ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 62-
ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, «Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ», μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ και Μαρία
Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
«Η Πανούκλα»
του Αλμπέρ Καμύ έγινε της μόδας τον καιρό της καραντίνας. Παρότι ένας από τους
λόγους για τους οποίους γράφτηκε ήταν για να δείξει την λοιμική αρρώστια του
πολέμου, του φασισμού, της κλειστότητας των καρδιών που οι μεγάλες δοκιμασίες
προκαλούν στους ανθρώπους, εντούτοις και το ίδιο το γεγονός της αρρώστιας που
κάνει την κοινωνία τω ανθρώπων να βρίσκεται γυμνή απέναντι στον θάνατο,
ανυπεράσπιστη παρά τα επιτεύγματά της, την επιστήμη, την τεχνολογία, την έπαρση
της κανονικότητας, αλλά και ανέτοιμη να θέσει τα μεγάλα ερωτήματα όπως το αν
υπάρχει Θεός και γιατί επιτρέπει να πονάμε, για το ποια είναι η αξία του ανθρώπου
και πώς μπορούμε να παλέψουμε όταν η μοίρα μας φαίνεται προκαθορισμένη, η «Πανούκλα»
δεν είναι ένα μυθιστόρημα απαισιοδοξίας, αλλά ελπίδας. Δεν είναι μόνο ότι
προέρχεται από την πένα ενός ανθρώπου με βαθύ προβληματισμό για την ζωή, ενός
συγγραφέα που έχει γράψει ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια
λογοτεχνία, το οποίο σε συγκλονίζει από την πρώτη σελίδα ώς την τελευταία.
Είναι διότι μέσα στις σελίδες του βλέπει κάποιος να γκρεμίζεται η έπαρση του
πολιτισμού μας, ο οποίος γέννησε ψευδαισθήσεις, αρνούμενος την ταπεινότητα. Δεν
απάντησε με την αγάπη στο όνειρο του ανθρώπου να ευτυχήσει, αλλά με την
βαβελική απαίτηση του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ο θεός». Και την ίδια στιγμή η
πένα του Καμύ, χωρίς να αρνηθεί τα αδιέξοδα, καταγράφει την μεγάλη απάντηση: τον
άνθρωπο που παλεύει μέχρι το τέλος για το εμείς, για τη ζωή, για την αγάπη.
Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο θα έπρεπε να είναι στη ύλη των πανελλαδικών εξετάσεων,
όχι για να παπαγαλιστεί, αλλά για να το διαβάσουν υποχρεωτικά, μαζί με τον «Επιτάφιο
του Περικλή» του Θουκυδίδη και κάποια αποσπάσματα από την Καινή Διαθήκη οι νέοι
άνθρωποι, πριν βγουν στην ψευδαίσθηση ότι τα δικαιούνται όλα, ότι η ζωή είναι η
ελευθερία του να σου ανήκουν τα πάντα.
Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα, γιατί τα δικά μας
λόγια θα φτωχύνουν την μοναδική αξία του μυθιστορήματος και υποκλινόμαστε στην
μνήμη του συγγραφέα, ο οποίος καταδεικνύει τα αδιέξοδα του δυτικού τρόπου ζωής,
του δυτικού ανθρώπου και, επομένως, και τα δικά μας καθώς έχουμε ως σύνολο
εκδυτικιστεί και μας προκαλεί, πέρα από φτηνά κηρύγματα ανθρωπισμού, να
ξαναδούμε την ψυχή μας, να ξαναδούμε το νόημα της ζωής και του θανάτου,
κι αν θέλουμε, να σπουδάσουμε τι σημαίνει η ζωή στην προοπτική της ανάστασης!
«Ο Ριέ συνήλθε. Η σιγουριά βρισκόταν εκεί, στην
καθημερινή δουλειά. Τα υπόλοιπα κρέμονταν από κλωστές κι ασήμαντες κινήσεις,
πράγματα που δεν άξιζαν τον κόπο να σταθείς σ’ αυτά. Η ουσία ήταν να κάνει ο
καθένας καλά τη δουλειά του» (σελ. 53)
«Αλλά αν επρόκειτο για εξορία, στις περισσότερες
περιπτώσεις ήταν μια εξορία στον ίδιο τους τον τόπο. Και παρόλο που ο αφηγητής
γνώρισε μόνο την κοινή σε όλους εξορία, δεν πρέπει να ξεχνά εκείνους, όπως τον
δημοσιογράφο Ραμπέρ ή άλλους, για τους οποίους, απεναντίας, τα βάσανα του
χωρισμού επιδεινώθηκαν από το γεγονός ότι, ταξιδιώτες αιφνιδιασμένοι απ’ την
πανούκλα και παγιδευμένοι στην πόλη, βρίσκονταν συνάμα μακριά και από τ’
αγαπημένα τους πρόσωπα και από την πατρίδα τους. Μέσα στη γενική εξορία,
ετούτοι ήταν οι πιο εξόριστοι, γιατί, αν ο χρόνος ξυπνούσε μέσα τους, όπως σε
όλους, την αγωνία που εμπεριέχει, ήταν επίσης δεμένοι και με τον χώρο και
προσέκρουαν αδιάκοπα πάνω στα τείχη που χώριζαν το μολυσμένο απ’ την πανούκλα
καταφύγιό τους από τη χαμένη τους πατρίδα. Αυτούς τους ίδιους λοιπόν τους
βλέπαμε να περιπλανιούνται άσκοπα όλη μέρα στη σκονισμένη πόλη, αναπολώντας
σιωπηλά τα βράδια που μόνο αυτοί γνώριζαν και τα πρωινά της πατρίδας τους.
Έτρεφαν τότε τη νοσταλγία τους με αναπάντεχα σημάδια και παράξενα μηνύματα,
όπως ένα πέταγμα χελιδονιών, μια δροσοσταλιά του δειλινού ή εκείνες τις
ασυνήθιστες αχτίδες που ρίχνει καμιά φορά ο ήλιος στους έρημους δρόμους.
Έκλειναν τα μάτια στον εξωτερικό τούτο κόσμο που μπορεί πάντα να μας λυτρώνει
απ’ όλα, κι εξακολουθούν πεισματικά να ζουν με τις υπαρκτές γι’ αυτούς χίμαιρες,
να ψάχνουν μ’ όλες τις δυνάμεις τους τις εικόνες μιας γης όπου κάποιο φως, δυο
τρεις λοφίσκοι, το αγαπημένο δέντρο και γυναικεία πρόσωπα συνέθεταν μια
αναντικατάστατη γι’ αυτούς ατμόσφαιρα....
ΟΙ εραστές βασανίζονταν κι από άγχη, όπως οι τύψεις. Είχαν προσποιηθεί αδιάφορα
ότι, για όποιον αγαπάει, το να ξέρει πώς περνά τον καιρό του ο αγαπημένος
σύντροφος δεν είναι η μοναδική πηγή χαράς. ...Κάτω από ομαλές συνθήκες, γνωρίζουμε
όλοι, συνειδητά ή όχι, ότι δεν υπάρχει έρωτας που να μην μπορεί να γίνει
καλύτερος, κι ωστόσο καταλήγουμε να δεχτούμε, με λιγότερη ή περισσότερη ηρεμία
πνεύματος, να παραμένει ο δικός μας έρωτας στο επίπεδο της μετριότητας. Η
ανάμνηση όμως είναι πιο απαιτητική.... Ο καθένας έμενε μόνος με τη στενοχώρια
του. Αν, κατά τύχη, κάποιος από μας δοκίμαζε να εκμυστηρευτεί ή να πει κάτι για
τα συναισθήματά του, η απάντηση που έπαιρνε, όποια κι αν ήταν, τον πλήγωνε τις
περισσότερες φορές. Διαπίστωνε τότε ότι, ο συνομιλητής του κι αυτός ο ίδιος,
μαζί μιλούσα και χώρια καταλάβαιναν» (σελ. 88,89,,90)
«Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του. Ο δημοσιογράφος
είχε δίκιο που ανυπομονούσε να χαρεί την ευτυχία. Είχε όμως δίκιο να τον κατηγορεί;
Ζείτε με αφηρημένες έννοιες. Ήταν στ’ αλήθεια αφηρημένες έννοιες οι μέρες που περνούσε
στο νοσοκομείο του, όπου η πανούκλα θέριζε, ανεβάζοντας σε πεντακόσιους τον
μέσο όρο των θυμάτων ανά εβδομάδα; Ναι, η συμφορά είχε και κάτι το αφηρημένο
και το εξωπραγματικό. Όταν όμως το αφηρημένο βάζει σκοπό να σε σκοτώσει, τότε
πρέπει οπωσδήποτε ν]’ ασχοληθείς μαζί του... Για να παλέψει κανείς ενάντια στο
αφηρημένο, πρέπει να του μοιάσει λίγο. Πώς όμως θα μπορούσε να το νιώσει αυτό ο
Ραμπέρ; Για κείνον, αφηρημένο ήταν καθετί που εναντιωνόταν στην ευτυχία του.
Και στην πραγματικότητα, ο Ριέ ήξερε ότι ο δημοσιογράφος είχε δίκιο από μια
άποψη....Μπόρεσε όμως ο Ριέ να παρακολουθήσει, και μάλιστα από διαφορετική
σκοπιά, αυτό το είδος της σκοτεινής πάλης ανάμεσα στην ευτυχία κάθε ανθρώπου
και στην αφηρημένη έννοια της πανούκλας που έγινε ο πυρήνας της ζωής στην πόλη
μας κατά τη διάρκεια εκείνης της μακριάς περιόδου» (σελ. 104-105 και 108)
«Απέναντι στη θρησκεία, όπως κι απέναντι σε πολλά
άλλα προβλήματα, η πανούκλα τούς έκανε να σκέφτονται μ’ έναν περίεργο τρόπο,
εξίσου απομακρυσμένο από την αδιαφορία και το πάθος, τον οποίο θα μπορούσαμε να
χαρακτηρίσουμε αρκετά εύστοχα με τη λέξη αντικειμενικότητα. Οι περισσότεροι απ’
όσους παρακολούθησαν την εβδομάδα των δεήσεων θα μπορούσαν να ενστερνιστούν,
λόγου χάριν, τα λόγια ενός πιστού στον γιατρό Ριέ: όπως και να ‘χει το πράγμα,
κακό δεν μπορεί να κάνει» (σελ. 111)
Λέει ο πάτερ Πανελού: «Ο Θεός δεν είναι ψυχρός.
Τούτη η αραιή επικοινωνία δεν έφτανε για να χορτάσει τη φλογερή τρυφερότητά
Του. Ήθελε να σας βλέπει πιο συχνά, αυτός είναι ο τρόπος του να σας αγαπά, και,
η αλήθεια να λέγεται, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος ν’ αγαπάμε. Να γιατί,
κουρασμένος να προσμένει τον ερχομό σας, άφησε τη μάστιγα να σας επισκεφτεί,
όπως επισκέφτηκε όλες τις πόλεις της αμαρτίας από καταβολής κόσμου. Μαθαίνετε
τώρα τι είναι αμαρτία, όπως το ‘μαθαν ο Κάιν και οι γιοι του, οι άνθρωποι πριν
από τον κατακλυσμό, όσοι έζησαν στα Σόδομα και στα Γόμορρα, ο Φαραώ κι ο Ιώβ
καθώς κι όλοι οι καταραμένοι. Όπως όλοι εκείνοι, έτσι κι εσείς βλέπετε τα πρόσωπα
και τα πράγματα με άλλη ματιά από τότε που η πόλη αυτή έκλεισε τα τείχη της
γύρω από σας και τη μάστιγα. Ξέρετε τώρα, επιτέλους, ότι πρέπει να έρθουμε στην
ουσία. Ο Θεός μετατρέπει το κακό σε καλό» (σελ. 115-116)
«Μακάρι να ήταν σεισμός! Ένα γερό τράνταγμα και
τέρμα...Μετράμε τους νεκρούς, τους ζωντανούς, και πάει, τελείωσε. Όμως αυτή η
βρωμοαρρώστια! Ακόμα κι εκείνοι που δεν την έχουν την κουβαλάνε στη καρδιά τους» (σελ. 134)
«Του κάκου κάθε βράδυ, στις λεωφόρους, ένας
θεόπνευστος γέροντας, με ρεπούμπλικα και τεράστια γραβάτα, πηγαινοέρχεται
ανάμεσα στο πλήθος κι επαναλαμβάνει αδιάκοπα: Ο Θεός είναι μεγάλος, ελάτε σ’ Αυτόν. Όλοι, αντίθετα, τρέχουν βιαστικά προς
κάτι άλλο που δεν το γνωρίζουν καλά ή που τους φαίνεται πιο επείγον απ’ τον Θεό. Στην αρχή, όσο πίστευαν πως επρόκειτο
για μια συνηθισμένη αρρώστια, η θρησκεία κρατούσε τη θέση της. Μα όταν
κατάλαβαν ότι ήταν κάτι σοβαρό, θυμήθηκαν τις απολαύσεις. Όλη η αγωνία που
ζωγραφίζεται τη μέρα στα πρόσωπά τους μεταβάλλεται, μέσα στο φλογισμένο και
σκονισμένο σούρουπο, σ’ ένα είδος άγριας
έξαψης κι αδέξιας ελευθερίας που παθιάζει έναν ολόκληρο πληθυσμό. Είμαι κι εγώ
σαν κι αυτούς. Μα δεν βαριέσαι! Ο θάνατος δεν είναι τίποτα γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα. Είναι ένα γεγονός που
τους δικαιώνει». (σελ.
141)
«Ο Ταρού τον κοίταζε με τα γκρίζα μάτια του. – Τι γνώμη
έχετε για το κήρυγμα του Πανελού, γιατρέ; Η ερώτησε τέθηκε πολύ φυσικά, κι ο
Ριέ απάντησε το ίδιο φυσικά. - Έζησα πάρα πολύ καιρό στα νοσοκομεία ώστε να μου
αρέσει η ιδέα της ομαδικής τιμωρίας. Αλλά ξέρετε, οι χριστιανοί εκφράζονται
καμιά φορά έτσι, δίχως να πιστεύουν πραγματικά αυτά που λένε. Είναι καλύτεροι
απ’ ό,τι δείχνουν. – Ωστόσο, πιστεύετε
κι εσείς, όπως ο Πανελού, πως η πανούκλα έχει και τα καλά της, πως ανοίγει τα
μάτια, πως αναγκάζει τους ανθρώπους να σκεφτούν! Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι
του με ανυπομονησία. – Όπως όλες οι αρρώστιες. Μα ό,τι ισχύει για τα δεινά
αυτού του κόσμου ισχύει και για την πανούκλα. Μπορεί να βοηθήσει μερικούς να
ωριμάσουν. Όταν όμως βλέπει κανείς την αθλιότητα και την οδύνη που προκαλεί
αυτή η μάστιγα, πρέπει να είναι τρελός, τυφλός ή δειλός για να ενδώσει σ’
αυτήν. – Πιστεύετε στον Θεό, γιατρέ; - Όχι, μα τι νόημα έχει αυτό; Βρίσκομαι στο
σκοτάδι και προσπαθώ να δω καθαρά. Πάει καιρός που έπαψα να το βρίσκω
πρωτότυπο. – Αυτό δεν είναι που σας διαφοροποιεί από τον Πανελού; - Δεν το
νομίζω. Ο Πανελού είναι μελετητής. Δεν έχει δει πολλούς να πεθαίνουν, γι’ αυτό και μιλά εν ονόματι μιας αλήθειας. Μα κι
ο πιο ασήμαντος επαρχιώτης παπάς που δίνει την τελευταία μετάληψη στους ενορίτες
του κι έχει ακούσει την ανάσα ενός ετοιμοθάνατου σκέφτεται όπως κι εγώ. Θα
φρόντιζε πρώτα ν΄ απαλύνει την αθλιότητα και μετά θα προσπαθούσε να ‘ αποδείξει
τα πλεονεκτήματά της» (σελ. 145-146)
« Οι νίκες σας, είπε ο Ταρού, θα είναι πάντα
εφήμερες, αυτό είν’ όλο. Το πρόσωπο του
γιατρού σκοτείνιασε. – Θα είναι πάντα εφήμερες, το ξέρω. Όμως αυτός δεν είναι
λόγος για να πάψω ν’ αγωνίζομαι. – Όχι δεν
είναι λόγος. Φαντάζομαι, μολαταύτα, τι μπορεί να σημαίνει αυτή η πανούκλα για σας.- Ναι, είπε
ο Ριέ. Μια ήττα δίχως τέλος. – Ποιος σας τα ‘μαθε όλ’ αυτά, γιατρέ; Η δυστυχία»
(σελ. 149)
«Ξάφνου ο Ριέ, γελώντας φιλιά, είπε: -Ελάτε τώρα,
Ταρού, τι σας σπρώχνει ν’ ασχοληθείτε με
όλ’ αυτά;- Δεν ξέρω. Μάλλον η ηθική μου.
Και ποια είν’ αυτή; Η κατανόηση» (σελ. 151)
«Βλέπετε, είπε ο Ραμπέρ, είστε ικανός να πεθάνετε
για μια ιδέα., αυτό είναι ολοφάνερο. Ε, λοιπόν, εγώ έχω βαρεθεί τους ανθρώπους
που πεθαίνουν για ιδέες. Δεν πιστεύω στον ηρωισμό, ξέρω πως είναι εύκολος, κι η
ζωή μού έμαθε πως είναι φονικός. Εκείνο που μ’
ενδιαφέρει είναι να ζει κανείς και να πεθαίνει γι’ αυτό που αγαπάει. Ο Ριέ άκουσε προσεκτικά
τον δημοσιογράφο. – Ο άνθρωπος δεν είναι ιδέα, Ραμπέρ. Εκείνος πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του με πρόσωπο που το φλόγιζε το
πάθος. – Είναι ιδέα και μάλιστα ιδέα εφήμερη, από τη στιγμή που αποστρέφει το
πρόσωπό του απ’ την αγάπη. Ναι, δε
είμαστε πια ικανοί ν’ αγαπάμε, γιατρέ.
Ας το πάρουμε απόφαση, γιατρέ. Ας περιμένουμε να γίνουμε ικανοί γι’ αγάπη, κι
αν αυτό είναι πραγματικά ακατόρθωτο, ας περιμένουμε τη γενική λύτρωση δίχως να
παριστάνουμε τους ήρωες» (σελ. 186)
«Η
αρρώστια που, φαινομενικά, είχε αναγκάσει τους κατοίκους να δείξουν μια
αλληλεγγύη πολιορκημένων, διέλυε συνάμα τους παραδοσιακούς δεσμούς και
ξαπόστελνε τους ανθρώπους στην μοναξιά τους, δημιουργώντας σύγχυση...σε καιρό
πανούκλας τα πάντα θυσιάζονται στο βωμό της αποτελεσματικότητας. Τα
συναισθήματα της οικογένειας κουρελιάζονταν» (σελ. 195 και 199, σχόλιο περί κοινωνικής
αποστασίωσης)
«Οι
συμπολίτες μας υποτάχτηκαν , προσαρμόστηκαν που λέει ο λόγος, επειδή δεν
μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Εξακολουθούσαν, φυσικά, να δείχνουν ότι
δυστυχούν και υποφέρουν, μα δεν ένιωθαν πιο οξύ πόνο. Άλλωστε, ο γιατρός Ριέ πίστευε
πως αυτό ακριβώς ήταν η δυστυχία και πως η συνήθεια της απελπισίας είναι τελικά
χειρότερη κι από την ίδια την απελπισία...Ενώ μέχρι τότε κρατούσαν πεισματικά
τον πόνο τους μακριά από την κοινή δυστυχία, τώρα αποδέχονταν να τον κάνουν ένα
μαζί της. Χωρίς μνήμη και χωρίς ελπίδα, ζούσαν στο παρόν. Στην πραγματικότητα,
το καθετί γινόταν γι’ αυτούς παρόν. Πρέπει
να το τονίσουμε, η πανούκλα είχε στερήσει απ’
όλους τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και της φιλίας. Γιατί η αγάπη ζητάει
λίγο μέλλον, ενώ για μας δεν υπήρχαν πια παρά στιγμές του παρόντος... η αγάπη
μας εξακολουθούσε να υπάρχει, μόνο που ήταν αχρησιμοποίητη, αβάσταχτη, άψυχη
μέσα μας, στείρα όπως το έγκλημα και η καταδίκη. Ήταν πια μόνο μια υπομονή
δίχως μέλλον και μια πεισματική προσμονή... η πόλη κάθε βράδυ γινόταν η πιο
πιστή και μελαγχολική φωνή του τυφλού πείσματος που αντικαθιστούσε τότε στις
καρδιές μας την αγάπη»» (σελ.
207, 210 και 211)
«Ο Ταρού
έμπασε τον Ραμπέρ σ’ έναν μικρό θάλαμο γεμάτο
ντουλάπια. Άνοιξε ένα απ’ αυτά, τράβηξε
από έναν κλίβανο δυό μάσκες από υδρόφιλη γάζα, έδωσε την μία στον Ραμπέρ και
του ζήτησε να τη φορέσει. Ο δημοσιογράφος ρώτησε αν αυτό χρησίμευε σε τίποτα κι
ο Ταρού απάντησε αρνητικά, εμπνέει όμως εμπιστοσύνη στους άλλους, πρόσθεσε» (σελ. 235)
«Γιατρέ,
είπε ο Ραμπέρ, δεν φεύγω και θέλω να μείνω μαζί σας. Ο Ταρού δεν έβγαλε άχνα.
Συνέχισε να οδηγεί. Ο Ριέ φαινόταν ανήμπορος να συνέλθει απ’ την κούρασή του. – Κι εκείνη; ρώτησε με
πνιχτή φωνή. Ο Ραμπέρ απάντησε πως το είχε σκεφτεί καλά, πως εξακολουθούσε να
πιστεύει τα όσα πίστευε, μα αν έφευγε θα ένιωθε ντροπή. Κι αυτό θα τον εμπόδιζε
ν’ αγαπάει τη γυναίκα που είχε αφήσει
μακριά του. Ο Ριέ ανασηκώθηκε και είπε με σταθερή φωνή ότι αυτό ήταν ανόητο κι
ότι δεν έπρεπε να ντρέπεται επειδή διάλεξε την ευτυχία. – Ναι, είπε ο Ραμπέρ,
μπορείς όμως να νιώσεις ντροπή όταν είσαι ευτυχισμένος μόνος σου» (σελ. 237)
Μετά τον
θάνατο του παιδιού του ανακριτή, παρά τις προσπάθειές τους «ο Ριέ έφευγε
κιόλας απ’ τον θάλαμο με βήμα τόσο βιαστικό και με τέτοιο ύφος που, όταν
προσπέρασε τον Πανελού, ο ιερέας άπλωσε το χέρι του για να τον συγκρατήσει. –
Ελάτε, γιατρέ, ηρεμήστε, του είπε. Με την ίδια παράφορη κίνηση, ο Ριέ στράφηκε
και του πέταξε οργισμένα: - Α! αυτό το παιδί, τουλάχιστον, ήταν αθώο, το ξέρετε
πολύ καλά!
...Καταλαβαίνω,
μουρμούρισε ο Πανελού. Όλ’ αυτά είναι
εξοργιστικά γιατί ξεπερνούν τα όρια μας. Ίσως όμως πρέπει ν’ αγαπάμε ό,τι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Ο Ριέ
σηκώθηκε απότομα. Κοιτούσε τον Πανελού μ’
όλη τη δύναμη και το πάθος που είχε μέσα του και κουνούσε το κεφάλι.
-Όχι, πάτερ μου, είπε. Εγώ έχω διαφορετική ιδέα για την αγάπη. Και θ’ αρνούμαι μέχρι θανάτου ν’ αγαπώ ετούτη την πλάση όπου τυραννιούνται τα
παιδιά.
Μια σκιά
τάραξε το πρόσωπο του Πανελού. – Αχ! γιατρέ, είπε με θλίψη, τώρα καταλαβαίνω τι
σημαίνει θεία χάρη.
Ο Ριέ...αποκρίθηκε
μαλακά: - Εγώ δεν την έχω, το ξέρω. Αλλά δεν θέλω να συζητήσω γι’ αυτό μ’ εσάς. Δουλεύουμε μαζί για κάτι που
μας ενώνει, πέρα από τις βλασφημίες και τις προσευχές. Αυτό μόνο έχει σημασία.
Ο
Πανελού κάθισε δίπλα στον Ριέ. Φαινόταν συγκινημένος.
-Ναι,
είπε, ναι, κι εσείς εργάζεστε για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Ριέ
προσπάθησε να χαμογελάσει. – Η σωτηρία του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη λέξη για
μένα. Δεν πάω τόσο μακριά. Εμένα με νοιάζει η υγεία του, πρώτα απ’ όλα η υγεία
του.
...Ο Πανελού
του έδωσε το χέρι και είπε λυπημένα: - Κι όμως δεν σας έπεισα! – Και τι μ’ αυτό, είπε ο Ριέ. Ό,τι μισώ είναι ο θάνατος
και η αρρώστια, το ξέρετε καλά. Και, είτε το θέλετε, είτε όχι, είμαστε μαζί για
να τα υποστούμε και να τα πολεμήσουμε. Ο Ριέ κρατούσε το χέρι του Πανελού. –
Βλέπετε, είπε, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει, ούτε κι ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί
πια να μας χωρίσει».
(σελ. 246-247-248)
Στον
δεύτερο λόγο του στο εκκλησίασμα ο Πανελού, παρόντος του Ριέ, μετά τον θάνατο
του παιδιού τονίζει ότι «έφτασε η στιγμή. Πρέπει ή να πιστέψετε τα πάντα ή να αρνηθείτε τα πάντα...η
αρετή της πλήρους αποδοχής δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με την στενή έννοια
που της δίνουμε συνήθως, καθώς δε πρόκειται για κοινή απάρνηση ούτε καν για
δύσκολη ταπεινοφροσύνη. Είναι ταπείνωση, αλλά μια ταπείνωση που την αποδέχεται
ο ταπεινωμένος. Βέβαια, το μαρτύριο ενός παιδιού ταπεινώνει το πνεύμα και την
καρδιά. μα γι’ αυτό ακριβώς ήταν ανάγκη
να εμβαθύνουμε σ’ αυτό. Γι’ αυτό
ακριβώς, και ο Πανελού διαβεβαίωσε το ακροατήριό του πως ό,τι θα έλεγε δεν ήταν
εύκολο να ειπωθεί, έπρεπε να το ευχόμαστε επειδή το ήθελε ο Θεός...(σελ.
255)
Ο γιατρός πρόσεξε κάτι ακόμα παράξενο, ότι ο Πανελού δεν έλεγε
πια «εσείς», αλλά «εμείς» (σελ. 252)
Δεν
πρέπει να είμαστε ούτε σαν τους πανουκλιασμένους Πέρσες οι οποίοι πετούσαν τα
κουρέλια τους πάνω στις υγειονομικές ομάδες των χριστιανών και παρακαλούσαν
υψηλόφωνα τον ουρανό να στείλει την πανούκλα σ’ αυτούς τους απίστους που ήθελαν
να καταπολεμήσουν το θεόσταλτο κακό. Μα, από την άλλη, ούτε κι έπρεπε να
μιμηθούν τους μοναχούς του Καΐρου που, στη διάρκεια, των επιδημιών του
περασμένου αιώνα, έδιναν την θεία μετάληψη πιάνοντας την όστια με λαβίδες, για
ν’ αποφύγουν την επαφή με τα υγρά και τα ζεστά στόματα όπου υπήρχε κίνδυνος να
ελλοχεύει η μόλυνση. Τόσο οι πανουκλιασμένοι Πέρσες όσο και οι μοναχοί αμάρταιναν.
Επειδή, για τους μεν πρώτους το μαρτύριο ενός παιδιού δεν μετρούσε καθόλου, ενώ
για τους άλλους ο εντελώς ανθρώπινος φόβος απέναντι στον πόνο είχε κατακλύσει
τα πάντα. Και στις δύο περιπτώσεις απέφευγαν ν’
αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Όλοι παρέμεναν κουφοί στη φωνή του Θεού. Μα
υπήρχαν κι άλλα παραδείγματα που ήθελε να υπενθυμίσει ο Πανελού. Αν πιστέψουμε
τον χρονικογράφο της μεγάλης πανούκλας της Μασσαλίας, από τους ογδόντα ένα
μοναχούς της μονής του Μερσύ, μόνο τέσσερις επέζησαν από τον πυρετό. Κι από
τους τέσσερις, οι τρεις το ‘σκασαν. Έτσι
μιλούσαν οι χρονικογράφοι και η δουλειά τους δεν τους άφηνε περιθώρια για
σχόλια. Διαβάζοντας όμως τούτο το χρονικό, όλη η σκέψη του πάτερ Πανελού
πήγαινε σ’ εκείνον που είχε μείνει
μόνος, παρά τα εβδομήντα επτά πτώματα και, ιδιαίτερα, παρά το παράδειγμα των
τριών αδελφών του. Κι ο Πανελού, χτυπώντας τη γροθιά του στον άμβωνα, φώναξε: -
Αδελφοί μου, πρέπει να είμαστε εκείνος που μένει!» (σελ. 256 και 257)
«Ο Ριέ
είχε ζήσει πλάι στον Ταρού, κι εκείνος είχε πεθάνει απόψε, δίχως καν να
προλάβουν να ζήσουν πραγματικά την φιλία τους. Ο Ταρού είχε χάσει το παιχνίδι,
όπως έλεγε. Ο Ριέ όμως τι είχε κερδίσει; Το μόνο που είχε κερδίσει ήταν πως
γνώρισε την πανούκλα και θα τη θυμόταν, πως γνώρισε τη φιλία και θα τη θυμόταν,
πως γνώριζε τώρα την τρυφερότητα και θα έπρεπε μια μέρα να τη θυμάται. Το μόνο
που μπορεί να κερδίσει ο άνθρωπος από το παιχνίδι της πανούκλας και της ζωής
είναι η γνώση και η μνήμη... Δεν υπάρχει γαλήνη χωρίς ελπίδα, κι ο Ταρού, που
αρνιόταν στους ανθρώπους το δικαίωμα να καταδικάζουν οποιονδήποτε, που γνώριζε
ωστόσο πως κανείς δεν μπορεί να μην καταδικάσει και πως ακόμα και τα θύματα
γίνονται κάποτε δήμιοι, ο Ταρού είχε ζήσει στο διχασμό και στην αντίφαση, δεν
είχε γνωρίσει ποτέ την ελπίδα. Άραγε γι’
αυτό αναζήτησε την αγιοσύνη και θέλησε να βρει τη γαλήνη υπηρετώντας
τους ανθρώπους; Στην πραγματικότητα, ο Ριέ δεν ήξερε τίποτα, κι άλλωστε αυτό
δεν είχε πολλή σημασία. Οι μόνες εικόνες του Ταρού που θα φύλαγε στη θύμησή του
θα ήταν του ανθρώπου που κρατούσε γερά το τιμόνι του αυτοκινήτου του όταν
οδηγούσε ή του γεροδεμένου κορμιού του που τώρα κειτόταν ασάλευτο. Μια ζεστασιά
ζωής και μια εικόνα θανάτου, να τι ήταν η γνώση» (σελ. 328 και 329)
«Ήξερε
όμως ότι αυτό το χρονικό δεν μπορούσε να είναι το χρονικό της τελικής νίκης. Θα
ήταν μόνο η μαρτυρία όλων εκείνων που είχε χρειαστεί να κάνει ο ίδιος και που
θα ‘πρεπε οπωσδήποτε να συνεχίσουν στο μέλλον, παρά τον τρόμο που χτυπάει
ακούραστα, παρά τους προσωπικούς τους σπαραγμούς, όλοι οι άνθρωποι που, μην
μπορώντας να είναι άγιοι και μη θέλοντας να υποταχτούν στις μάστιγες, πασχίζουν
παρ’ όλα αυτά να παραμείνουν γιατροί.
Ακούγοντας
τις κραυγές χαράς που υψώνονταν από την πόλη, ο Ριέ δεν ξεχνούσε ότι τούτη η
αγαλλίαση ήταν πάντα υπό απειλή. Γιατί, ακριβώς, γνώριζε αυτό που αγνοούσε
εκείνο το χαρούμενο πλήθος, και που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία: ότι δηλαδή ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει
ούτε εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να κοιμάται δεκάδες χρόνια μες στα έπιπλα
και στα ρούχα, να προσμένει υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα
σεντούκια, στα μαντίλια και στα χαρτιά, κι ότι ίσως θα ερχόταν μια μέρα, όπου,
προς γνώση και συμμόρφωση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της
και θα τα έστελνε να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία» (σελ. 347)
Η πίστη
λέει ότι στα πάντα η απάντηση είναι η αγάπη. Το ίδιο και ο υπαρξιακός
φιλόσοφος. Μπορεί να μην ξεκινά από την αφετηρία του Θεού, όμως ο Καμύ Αυτόν
περιγράφει. Γιατί όποιος παλεύει για τον συνάνθρωπο, συναντά τον Θεό!
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα,
19 Αυγούστου 2020