Πέρα από την ανθρώπινη και χριστιανική στάση της αλληλεγγύης, όπως αυτή αποτυπώνεται στην προσπάθεια για τη διάσωση της ζωής προσφύγων και λαθρομεταναστών που περνάνε από την Τουρκία στην πατρίδα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται γι’ αυτήν, το προσφυγικό ζήτημα γεννά ακόμη ένα μείζονος σημασία ζήτημα, με συνέπειες για την ταυτότητα του λαού μας.
Αν ρωτήσουμε νέους ανθρώπους, μαθητές και φοιτητές, σχετικά με το δράμα των προσφύγων-λαθρομεταναστών, οι περισσότεροι θα μας πούνε ότι υπάρχουν συνέπειες για την οικονομία της χώρας μας, θέματα ξενοφοβίας, ακόμη και εκμετάλλευσης των ταλαιπωρημένων ανθρώπων, οι οποίοι είναι προορισμένοι από τους ισχυρούς της Ευρώπης να γίνουν φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά και αυτοί οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας των αναπτυγμένων κρατών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ασφαλιστικό ζήτημα των λαών, την ερήμωση της υπαίθρου, αλλά και την μείωση της κατανάλωσης.
Σχεδόν κανείς δεν υποπτεύεται ότι αυτή η είσοδος θέτει έντονο το ερώτημα σε ποια κοινωνία ζούμε ή θα κληθούμε να ζήσουμε; Σε μία κοινωνία πολυπολιτισμική, χωρίς συγκεκριμένη ιστορία και ταυτότητα, θρησκευτική πίστη, διαφορετικότητα ή μία κοινωνία στην οποία όσοι θελήσουν να ενσωματωθούν θα γνωρίσουν, θα ανεχτούν ή και θα αποδεχτούν τα κρατούντα, την παράδοση ενός λαού. Έτσι, οι νεώτεροι αντιμετωπίζουν τη συνέχεια του λαού και της κοινωνίας μας μόνο συναισθηματικά. Άλλοι με κραυγές και άλλοι με παθητικότητα. Μετρά ο άνθρωπος ως άτομο, η επιβίωσή του. Όχι η συλλογική μας πορεία.
Κι όμως, θα έπρεπε να περιμέναμε ότι θα φτάναμε σε αδιέξοδο με το ζήτημα της ταυτότητάς μας. Αποδομώντας και συνεχίζοντας ακόμη και σήμερα τον θόρυβο περί θρησκείας, ιστορίας και γλώσσας, έρχεται η στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να απαντήσουμε: η νέα γενιά των Ελλήνων θα είναι σε θέση να κατανοήσει την αξία τού να γνωρίζει «ποιοι είμαστε;». Θα μετράει το θέμα αυτό στον τρόπο θέασης της πορείας που η κοινωνία μας θα κληθεί να ακολουθήσει ή, στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας και του μεταμοντέρνου, θα βρεθούμε στην απόλυτη σύγχυση να μην γνωρίζουμε εμείς σε ποια κοινωνία θα θέλουμε να ενσωματώσουμε όσους τελικά μείνουν στον τόπο μας;
Η Εκκλησία κάνει το καθήκον της προσφέροντας ό,τι μπορεί από το υστέρημά της στους ανθρώπους που περνούν μία τραγική περιπέτεια στη ζωή τους: τη στέρηση του τόπου, της πατρίδας τους, των αγαπημένων προσώπων τους. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς έρχονται στη χώρα μας με τη δική τους ταυτότητα, στην οποία η θρησκεία διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Εκεί άλλωστε δεν αποδομήθηκε στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας. Είναι χρέος της Εκκλησίας λοιπόν να επισημάνει την ανάγκη οι νεώτεροι κυρίως να συνειδητοποιήσουν ότι η διάσωση της παράδοσης, της πίστης, της ιστορίας, της γλώσσας είναι προϋπόθεση για να συζητήσουμε πόσοι, πρόσφυγες και λαθρομετανάστες, και με ποιον τρόπο θα ενσωματωθούν στην κοινωνία μας και πώς εμείς, στηριγμένοι στα πατροπαράδοτά μας, χωρίς φοβία, θα τους δείξουμε ότι μπορούμε να τους δεχτούμε, ακριβώς γιατί είμαστε ό,τι η παράδοση μάς διδάσκει: άνθρωποι που αγαπούμε γιατί πιστεύουμε στον Χριστό και ζούμε τον τρόπο των αγίων μας που βλέπουν στο πρόσωπο του συνανθρώπου Κύριον τον Θεόν.
Δεν είναι προϋπόθεση αποδοχής των προσφύγων να αφήσουν τη θρησκεία τους. Δεν πρέπει όμως κι εμείς να κρύψουμε τη δική μας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα « Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 17 Φεβρουαρίου 2016