αν δεν νιώσουμε την καρδιά του άλλου να χτυπά δίπλα μας και την ίδια στιγμή αν δεν αποφασίσουμε να θυσιάσουμε, όταν και αν χρειαστεί, όχι τους άλλους, αλλά τον εαυτό μας στην προοπτική μιας αλλιώτικης ζωής, με ποιότητα και αυθεντικότητα, παραμένει. Αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει και από εμάς και με εμάς μέσα του ή θα παραμείνουμε παραδομένοι στις δομές και τους ρυθμούς του, συμβιβασμένοι και ανίκανοι ακόμη και να ερωτευθούμε;

Ο σκλάβος στα δεσμά της εξουσίας, του χρήματος, του καλού ονόματος, του φαίνεσθαι, κυρίως όμως των παθών άνθρωπος χρειάζεται λύτρωση!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 14 Ιανουαρίου 2021