8/20/20

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 63- ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ μία σπουδή θανάτου», εκδόσεις GUTENBERG

Ένα καλό βιβλίο σε κάνει, εκτός από την απόλαυση της ανάγνωσης, να συναντάς τον κόσμο και τον εαυτό σου σ’ αυτό, χωρίς να πρέπει απαραίτητα να υιοθετήσεις όλες τις θέσεις του. Σημασία έχει να μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου σε έναν διάλογο («μονόλογο ως κατ’  αρχήν προσπάθεια επικοινωνίας με τον εαυτό και μετέπειτα προβολή της διαδικασίας στον εξωτερικό κόσμο»- σελ. 125) με τα όσα ο συγγραφέας παραθέτει, αλλά και να επιστρέψεις στον εαυτό σου, για να δώσεις απαντήσεις ή να απορήσεις σιωπώντας για τα όσα έχεις διαβάσει. Η γοητεία της ανάγνωσης δεν έγκειται μόνο στην γλωσσική απόλαυση ή στις ιδέες, τις περιγραφές, στην ενσυναίσθηση που ο συγγραφέας πετυχαίνει με το δικό σου εγώ. Έχει να κάνει με το γεγονός της πρόκλησης να μη μείνεις στην θέαση με τα μάτια και τη γλώσσα του συγγραφέα, αλλά να χτίσεις την δική σου θέαση. Αν μάλιστα ένα βιβλίο είναι καμωμένο από πολλά βιβλία, τα οποία εγκιβωτίζονται σ’   αυτό, έχει μία ξεχωριστή γοητεία. Κι αν τα βιβλία είναι καλά, τότε το αποτέλεσμα, χάρις και στο τάλαντο και τον προβληματισμό του συγγραφέα, γίνεται ταξίδι, σπουδή, αίσθηση κάλλους πέρα από το ωφέλιμο.
Διαβάσαμε το βιβλίο του καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Νίκου Παπαδημητρίου «ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ μία σπουδή θανάτου» (εκδόσεις GUTENBERG) απνευστί! Ο συγγραφέας γράφει εξ αφορμής της γλώσσας για να περιγράψει την πολιτική ως έρωτα, άλλοτε παραγωγικό και δημιουργικό, άλλοτε καταστροφικό, άλλοτε αυτοκαταστροφικό. Αν η πολιτική είναι η διαχείριση της ζωής στα πλαίσια της «πόλεως», ανεξάρτητα αν ο ορισμός της τελευταίας είναι αριστοτελικός, φιλοσοφικός, εθνοκεντρικός, επαναστατικός, επικοινωνιακός, λαϊκίστικος, μηντιακός ή έχει να κάνει με την ανάγκη του συν-υπάρχειν ή του κοινωνείν, τότε η γλώσσα της πολιτικής δεν μπορεί παρά να είναι μία ερωτική γλώσσα. Ο έρωτας, εκτός από μία σχεδόν αναπόφευκτη αυτοαναφορικότητα, είναι έκ-σταση, έξοδος του ανθρώπου από το εγώ του και λόγος προς το εσύ και το εμείς, λόγος προς τον Άλλο, απόπειρα μοιράσματος με κάθε τρόπο, που εμπεριέχει την κατάκτηση, την απόλαυση, την χρήση, αλλά και έναν αγώνα πληρότητας, αυτόν που η πίστη ονομάζει «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν», όπου σάρκα δεν νοείται μόνο το σώμα αλλά και κάθε ίχνος της κτιστότητας, που είναι η ύπαρξή μας, και ο  στόχος της αθανασίας, της υπέρβασης της φθαρτότητας του χρόνου, που για όποιον πιστεύει περιλαμβάνει και το σώμα με την ανάσταση των νεκρών και την κοινωνία της ψυχής-πνεύματος με τον Θεό στην μεταφυσική πραγματικότητα.
Ο έρωτας όμως στην πράξη λειτουργεί ως τρόπος πολιτικής. Ο ερωτευμένος καλείται να διαχειριστεί την ύπαρξή του σε σχέση με τον ερώμενό/ ερώμενή του. Να εκφραστεί δι’  όλων των μορφών της γλώσσας (ομιλία, γραπτός λόγος, μιμόγλωσσα, γλώσσα του σώματος, σιωπή), να παλέψει διά της προθετικότητας της γλώσσας να μοιραστεί ό,τι αισθάνεται, ό,τι επιδιώκει, ό,τι θα ήθελε να επιδιώξει, να ζήσει ένα «forever». Είναι ακριβώς ο τρόπος που λειτουργεί η γλώσσα της πολιτικής. Ο πολιτικός, με εμφανείς λεκτικά στόχους για όλους στους οποίους απευθύνεται, αλλά και αφανείς, τους οποίους εσωτερικεύει ή μοιράζεται με τους συνεργάτες του (παιχνίδι αλήθειας και ψεύδους, το οποίο εμφαίνεται και αποτυπώνεται στη γλώσσα) καλείται να πείσει τον λαό να αποδεχθεί τον έρωτα του πολιτικού γι’ αυτόν, που γίνεται πρόοδος, αυθεντικότητα, υπηρεσία του συμφέροντος των πολλών. Ο έρωτας καθιστά τον πολιτικό χαρισματικό έναντι του λαού, κάποτε καλό διαχειριστή, νοικοκύρη, από τον οποίο θα κερδίσουν όλοι. Γιατί η σχέση που κορυφώνεται στον γάμο του πολιτικού με τον λαό του  δεν είναι μόνο έρωτας, αλλά και προξενιό, στο οποίο στόχος είναι η επιβίωση, η νοικοκυροσύνη, η βίωση της κανονικότητας. Ο έρωτας επί της ουσίας είναι το εκπληκτικό, το μοναδικό, το όνειρο που γίνεται πράξη. Και ο πολιτικός διά της γλώσσας «ζει  τον μύθο του» σαγηνεύοντας, απογοητεύοντας, ή καθιστώντας αδιάφορο τον λαό για τον έρωτά του.
Η γλώσσα γίνεται κατά βάθος ο τρόπος για την κατάκτηση, άσκηση και διατήρηση της εξουσίας. Γι’  αυτό ο πολιτικός έχει να παλέψει με έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό. Αυτός δεν έχει να κάνει μόνο με την αυτοβεβαίωση και το αίσθημα ότι ο πολιτικός είναι ο μοναδικός στο υπαρξιακό πεδίο, αλλά και στο ότι όλος ο κόσμος καθρεφτίζεται πάνω του. Ο πολιτικός θέλει τον έρωτα του λαού προς το πρόσωπό του, όπως ο κάθε φιλόδοξος. Κι ο πολιτικός όμως έχει να παλέψει με τον εχθρό του έρωτα, της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής που είναι ο θάνατος. Και η απάντηση περνά σίγουρα μέσα από την τέχνη. Διά της Ars rhetorica ο πολιτικός σαγηνεύει και μένει ανεπανάληπτος στις καρδιές των ανθρώπων. Διά των επιτευγμάτων, κάποτε και διά των αποτυχιών (πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού), ο πολιτικός αποκτά την αθανασία της ιστορίας. Και επειδή η τέχνη είναι η έκφραση κάθε μορφής αρμονίας (συμβατικός ο ορισμός της, προσωπικός, όχι ντετερμινιστικός), η πολιτική ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνία των Άλλων, σε συμπόρευση με την Οικονομία, μέσω της φιλοδοξίας, ώστε να γεννηθεί , έστω και πρόσκαιρα (η κοινοβουλευτική τετραετία, οι πιο μακροχρόνιες συνέπειες της επανάστασης) μία αρμονία στην κοινωνία.
Ο έρωτας όμως γεννά και γεννιέται στην τέχνη, στην μουσική, την ποίηση, τον λόγο, τα κτήρια, τα καλλιτεχνήματα ως δοκιμή αθανασίας. Αποτυπώνοντας την ψυχή του ο καλλιτέχνης, όντας εν εκστάσει όπως ο κάθε έρωτας, δημιουργεί ένα ίχνος αθανασίας, ένα ίχνος αιωνιότητας, το οποίο ο ίδιος δεν θα το ζήσει, αλλά οι μετέπειτα. Ιδίως η μουσική είναι γλώσσα αθανασίας. «Μουσική υπάρχει παντού. Στους πολιτικούς  λόγους, στις ερωτικές εξομολογήσεις, στους θυμούς, στις παρηγορίες και στις προσευχές, στενά συνδεδεμένη με τις λέξεις, τη γλώσσα γενικά. Όμως η Μουσική πηγαίνει πολύ βαθύτερα την ανθρώπινη εμπειρία... Η Μουσική είναι γλώσσα, ακολουθεί τις διαφορετικές εποχές και δημιουργεί νέες, είναι γλώσσα ερωτική (το «Πρελούδιο» στο Απόγευμα ενός Φαύνου, η Ιεροτελεστία της Άνοιξης), γλώσσα χαράς (ο Ύμνος στην 9η μπετοβενική Συμφωνία), θλίψης (οι Μεταμορφώσεις του Ρ. Στράους) και ως τέτοια έχει ξεχωριστή θέση απέναντι στην Τέχνη του Θανάτου» (σελ. 152-154).
Με πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές σε βιβλία, σε μουσικά έργα, σε τραγούδια, σε ταινίες και κυρίως στον μέγα Σαίξπηρ ο συγγραφέας κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι αναρωτώμενος «περί γλώσσας ως απόπειρα διαφυγής από τον εαυτό του, μία απέλπιδα προσπάθεια να τον δει απέξω, να γνωρίσει αντικειμενικά πότε ακριβώς είναι αυτός...τότε;...τώρα;...μετά;... Η ταυτότητα, ως το πράγματι είναι, υπάρχει ως αυτοδύναμη, αυτόνομη, αποκλειστική έννοια ή είναι μια «μετάφραση» ενός κειμένου που ουδέποτε υπήρξε;» (σελ. 160). Και θα κλείσει την περιδιάβασή του επισημαίνοντας ότι το βιβλίο είναι μία απόπειρα μετάφρασης όσων έζησε μια βραδιά στο Λονδίνο σε μία θεατρική παράσταση του «Ριχάρδου του Γ’» του Σαίξπηρ και όσων ζει τα τελευταία χρόνια «των αλλεπάλληλων κρίσεων, της χρεωκοπίας, των υποσχέσεων, της πανδημίας και της άρνησής της με όπλο τη λέξη της ελπίδας, μακριά από τις άναρθρες κραυγές πολιτικών και πλήθους» (σελ. 161).
Καταγράψαμε κάποιες από τις σκέψεις που μας γεννήθηκαν διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Σας το προτείνουμε ανεπιφύλακτα!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 20 Αυγούστου 2020