Η
αυτάρκεια είναι ένα από τα μεγάλα όνειρα της ανθρώπινης ζωής. Να μη μας λείπει
κάτι που να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι στερούμαστε. Να μην έχουμε εμπόδια,
εντολές, διατάξεις, ελέγχους που να μας απαγορεύουν να χαρούμε όπως θεωρούμε
ότι είμαστε προορισμένοι, από τον χαρακτήρα, τις ρίζες μας, τον τρόπο που
προσλαμβάνουμε τον πολιτισμό και τον κόσμο. Ο πλούσιος θεωρείται αυτάρκης.
Αυτός που μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, τουλάχιστον τις πιο
βασικές, θεωρείται αυτάρκης. Αυτός που δεν εξαρτιέται από τους άλλους θεωρείται
αυτάρκης. Αυτός που έχει εξουσία στον
εαυτό του και στους άλλους, αλλά και στις περιστάσεις της ζωής, θεωρείται
αυτάρκης.
Η
αυτάρκεια όμως είναι ψευδαίσθηση. Ο άνθρωπος έχει πάντοτε να παλέψει με την
κατάσταση που ονομάζουμε «πλεονεξία». Πάντοτε θέλουμε περισσότερα από όσα
έχουμε. Κι αυτό διότι συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με όσους έχουν παραπάνω.
Κάποτε αισθανόμαστε ότι το μέλλον είναι επίφοβο και όσα έχουμε, όχι κατ’
ανάγκην μόνο υλικά, αλλά και γνώσεις και ιδέες και σχέσεις, δε θα επαρκούν. Άλλοτε
προκύπτουν εμπόδια που πιθανολογούμε ότι θα μας αποτρέψουν από το να
διατηρήσουμε ή να προσθέσουμε στα όσα έχουμε και στα όσα είμαστε, με κορυφαίο
τον θάνατο και, επομένως, κάπως θα πρέπει να έχουμε «παραπάνω», για να
δυσκολευτούμε λιγότερο. Η αυτάρκεια λοιπόν, ακόμη κι αν υπάρχει, δεν μπορεί να
διατηρήσει την ευτυχία που ονειρευόμαστε. Πάντοτε θα υπάρχει έλλειψη!
Υπάρχει
ένας όμορφος ευαγγελικός λόγος, από την επί του Όρους ομιλία του Χριστού, που
μας δείχνει τον δρόμο για την αληθινή αυτάρκεια, η οποία δεν είναι απορριπτέα
από την πνευματική μας παράδοση. Το αντίθετο. Δεν νοηματοδοτείται όμως μόνο από
τα υλικά. Έχει βαθύτερη προοπτική. «Μη
νομίσητε ὀτι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας. Ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά
πληρώσαι» (Ματθ. 5, 17). «Μην
πιστέψετε ότι ήρθα να καταργήσω τον μωσαϊκό νόμο ή τα παραγγέλματα των
προφητών. Δεν ήρθα για να καταργήσω, αλλά για να τα ολοκληρώσω και να τα
τελειοποιήσω». Ο λόγος αυτός δεν έχει να κάνει μόνο με την αποφυγή των
καινοτομιών στην πίστη, τις οποίες κάνουν οι αιρετικοί. Με την άρνηση της
Παλαιάς Διαθήκης και την αίσθηση ότι το Ευαγγέλιο καταργεί τα προηγούμενα, τα
αλλάζει όλα. Με τις προσθήκες «ιώτα και οξείας» στα λόγια του Χριστού, που
κάνουν διάφοροι ανά τους αιώνες. Ο λόγος του Κυρίου αναφέρεται στο αίσθημα της
αυτάρκειας, το οποίο διακατέχει τους «θρησκευτικούς» ανθρώπους, αλλά και όποιον
επιζητεί κάθε είδους αυτάρκεια στη ζωή του.
Ο
θρησκευτικός άνθρωπος αγκιστρώνεται στον τρόπο ερμηνείας της παράδοσής του,
εμμένοντας στο γράμμα. Ο Χριστός δεν το απορρίπτει. Όποιος όμως θέλει να έχει
σχέση μαζί Του, καλείται να προσθέσει στην ακεραιότητα του γράμματος την λάμψη
των καλών έργων, τη λάμψη του φωτός που εμφανίζεται όταν δοξάζει με τον τρόπο
του τον Πατέρα τον εν ουρανοίς. Οι «θρησκευτικοί» άνθρωποι διατηρούμε την
αυτάρκεια των λόγων, αλλά δε ζούμε το φως του Ευαγγελίου. Κι αυτό διότι βλέπουμε
τους λόγους όπως τα υλικά αγαθά. Κανείς δεν πρέπει να μας τα στερήσει, διότι
αλλιώς κινδυνεύουμε να μην μπορούμε να υλοποιήσουμε τα όνειρά μας. Η στέρηση
της ακεραιότητας των λόγων γίνεται κίνδυνος για τη σωτηρία μας. Έτσι παλεύουμε να
έχουμε πληθώρα θρησκευτικών γνώσεων, οχυρωνόμαστε πίσω απ’ αυτές και συχνά αρνούμαστε
να δούμε ότι δεν είμαστε φως και δεν φωτίζουμε. Κρίνουμε και κατακρίνουμε,
χωρίς όμως να μπορούμε να αγαπούμε και να μοιραζόμαστε με ταπείνωση αυτό που έχουμε,
μας δόθηκε ή αποκτήσαμε, χωρίς δηλαδή την δοξολογία του Θεού, προς τον Οποίο
απευθύνεται κάθε σκέψη και κάθε κίνησή μας, ακόμη κι αν περνά από τον
πλησίον. Δεν είναι αρκετές οι
διατυπώσεις, γιατί μας παγιδεύουν στην αυτάρκεια του «έχειν». Χρειάζεται να περνούμε
στην πράξη της αγάπης, που είναι το αγκάλιασμα του άλλου συνολικά, με ό,τι
έχουμε και, κυρίως, με ό,τι είμαστε.
Ο
λόγος του Χριστού μεταφράζεται και στους αυτάρκεις της ζωής και των υλικών
πραγμάτων. Τι ωφελεί να τα έχουμε ή να στηριζόμαστε σ’ αυτά όταν δεν φωτιζόμαστε, δεν φωτίζουμε και
δε δοξάζουμε τον Θεό διά των έργων μας; Όταν κατέχουμε και δεν μοιραζόμαστε.
Όταν μαζεύουμε, όταν αυτοθαυμαζόμαστε, όταν ελπίζουμε στο «έχειν» μας, στην
δόξα, στην εξουσία μας, στις νίκες μας, στην καλοπέρασή μας, στον τρόπο του εγώ
μας; Όταν δεν βλέπουμε τον άλλον όχι ως ευκαιρία ηδονής, αλλά ως χαρά; Όταν η
συνάντησή μας μαζί του δεν γίνεται ευκαιρία να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη και
ελπίδα; Όταν δεν έχουμε νόημα και δεν δίνουμε νόημα;
Στη
ζωή νικητής θα είναι ο θάνατος. Αληθινά αυτάρκης δεν μπορεί να υπάρξει όποιος
στηρίζεται στο «έχειν» του. Όποιος φοβάται την κατάλυσή του και εγκλωβίζεται
στο «εγώ» του. Αυτάρκης είναι όποιος αφήνει τον Χριστό, το Φως και τη Ζωή, να
συμπληρώνει, να ολοκληρώνει, να τελειοποιεί ό,τι έχει και να του δίνει υπόσταση
αιωνιότητας. Γιατί η πίστη και η σχέση με τον Θεό, όπως αυτή μεταφράζεται στη
χαρά της αγάπης, στην ετοιμότητα συνάντησης με τον άλλο, στον τρόπο της
Εκκλησίας, συμπληρώνει και δεν καταργεί. Η πίστη δεν απορρίπτει τον αγώνα του
ανθρώπου να κερδίσει, να έχει, να αισθάνεται όσο μπορεί καλύτερα. Του δείχνει
όμως τι του λείπει. Κι αυτό είναι ο Χριστός ως Φως, ως εμπιστοσύνη, ως χαρά, ως
αγάπη και το μοίρασμα στην πράξη όλων αυτών των βιωμάτων και διά του λόγου και
διά των έργων και διά της ελεημοσύνης και διά της φιλαδελφίας.
Ο
θρησκευτικός άνθρωπος συχνά δεν βλέπει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Δεν μπορεί όμως
και να κατανοήσει ότι όσες γνώσεις και όσες καλές πράξεις και όσο ευαγγελικό
ήθος και να επιδεικνύει, δεν αρκεί. Διότι το Φως θέλει καθαρότητα καρδιάς,
θέλει Χριστό, θέλει κοινότητα αγάπης για να συμπληρώσει ό,τι έχουμε. Όλα αυτά
βιώνονται στη ζωή της Εκκλησίας, στην κοινότητα της πίστης που υπερβαίνει την
αυτάρκεια, δείχνοντας τα πραγματικά της όρια!