Στον λειτουργικό χρόνο
υπάρχουν σημεία – κλειδιά. Είναι οι σημαντικές περίοδοι, κατά τις οποίες η
Εκκλησία μας καλεί να κάνουμε πιο έντονο αγώνα να συναντήσουμε τον Χριστό, να
αφήσουμε κατά μέρος τις βιοτικές μας προτεραιότητες, ακόμη κι αυτές που έχουν
να κάνουν με τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, και να αφουγκραστούμε
την κλήση του Χριστού προς το πρόσωπο του καθενός μας ως ευκαιρία μνήμης,
αφύπνισης και ανακαίνισης τόσο του εαυτού μας, όσο και της ζωής μας εν γένει. Αυτά
τα σημεία- κλειδιά περιλαμβάνονται στην διατύπωση του Αποστόλου Παύλου στην
δεύτερη επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο ότι είναι «τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν δια πίστεως της εν
Χριστώ Ιησού» (Β’ Τιμ. 3, 15). Είναι ο λόγος του Θεού και η
βίωσή του στη ζωή της Εκκλησίας που
μπορούν να κάνουν τον Τιμόθεο και τον κάθε χριστιανό σοφό, οδηγώντας μας στη
σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Είναι η πνευματική μας παράδοση και
παρακαταθήκη. Το ότι έχουμε ταυτότητα, γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και τι ζητούμε
στη ζωή και τον κόσμο μας. Είναι το ότι έχουμε πυξίδα στη ζωή μας. Είναι ότι ο
χρόνος μας δεν είναι προσκολλημένος στο σήμερα, στο εγώ, στις ανάγκες και
επιθυμίες μας, αλλά έχει οδοδείκτες που τον οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού, που
του δίνουν νόημα.
Οι
άνθρωποι όταν ακούνε για παράδοση ο νους τους πηγαίνει στην ύπαρξη ηθών και
εθίμων. Στη διατήρηση δηλαδή εξωτερικά τύπων που απευθύνονται στη μνήμη μας.
Και βεβαίως αυτό δεν είναι λανθασμένο. Διότι βάση της παράδοσης είναι η μνήμη. Ας
μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός ζήτησε από τους μαθητές Του να ζούνε το μυστήριο της
Ευχαριστίας, της κοινωνίας δηλαδή του Σώματος και του Αίματός Του «εις την εμήν
ανάμνησιν» (Λουκ. 22,19). Όταν όμως απουσιάζουν τα άλλα δύο στοιχεία των «ιερών
γραμμάτων», η αφύπνιση και η ανακαίνιση, τότε η μνήμη γίνεται παγίδα. Διότι
καθίσταται τύπος, επιφάνεια, κάποτε και φαρισαϊσμός. Ανάλογη είναι η απαίτηση η
μνήμη να θεάται αυτόνομη, χωρίς την παρουσία της αγάπης, στο γράμμα και όχι στο
πνεύμα της. Όταν δηλαδή την κρατούμε ως
αυτάρκεια και την βλέπουμε πιο πάνω από τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού,
τραυματισμένη και αμαυρωμένη, ίσως νεκρωμένη,
όχι όμως νεκρή. Η αυτάρκεια της μνήμης
γεννά αυτοδικαίωση, όχι όμως επίγνωση των αληθινών μας μέτρων και τελικά αίτημα
για συγχώρεσή μας από τον Θεό και παροχή
συγχώρεσης στον πλησίον που δεν μπορεί να τηρήσει αυτά που η μνήμη επιτάσσει.
Τα ιερά γράμματα λειτουργούν
αφυπνιστικά για τη συνείδησή μας, για να καθαριστεί δια της μετανοίας και της εκζητήσεως
του ελέους του Θεού. Να κατανοήσει την δωρεά της ζωής και των χαρισμάτων
που λάβαμε από τον Θεό και την ίδια στιγμή την σμικρότητά μας, διότι ο χρόνος μάς
ταξιδεύει στις απαιτήσεις, στην διασκέδαση του παρόντος, στην καταξίωση με βάση
την επιβίωση, την κατανάλωση, τον εγωκεντρισμό, την ικανοποίηση των επιθυμιών μας,
που μας καθιστούν όχι συνοδοιπόρους των άλλων, αλλά παντογνώστες κριτές τους.
Τα ιερά γράμματα γεννούν την κλήση του να γίνουμε ταπεινοί. Του να βλέπουμε τις
πτώσεις, τις αποτυχίες μας διότι δεν είμαστε όπως ο Θεός μας θέλει, αλλά την
ίδια στιγμή ο Θεός ουδέποτε έπαψε να μας αγαπά και μας καλεί να μη νικηθούμε
από την όποια απόγνωση ή από την αίσθηση ότι αν δεν μπορούμε τα πάντα, δεν αξίζουμε
τίποτα. Ζητά από εμάς να έχουμε επίγνωση, να κάνουμε το λίγο ή το πολύ που
μπορούμε και να αφήσουμε στο έλεός Του τα υπόλοιπα. Αυτό το έλεος που μας καταδιώκει
πάσας τας ημέρας της ζωής μας.
Τα ιερά γράμματα μας ζητούν να ανακαινιστούμε
στην Εκκλησία, δια της μυστηριακής ζωής, της αγάπης και της φιλανθρωπίας, της
προσευχής και της άσκησης που είναι σημάδια ότι ο εαυτός μας αφυπνίστηκε,
κυρίως όμως μέσα από την στάση ζωής που γεννιέται στην Εκκλησία, ότι υπάρχουμε
για να συναντούμε τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι αυτός. Και η ανακαίνιση μας
γίνεται βάση για να δείξουμε αυτόν τον δρόμο και στον συνάνθρωπό μας, όπου κι
αν τον βρίσκουμε. Στο σπίτι, στην εργασία, στην αναστροφή, ακόμη και στους διωγμούς
που μπορεί να ζήσουμε, ακόμα κι αν ο πλησίον φέρεται εχθρικά εναντίον μας. Η
ανακαίνιση έρχεται όταν αφήνουμε τον Θεό να δράσει εντός μας δια της χάριτός
Του, όταν εν Αγίω Πνεύματι ζητούμε το θέλημά Του, όταν είναι παρών ο Χριστός
και η αγάπη μέσα μας. Τότε τα ιερά
γράμματα γεννούν παρόν και μέλλον στη ζωή μας. Δεν είναι μόνο μνήμη, αλλά και βιωματική
πορεία προς την Ανάσταση.
Η
περίοδος του Τριωδίου στην οποία εισερχόμαστε είναι σημείο- κλειδί στον
λειτουργικό χρόνο. Από την στάση μας έναντί της δείχνουμε πόσο τα ιερά
γράμματα, με τα οποία μεγαλώσαμε, ή αποφασίσαμε
να αποδεχθούμε λειτουργούν ως βάση η πνευματική μας παράδοση να έχει σχέση με
το σήμερα. Δεν είναι αρκετή η τήρηση των τύπων. Διότι τότε για τους πολλούς μπορεί να έχουμε ταυτότητα,
άλλοτε σεβαστή, άλλοτε αφορμή περιφρόνησης, όμως αυτή η ταυτότητα δεν
λειτουργεί λυτρωτικά και ανακαινιστικά εντός μας. Μπορεί να χαρακτηριζόμαστε
χριστιανοί, να ξεχωρίζουμε από τους άλλους ανθρώπους, όμως η καρδιά μας να μην
είναι ανακαινισμένη. Αυτό δε σημαίνει ότι στη λογική του τι είναι πιο αυθεντικό
ή επιθυμητό θα πρέπει να περιφρονήσουμε τα εξωτερικά ή να τα εγκαταλείψουμε. Αν όμως δεν
τα συνδυάσουμε με την αγάπη, την μετάνοια, την ταπείνωση, θα μείνουν τύποι που
δεν μας κάνουν σοφούς, οδηγώντας μας στη σωτηρία, αλλά δηλωτικά χαμένων
ευκαιριών. Αν δεν περάσουμε από τη γνώση στην εμπειρία της κοινωνίας με τον
Χριστό και τον πλησίον, η προσκόλληση στη παράδοση θα την κάνει να μοιάζει
με έναν βράχο που θα μας επιτρέπει να προφυλαχθούμε
από το κύμα, αλλά δεν θα μας μάθει να κολυμπούμε και να βγούμε στο λιμάνι της αιωνιότητας.
Κι εδώ είναι ο σκοπός μας. Να αξιοποιούμε τους βράχους, για να μην καταβληθούμε
από την κούραση και τους σταυρούς της ζωής, και να γίνονται αυτοί εφαλτήρια
ώστε να παλέψουμε στη θάλασσα για να συναντήσουμε Αυτόν που μας έδωσε τα ιερά
γράμματα, τον Κύριό μας.
Κέρκυρα, 21
Φεβρουαρίου 2016