Ένα από τα στοιχεία που μας έδωσε ο Θεός κατά τη δημιουργία μας και που αποτελούν δωρεά ζωής, αγάπης, δημιουργίας είναι ο λόγος. Με τον λόγο ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες του, τόσο υλικές όσο και κοινωνικές αλλά και πνευματικές. Μπορεί να ζητήσει από τους άλλους την τροφή του ή να ικανοποιήσει το αίτημά τους για την δική τους. Μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του, τη χαρά, τη λύπη, την απογοήτευσή του, τον θυμό του για ό,τι συμβαίνει, την ανάγκη του για αγάπη και συντροφικότητα ή την εχθρότητά του, την απόρριψη των άλλων. Μπορεί να δημιουργήσει πολιτισμό δια του λόγου είτε έναρθρου είτε ποιητικού και τεχνουργηματικού, διότι τα πάντα έχουν και λόγο ύπαρξης και απευθύνονται μέσω αυτής προς τους ανθρώπους, δείχνοντας αυτόν τον λόγο. Ένα έργο τέχνης, εκτός από την ομορφιά που αποπνέει, μιλά στις ψυχές αυτών που το θεώνται. Εκφράζει, ακόμη και άψυχο, τον λόγο ή τους λόγους δημιουργίας του και προσφέρει βιώματα και μηνύματα ζωής στους θεατές του.
Ο λόγος, είτε έναρθρος, είτε ποιητικός, είτε τεχνουργηματικός, είναι και ένα όπλο για τον άνθρωπο, είτε αισθάνεται τη δύναμή του είτε όχι. Μπορεί να βοηθήσει τόσο τον εκφέροντα όσο και αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Μπορεί όμως να προκαλέσει λύπη, πόνο και δοκιμασία σε όσους τον προσλαμβάνουν, αλλά και να γίνει ένα μέσο εξουσίας γι’ αυτόν που τον εκφέρει. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος προς τους Κολοσσαείς, τους προτρέπει με αυτά τα απαράμιλλα λόγια: «ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πώς δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι» (Κολ. 4,6). Τα λόγια σας να είναι πάντοτε γεμάτα χάρη, νοστιμισμένα με αλάτι (όχι ανούσια). Να ξέρετε πώς πρέπει να αποκρίνεστε στον καθένα. Και η Εκκλησία έχει ορίσει να διαβάζεται αυτό το απόσπασμα, στην μνήμη του ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος παρουσίασε στους ανθρώπους τους λόγους, τη ζωή και την ανάσταση του Κυρίου που λυτρώνουν.
Δεν είναι ηθικολογία ο λόγος του Παύλου. Δεν στοχεύει στο να διαμορφώσει ανθρώπους οι οποίοι θα γνωρίζουν καλούς τρόπους. Η προτροπή του Παύλου πηγάζει από την δίψα του για αγάπη, αλήθεια και σωτηρία. Η χάρις, στην οποία αναφέρεται, δεν έγκειται μόνο στην κομψότητα των λόγων, στην ωραία έκφραση και στο ζεστό ύφος. Έχει να κάνει με τη διάθεση αυτού που εκφέρει τον λόγο να προκαλέσει χαρά στους ανθρώπους. Και η χαρά είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Χαρά δεν προκαλεί αυτός ο οποίος λέει μόνο ευχάριστα. Χαρά προκαλεί αυτός που ο συνομιλητής του νιώθει ότι ο λόγος του αποσκοπεί στο να του προσφέρει την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτή προβληματίζει και γεννά αυτοκριτική. Ενίοτε κι όταν η αλήθεια είναι σκληρή. Γιατί αυτός που εκφέρει τον λόγο αγαπά τον συνομιλητή του. Και όταν του μιλά, η αγάπη διαφαίνεται τόσο στις λέξεις όσο και στα σημαινόμενά τους. Και αποσκοπεί τόσο στο να του προσφέρει χαρά, μέσα από το ευχάριστον των λόγων του, όσο και την αλήθεια η οποία πηγάζει τόσο από την φανέρωση των εντολών του Θεού και του θελήματός Του, όσο και από την έγνοια για εκείνον ως συνάνθρωπο.
Ο νοστιμισμένος με αλάτι λόγος είναι αυτός που έχει ουσία και δεν είναι λόγος «αργός», δεν είναι αδολεσχία, φλυαρία, ματαιότητα. Αν σκεφτούμε πόσους μάταιους και ανούσιους λόγους εκφέρουμε καθημερινά στη ζωή μας, δεν μπορεί παρά να προβληματιστούμε από τα Παύλεια λόγια. Είναι διότι ο λόγος αποτυπώνει την ποιότητα, αλλά και τον πνευματικό αγώνα, όπως επίσης και την διάθεση της καρδιάς μας. Ο αργός λόγος, ο σαπρός, όπως τον αποκαλεί αλλού ο Παύλος, μαρτυρεί την αδυναμία της ύπαρξής μας να θέσει ενώπιόν της τα ουσιώδη, τις μεγάλες απαντήσεις στα ερωτήματα του «ποιος είμαι;», «γιατί αξίζω;», «προς τα πού πορεύομαι;», «τι είναι για μένα ο Θεός και ο πλησίον;» και να πορευτεί σύμφωνα μ’ αυτές. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο λόγος δεν μπορεί να ξεκουράζει και να αναπαύει από την κόπωση που κάθε αγώνας φέρει. Διότι μετά γινόμαστε όχι απλώς αυστηροί, αλλά αναλαμβάνουμε έναν στόχο που είναι βέβαιο ότι υπερβαίνει τις δικές μας δυνάμεις. Παύουμε να χαιρόμαστε την επικοινωνία με τον κόσμο και τον συνάνθρωπο και λειτουργούμε με ένα πνεύμα αδιάκριτου αναχωρητισμού από τη ζωή. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την υποχώρηση στον ευτελισμό. Την κατάκριση του άλλου, δηλαδή τον καταλογισμό σ’ αυτών έργων και προθέσεων που μαρτυρούν την αδυναμία να τον στηρίξουμε ακόμη και στις πτώσεις του. Τις ύβρεις εναντίον του, οι οποίες δεν σώζουν, αλλά αμαυρώνουν τόσο τα χείλη όσο και την καρδιά μας, αλλά και πληγώνουν και προκαλούν αντιδράσεις.
Το να γνωρίζουμε πώς πρέπει να αποκρινόμαστε στον καθέναν είναι σημείο διάκρισης. Ο Παύλος δεν αναφέρεται σε μία ικανότητα, καρπό ανθρωπιστικής και διπλωματικής παιδείας. Η διάκριση είναι πνευματικός καρπός. Έχει να κάνει με την τοποθέτησή μας στη θέση του άλλου. Στον χαρακτήρα, τη συνείδηση, την ψυχή του άλλου. Στις δυνατότητές του να αντέξει τους λόγους μας. Αλλά έχει να κάνει και πάλι με το δικό μας βαθύτερο κίνητρο. Αν αυτό έγκειται στην φανέρωση των λόγων του Θεού, αν αυτό στοχεύει στη σωτηρία τόσο τη δική μας όσο και του άλλου, τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε εν διακρίσει. Εκεί όπου καλούμαστε να παρηγορήσουμε, θα είμαστε ήπιοι και γλυκείς. Εκεί όπου καλούμαστε να επαινέσουμε, θα το κάνουμε με μέτρο. Εκεί όπου καλούμαστε να είμαστε αυστηροί, θα δείξουμε αποφασιστικότητα και ευθύτητα. Δεν θα κρύψουμε την αλήθεια, αλλά και δεν θα εξουθενώσουμε τον άλλο. Πρωτίστως όμως θα φανερώσουμε το τι θέλει ο Θεός, αν βεβαίως το πιστεύουμε και το έχουμε ως στόχο.
Η εποχή μας έχει αποθεώσει τη ρητορική δεινότητα, το ψέμα και την εξαπάτηση δια των λόγων, τα ευχάριστα στ’ αυτιά μηνύματα. Μετατοπίζει τα ενδιαφέροντα της καθημερινότητάς μας από τη χαρά στην απόλαυση. Από την ουσία των υπαρξιακών απαντήσεων στη φλυαρία, την ματαιότητα και την κατάκριση. Από τη διάκριση στην ωραιοποίηση της πραγματικότητας. Έτσι ο λόγος παύει να γίνεται δημιουργικός και έχει ως στόχο του την εξουσία κάθε μορφής. Διότι η παραποίηση ή η ωραιοποίηση δεν αποσκοπεί στο να ελευθερώσει τους ανθρώπους, αλλά να τους υποτάξει στα κάθε λογής ευχάριστα, προς όφελος αυτών που θέλουν ανθρώπους χωρίς επίγνωση. Αντίθετα ο λόγος της πίστης λυτρώνει δια της χάριτος που γίνεται χαρά, δια του άλατος το οποίο νοστιμίζει αλλά και συντηρεί ό,τι ουσιώδες και δια της διακρίσεως, η οποία χωρίς να αποκρύπτει την αλήθεια, παρηγορεί, ενθαρρύνει και εμπνέει σε μία συνεχή καινούργια αρχή στην ανθρώπινη ζωή, με επίγνωση των καταστάσεων, αλλά και με πρόταξη της βοήθειας του Θεού σε αυτόν που θέλει να προσπαθήσει. Ο καθένας μας ας σκεφτεί ποιαν οδό θα ακολουθήσει.
Κέρκυρα, 18 Οκτωβρίου 2015