11/22/16

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου του Ζαν Κλωντ Λαρσέ

            Ζούμε σε έναν κόσμο που ο πόνος ξορκίζεται. Θέλουμε να τον κρύβουμε. Και μόνο η ιδέα ότι ο άνθρωπος δε θα είναι πάντοτε υγιής, ωραίος, λαμπρός, δυναμικός μάς προκαλεί φόβο. Ο κόσμος μας είναι πλασμένος για τους νέους ή για όσους υποστηρίζουν τη νεότητα. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι πρέπει να δείχνουν νέοι, για να μπορούν να γίνονται αποδεκτοί σύμφωνα με τα κρατούντα πρότυπα. Και η νεότητα φαίνεται μέσα από τον τρόπο που ο καθένας μας χειρίζεται το νόημα της ζωής του.
Τα πάντα αποσκοπούν στην ηδονή. Ηδονή της σαρκός. Ηδονής της επιτυχίας. Ηδονή της δόξας. Ηδονή της δύναμης. Ηδονή της ευτυχίας. Ηδονή του να ζεις. Άλλοτε η ηδονή έρχεται με κόπο και άλλοτε άκοπα. Άλλοτε με αλήθεια και άλλοτε με ψέμα. Συνήθως χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέσα για να την αποκτήσουμε. Ως σκεύη της. Και επιστρατεύουμε όλες τις τεχνικές του χρόνου και του κόσμου μας, για να μπορέσουμε να κρατηθούμε ενεργοί στο παιχνίδι της.
 Και όταν ο καιρός περνά και το σώμα μας δεν μας ακολουθεί ή οι περιστάσεις είναι τέτοιες που η ηδονή γίνεται δυσεύρετη, τότε την υποκαθιστούμε με την μνήμη.  Στρεφόμαστε προς το παρελθόν. Στο τι πετύχαμε. Στο πόσο καλά περνούσαμε. Και γινόμαστε νοσταλγοί της ηδονής που ζήσαμε στην προσπάθεια να αντέξουμε την οδύνη, η οποία χαρακτηρίζει την πορεία μας προς το τέλος. Οδύνη για την φθορά. Για τη δοκιμασία. Για τον επικείμενο θάνατο. Για το ότι οι άλλοι δεν ασχολούνται μαζί μας, αφού δεν έχουμε πέραση. Για το «δεν μπορούμε». Η οδύνη γίνεται ψυχολογική. Γίνεται φόβος. Γίνεται μελαγχολία. Γίνεται αίσθηση ότι ή νικηθήκαμε ή θα νικηθούμε και προσπαθούμε μέσα από τους σπασμούς της μνήμης να κρατηθούμε ζωντανοί. Κάποιοι μάλιστα χρησιμοποιούν τους λογισμούς. Την επιθυμία της όρασης να ατενίσει την ομορφιά. Το έξωθεν του ποτηρίου. Το ανθρώπινο σώμα.
Και όταν πλέον η πορεία μας προς το τέρμα φαντάζει ανεπίστροφη, τότε δάκρυα, αγωνία, άγχος πλημμυρίζουν την ύπαρξή μας. Η μικρότερη οδύνη μεγιστοποιείται. Θυμός και «γιατί;» από την μία. Παραίτηση από την άλλη. Δεν έχουμε μέλλον. Στον καιρό που περνά μόνο κάποια παρηγοριά μπορούμε να αναζητήσουμε. Συνήθως στην ελάφρυνση της μοναξιάς μας. Στην αίσθηση ότι κάποιοι εξακολουθούν να μας αγαπούνε. Ή κάποιοι μας έχουν ανάγκη και μπορούμε να εξαγοράσουμε την αγάπη τους. Να μιλήσουμε μαζί τους. Να μοιραστούμε το κενό μας. Τον φόβο του μηδενός. Γιατί εκεί βρίσκεται η ουσία της οδύνης, όπως και, αντίστροφα, της ηδονής. Η οδύνη είναι ο φόβος του «μη είναι». Η ηδονή είναι η αίσθηση του «ευ είναι» μέσα από την ευχαρίστηση. Με την ηδονή δεν υπάρχει μηδέν, αλλά η απόλυτη χαρά για μας. Η στιγμή της ηδονής είναι η κορύφωση του παντοδύναμου εγώ μας. Ακόμη κι αν αυτό καμουφλάρεται στην αγάπη και τον έρωτα, κατά βάθος είναι ο θρίαμβος του «εγώ είμαι», «υπάρχω», «εγώ τώρα είμαι, τώρα υπάρχω» και δε θα εκμηδενιστώ. Θα ζήσω την ψευδαίσθηση του «αεί είναι». Δίνω νόημα με την παρουσία μου στους άλλους. Με χρειάζονται όσο τους χρειάζομαι.
Οι θρησκείες υπάρχουν για να δίνουν παρηγοριά στον φόβο του εκμηδενισμού του ανθρώπου. Να μην αφήσουν την οδύνη να κυριεύσει κάθε σημείο της ύπαρξης, αλλά να διασώσουν την ελπίδα. Ότι η ζωή δε θα τελειώσει, παρά το βιολογικό τέλος της. Ότι η αρρώστια είναι κακό, αλλά δεν μπορεί να μας καταφάγει. Κατά βάθος, πιστεύοντας, έχουμε τη δύναμη να κινητοποιήσουμε σώμα και ψυχή ώστε να αντέξουμε. Να βγούμε νικητές από «την μάχη για τη ζωή μας», όπως είναι το μότο του πολιτισμού και των δελτίων ειδήσεων. Ότι η ήττα και η αποτυχία στις ανθρώπινες σχέσεις δεν συνεπάγονται το τέλος της προσπάθειας να αγαπήσουμε, να γίνουμε αποδεκτοί, να απολαύσουμε. Ότι ο χρόνος, όσο αδυσώπητος και πανδαμάτωρ κι αν είναι, δε θα μας νικήσει τελικά, αλλά θα ζήσουμε το δικό μας Πάσχα, το δικό μας πέρασμα σε μίαν άλλη ζωή είτε αυτή ονομάζεται παράδεισος, είτε μετενσάρκωση, είτε νιρβάνα, είτε σαμσάρα, είτε λιβάδι των μακάρων. Εκεί η οδύνη θα πάψει να υφίσταται, διότι η ψυχή μας θα ζήσει την αιώνια ανάπαυση. Δε θα την περιμένει πάλι ο θάνατος, διότι δε θα υπάρχει σώμα. Μεταφυσική ελπίδα ονομάζουν τον τρόπο των θρησκειών οι ειδικοί. Όσοι τις περιφρονούν, έχουν επιλέξει ήδη το μηδέν ως στάση ζωής. Θεωρούν ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα και επομένως χρειάζεται να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας, για να χαρούμε την ηδονή σ’  αυτή τη ζωή και να ξεγελάσουμε ή να απαλύνουμε την οδύνη. Ιατρική από την μία. Αισθητική. Πλαστική χειρουργική. Κομμωτική τέχνη. Χρήμα. Τεχνικές. Διαφήμιση από την άλλη. Να ζήσουμε μέχρι το τέλος. Μετά; Το τίποτα.
Απέναντι σ’  αυτή τη θεώρηση της ζωής έρχεται η χριστιανική παράδοση και ιδιαίτερα η ορθόδοξη. Χωρίς να αρνείται την ανάγκη του ανθρώπου για παρηγοριά, η πίστη μας θέτει ενώπιόν μας το πρόσωπο του Χριστού. Αυτός είναι η απάντηση στο «γιατί;» του πόνου.  Αυτός είναι η απάντησή μας στη δίψα για ηδονή που θα κρατήσει, και μάλιστα για πάντα. Διότι μόνο η αγάπη στην κένωσή της από τον εγωκεντρισμό μπορεί να δώσει διάρκεια στην ηδονή και να την οδηγήσει στον αληθινό και πληρωτικό προορισμό της που είναι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Η αγάπη, η οποία μας κάνει να υπερβαίνουμε το εγώ μας, να πραγματοποιούμε την έξοδο από αυτό, δηλαδή να μη ζούμε εμείς, αλλά να ζει μέσα μας ο Χριστός, είτε ο Ίδιος, είτε στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου. Η αγάπη που πηγάζει από το πρόσωπο του Χριστού είναι η προϋπόθεση όχι για να εξωραΐσουμε ή για να παρηγορηθούμε απλώς, αλλά για να ζήσουμε.
«Ο Χριστός έρχεται στη ζωή σύμφωνα με διπλή αρχή: τη γένεση (σύμφωνα με την οποία προσέλαβε προσέλαβε την ανθρώπινη φύση  κατά τον ουσιαστικό λόγο της, δηλαδή στην κατάσταση που την έπλασε ο Θεός και που είχε ο Αδάμ πριν το αμάρτημά του) και τη γέννηση (στο πλαίσιο της οποίας προσέλαβε αυτή την ίδια φύση με τον τρόπο της πεπτωκυίας ύπαρξης, δηλαδή στην κατάσταση που ακολούθησε το προπατορικό αμάρτημα, εκτός από την αμαρτία)» . Με άλλα λόγια, «Αυτός έχει λάβει από την πρώτη κατασκευή και σύσταση του Αδάμ σύμφωνα με τη γένεση, την αναμαρτησία όχι όμως και την αφθαρσία. Και από τη γέννηση που προστέθηκε στη φύση αργότερα εξαιτίας της αμαρτίας, έχει λάβει το παθητό χωρίς την αμαρτία», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Ζαν Κλώντ Λαρσέ, Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων,  σελ. 99).
   Ο λόγος αυτός αποτυπώνει την ελπίδα μας. Ότι η σχέση μας μαζί Του μας δίνει τη δυνατότητα να νικήσουμε τον τρόπο της αμαρτίας και να αναγεννηθούμε εν Χριστώ, δηλαδή με τη δίψα για συνάντηση μαζί Του και με την αγάπη που θα μας απελευθερώσει από την κυριαρχία του κακού επάνω μας. Ο άνθρωπος που συναντά τον Χριστό και επιλέγει να παλέψει να κρατήσει τη σχέση μαζί Του ως προτεραιότητα της ύπαρξής του, έχει κάνει το αποφασιστικό βήμα να νικήσει την οδύνη. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα. Είναι η ανάπαυση όχι σε έναν παράδεισο γαλήνης, αλλά σε έναν παράδεισο κοινωνίας. Δε γαληνεύουμε επειδή δεν πονάμε αλλά επειδή Εκείνος θα είναι συνεχώς μαζί μας. Εκείνος θα νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας. Εν τω φωτί του Προσώπου Του και εν τω γλυκασμώ της ωραιότητός Του θα βιώνουμε την απέραντο ηδονή. Πρόσωπο προς πρόσωπο. Και μαζί μας και όλοι όσοι θα Τον βλέπουν με τα πνευματικά μάτια αρχικά και, με την ανάσταση των νεκρών, και με τα σωματικά. Διότι η χριστιανική πίστη δεν αρκείται στη σωτηρία της ψυχής. Ζητά την σωτηρία, την ακεραιότητα του συνόλου ανθρώπου, δηλαδή και του σώματος.
Η οδύνη αυτού του κόσμου δεν μπορεί να  ξεπεραστεί, όση παρηγοριά κι αν αναζητήσουμε σε σκέψεις, ιδέες, εκλογικεύσεις, ακόμη και σε πεποιθήσεις. Μπορεί όμως να ερμηνευθεί. Και η ορθόδοξη πίστη και παράδοση έχει ερμηνείες που καλύπτουν την ανάγκη μας να γνωρίζουμε το «γιατί;». Αυτές τις ερμηνείες καταγράφει μέσα στο από κάθε άποψη θαυμάσιο βιβλίο του ο Ζαν Κλώντ Λαρσέ, διδάκτωρ φιλοσοφίας και θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου και ένας από τους κορυφαίους ορθοδόξους πατρολόγους και σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Με γονιμότατη και εμπεριστατωμένη αξιοποίηση της πλούσιας πνευματικής και πατερικής μας παραδόσεως, με εστίαση στα πρόσωπα του Χριστού και του Ιώβ, στο πώς ο διάβολος αξιοποιεί τον πόνο, στο πώς το κακό μάς επιτίθεται, στο πώς η ανθρωπότητα πορεύεται από την πτώση στην ανάσταση, ο Λαρσέ επισημαίνει την μόνη αυθεντική αναδοχή της οδύνης, η οποία έγκειται στη συνάντηση της ύπαρξής μας με τον Χριστό.
«Ο εν Χριστώ αναληφθείς  πόνος συνιστά για τον χριστιανό μια νέα κατάσταση πραγμάτων: έχει χάσει την τυραννική κυριαρχία του να οδηγεί στην αμαρτία και τα πάθη, και την εξουσία να χρησιμοποιείται κατά βούληση από τις πονηρές δυνάμεις για να φέρνει τον άνθρωπο στο κακό. Αντίθετα, μπορεί να χρησιμοποιείται από δω και πέρα ως μέσο αγώνα εναντίον της αμαρτίας και των παθών και νίκης εναντίον των πονηρών δυνάμεων. Με τη χάρη του Χριστού ο χριστιανός μπορεί να μεταβάλει τον πόνο σε ευκαιρία πνευματικής προόδου, να αποτελέσει γι’  αυτόν ευκαιρία κάθαρσης από τις αμαρτίες και τα πάθη του και διαμόρφωσης ενάρετου τρόπου ζωής. Του χρειάζονται τέσσερις αρετές γι’  αυτό: η υπομονή, η ελπίδα, η προσευχή και η αγάπη προς τον Θεό» (Λαρσέ, σελ. 183).
Το βιβλίο του Λαρσέ είναι μία ολοκληρωμένη πραγματεία πάνω στο θέμα του πόνου. Δεν θέλει ο Θεός τον πόνο των ανθρώπων, όπως αναφέρει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Το θέμα είναι αν ο άνθρωπος θέλει να συναντήσει τον Χριστό στη ζωή του, να αντλήσει από τη σχέση μαζί Του δύναμη, ώστε ακόμη και ο αναπόφευκτος πόνος που  έρχεται ως συνέπεια του χρόνου και της φθοράς, της επίθεσης των δαιμονικών δυνάμεων και της ανθρώπινης πτώσης, να γίνει καιρός ευπρόσδεκτος  σωτηρίας και ανάνηψης.
Η σχέση με τον Χριστό αποτελεί την μοναδική γνήσια απάντηση στο ερώτημα του πόνου. Στην αγωνία της οδύνης, του κακού και του θανάτου. Είμαστε λοιπόν υπαίτιοι του πόνου μας; Ακόμη κι αν δεν παρηγοριόμαστε με τις ερμηνείες, μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία για να αναζητήσουμε τον Ένα που θα νοηματοδοτήσει και τη χαρά και τη λύπη μας. Στη συνάντηση μαζί Του η φωνή «η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» μάς δίνει την αυθεντική απάντηση. Ο πόνος είναι πρόσκαιρος. Η κοινωνία με τον Χριστό δίνει ζωή.
Αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ, στον μεταφραστή Χρήστο Κούλα, στον επιμελητή Βασίλη Αργυριάδη, στον Μητροπολίτη Σισανίου κ. Παύλο για τον πρόλογο, πρωτίστως όμως στον συγγραφέα για τον κόπο, τη σπουδή, το αληθινό κέντημα πάνω στο καίριας σημασίας ζήτημα, το οποίο όχι απλώς εμπλουτίζει την βιβλιογραφία, αλλά της δίνει μία νέα προοπτική: αυτή της ολοκληρωμένης προσέγγισης του πιο δυσεπίλυτου υπαρξιακού ζητήματος που απασχολεί τον κάθε άνθρωπο.  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
       Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2016