Μία από τις σημαντικότερες αρχές του σύγχρονου πολιτισμού είναι η ανοχή. Ανοχή στο διαφορετικό. Ανοχή στις απόψεις και τις ιδέες των άλλων. Ανοχή στα λάθη. Ανοχή ακόμα και στα σφάλματα του άλλου, διότι ο καθένας έχει το δικαίωμα ακόμη και στο λάθος. Η ανοχή έρχεται σε αντίθεση με την μισαλλοδοξία. Με το φανατισμό. Με την τάση για επιβολή του πνεύματος της εξουσίας με κάθε τρόπο και μέσο. Ακόμη και την τάση να διορθώνει ο ένας τον άλλο. Η ανοχή συνεπάγεται την ευθύνη του καθενός να διορθώσει τον εαυτό του. Ευθύνη της κοινωνίας, δια του κράτους, είναι να ορίζει το πλαίσιο εκείνο το οποίο θα διαφυλάττει την ελευθερία του καθενός μας. Και ο καθένας γνωρίζει ή, μέσω της παιδείας, καλείται να μάθει τον δρόμο και τον τρόπο να βελτιώσει τον εαυτό του. Κυρίως να έχει νου ελεύθερο από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, φανατισμούς. Μακριά από δεσμεύσεις που καθηλώνουν σε αυθεντίες. Ανοχή σημαίνει διάλογος και σεβασμός. Ανοχή σημαίνει προσαρμογή σε μία κοινωνία στην οποία κριτήριο και κίνητρο θα είναι η ειρήνη και όχι ο πόλεμος.
Η Εκκλησία, δια του αποστόλου Παύλου, επισημαίνει μία άλλη οδό προς την ανοχή. «Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» (Εφεσ. 4, 2), να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλο, προτρέπει τους χριστιανούς. Η ανοχή της πίστης έχει να κάνει και αυτή με την ανοχή του προσώπου. Διότι η σύγχρονη κοινωνία, όσο κι αν ντρέπεται να το ομολογήσει, είναι επηρεασμένη και συνεχίζει τις αρχές της χριστιανικής πίστης και παράδοσης. Κρατά τις αρχές, περιθωριοποιεί την πίστη. Εδώ το οξύμωρο. Η ανοχή λοιπόν της πίστης έχει να κάνει με τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν είναι οι ιδέες ή ο τρόπος ζωής ή τα σωστά και τα λάθη που μετράνε στη σχέση μας με τους άλλους. Είναι τα πρόσωπα καθαυτά. Το πρόσωπο έχει μοναδική αξία. Και το πρόσωπο καλούμαστε να ανεχτούμε, όπως και οι άλλοι το δικό μας. Και ανέχομαι το πρόσωπο σημαίνει ότι μιμούμαι τον Θεό, ο Οποίος εποίησε τον άλλο, όπως και εμάς, κατ’ εικόνα Του. Τον Θεό, ο Οποίος μας ανέχεται όλους, παρότι η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη προς το θέλημά Του. Συνήθως ζούμε την αποστασία από Εκείνον, ακόμη κι αν ισχυριζόμαστε ότι πιστεύουμε. Κι όμως Εκείνος, την γενεά την άπιστο και τη διεστραμμένη συνεχίζει να την ανέχεται. Και όχι μόνο.
Ο Θεός θυσιάζεται για όλους εμάς που μας ανέχεται. Για τα πρόσωπά μας. Γίνεται άνθρωπος και ανεβαίνει από εμάς και για εμάς στο σταυρό. Η ανοχή Του δεν είναι θεωρητική ή στο επίπεδο των λέξεων και των ιδεών. Δεν είναι περιφρόνηση ούτε αδιαφορία ούτε φυγή. Είναι έμπρακτη, κενωτική, θυσιαστική αγάπη. Και το παράδοξο είναι ότι γνωρίζει τη στάση μας. Ότι θα συνεχίσουμε όσο υπάρχει κόσμος να Τον περιφρονούμε και δια των λόγων και δια των έργων μας. Γνωρίζει την ατέλειά μας. Όμως εξακολουθεί να μας ανέχεται, αγαπώντας μας. Είμαστε παιδιά Του και δεν το λησμονεί. Μας υπενθυμίζει διακριτικά την παρουσία Του και γνωρίζει να περιμένει την μετάνοιά μας. Δεν έχει την ανθρώπινη ανυπομονησία, ούτε μας κουνά το δάχτυλο, για να διορθωθούμε. Ανεβαίνει στο σταυρό, κατέρχεται μέχρις Άδου ταμείων, μας απλώνει το χέρι, για να μας αναστήσει μαζί Του. Και μας αφήνει να αποφασίσουμε αν θα του δώσουμε το δικό μας χέρι.
Η ανοχή στην Εκκλησία είναι «αλλήλων». Ο ένας καλείται να δει τον άλλο ως εικόνα Θεού. Είναι ανοχή συγχώρησης. Είναι ανοχή ενότητας. Είναι απόφαση ότι θέλουμε να είμαστε ένα σώμα, στο οποίο χωρά και ο άγιος και ο αμαρτωλός και ο δίκαιος και ο άδικος και το θύμα και ο θύτης. Αρκεί, εν ελευθερία να επιλέξουμε να ενταχθούμε σ’ αυτό. Στην Εκκλησία. Να επιλέξουμε το να ζούμε το «αλλήλους». Την αλληλεγγύη. Την κοινωνία. Την πραότητα. Την υπομονή. Την ειρήνη. Την πίστη στον Θεό, ο Οποίος είναι πατέρας για όλους, κυριαρχεί σε όλους, ενεργεί μέσα από όλους και κατοικεί σε όλους μας. «Είς Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων, και εν πάσιν υμίν» (Εφεσ. 4,6). Εφόσον ισχύει αυτή η πίστη, τότε ανεχόμαστε τον κακότροπο. Τον δύσκολο. Τον διαφορετικό. Χωρίς να τον κατακρίνουμε, αλλά διδάσκοντάς τον με το παράδειγμά μας, την υπομονή μας και την κατανόησή μας το θέλημα του Θεού. Δεν κατακρίνω σημαίνει ότι δεν απορρίπτω, δεν καταδικάζω, δεν δικαιώνω τον εαυτό μου ενώπιον του άλλου, αλλά προσεύχομαι και με ταπείνωση αναδεικνύω τι ζητά ο Θεός από εμάς. Και στην αδυναμία του άλλου, αν το θέλει, είμαι δίπλα του. Αυτό σημαίνει Εκκλησία. το σώμα «αλλήλων».
Διαφέρει η ανοχή της πίστης από την ανοχή του πολιτισμού μας. Η πίστη θέλει τη σωτηρία του άλλου. Δεν στηρίζεται στην απόκρυψη ούτε στην αδιαφορία για τα λάθη του. Δεν μένει όμως σ’ αυτά. Τον βλέπει ως πρόσωπο, ως εικόνα Θεού. Και προσεύχεται γι’ αυτόν, εκεί που δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ακόμη κι αν είναι φανατικός και ακραίος. Ακόμη κι αν είναι αλλόθρησκος. Ακόμη κι αν ο χαρακτήρας του δεν μπορεί να ταιριάξει με τον δικό μας. Ανοχή σημαίνει συγχώρεση. Ανοχή σημαίνει αγάπη. Ανοχή σημαίνει αίσθηση ότι είμαστε ένα σώμα. Και την ίδια στιγμή, ανοχή σημαίνει θυσία, όσο και όπως μπορούμε. Βολεύει την κοινωνία και τις σύγχρονες αυθεντίες να καταδικάζουν τη θρησκεία ως πηγή μη σεβασμού στη διαφορετικότητα. Να την περιθωριοποιούν. Δεν γνωρίζουν τον χριστιανισμό στη βάση του. Και εκμεταλλεύονται τις αστοχίες εκείνων που από «ου κατ’ επίγνωσιν ζήλο» φοβούνται ότι ο Χριστός κινδυνεύει από όσους Τον απορρίπτουν. Και εκείνους οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι το ήθος της ανοχής, δεν σέβονται αυτούς που τους ανέχονται. Κι αυτό μπορεί να συμβεί σε όλους και παντού. Όχι μόνο σε θρησκευτικό επίπεδο, αλλά και στην οικογένεια, στην εργασία, στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Είναι σχοινοβασία η Ορθοδοξία. Είναι δύσκολος ο δρόμος τον οποίο μας καλεί να ακολουθήσουμε. Δεν είμαστε όμως μόνοι μας. Γιατί η Ορθοδοξία πάντοτε θα μιμείται τον Χριστό που μας ανέχεται. Και Εκείνος δεν θα μας εγκαταλείψει.
Κέρκυρα, 22 Νοεμβρίου 2015