Τι σημαίνει να είσαι χριστιανός σήμερα;
Αρκεί να κρατάμε παραδόσεις, να ερχόμαστε από ένα παρελθόν το οποίο μπορεί να χρειάζεται για να πατάμε στην ιδιότητα του καλού ανθρώπου, να είναι η χριστιανική μας ιδιότητα κάτι χρήσιμο στην κοινωνία, αφού εκφράζουμε έναν θεσμό ο οποίος βοηθάει τους ανήμπορους, συντηρεί ιδρύματα, ελαφραίνει το βάρος της φτώχειας, παρηγορεί για τις δοκιμασίες και τον θάνατο, αλλά δεν χρειάζεται στην ουσία στην τρέχουσα πορεία της ζωής του καθενός;
Τι σημαίνει για έναν νέο να είναι χριστιανός σήμερα; Να πηγαίνει κάποιες Κυριακές στην εκκλησία, να συμμετέχει σε κατηχητικές συνάξεις, να νηστεύει και να προσεύχεται, να του λένε οι άλλοι ότι εσύ είσαι «αλλού», να τηρεί κάποια ηθικά πρότυπα του παρελθόντος, «δεν κάνω σχέσεις», «δε βγαίνω έξω», κοιτάζω τις υποχρεώσεις μου και είμαι διαθέσιμος να βοηθήσω με καλές πράξεις τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφομαι;
Τι σημαίνει για έναν γονιό να είναι χριστιανός και να θέλει να δώσει στοιχεία χριστιανικής ανατροφής στα παιδιά του σήμερα; Να μην μαλώνει ποτέ με τον σύζυγο/τη σύζυγό του αλλά να καταπίνει κάθε αρνητικό στοιχείο του χαρακτήρα του άλλου με τη φράση «κάνω υπομονή»; Να φροντίζει να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά του; Να τα μεγαλώνει με αυστηρότητα και πειθαρχία; Να μην επιτρέπει σ’ αυτά να έχουν κινητό και Facebook;
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες που θα αποτύπωναν την εικόνα που ο κόσμος έχει για τους χριστιανούς. Χρήσιμοι, αλλά όχι πρότυπα. Αναγκαίοι στην κοινωνία, αλλά δε χρειάζονται στους πολλούς για την συνδιαμόρφωση της πορείας του κόσμου και της ιστορίας, αλλά μόνο για να βοηθούν από το περίσσευμα ή το υστέρημα όσους δεν αντέχουν τους ρυθμούς της εποχής. Κάποτε ένα αποκούμπι ψυχολογικό στη πίεση, τα λάθη, τις αποτυχίες της ζωής. Ίσως μια παρηγοριά στον φόβο του θανάτου, της απώλειας, της ματαίωσης.
Γι’ αυτό και φωνάζουν οι ιθύνοντες της κοινωνίες: διακριτοί οι ρόλοι. Διότι η Εκκλησία, η οποία διασώζει την κοινότητα των χριστιανών, δεν πρέπει να έχει άποψη για τον κόσμο, μόνο να φιλανθρωπεύει. Να συντηρεί σημειολογικά ιστορία, γλώσσα, τελετουργικό, στοιχεία της παλιάς κοινότητας τα οποία χρειαζόμαστε για να έχουμε ακόμη κάτι που μας ενώνει, όχι όμως να αγωνίζεται αυτά να γίνουν πίστη. Ρούχο που σκεπάζει τους σκελετούς της αποσύνθεσής μας, όχι όμως σάρκα που της δίνει, ακόμη και μέσα στην πτώση, ζωή.
Γι’ αυτό και ένας χριστιανός σήμερα αισθάνεται να πορεύεται «με τον καιρό να είναι κόντρα». Αν έχει πάρει στα σοβαρά τη χριστιανική του ιδιότητα, αν δηλαδή ψάχνει και θέλει να βρει τον Χριστό ή αν Τον έχει ήδη βρει στη ζωή της Εκκλησίας, τότε δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του αμέριμνο. Γιατί το να είσαι χριστιανός είναι έξοδος στο πέλαγος. Δεν είναι επανάπαυση. Δεν είναι η ακινησία της παραμονής στο λιμάνι του κόσμου, εκεί όπου, αργά ή γρήγορα, μας καταπίνουν τα πάθη, οι μέριμνες και η ευκολία της ζωής. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος με επίγνωση του νοήματος της ζωής, το οποίο περνά μέσα από τη σχέση με τον Θεό και γίνεται πρόταση και στους άλλους ανθρώπους, Και αν παλαιότερα η πρόταση αυτή απευθύνονταν στους λίγους, στους οικείους, στους φίλους, στους συνεργάτες, σήμερα, στην εποχή του Διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, η χριστιανική πρόταση μπορεί να προβληθεί οικουμενικά, παγκόσμια. Ο χριστιανός σήμερα βιώνει κυριολεκτικά το «πόλις επάνω όρους κειμένη» του Ευαγγελίου. Επαφίεται σ’ αυτόν να κατανοήσει το χρώμα της πόλης: λευκό, φωτεινό ή γκρίζο από τη σκιά του εγωκεντρισμού, έως μαύρο από την αίσθηση ότι υπάρχει για την αυτοπροβολή, το συμφέρον και την απόλαυση μόνο, ό,τι ονομάζουμε αμαρτία.
«Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα», όπως μας λέει ο "Ακροβάτης", το καταπληκτικό τραγούδι των Χαϊνηδων. Σε μία εποχή στην οποία οι μεγάλοι οραματισμοί έχουν πάψει να υφίστανται, το ίδιο και η οδός της συλλογικότητας, την οποία έχουν καταπιεί η μεγάλη πόλη με τις πολυκατοικίες της, η τηλεόραση, ο υπολογιστής, κυρίως το κινητό τηλέφωνο, σ’ έναν κόσμο στον οποίο ο Θεός έχει πάει στη γωνία της ζωής μας, ο χριστιανός καλείται να Τον ξαναθέσει στο κέντρο, πρώτα της δικής του και μετά των οικείων και των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται. Να δείξει με την έγνοια του ότι δεν υπάρχουμε μόνο για το «εγώ» μας, αλλά και για το «εμείς» ότι ο Θεός υπάρχει. Ότι έγινε άνθρωπος. Ότι μας αγαπά, κι ας Τον σταυρώνουμε. Ότι μας ανασταίνει κι ας πιστεύουμε ότι ο θάνατος είναι το τέρμα μας. Χωρίς να αρνούμαστε τον κόσμο και τα επιτεύγματά του, διότι είναι καρπός χαρισμάτων που έχουν άνθρωποι στους οποίους ο Θεός έδωσε και ευφυία και δημιουργικότητα και γνώση, να καταθέσουμε με τιμιότητα και αποφασιστικότητα την πρόταση της πίστης.
Ότι δε θα πάψουμε να αγαπούμε Θεό, άνθρωπο, κόσμο και τον εαυτό μας, όχι όμως στην προοπτική του εγωκεντρισμού, αλλά στην οδό της Εκκλησίας, της συνάντησης δηλαδή όλων μας με το Πρόσωπο του Χριστού και τη συνέχεια του τρόπου των αγίων μας. Χωράμε όλοι σ’ αυτή την πορεία. Μπορούμε όλοι να λάβουμε κατά τις δυνάμεις μας φως και νόημα και να τα προσφέρουμε. Αρκεί να υπάρχει σπίθα αντίστασης και απόφαση ότι η ζωή δίδεται σ’ αυτούς που δεν φοβούνται να ταξιδέψουν, ακόμη και με κόντρα τον καιρό.
Αυτός ο τρόπος κρίνεται στην οικογένεια. Η χριστιανική μας παράδοση, η έμπνευση, η απόφαση να έχουμε νόημα ξεκινά να χτίζεται στο σπίτι. Στις σχέσεις γονέων και παιδιών. Στο τι ζητούνε οι μεγαλύτεροι από τους νεώτερους, όχι μόνο στο «τώρα», αλλά και στο «αύριο». Όταν τα παιδιά θα κληθούν να συναντηθούν με τον κόσμο με την ελευθερία να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Οι γονείς μεγαλώνουν παιδιά όχι για να τα έχουν κοντά τους, αλλά για να φύγουν και να παλέψουν για να δώσουν το δικό τους στίγμα στη ζωή. Να ζήσουν όχι σε έναν γυάλινο κόσμο, αλλά στην πραγματικότητα που θέλει φωνή και επίγνωση του ποιοι είναι και τι μπορούν να αντιπροτείνουν στους άλλους. Με ποια κριτήρια θα δούνε τον κόσμο. Πώς θα πορευτούν για να κρατήσουν την Αλήθεια.
Ο χριστιανός νέος μπορεί να διαμορφώσει άποψη μέσα από την παράδοση της πίστης. Αν στην οικογένεια υπάρχει έγνοια γι’ αυτή την ιδιότητα και αν οι γονείς δε νικηθούν από τη συνήθεια που συνοδεύει κάποτε την πίστη, αλλά θελήσουν να γνωρίσουν και να προτείνουν τον χριστιανικό λόγο και το χριστιανικό βίωμα στα παιδιά τους. Κι εκεί όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή ή υπάρχει η έλλειψη, έρχεται η Εκκλησία, με τον αυθεντικό της λόγο, αυτόν που πηγάζει από τη θεολογία, αλλά και την εμπειρία, όχι για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να τον προσλάβει και να τον θεραπεύσει. Και συμπληρώνει η Εκκλησία την προσπάθεια της οικογένειας, διότι η πίστη θέλει τον άνθρωπο ώριμο, σκεπτόμενο και αποφασισμένο να βγει στη ζωή, με τον καιρό κόμη και να είναι κόντρα.
Στην πορεία αυτή συναντούμε και το σχολείο, την παιδεία. Αυτό που συχνά το παρεξηγεί η κοινωνία και το κατηγορεί ότι είναι ανεπαρκές. Σε κάποιες πτυχές του προφανώς. Το σχολείο όμως ακολουθεί τα προστάγματα μιας κοινωνίας που θέτει ως στόχο της τη γνώση χωρίς να ενδιαφέρεται για την αγάπη. Την συμμόρφωση με νόμους και κανόνες, χωρίς να ενδιαφέρεται για το ήθος. Την ύλη και όχι τη σχέση. Μια κοινωνία που αναμασά οράματα όπως η αποφυγή του ρατσισμού, η ειρήνη και όχι ο πόλεμος, η συνύπαρξη και όχι η ξενοφοβία, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, χωρίς όμως να δείχνει πώς αυτά θα πραγματοποιηθούν, πώς θα βιωθούν στη ζωή των νεώτερων μελών της. Η κοινωνία φοβάται την Εκκλησία. Την έχει ταυτίσει με την εξουσία του παρελθόντος και δε θέλει να νιώσει ότι στην εμπειρία της Εκκλησίας υπάρχει ο τρόπος της παράδοσης που είναι η αγάπη και η ελευθερία. Με τους δύο αυτούς ορίζοντες ο άνθρωπος και ιδίως ο νέος βρίσκει τα κλειδιά για να παλέψει τους πειρασμούς του κόσμου, κυρίως την υιοθέτηση του «εγώ» ως μοναδικού κέντρου ζωής, το οποίο όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι δεν μπορεί να φέρει ευτυχία και γιατί ο άνθρωπος δεν πλάστηκε να ζει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και γιατί η απουσία ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης ακυρώνουν όποια ψευδαίσθηση.
«Με τον καιρό να είναι κόντρα» παλεύουμε να σπουδάσουμε τον χριστιανικό λόγο και να τον μοιραστούμε. Αυτή είναι και η απόπειρα του βιβλίου που κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ. Απευθύνεται σε νέους. Σε γονείς. Στον κάθε άνθρωπο ο οποίος αισθάνεται ότι χρειαζόμαστε μιαν άλλη ελπίδα, αληθινής ελευθερίας, η οποία να πηγάζει από την αγάπη και τις ρίζες μας. Που θα μας παρηγορήσει όχι πρόσκαιρα ή επιφανειακά, αλλά θα μας ανοίξει τον δρόμο για την συνάντηση με τον Χριστό. Αυτόν που μας λείπει. «Έτι έν σοι λείπει», λέει ο Ίδιος στον πλούσιο νέο που τα είχε όλα. Να με ακολουθήσεις. «Ενός δε έστι χρεία», λέει πάλι ο Ίδιος στην Μάρθα που «μεριμνά και τυρβάζεται περί πολλά». Η αγαθή μερίδα. Και μέσα στην Εκκλησία συναντούμε τον Ένα που μας λείπει, Αυτόν που καθιστά την καρδιά μας γη αγαθή, όχι για να βγούμε από τον κόσμο, αλλά για να κάνουμε έξοδο από τον εαυτό μας.
«Με τον καιρό να είναι κόντρα». Είναι μία πρόταση να ξαναδούμε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο και την Εκκλησία. Να ξαναδούμε τη ζωή μας μέσα από το πνευματικό μας σπίτι, ακόμη κι αν αυτό μας πληγώνει. Ακόμη κι αν οι νοικοκύρηδές του δεν είναι πάντοτε έτοιμοι να δούνε τι πραγματικά γίνεται, κλεισμένοι στον κόσμο τους ή επαναπαυμένοι στη συμμετοχή των μεγάλων ηλικιών. Είναι μία πρόταση βγαλμένη από την συνάντηση με τον πιστό και τον άπιστο, τον αδιάφορο και τον προβληματισμένο, τον μαθητή και τον φοιτητή, τον νέο που αναβάλλει να κάνει οικογένεια κι αυτόν που παλεύει στη σχέση του την οποία δε φανταζόταν ότι θα είχε δυσκολίες, τον ιερέα που συμπορευόμαστε και αυτόν που θα ήθελε να δει κάτι άλλο, βγαλμένο όμως τελικά από τα δικά μας λάθη και πάθη, από τον αγώνα να μην εφησυχάσουμε, από την ελπίδα που ο Χριστός μας δίνει!
Ευχαριστούμε όλους για την στήριξη! Καλήν ανάγνωση!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 30 Σεπτεμβρίου 2016