Οι άνθρωποι έχουμε σε περίοπτη θέση στη ζωή μας την εργασία. Μας εξασφαλίζει το ζην και το ευ ζην. Μας δίδει κύρος. Μας κάνει να αισθανόμαστε χρήσιμοι στη ζωή μας. Όταν υπάρχει ανεργία, το κοινωνικό πρόβλημα είναι μεγάλο και το προσωπικό ταυτόχρονα. Όποιος δε θέλει να εργάζεται, κανονικά θα έπρεπε να είναι όνειδος για την κοινωνία, διότι θέλει να επιβιώνει ή να περνά καλά στη ζωή του ακόπως. Και η απουσία κόπου γεννά ανθρώπους χωρίς ποιότητα ψυχής, διότι ο ράθυμος δεν μπορεί να εκτιμήσει ό,τι έχει και ό,τι του δίδεται, αλλά μόνο ξέρει να απαιτεί.
Υπάρχει όμως και μία άλλη εργασία. Η πνευματική. Αυτή της ύπαρξης που αναζητεί τον Θεό. Που επιθυμεί να προχωρήσει προς μία άλλη κατεύθυνση. Αυτή της σωτηρίας, δηλαδή της επίγνωσης του θελήματος του Θεού και την ίδια στιγμή της καλλιέργειας του εαυτού προς την οδό της Βασιλείας. Ο απόστολος Παύλος θεωρεί ότι μία τέτοια εργασία που έχει ως περιεχόμενό της το αγαθό, επιφέρει δόξα, ειρήνη και τιμή σε όποιον την ασκεί. «Δόξα και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω τω αγαθώ» (Ρωμ. 2, 10). «Δόξα, τιμή και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό». Η εργασία του αγαθού δεν είναι μόνο σε επίπεδο πράξης. Δεν είναι μόνο να προσφέρει κάποιος καλό στον άλλο. Είναι να γίνεται η ύπαρξή του αγαθή. Γιατί η απομόνωση της πράξης από την υπαρξιακή επιλογή να εργαζόμαστε πάντοτε το αγαθό, να το θέλουμε και να χαιρόμαστε γι’ αυτό, στην ουσία μετατρέπει τους ανθρώπους σε σταυροφόρους καλών έργων, χωρίς όμως η ύπαρξή τους να αλλοιώνεται ανάλογα. Εύκολα οι καλές πράξεις γίνονται προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις και την ίδια στιγμή δίδουν άλλοθι για μία συνολική πορεία απόστασης από τον Θεό, καθώς όποιος απομονώνει τα έργα από την συνολική θέαση της ζωής, την πίστη, στην ουσία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ακέραιος, ως σεσωσμένος.
Εργάζομαι το αγαθό, δηλαδή τις εντολές του Θεού. Η κύρια εντολή είναι η αγάπη. Η αμαρτία του ανθρώπου συνίσταται την αποταγή της αγάπης προς τον Θεό ως προτεραιότητας στη ζωή του και την ίδια στιγμή στην αποταγή της αγάπης προς τον πλησίον, η οποία οδηγεί στην αυτο-αγάπη. Ο άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του, όπως κι αν αυτό εκφράζεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργαστεί το αγαθό αληθινά. Αμαυρώνεται η εικόνα του γιατί μολύνει τον κόπο του, και υλικό και πνευματικό και σχεσιακό-κοινωνικό με την απαίτηση το εγώ του να είναι η προτεραιότητα. Έτσι βλέπει τον άλλο ως αντικείμενο. Βλέπει τον κόσμο ως πηγή όχι απλώς τροφής και επιβίωσης, αλλά ως εκμετάλλευσης για να μπορεί ο ίδιος να περνά καλά, ακόμη και καταστρέφοντάς τον. Βλέπει τον Θεό ιδιοτελώς. Βλέπει τις επιθυμίες του ως χρήζουσες εκπλήρωσης, ακόμη κι αν κάνουν κακό τόσο στον ίδιο όσο και στους άλλους. Ανταλλάσσει το αγαθό με τη στιγμή της ευχαρίστησης, το διαρκές με το «εδώ και τώρα». Και αποτάσσει την κατάσταση της αμαρτίας, διότι βρίσκεται μόνο εν σχέσει με τον εαυτό του και όχι με τους πλησίον του. Το ίδιο και οι άλλοι. Παρασυρμένοι όλοι μας από τον πονηρό, δηλαδή το πρόσωπο που αποτυπώνει την ελεύθερη απόρριψη και τελικά την απουσία του Θεού από την ύπαρξή του, γινόμαστε όντα μιμητικά όχι του αγαθού, αλλά του πονηρού. Η μίμηση δεν είναι ταύτιση. Είναι τέντωμα των ικανοτήτων της ύπαρξης προς μία κατεύθυνση, είτε προς το αγαθό είτε προς το πονηρό, και χρήση τους είτε προς την δημιουργία είτε προς την καταστροφή της ύπαρξης. Δημιουργία σημαίνει ζωή αιώνια. Καταστροφή σημαίνει πνευματικός θάνατος. Μόνο που το κριτήριο για να διαφανεί αληθινά η κατεύθυνση είναι ο Θεός και η Εκκλησία. Ο νους του ανθρώπου αν πορεύεται προς την κυριαρχία της αγάπης προς τον εαυτό του δε θέλει να δει τον Θεό και την Εκκλησία. Ή ακόμη κι αν βλέπει, αφήνει τον χρόνο να περνά με άλλα έργα, και επιζητεί τη δόξα, την τιμή και την ειρήνη στη λογική του κόσμου. Τη δυνατότητα λύτρωσής μας από αυτές τις παγίδες μας έδωσε ο Χριστός.
Ο άνθρωπος εργάζεται τον Θεό όταν μιμείται τον Χριστό. Όταν η ύπαρξή του τείνει προς Εκείνον. Και αυτή είναι η οδός της αγιότητας, η οποία αγκαλιάζει κάθε σημείο της ύπαρξής μας. Και το νυν και το αεί. Και τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας και τη σχέση μας με τον Θεό. Δίνει στον εαυτό μας τον αληθινό σκοπό του, που είναι το να βγει από το εγώ. Να μάθει να ζει και για τους άλλους. Να προσφέρει και να προσφέρεται. Να χαίρεται όταν επιζητεί το του ετέρου. Όταν ο άλλος, γνωρίζοντάς τον, δοξάζει τον Θεό! Και τότε έρχονται τα τρία στοιχεία που μας καταξιώνουν. Η δόξα ως δωρεά του Θεού, ως αποδοχή από τον Θεό του κόπου μας και το δώρο της χάριτος Του. Να είμαστε χαρούμενοι κατά Θεόν. Γιατί αυτή είναι η δόξα μας. Να αγαπούμε και να χαιρόμαστε με όλη μας την ύπαρξή μας, ακόμη κι αν η αγάπη μας κάνει να δυσκολεύουμε τη ζωή μας. Η τιμή, κι αυτή ως δωρεά του Θεού. Θαυμαστώνει ο Θεός όσους Τον αγαπούνε και κάνει και τους άλλους να χαίρονται μαζί τους. Και τους τιμούνε. Σπεύδουν να σχετιστούν μαζί τους. Απολαμβάνουν την συντροφιά, την πείρα, τη σοφία, την αγάπη, την απλότητά τους. Και την ίδια στιγμή η ειρήνη, κι αυτή ως δωρεά του Θεού. Αυτός που είναι χαρούμενος εντός του και οι άλλοι χαίρονται μαζί του είναι ειρηνικός. Διότι δεν έχει κάτι που να βασανίζει την ύπαρξή του, καθώς νιώθει την ευλογία του Θεού και την εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν να ομορφαίνει τη ζωή του. Ακόμη και οι περιστάσεις της ζωής δεν τον κλονίζουν. Παίρνει βαθιά ανάσα, προσεύχεται και προχωρά με θάρρος στην οδό που ο Θεός ορίζει. Κι έτσι είναι ειρηνικός. Τίποτε δεν τον χωρίζει ούτε από τον Θεό ούτε από τον συνάνθρωπο. Ακόμη κι αυτούς που κατά άνθρωπον τον πικραίνουν, τους συγχωρεί και παλεύει γι’ αυτούς.
Διαφορετική η οδός της αυτο-αγάπης, από την οδό της εργασίας του αγαθού. Της συνάντησης με τον Αγαθό Θεό. Αυτή η οδός λείπει από τον κόσμο και τη ζωή μας. Και είναι ευθύνη του καθενός μας, αν θέλουμε να είμαστε χριστιανοί, να παλεύουμε να την ακολουθήσουμε. Εντός της Εκκλησίας. Με την μίμηση του Χριστού και το άφημά μας στην αγάπη Του. Ας λυσσομανά ο κόσμος. Δεν είμαστε μόνοι μας. Η ζωή μας έχει σκοπό. Την εργασία του αγαθού και την ίδια στιγμή τη δωρεά της δόξας, της τιμής και της ειρήνης μιας αλλιώτικης κοινωνίας. Είναι ο δρόμος της αγιότητας που περνά από τον κόσμο. Με σταυρό και ανάσταση. Και ελπίδα!
Κέρκυρα, 3 Ιουλίου 2016