Είναι στιγμές στην ζωή μας που νιώθεις πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος και αισθάνεσαι εντελώς ανήμπορος και τρωτός. Ιδίως μπροστά στον θάνατο αγαπημένων προσώπων δεν αναλογίζεσαι μόνο την δική σου πορεία, αλλά αισθάνεσαι έντονα κι αυτό το κενό της απουσίας. Μπορεί να σε παρηγορεί το γεγονός της πίστης στην αιώνια ζωή και την Ανάσταση, αλλά η ήττα από τον θάνατο φαντάζει σκληρή και αδυσώπητη. Θα ήθελες να μη είχε συμβεί. Το μυαλό σου καταλαβαίνει ότι το τέρμα είναι αναπόφευκτο για όλους, για όσους αγάπησες και αγαπάς, για σένα τον ίδιο.
Η σκέψη μου πηγαίνει στο πρόσωπο του δεσπότη της ιδιαίτερης πατρίδας μας, του Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου Ιγνατίου, μακαριστού πλέον. Ένας άνθρωπος που χωρίς να κάνει θόρυβο έδειξε την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής ζωής: την αγάπη. Δεν τον ήξερα πριν γίνει Μητροπολίτης Λαρίσης. Στην πορεία της ποιμαντορίας του μάθαινα πώς είχε μεγαλώσει, τι είχε προσφέρει στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Σαλαμίνα, για τις σπουδές του, για το ότι η Ιερά Σύνοδος τον προσέλαβε να διακονήσει διοικητικά την Εκκλησία. Θυμάμαι το καρδιοχτύπι την ημέρα της εκλογής του ως Μητροπολίτου Λαρίσης. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος, ο οποίος καλούνταν να σταθεί πατέρας και ποιμένας σε μία πόλη και μία Μητρόπολη τραυματισμένη από τον φανατισμό; Σε έναν τόπο που είχαμε μάθει ότι Χριστός σημαίνει στράτευση σε ένα έργο, ηθική, κήρυγμα, αλλά και «ίδιον θέλημα»; Ότι οι γεροντάδες είναι πιο πάνω από την Ιερά Σύνοδο, η οποία ήταν μόνο θεσμοποιημένη Εκκλησία;
Και εκλέγεται Μητροπολίτης ο Ιγνάτιος. Χειροτονείται με φωνές, αποδοκιμασίες εκτός ναού. Έρχεται στην Λάρισα και ενθρονίζεται μέσα σε συνθήκες βίας, πόλωσης, σταυροφορίας «στο όνομα του Χριστού». Φιλοξενείται στο σπίτι ενός ιερέα, διότι το επισκοπείο τελούσε υπό κατάληψιν. Περνά τα πρώτα χρόνια της Αρχιερατείας σε ένα κλίμα μίσους και διχασμού, χωρίς αυτοί που τον καθύβριζαν να τον γνωρίζουν ποιος είναι. Κάνει το πρώτο Πάσχα στον Άγιο Κωνσταντίνο, με τα ΜΑΤ έξω από τον ναό, γιατί οι «χριστιανοί» πρότυπα είχαν ξεχάσει το «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει». Εκείνος όμως όχι. Και σιγά- σιγά αναδεικνύει μία αγαπώσα καρδία, ένα χαμόγελο, μία απλότητα η οποία συγκινεί πρωτίστως εκείνους τους ανθρώπους που ήταν πιστοί, αλλά όχι «θρήσκοι», που έβρισκαν στην Εκκλησία την αστική παράδοση, την καταφυγή, τις αξίες, την πίστη της καρδιάς, που ήθελαν τον δεσπότη τους όχι αυστηρό και απόμακρο, περιτριγυρισμένο από μια δράκα των καθαρών και εκλεκτών, αλλά να αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων με δύο λόγια ζεστασιάς, μια εγκαρδιότητα και μια ταπεινότητα που αποτυπώνει ομορφιά ψυχής.
Ο Λαρίσης Ιγνάτιος κέρδισε σταδιακά και τις καρδιές πολλών από όσους στάθηκαν με επιφύλαξη έναντί του, όπως επίσης και πολλών που ήταν εχθρικοί. Έμεινε ένα λείμμα που δεν του συγχώρεσε ότι ήρθε στην Λάρισα. Εκείνος όμως προχώρησε μπροστά. Σίγουρα η καρδιά του, αυτή που δεν άντεξε τελικά στην μεγάλη τελευταία δοκιμασία της ζωής του, μέσα της μπορεί να συγκέντρωνε τον καημό του « τι τους έφταιξα;», χωρίς όμως ανθρώπινοι λογισμοί να τον αποτρέψουν από το να φανεί πατέρας. Χειροτόνησε, δέχτηκε, ενθάρρυνε όλους όσους θέλησαν να αφιερωθούν στην Εκκλησία. Χαιρόταν με την πρόοδο όλων. Η πίστη ήταν η πρώτη και τελευταία έγνοια του. Και οδήγησε τελικά τον κλήρο της Λάρισας σε μία αξιοσημείωτη ενότητα, ενώ μπόρεσε να ανανεώσει ριζικά την σύνθεσή του, τόσο με νέους όσο και με μορφωμένους κληρικούς.
Τελικά, η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Ούτε μπροστά στον θάνατο. Ούτε και μετά τον θάνατο. Δύσκολα θα βρεις άνθρωπο που να μην πει με αυθορμητισμό: «ο δεσπότης ήταν πατέρας». Ήταν συγχωρητικός. Δεν κράτησε κακία. Πόνεσε, αλλά δεν θέλησε να κάνει τους άλλους να πονέσουν. Και πέτυχε τα 24 χρόνια της αρχιερατείας του, της πιο μακρόβιας από κάθε άλλον επίσκοπο ίσως τα τελευταία 100 χρόνια, να δώσουν στους ανθρώπους της Λάρισας την ευκαιρία να εκτιμήσουν έναν επίσκοπο που αθόρυβα στάθηκε δίπλα στον λαό του: στις χαρές, τις λύπες, τις νίκες, τις ήττες, στην ζωή και τον θάνατο ήταν ένας από μας. Από ξένος, έγινε οικείος. Και έκανε την Λάρισα σπίτι και πατρίδα του.
«Από μακρόθεν» αναλογίζομαι αυτά τα 24 χρόνια. Και λέω, όντας ξενιτεμένος: ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που επέτρεψε να έρθει στον τόπο μας ο Λαρίσης Ιγνάτιος. Εμείς που αγαπούμε την πατρίδα μας ήμασταν ήσυχοι για τον δεσπότη της, ότι είχε πατέρα και ποιμένα που «άξιζε» , όπως ο ίδιος έλεγε για τους άλλους. Τώρα αναπαύεται εις χείρας Θεού και συναντά τους προκατόχους του, τους Αγίους Αχίλλιο και Βησσαρίωνα στο επουράνιο θυσιαστήριο. Και είμαστε βέβαιοι ότι θα συνεχίσει να δέεται για όλους μας. Για το ποίμνιό του στην Λάρισα, τον Τύρναβο και την επαρχία του, αλλά και για μας που ένα σφίξιμο στην καρδιά, ένα δάκρυ στα μάτια και μία προσευχή που δεν θα θέλαμε να την κάνουμε, αλλά πρέπει, μας οδηγεί, μακριά από τον τόπο που μεγαλώσαμε και αγαπάμε, να παρακαλούμε: «Ιγνατίου του Λαρίσης και Τυρνάβου, ημών δε πατρός και ποιμενάρχου, αιωνία η μνήμη».
27- 6-2018
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος
Ι. Μ. Κερκύρας