Γιατί να πονάμε και να πεθαίνουμε; Γιατί μικρά παιδιά να πάσχουν από σπάνιες μορφές καρκίνου και φεύγουν πρόωρα από τη ζωή; Ερωτήματα προκλητικά. Δοκιμάζουν την πίστη στον Θεό. Άραγε, πού βρίσκεται Εκείνος; Γιατί να επιτρέπει τέτοιες δοκιμασίες; Αν υπάρχει, γιατί δεν μας ακούει; Γιατί αφήνει το κακό να κυριαρχεί στον κόσμο; Γιατί δεν παρεμβαίνει με κάποιο θαύμα, ώστε ο ανθρώπινος πόνος να μην είναι καταλυτικός της ύπαρξης;
Με αφορμή συγκεκριμένα περιστατικά πολλοί νέοι διατυπώνουν αυτά τα ερωτήματα. Απαιτούν απαντήσεις. Καμία δεν είναι εύκολο να τους ικανοποιήσει. Θα αρκούσε η ζωή που θα έδινε ο Θεός και η άρση του σταυρού που σηκώνουν οι άνθρωποι. Όλες οι άλλες απαντήσεις είναι παρηγοριά, όχι όμως λύτρωση, αφού δεν αλλάζουν το αποτέλεσμα. Ότι ο θάνατος μάς νικά. Ότι ενώ θέλουμε να ζήσουμε για πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο που γνωρίζουμε και αγαπούμε, με τους οικείους μας, δε θα αποφύγουμε το τέλος. Η οδύνη φέρνει θυμό. Άρνηση αποδοχής του πόνου και του θανάτου. Άρνηση αποδοχής ενός Θεού, ο Οποίος, μολονότι παντοδύναμος, δε χρησιμοποιεί τη δύναμή του, παρότι ισχυρίζεται ότι μας αγαπά, για να μας γιατρέψει. Είναι το θαύμα που δεν έρχεται.
Η εποχή μας μεγεθύνει τα «γιατί;» αυτών των ερωτημάτων. Αποθεώνοντας τον ορθολογισμό, την ανάγκη δηλαδή κατανόησης σύμφωνα με τις δυνατότητες της δικής μας λογικής των μηχανισμών ύπαρξης και λειτουργίας του κόσμου, θέλοντας να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την προσκόλληση στις θρησκείες, για να τονιστεί ότι «εδώ είναι η ζωή» και ότι ο θάνατος είναι το τέρμα της ύπαρξης, ο πολιτισμός μας χρησιμοποιεί τον πόνο για να δείξει ότι όσα πιστεύει είναι η αλήθεια. Ότι δεν υπάρχει κανένας Θεός, διότι είμαστε τυχαία δημιουργημένοι, ότι δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, διότι δεν έχουμε και ψυχή ως πνεύμα, αλλά είμαστε μόνο βιολογικές υπάρξεις.
Απέναντι σ’ αυτήν την ιδεολογική καταιγίδα η Εκκλησία αντιπαραθέτει το Πρόσωπο του Χριστού και την πίστη σ’ Αυτόν. «Πίστις εστί ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Και πρέπει να ελπίσεις στο ανέλπιστο, για να το ζήσεις. Αυτό που ορθολογιστικά δε φαίνεται να υπάρχει, για να το συναντήσεις. Η πίστη δεν είναι απλώς παρηγοριά. Είναι το νόημα της ζωής. Είναι ο λόγος για τον οποίο μυριάδες αγίων μαρτύρησαν, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο σε νεαρή ηλικία, δεχόμενοι να περάσουν από πλήθος βασανιστηρίων, να πονέσουν όσο κανείς. Είναι ο λόγος για τον οποίο μυριάδες οσίων και ασκητών διάλεξαν να υπερβούν το σχήμα «γεννιέμαι, μεγαλώνω, δημιουργώ, αναπαράγομαι, πεθαίνω» και έδωσαν τον εαυτό τους στην άσκηση, στη στέρηση, στην εκζήτηση του αφανέρωτου, το οποίο έγινε φανερό στη χάρη που έλαβαν. Είναι ο λόγος για τον οποίο μυριάδες συγχώρησαν, παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους, αγάπησαν, πρόσφεραν, άντεξαν λοιδορίες, πόνο, περιθώριο, θάνατο.
Δεν απαντιούνται τα ερωτήματα των νέων λογικά. Δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον πόνο όταν για μας η ζωή είναι το εδώ και το νυν. Μόνο η κοινωνία με τον Νικητή του Πόνου και του Θανάτου, ο Οποίος γεύθηκε αμφότερα, μπορεί να λυτρώσει, να μας κάνει να αντέξουμε σε ό,τι βλέπουμε και ζούμε είτε σε μας είτε στους οικείους μας. Να μας περάσει από το «γιατί;» στο «γενηθήτω το θέλημά Σου». Αυτό που μας λείπει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 23 Νοεμβρίου 2016