Στην περίοδο προ του ερχομού του Χριστού στον κόσμο, τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και οι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή αυτή ως προετοιμασία για μίαν άλλη. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήθελαν να τη χαρούν, να την απολαύσουν με τον τρόπο που ο καθένας μπορούσε, είτε δια της δημιουργίας οικογένειας, είτε δια της εξουσίας επί των άλλων, είτε δια του πολιτισμού, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της καλλιέργειας ιδανικών και της εφαρμογής αξιών, οι οποίες στηρίζονταν στον νου, στην πίστη στον Θεό, στη θρησκεία. Κοινό χαρακτηριστικό του προ Χριστού κόσμου η αίσθηση ότι ο καθένας πρέπει να βάλει τους στόχους του και να εργαστεί για να τους εκπληρώσει. Μόνο αυτή η εκπλήρωση, έδινε δικαίωση. Ακόμη και στους απλούς ανθρώπους, η συμμόρφωση με τα κοινωνικά ιδανικά, το να είναι πολίτες, μέτοχοι του «εμείς» της κοινωνίας, αποτελούσε από μόνο του μία επαρκή δικαίωση, μία καταξίωση στη ζωή. Η συνείδηση, προσωπική και συλλογική, δικαίωνε.
Με τον ερχομό του Χριστού θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, τι άλλαξε στον κόσμο και τη ζωή μας; Γιατί να ακολουθήσουμε μία θρησκευτική παράδοση, η οποία έχει κάποιες προσθήκες σε σχέση με την ως τότε πραγματικότητα, αλλά, αν δεν την εξετάσουμε ενδελεχώς, ουσιαστικά με δυσκολία θα βρούμε πολύ μεγάλες διαφορές; Αλλάζει το Πρόσωπο στο Οποίο στοχεύουμε. Αλλάζουν κάποιες δομές της θρησκείας εξωτερικά. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο πυρήνας της θρησκευτικότητας παραμένει ο ίδιος: η δικαίωση τόσο γι’ αυτή τη ζωή όσο και για την αιωνιότητα. Δίκαιοι ονομάζονται οι δικαιωμένοι της Παλαιάς Διαθήκης. Μάκαρες οι δικαιωμένοι της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Άγιοι ονομάζονται οι δικαιωμένοι της χριστιανικής πίστης. Και οι τρεις κατηγορίες ζούνε στην αιωνιότητα ευτυχισμένοι, ενώ στον κόσμο έχουν αφήσει ένα καλό όνομα, ότι τουλάχιστον φάνηκαν αντάξιοι των προτύπων τα οποία η θρησκευτικότητα, η φιλοσοφία, ο τρόπος της κοινωνίας στην οποία έζησαν καθιέρωσε.
Εύλογα φαντάζουν τα ερωτήματα, ωστόσο υπάρχει απάντηση. Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σαρξ» (Γαλ. 2, 16). Με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άνθρωπος. Αναφέρεται κυρίως στον ιουδαϊκό νόμο, τις δέκα εντολές, αλλά και όλες τις άλλες διατάξεις οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην Παλαιά Διαθήκη, τις οποίες έδωσε δια του Μωυσή ο Θεός, αλλά και διαμόρφωσε η θρησκευτική παράδοση των Ιουδαίων. Όμως, κατ’ αναλογίαν, το ίδιο θα μπορούσε να πει και για τα έργα τα οποία προβλέπονταν από τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα τόσο των αρχαίων Ελλήνων, όσο και των άλλων λαών. Ο Παύλος δεν υπονοεί ότι τα έργα δεν χρειάζονται. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε η σωτηρία, η αιώνια κοινωνία με τον Θεό, θα ήταν είτε μία μαγική κατάσταση είτε θα υπήρχε ένας απόλυτος προορισμός. Θα διάλεγε ο Θεός ποιους ήθελε να σώσει και θα ήταν αρκετό αυτό. Όμως τότε και η ανθρώπινη ελευθερία και ο προσωπικός κόπος του ανθρώπου δεν θα είχαν καμία αξία. Όλα θα ήταν περιορισμένα σε ένα εντελώς θεωρητικό επίπεδο. Από την άλλη, ο Παύλος επισημαίνει την ανάγκη τα όποια έργα να μην θεωρηθούν ως αυτάρκεια. Κι αυτό διότι αν κάποιος πιστεύει ότι είναι αρκετά, τότε απολυτοποιεί τον κόπο του, θεοποιεί τον εαυτό του και νομίζει ότι είναι αρκετή η προσωπική του δύναμη, ακόμη κι αν ακολουθεί εντολές του Θεού ή της θρησκευτικής παράδοσης στην οποία είναι ενταγμένος, για να δικαιωθεί, για να σωθεί.
Για τη χριστιανική μας πίστη και παράδοση δεσπόζει η εκζήτηση της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Χριστού. Τα έργα μας είναι σημεία αυτής της επιθυμίας μας για κοινωνία. Αναζητούμε τον Χριστό στη ζωή μας. Ακολουθούμε τις εντολές που Αυτός έχει δώσει δια του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας, αλλά δεν μένουμε στην ηθική ικανοποίηση της εκπλήρωσής τους, διότι δεν είναι αυτός ο τελικός σκοπός. Θέλουμε Αυτός να είναι το κριτήριο της πορείας μας. Αυτόν να προσεγγίσουμε. Αυτόν να αγαπήσουμε, όπως μας αγαπά και το απέδειξε δια του Σταυρού. Και η σκέψη μας βρίσκεται στο πρόσωπό Του σε ό,τι κάνουμε, ακόμη κι αν αυτό είναι καθημερινό και ανθρώπινο. Εκείνος άλλωστε τα ευλόγησε όλα, αρκεί να είναι ενταγμένα στην προοπτική τη αγάπης τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον. Έργα χωρίς κοινωνία με τον Χριστό εύκολα μας παγιδεύουν στην αυτάρκεια. Και την ίδια στιγμή γεννούν υπερηφάνεια. Μας οδηγούν στη λογική ότι εμείς μπορούμε. Ότι τελικά αντί να οφείλουμε στον Θεό, Εκείνος μας οφείλει διότι είμαστε άξιοι.
Παράλληλα, η σωτηρία μας δεν είναι κατάσταση του νου, αλλά της σύνολης ύπαρξης. Αλλιώς θα ήταν αρκετή η φιλοσοφία, για να προσεγγίσουμε τον Θεό. Η ψυχή δεν περιορίζεται στον νου, στη δυνατότητα δηλαδή του τμήματος της ύπαρξης που σκέπτεται, αποφασίζει, δημιουργεί συναισθήματα και επιθυμίες, εσωτερικεύει μνήμες, αναζητεί νόημα ζωής, αλλά ολόκληρου του ανθρώπου. Τα έργα γεννούν ικανοποίηση στο νου, στη συνείδηση, στον έσω άνθρωπο. Όμως για την πίστη η σωτηρία δεν μπορεί να περιοριστεί στο πνευματικό μας κομμάτι. Είναι συνολική κατάσταση. Αγκαλιάζει και συμπεριλαμβάνει και την σάρκα μας, όπως αναφέρει ο Παύλος. Και οι αισθήσεις μας σώζονται. Και το σώμα μας. Και γι’ αυτό επιδιώκουμε την μίμηση Χριστού κατά πάντα. Ακόμη κι αν το σώμα μας βιώσει τον θάνατο και φαίνεται ηττημένο, θα προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Και η ψυχή μας θα περιμένει την επανένωσή της με αυτό, ώστε ο πλήρης εν Χριστώ άνθρωπος να βιώσει τη χαρά της αιωνιότητας. Και γι’ αυτό η χριστιανική παράδοση δεν μπορεί να ταυτιστεί με την φιλοσοφία, η οποία αρκούνταν στη σωτηρία της ψυχής, δηλαδή στην αιωνιότητα του ανθρώπινου νου.
Τέλος, σε κοινωνικό επίπεδο η σωτηρία, η δικαίωσή μας δεν έρχεται με την ένταξή μας στα κοινωνικά πρότυπα που ορίζονται από τον κόσμο, αλλά από την έμπρακτη αγάπη, η οποία εκφράζεται με την φιλανθρωπία, την συγχωρητικότητα, την ανιδιοτελή προσφορά, πρωτίστως όμως με την χαρά που μπορούμε να μοιραστούμε με τους άλλους διότι η καρδιά μας ζητά την κοινωνία μαζί τους. Ακόμη κι αν αυτή είναι δύσκολη, διότι προσκρούει στον εγωκεντρισμό και το ίδιον θέλημα του καθενός, η επιμονή στην αγάπη αποτελεί το σημείο της σωτηρίας. Όσο κι αν αυτό φαίνεται κόπος, όσο κι αν προκαλεί απογοήτευση, κάθε έργο μας, κάθε στόχος μας, κάθε συνάντησή μας με τους άλλους χρειάζεται το μπόλιασμα και την επιμονή της αγάπης. Και εδώ δεν είμαστε μόνοι μας. Η δύναμη της πίστης μας ενισχύει. Και εκεί όπου δεν μπορούμε, εμπιστευόμαστε τον Δωρεοδότη της.
Η Εκκλησία δεν αρνείται τον ανθρώπινο κόπο. Δεν αρνείται τα καλά έργα, ούτε την θεωρητική αναζήτηση, ούτε τον κόσμο, ούτε την κοινωνικότητα. Αρνείται την αυτάρκεια, τον εγκλωβισμό σε μία στείρα θρησκευτικότητα που φέρνει υπερηφάνεια, εφησυχασμό και γήρανση της καρδιάς. Ζητά και προσφέρει τον Χριστό με κάθε τρόπο, θέλει τη σωτηρία της σύνολης ύπαρξης και επιμένει στην αγάπη. Και γι’ αυτό η πρότασή της δεν αποσκοπεί στην εδώ δικαίωση, αλλά στην κοινωνία με τον Χριστό, η οποία ξεκινά από εδώ και περνά στην αιωνιότητα. Είναι ένα φρόνημα που δίνει χαρά, ενίοτε γίνεται και μαρτυρικό. Οι άγιοι της πίστης μας όμως δεν είναι απλώς δίκαιοι, μολονότι κι εκείνοι ξεκινούσαν από την εμπιστοσύνη στον Θεό, ωστόσο δεν είχαν γευτεί την παρουσία του Χριστού και κάποτε έβλεπαν τη σχέση με τον ουρανό ως στα πλαίσια του καθήκοντος ή της κοινωνικής προόδου, ούτε μάκαρες, διότι εκείνοι, ακόμη περισσότερο, στηρίχτηκαν στην αυτάρκεια του εαυτού τους ή του κοινωνικού συστήματος στο οποίο έζησαν. Ο άγιος στη ζωή της Εκκλησίας είναι αυτός που επιζητεί να γίνει αληθινά χριστοφόρος. Να σωθεί και να βοηθήσει να σωθούν. Κι εδώ η αγάπη γίνεται πράξη!
Κέρκυρα, 25 Οκτωβρίου 2015