Ζούμε σε μία εποχή ελευθερίας και καυχόμαστε γι’ αυτό. Δεν είναι απλώς δικαίωμά μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε, κάποτε και χωρίς να έχουμε επίγνωση αν αυτό είναι νόμιμο και, κυρίως, ηθικό. Θεωρούμε δικαίωμά μας να διακηρύττουμε αυτό το οποίο κάνουμε. Να το λέμε δημόσια. Να το αποκαλύπτουμε με κάθε τρόπο, ιδιαιτέρως στην εποχή της εικόνας και της κοινωνικής δικτύωσης.«Όλα επιτρέπονται». «Όλα λέγονται». «Όλα στο φως». Ίσως αναρωτηθεί κάποιος μήπως ήταν καλύτερη η υποκρισία του παρελθόντος, οπότε και ο καθένας φρόντιζε τουλάχιστον να σκεπάζει τα σκουπίδια του κάτω από το χαλάκι. Όσο όμως κι αν φαίνεται αντιφατικό, η κοινωνία παλαιότερα είχε κόκκινες γραμμές ανάμεσα στο τι επιτρέπεται και τι όχι και τουλάχιστον παρέμενε σαφές ποια ήταν η ηθική που η κοινωνία αποδεχόταν. Σήμερα μοιάζει σαφές ότι το δικαίωμα της φιληδονίας, της προσωπικής ευχαρίστησης είναι αυτό που οι πολλοί αποδέχονται και παρουσιάζουν ως βάση για την ευτυχία και την ατομική ολοκλήρωση στη ζωή.
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Εφεσίους και όλους μας: «ως τέκνα φωτός περιπατείτε...μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. τα γαρ κρυφή γινόμενα υπ’ αυτών αισχρόν εστι και λέγειν» (Εφεσ. 5, 8 και 11-12). «Να ζείτε σαν άνθρωποι που ανήκουν στο φως...και να μη συμμετέχετε στα σκοτεινά και ανώφελα έργα των άλλων, αλλά να τα ελέγχετε και να τα απορρίπτετε. Γι’ αυτά που κάνουν αυτοί στα κρυφά, είναι ντροπή ακόμη και να μιλάμε». Ο Παύλος δεν αναφέρεται στα φαύλα έργα ζητώντας από τους χριστιανούς να προσποιηθούν ότι δε γίνονται. Τότε όντως θα ήταν υποκρισία. Επιμένει όμως ότι είναι ντροπιαστικό και αισχρό να καυχιέται, να μιλά, να συζητά κάποιος για ό,τι έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού, να καυχιέται για την αμαρτία βαφτίζοντάς την αρετή.
Γιατί όμως οι άνθρωποι έχουμε απορρίψει σήμερα την έννοια της ηθικής αρετής και δεν ντρεπόμαστε για τον τρόπο της ζωής μας, αλλά τον αποκαλύπτουμε δημόσια; Πού αρχίζει το σημείο στο οποίο πρέπει να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στο τι λέγεται και τι όχι;
Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας την τεχνολογία και ιδίως την εικόνα. Έχουμε αποενοχοποιήσει τον εαυτό μας από συναισθήματα, από επιθυμίες, από τρόπους ζωής που μας επέβαλλαν να έχουμε σεμνότητα. Να θεωρούμε, ακόμη κι αν ήμασταν αδύναμοι στο να ελέγξουμε πάθη και αμαρτίες, ότι είχαμε χρέος τουλάχιστον να μην τα θέτουμε σε κοινή θέα. Και όχι μόνο αυτά. Ακόμη και το πού πηγαίναμε, με ποιους συνδεόμασταν, τι επιθυμούσαμε, το αφήναμε στον εαυτό μας ή σε έναν κύκλο οικείων μας. Σήμερα θεωρούμε ότι μπορούμε να είμαστε το κέντρο του κόσμου. Ότι η εικόνα μας, τα έργα μας, ο τρόπος της ζωής μας δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους. Κρύβει ναρκισσισμό, δηλαδή θέωση της εικόνας του εαυτού μας μια τέτοια στάση. Στο βωμό της ενημέρωσης, του ότι είμαστε όλοι δημόσια πρόσωπα, σπεύδουμε να προκαλούμε θόρυβο γύρω από εμάς. Και επειδή ο πολιτισμός μας στηρίζεται στον θόρυβο της εικονοποίησης, όλοι συμμετέχουμε, συνήθως χωρίς μέτρο, σ’ αυτό το παιχνίδι. Όμως ο Παύλος ζητά από εμάς να φανερώνουμε ό,τι γίνεται φως στη ζωή μας. Ό,τι δηλαδή καταξιώνεται στις εντολές του Θεού, στην αγάπη, λάμπει ως έργο που δοξάζει τον Θεό. Και αυτό δεν χρειάζεται να το εικονοποιήσουμε. Αποτυπώνεται στην καρδιά μας, στις σχέσεις μας, στη ζωή μας.
Από την άλλη, έχει κλονιστεί η έννοια της συλλογικής αρετής. Η απαρτιζόμενη από άτομα που ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους κοινωνία δεν διασώζει παρά σε νομικό πλαίσιο το τι επιτρέπεται και τι όχι. Και αυτό το νομικό πλαίσιο προσαρμόζεται στην έννοια του δικαιώματος για ευχαρίστηση με κάθε τρόπο, αρκεί να μην παθαίνει ο άλλος σωματικό κακό. Επομένως σήμερα είναι δικαίωμα η απιστία. Η ανηθικότητα. Η επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού. Το ψέμα. Η υπεράσπιση του «ΝΑΙ σε όλα». Βεβαίως ο Θεός μας έπλασε ελεύθερους και υπεύθυνους για τη ζωή και τις επιλογές μας. Το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Η δυσκολία έγκειται όταν για την κοινωνία το δικαίωμα γίνεται πρότυπο. Αποδεκτό όχι ως επιλογή, αλλά ως δυνατότητα να γίνει κανόνας. Μία κοινωνία η οποία αποθεώνει την αισχρότητα, το ψέμα, τη βία, τα ανθρώπινα πάθη και τα δικαιολογεί, είναι μία κοινωνία στην οποία τα έργα του σκότους που είναι άκαρπα, κάνουν τον άνθρωπο «σάρκα», γίνονται καύχημα και πειρασμός δοκιμασίας. Δεν υπάρχουν τότε όρια. Η κοινωνία οφείλει να σέβεται τις επιλογές του καθενός. Οφείλει όμως να οριοθετεί μέχρι πού αυτές μπορούν να γίνουν δημόσιο θέαμα, να συζητιούνται. Τι αποδέχεται και τι ζητά τελικά σε συλλογικό επίπεδο η ίδια η κοινωνία από το μέλη της. Μετά υπάρχει σύγχυση. Τίποτε δεν είναι φως.
Τέλος, υπάρχει το κριτήριο του νόμου και του θελήματος του Θεού. Η πίστη είναι πρωτίστως απόφαση προσωπική. Χρειάζεται όμως συνέπεια και αγώνας, εφόσον την αποδεχόμαστε. Χρειάζεται μετάνοια για ό,τι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε και να παλέψουμε να γίνει φως. Και η μετάνοια τελικά, όταν υπάρχει, καθιστά φως και αυτό το οποίο είναι σκοτάδι. Διότι δεν το δικαιολογούμε. Δεν το βαφτίζουμε αλλιώς. Αλλά με ταπείνωση παλεύουμε εναντίον του και ζητούμε τη βοήθεια του Θεού για να το μεταμορφώσουμε σε αγάπη, αλήθεια, υπακοή. Προϋπόθεση η στήριξη των άλλων. Των οικείων εν τη πίστη. Των παιδιών του Θεού. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απορρίπτει και να περιθωριοποιεί αυτόν που δυσκολεύεται. Διότι άλλος βρίσκεται σε πτώση εδώ, άλλος εκεί. «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών και επιφαύσει σοι ο Χριστός» (Εφεσ. 5, 14), λέει πάλι ο απόστολος Παύλος. «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός». Ας συνειδητοποιούμε τον ύπνο στον οποίο βρισκόμαστε σε σχέση με τις εντολές του Θεού και ας ξυπνάμε από αυτόν τον μικρό θάνατο. Και Εκείνος θα μας φωτίζει.
Η Εκκλησία ζητά από τον σύγχρονο άνθρωπο να έχει ηθική επίγνωση. Κανέναν δεν απορρίπτει ως πρόσωπο για τις επιλογές του, αλλά απορρίπτει τα έργα του. Δεν πιστεύει ότι τα έργα χαρακτηρίζουν το πρόσωπο στην πληρότητά του, αλλά τα θεωρεί εκφράσεις του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος πάντοτε θα παραμένει ισχυρός όταν ο καθένας μας δεν έχει επίγνωση της κλήσης του, όταν νομίζει, παρασυρμένος και από τον ατομοκεντρικό πολιτισμό, ότι είναι το κέντρο του κόσμου και ότι όλοι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν, όταν υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στο τι είναι δικαίωμα, επιλογή και πρότυπο και στο τι θέλει ο Θεός από τον καθέναν μας, όταν η συλλογική έκφραση περιφρονεί και κοροϊδεύει την αρετή. Επειδή όμως μας δόθηκε κατά το βάπτισμά μας και μέσα στη ζωή της πίστης η ευλογία του νέου, του καινούργιου ανθρώπου, ας πάψουμε να συζητούμε δοξαστικά για τα πάθη μας και ας γίνουμε τόσο στα έργα, όσο και στις προτεραιότητές μας « τέκνα φωτός»!
Κέρκυρα, 29 Νοεμβρίου 2015