«Ἡμεῖς εἰς Χριστόν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καί οὐκ ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2, 16)
«Εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στον Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου»
Οι άνθρωποι αναζητούμε στην ζωή μας αυτό που ονομάζεται δικαίωση. Θέλουμε την καταξίωση των άλλων για τα έργα μας, τις σκέψεις μας, τις πρωτοβουλίες μας, τον ίδιο μας τον εαυτό και η δικαίωση έρχεται μέσα από την επιτυχία, τον καλό λόγο, το να συζητάνε γενικότερα οι άλλοι για μας. Κάποτε η δικαίωση έχει να κάνει με τον ίδιο μας τον εαυτό. Θέλουμε να αισθανόμαστε εμείς καλά, ότι παλέψαμε, ότι πετύχαμε ή κι αν αποτύχαμε, κάναμε αυτό που μπορούσαμε.
Ο αγώνας για δικαίωση συχνά είναι αδυσώπητος. Φορτώνουμε στους άλλους τις ευθύνες για τις αποτυχίες μας, ότι δεν βοήθησαν, δεν κατενόησαν, δεν μπόρεσαν να συμμεριστούν τα όνειρά και τις επιδιώξεις μας. Οι άλλοι είναι κριτές, και τη ίδια στιγμή απαιτούμε από αυτούς να μας αποδεχτούν, να μας συμμεριστούν, να απλώσουν χείρα βοηθείας, διότι το αξίζουμε. Έχουμε μέσα μας ένα αίσθημα ότι δικαιούμαστε την δικαίωση. Ιδίως στους καιρούς μας, όλοι μας χρωστάνε. Ανεξάρτητα από το πόσο έχουμε παλέψει για τους στόχους μας, πόσο έχουμε προσφέρει στους άλλους, τι όνειρα έχουμε καταθέσει, πόσο έχουμε ζητήσει από τους άλλους βοήθεια, πόσο ανταποκριθήκαμε στους δικούς τους στόχους.
Για να δικαιωθούμε λοιπόν πορευόμαστε σύμφωνα με κάποιους κανόνες. Άλλοι από μας βλέπουμε τους κανόνες σε επίπεδο κοινωνίας, τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Έτσι λειτουργούμε συμβατικά, κάποτε με επιμέλεια, με απολυτότητα. Άλλοτε είμαστε πιο ατημέλητοι και μένουμε στην προσποίηση ότι αποδεχόμαστε τους κανόνες αυτούς και επιφανειακά προσπαθούμε να τους τηρήσουμε. Έχει να κάνει αυτό με την υποκρισία που διέπει τόσο την κοινωνία όσο και τον άνθρωπο. Αρκεί να φαίνεσαι σωστός, δεν εξετάζουμε αν είσαι. Άλλοι πάλι είναι πιο αντισυμβατικοί. Ορίζουν κανόνες με βάση τι τους αρέσει και τι όχι. Ο εαυτός τους είναι το κριτήριο. Οι ιδέες. Κρίνουν, κατακρίνουν και διαμορφώνουν το ζητούμενο της δικαίωσης με βάση την προσωπική θέαση, στην οποία η κοινωνία δεν φαίνεται να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Έτσι, γίνονται πρωτοπόροι, μεταρρυθμιστές, κάποτε επαναστάτες που ισοπεδώνουν.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Οι άνθρωποι γνωρίζουμε ότι ο Θεός μας έχει αφήσει εντολές στο Ευαγγέλιό Του, στους κανόνες της Εκκλησίας, στην παράδοσή μας, όπως αυτή ερμηνεύεται από το σώμα του Χριστού, κάποτε με περισσότερο «εγώ» και λιγότερη πιστότητα στον τρόπο και στο ήθος. Θέλουμε να δικαιωθούμε ενώπιον των ανθρώπων αρχικά, και κατά βάθος ενώπιον του Θεού. Έτσι, η πιστή και ακριβής τήρηση των εντολών, όπως τις εισπράττουμε, καθώς η πνευματική και θρησκευτική ζωή έχουν σαφή κοινωνική αφετηρία, αλλά αφήνουν και ένα προσωπικό περιθώριο συνδιαμόρφωσης του περιεχομένου τους και της εκζήτησης κριτηρίων αποδοχής μας από τους άλλους, δίνει την αφετηρία να ζητούμε δικαίωση. Κάποτε, το πιστεύουμε ξεκάθαρα, θέλουμε και ο Θεός να μας δικαιώσει για τον κόπο μας. Στεκόμαστε έναντί Του με θάρρος, που μοιάζει βεβαίως με θράσος, και καθησυχάζουμε τον εαυτό μας λέγοντας ότι είμαστε καλοί και τυπικοί. Είμαστε «εντάξει». Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε φοβερά όταν διαπιστώνουμε ότι δεν μας τα φέρνει όλα καλά στη ζωή μας ο Θεός.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Γαλάτες, μας επισημαίνει πάντως μία μεγάλη αλήθεια: δεν δικαιωνόμαστε από τα έργα μας, αλλά από την πίστη μας. Δεν δικαιωνόμαστε από το εγώ μας, αλλά από το αν ζει ο Χριστός εντός μας. Αν δηλαδή αφεθήκαμε στον χριστό, στην αγάπη Του, στην παρουσία Του εντός μας, κάνοντας πέρα κάθε σκέψη ότι πρέπει να δικαιωθούμε εκ των έργων μας. Κι αυτό γίνεται όταν τηρώντας τις εντολές, μένουμε ταπεινοί. Η ταπείνωση μας κρατά προσγειωμένους. Και διότι όσα κι αν κάνουμε, δεν φτάνουν να μας δικαιώσουν καθότι είμαστε άνθρωποι πεπερασμένοι και όχι θεοί, καθότι γνωρίζουμε ότι όριό μας είναι ο θάνατος, αλλά και διότι εμπιστευόμαστε το αλάνθαστο κριτήριο του Θεού που γνωρίζει την καρδιά μας, τα πάθη μας, τις ελλείψεις μας, αλλά και τους πόθους μας. Δεν αρνείται ο Παύλος τον κόπο της τήρησης των εντολών. Δείχνει όμως ότι ο κόπος αυτός από μόνος του δεν αρκεί.
Στην κοινωνική μας πραγματικότητα η ταπείνωση βοηθά να μην ψάχνουμε δικαίωση και να μην αισθανόμαστε νικημένοι, όταν οι άλλοι έχουν διαφορετική άποψη. Να παλεύουμε για ό,τι κρίνουμε σωστό, ακόμη κι αν αυτό λειτουργεί αντισυμβατικά, αλλά να μην καταρρακωνόμαστε αν χάσουμε. Βοηθά να μην ζητούμε φορτικά από αυτούς να κάνουν ό,τι εμείς θέλουμε. Η ταπείνωση βοηθά στην αγάπη, στην κατανόηση, στην συγχώρηση. Η ταπείνωση μας αφήνει να διακρίνουμε τι μπορούν και τι όχι οι άλλοι. Να προτρέψουμε. Να υποδείξουμε, αλλά και να μείνουμε στην άκρη, όταν βλέπουμε ότι οι άλλοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν.
Δύσκολος ο δρόμος της ταπείνωσης, αν δεν ξεκινά από την πίστη, την εμπιστοσύνη στον Χριστό και την εκζήτησή Του. Αυτός μας λείπει από την ζωή και την σκέψη μας. Προς Αυτόν λοιπόν ας στραφούμε.
Κέρκυρα, 10 Νοεμβρίου 2019
Η’ Λουκά