«Ὅσιε πάτερ Ἀντώνιε, σύ τόν ζυγόν τοῦ Χριστοῦ ἐπί ὤμων ἀράμενος, τῷ Σταυρῷ τήν ἔπαρσιν τοῦ Σατάν καταβέβληκας, καί τάς ἐρήμους, πόλεις ἀνέδειξας, διά τοῦ τρόπου τῆς πολιτείας σου» (Στιχηρό των Αίνων του Όρθρου της εορτής του Αγίου Αντωνίου, 17ης Ιανουαρίου)
«Όσιε πάτερ Αντώνιε, εσύ σήκωσες τον ζυγό του Χριστού στους ώμους σου φέροντας τον Σταυρό, και κατατρόπωσες την υπερηφάνεια του Σατανά, και ανέδειξες τις ερήμους πόλεις, με τον τρόπο που έζησες».
«Την εποχή εκείνη δεν είχαν
συσταθεί ακόμα μοναστήρια. Συναντούσε κανείς μόνο κάποιους ανθρώπους του Θεού
οι οποίοι ζούσαν μοναχικά όχι μακριά από το χωριό τους νηστεύοντας και προσευχόμενοι. Ένας από αυτούς τους γέροντες
έμενε κοντά στο μικρό χωριό Κόμα (σήμερα Κιμάν Αλ-Αριάς στην περιοχή Αλ Ουαστά
της Μέσης Αιγύπτου). Ο άγιος Αντώνιος έβαλε σκοπό να τον μιμηθεί. Εγκαταστάθηκε
και εκείνος σε ένα απομονωμένο μέρος, όπου με τον νου απαλλαγμένο από κάθε μέριμνα
και ενθύμηση της περασμένης του ζωής, εργαζόταν με τα χέρια του, μοίραζε τα
περισσεύματά του στους φτωχούς, μελετούσε τα ιερά βιβλία και προσπαθούσε να
φυλάξει αδιατάρακτη την προσευχή εν τη καρδία. Ωσάν μέλισσα, κάθε φορά που άκουγε να επαινούν την αρετή κάποιου
ασκητή, προσέτρεχε σ’ αυτόν, παρατηρούσε την ταπεινοφροσύνη του ενός, την
σκληραγωγία του άλλου, την προσήλωση στην προσευχή ή στην μελέτη, και όταν
γύριζε στο κελλί του, αγωνιζόταν να συγκεντρώσει πάνω του όλες τις αρετές. Ο
δαίμονας, που φθονεί κάθε αγαθό έργο των ανθρώπων, μη υποφέροντας να βλέπει
τέτοιο ζήλο σε τόσο νέον άνθρωπο, αποφάσισε να τον πολεμήσει, υποβάλλοντάς τον
σε ποικίλους πειρασμούς... Σε έναν τέτοιο μεγάλο πειρασμό, που προέκυψε όταν
έζησε για κάποιο διάστημα σε έναν αρχαίο τάφο, που είχαν σκάψει οι
ειδωλολάτρες, ο Χριστός ήλθες σε βοήθειά του, η στέγη άνοιξε και μια ακτίνα
φωτός έτρεψε σε φυγή τα πνεύματα του σκότους. Ο Αντώνιος ρώτησε: ’Πού ήσουν Κύριε;
Γιατί δεν σταμάτησες νωρίτερα αυτήν την μάχη με τον σατανά;’. Ο Χριστός του αποκρίθηκε:
Εδώ ήμουν, στο πλευρό σου. Ήθελα όμως να παρακολουθήσω τον αγώνα σου. Επειδή
αντιστάθηκες με τόση υπομονή, θα είμαι από εδώ και πέρα πάντα ο υπερασπιστής
σου και θα καταστήσω το όνομά σου ένδοξο σε ολόκληρη την γη’» («Νέος
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος 5ος, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
Όταν διαβάζουμε τα συναξάρια
μεγάλων Αγίων , όπως ο οικιστής της ερήμου άγιος Αντώνιος ο Μέγας, αισθανόμαστε
ακόμη πιο έντονες τις πνευματικές μας ελλείψεις. Νιώθουμε ότι είναι ανύπαρκτος
ο ζήλος μας να εγκαταλείψουμε την εξάρτησή μας από τα βιοτικά. Δεν έχουμε δίψα
όχι να επισκεφθούμε ανθρώπους που αγωνίζονται πνευματικά, αλλά ούτε καν να
διαβάσουμε γι’ αυτούς. Ακόμη όμως κι αν τους επισκεπτόμαστε ή τους διαβάζουμε,
δίδουμε έμφαση σε ορατά σημεία της αγιότητάς τους που εντυπωσιάζουν ως προς το
φαίνεσθαι. Αναζητούμε απαντήσεις για τον Αντίχριστο και την Δευτέρα Παρουσία,
θέλουμε τα προορατικά χαρίσματα, δηλαδή να μας πούνε το μέλλον μας, ζητούμε από
αυτούς να μας δώσουν συμβουλές για τα προβλήματά μας, αλλά δεν νιώθουμε την
ανάγκη να διδαχτούμε από αυτούς την οδό της μετανοίας. Την οδό της νηστείας και
της προσευχής. Της απαλλαγής από κάθε μνήμη ευχαρίστησης για το χτες και
προσδοκίας ενός αύριο που το χαρακτηριστικό του θα είναι το να είμαστε και να
περνάμε καλά, εμείς και όσοι είναι δικοί μας. Την οδό της ελεημοσύνης. Το να
κοιτάξουμε εντός μας και να δούμε την έπαρσή μας, η οποία εκφράζεται με την
απαίτηση να έχουμε δίκιο σε ό,τι λέμε και ό,τι κάνουμε και ό,τι σκεφτόμαστε.
Την απόφαση να είναι η αρετή στόχος ζωής. Και βέβαια, την πεποίθηση ότι συνεχώς
καλούμαστε να πολεμήσουμε την έπαρση του διαβόλου, ο οποίος θέλει να μας
καταπιεί, υποβάλλοντάς μας σκέψεις υπερηφάνειας, κάποτε απελπισίας, απιστίας,
αμφιβολίας, ώστε να φύγει ο Θεός από την προτεραιότητά μας. Και βλέπουμε ότι σε
όσους αγωνίζονται ο Χριστός είναι παρών, δίπλα τους. Στηρίζει, αφού επιτρέψει
να σηκώσουν τον σταυρό τους. Και κάνει την συνάντηση μαζί τους Εκκλησία, δηλαδή
κοινότητα προσώπων που νιώθουν ότι ο ένας μπορεί και πρέπει και θέλει να είναι
δίπλα στον άλλο, ακόμη κι αν οι πόλεις που ζούμε έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό
τους την επιδίωξη της ατομικής ευτυχίας και ικανοποίησης.
Όμως η γιορτή ενός Αγίου δεν υφίσταται
για να απογοητευτούμε. Για να πούμε ότι η ζωή και το παράδειγμά του δεν είναι
για μας. Είναι ευκαιρία να αφυπνιστούμε και να προχωρήσουμε στο λίγο που μας
αναλογεί, σε ό,τι η πνευματική μας ζωή μας δίδει. Κι αυτό ξεκινά από την
παραίτηση από το εγωκεντρικό φρόνημα. Τον σταυρό να αφήσουμε τα πάντα στου Θεού
το θέλημα. Όχι με κριτήριο την οκνηρία και την παραίτηση από τον αγώνα της ζωής
μας, αλλά με επίγνωση πως ό,τι είναι για καλό μας ο Θεός επιτρέπει να μας
δίδεται, ενίοτε και μέσα από δοκιμασίες. Αυτή όμως η πίστη θέλει κόπο
πνευματικό και άσκηση. Αν δεν μάθουμε να προσευχόμαστε με την έννοια της
εμπιστοσύνης, του ανοίγματος της καρδιάς μας χωρίς χρονικό καταναγκασμό,
βιασύνη και προχειρότητα, αν δεν επιλέξουμε την νηστεία από ό,τι μας αρέσει για
όσο μπορούμε, αν δεν διαλέξουμε την μελέτη της αληθείας διά της Γραφής και της
παράδοσης της πίστης μας, όπως και την καλλιέργεια του νου μας με κάθε
πνευματική τροφή, ακόμη και θύραθεν, τότε ο εγωκεντρισμός δεν θα φύγει.
Σημείο της προόδου είναι η
έγνοια για τον άλλον. Ο άγιος ήταν πάντοτε ελεήμων. Και η ελεημοσύνη είχε να
κάνει και με την προσφορά σε υλικά αγαθά, κυρίως όμως με την προσευχή και την
διδαχή προς τους άλλου. Και έτσι η έρημος έγινε πόλη. Οι μοναχοί συγκάτοικοι
στην πορεία προς τον Θεό. Έμαθαν να βλέπουν τους άλλους ως οικείους και
συνοδοιπόρους και τότε η έπαρση του Σατανά συντρίβεται. Διότι ο διάβολος χωρίζει τους ανθρώπους
υποτάσσοντάς τους στην αντίληψη της ατομικής προτεραιότητας, δόξας, ηδονής. Και
ό,τι είναι ατομικό, συνήθως χωρίζει τον άνθρωπο και από τον Θεό και από τον
πλησίον. Οι λογισμοί και η υπερηφάνεια υποβάλλουν στον άνθρωπο την αντίληψη ότι
ο κόσμος πρέπει να δει τα πράγματα όπως ο ίδιος τα βλέπει και ότι όλα
περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο. Είναι όμως σταυρός να αρνηθούμε την πρόταξη
του εγώ. Να συναισθανθούμε, αφού αφουγκραστούμε και μελετήσουμε, τι θέλει ο
Θεός και τι μπορεί να αντέξει και ο άλλος και εμείς και να επιδιώκουμε την
συνάντηση, αίροντας τα εμπόδια.
Ο Μέγας Αντώνιος μάζεψε γύρω του
ανθρώπους, καθιστώντας την έρημο πόλη. Οι άλλοι μοναχοί αποδέχτηκαν τον τρόπο
του ως τον κατά Θεό τρόπο. Δεν έγιναν όλοι οι άνθρωποι μοναχοί, ούτε άντεξαν
όλοι οι μοναχοί στην οδό του Μεγάλου Αντωνίου. Ο ίδιος έβαλε το κελλί ως βάση
της μοναχικής ζωής. Τον τόπο του ο καθένας ας τον έχει ως βάση για την ζωή του
την πνευματική. Την θέση, το χρέος, το καθήκον του, τους οικείους του. Ας κάνει
πράξη την θυσία και την αγάπη αίροντας τον σταυρό του, μη λησμονώντας ότι ούτε
οι άλλοι είναι απαραίτητο όλοι να αντέξουν αυτήν την πορεία και ότι ο καθένας
μας είναι επιρρεπής στην πτώση λόγω του πειρασμού της υπερηφάνειας, της κόπωσης
και της ανυπομονησίας να τα δούμε όλα όπως τα επιθυμούμε. Νιώθοντας όμως τον
Χριστό δίπλα μας, θα παλέψουμε. Αρκεί να επιλέξουμε να έχουμε πρότυπά μας
ανθρώπους, όπως ο Μέγας Αντώνιος, κάποτε όμως και απλούς και ταπεινούς, που μας
διδάσκουν αθόρυβα. Ανθρώπους που μας οδηγούν στην οδό της μετάνοιας, του
σταυρού, της αγάπης. Ας μη μένουμε μόνο όμως στα πρόσωπα. Ας διδασκόμαστε από
το έργο και τους λόγους τους. Και ο Χριστός θα μας στηρίζει!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 17 Ιανουαρίου 2021
Αντωνίου του Μεγάλου