Στην εκκοσμικευμένη πραγματικότητά μας η Εκκλησία είναι ένα ελάχιστο τμήμα της καθημερινής ζωής μας. Ακόμη κι όταν η Εκκλησία γιορτάζει κι ο κόσμος έχει αποδεχτεί τη γιορτή, αγκιστρώνεται στο καταναλωτικό της περίβλημα, αυτό δηλαδή που μπορεί να κινητοποιήσει το αγοραστικό πνεύμα (την οικονομία), το συναισθηματικό πνεύμα (την παιδικότητα) καί το ανανεωτικό της ζωής πνεύμα (την αλλαγή του ρυθμού της καθημερινότητας). Και τα τρία αυτά «πνεύματα» λειτουργούν στη λογική του εφήμερου, του πρόσκαιρου, του «για λίγο». Περισσότερο γίνονται μνήμες που ζωντανεύουν, αλλά και επιθυμία ικανοποίησης για το «έχειν» μας, και λιγότερο αφορμή εντρυφήσεως στο νόημα της γιορτής καθαυτής. Ιδίως τα Χριστούγεννα πάσχουν από αυτή την αντίληψη, αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι είναι η κατεξοχήν γιορτή της Δύσης, στην οποία κι εμείς ανήκουμε και γεωγραφικά και πολιτισμικά, αν και πάντοτε ένα κομμάτι του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας μέσα του διατηρεί ίχνη αντίστασης ενάντια στην αφομοίωση από αυτό το πνεύμα. Φαίνεται όμως πως αυτό το κομμάτι μας παραδίδεται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, ίσως και αμαχητί. Η μνήμη που διασώζεται έχει να κάνει με τον εκκλησιασμό της ημέρας της εορτής, ίσως και τη θεία κοινωνία για το καλό του χρόνου, για κάποιους. Η κρίση, παρότι έκανε την Εκκλησία ζητητέα από τους πολλούς, για λόγους που έχουν να κάνουν με την βοήθεια στην επιβίωση, εντούτοις δε φαίνεται να επηρέασε τη νοοτροπία μας. Την κατανάλωση και το πνεύμα της εξακολουθούμε να εκζητούμε. Άλλωστε, είναι η αγορά!
Η Εκκλησία, καθώς μας θέλει να προετοιμαζόμαστε πνευματικά για τις μεγάλες γιορτές της παράδοσής μας, μάς υπενθυμίζει ορισμένες αλήθειες. Ότι δηλαδή η πίστη είναι το κλειδί για να γιορτάσουμε αληθινά. Ότι η πίστη μας καθιστά συνεχιστές ενός γενεαλογικού δένδρου που έρχεται από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, από τα χρόνια όπου οι προπάτορες του Κυρίου «εξεδέχοντο την θεμελίους έχουσαν πόλιν, ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. 11,10), «περίμεναν την πόλη που θα είχε στέρεα θεμέλια, της οποίας αρχιτέκτονας και δημιουργός ήταν ο Θεός». Αυτή η προσδοκία της μετοχής σε μία πολιτεία διαφορετική σε σχέση με τον τόπο όπου κατοικούμε στην επίγεια ζωή μας αποτελούσε και αποτελεί το όραμα όλων όσων πιστεύουμε στον Θεό. Αυτή η πολιτεία είναι η Εκκλησία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός μάς μιλά. Μάς καθιστά μετόχους της θείας φύσεώς Του, θεούς κατά χάριν. Όχι μόνο η Εκκλησία των εξωτερικών συμβεβηκότων, των μυστηρίων, των τελετών, των εικόνων, των διακονημάτων, της ιεραρχίας, αλλά η Εκκλησία που δια της διδαχής και της εμπειρίας μας οδηγεί στο να συναντήσουμε τον Θεό που προσδοκούμε. Η Εκκλησία της πράξης και της αγάπης. Η Εκκλησία της κοινωνίας με Θεό και άνθρωπο.
Εκτός από την προσδοκία η Εκκλησία ζητά από εμάς να έχουμε ως θεμέλιο της ζωής μας τον Θεό. Οι άνθρωποι διαλέγουμε να θεμελιώσουμε την πορεία μας στον εαυτό μας, στις γνώσεις μας, στις ιδέες μας, στα επιτεύγματά μας, στην αίσθηση ότι είμαστε θεοί αφ’ εαυτού μας. Αυτή είναι η πτώση μας. Η αμαρτία μας. Η οντολογική εκείνη κατάσταση την οποία ο Χριστός, δια της ενανθρωπήσεώς Του, ήρθε για να νικήσει. Το θεμέλιο του εαυτού μας είναι ο θάνατος. Διότι εκεί οδηγούμαστε. Και δεν είναι μόνο ο βιολογικός. Είναι κυρίως ο πνευματικός. Η αίσθηση της αδυναμίας μας να ζήσουμε για πάντα, παρότι προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας με όσα θεμέλια έχουμε θέσει στη ζωή μας. Και δεν είναι μόνο οι εκκοσμικευμένοι. Είμαστε και όσοι θεωρούμε τους εαυτούς μας χριστιανούς, όταν μας λείπει η ταπείνωση. Η αναζήτηση με επίγνωση του πεπερασμένου. Η αποδοχή της κλήσης μας από τον Θεό Εκείνος, το Ευαγγέλιό Του, οι εντολές Του να είναι το θεμέλιό μας. Οι γιορτές της πίστης αποτελούν την μεγάλη ευκαιρία να πούμε το οντολογικό, το υπαρξιακό ΝΑΙ στον Θεό. Να ξεκινά και να τελειώνει κάθε μέρα της ζωής μας, κάθε στόχος, κάθε έγνοιά μας με Εκείνο και τι ζητά από εμάς. Για να νοηματοδοτηθούν όλα, από τις ανθρώπινες σχέσεις, μέχρι τους σταυρούς και τις δοκιμασίες μας.
Ο Θεός όμως δεν είναι μόνο το θεμέλιο. Είναι και ο αρχιτέκτονας και ο δημιουργός της πολιτείας της Εκκλησίας, της ζωής της πίστης μας. Μάς δείχνει τον τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να υπάρξουμε. Και η επίγνωση αυτού του τρόπου είναι ο καλύτερος τρόπος προετοιμασίας μας για να γιορτάσουμε. Είναι η πίστη στον σχεδιασμό της πρόνοιάς Του για τον καθέναν μας. Η βεβαιότητα ότι Αυτός ξέρει και βλέπει τη ζωή μας συνολικά και όχι αποσπασματικά, όπως εμείς. Ξέρει γιατί επιτρέπει τις δοκιμασίες μας. Ξέρει γιατί επευλογεί τις χαρές μας. Ξέρει γιατί από τα λάθη μας θα μας δώσει την ευκαιρία να ανοιχτούμε στο νόημα και την αγάπη. Και μάς δείχνει με ποιον τρόπο αυτά μπορούν να γίνουν πράξη. Είναι η ζωή της αγιότητας, στην οποία όλοι και κληθήκαμε και συνεχίζουμε να καλούμαστε. Αυτήν την οποία ο κόσμος περιφρονεί ή την θεωρεί ως κάτι το πολύ υψηλό. Διότι δεν κατανοεί ότι η όντως χαρά υπάρχει στη σχέση με τον Θεό. Και αυτή η χαρά μπορεί να νοηματοδοτήσει και κάθε άλλη ανθρώπινη χαρά, για την οποία άλλωστε ευλογηθήκαμε από τον Θεό. Δεν είναι η πίστη μας εναντίον της χαράς. Είναι εναντίον της θεοποίησης του θελήματος και της αμαρτωλής επιθυμίας. Του εγωκεντρισμού που μας κάνει να θυμώνουμε όταν δε γίνεται αυτό που θέλουμε, το οποίο κάποτε είναι ανθρώπινο, μα ευτελές. Υποβιβάζουμε το νόημα της ζωής μας στο τι θα φάμε, στο πώς θα διασκεδάσουμε, στο αν θα εκπληρώσουμε τις επιθυμίες της σαρκός και χωρίς να το καταλαβαίνουμε περιορίζουμε τον εαυτό μας, τις γιορτές, κάθε τι μοναδικό στο χρόνο και στον κόσμο στο εφήμερο!
Κάθε γιορτή είναι μοναδική στον λειτουργικό χρόνο και τρόπο της Εκκλησίας. Μας υπενθυμίζει την μοναδικότητα της αγάπης που ο Θεός έχει και δείχνει, γιατί είναι η Αγάπη, προς τον καθέναν μας. Ας αποφασίσουμε, μολονότι ζούμε εν κόσμω, να διαλέξουμε τον τρόπο της προσδοκίας, της θεμελίωσης της ζωής μας στον Θεό, αλλά και της επίγνωσης του τρόπου με τον οποίο Εκείνος μας λυτρώνει. Για να είναι η γιορτή αφετηρία χαράς που θα κρατήσει, νικώντας τον θάνατο του εφήμερου, όσο φανταχτερά στολίδια κι αν έχει!
Κέρκυρα, 20 Δεκεμβρίου 2015