10/13/15

Η ΖΩΗ ΣΑΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ 2

Πολλοί εξ υμών σχολιάσατε την ανάρτηση για το βιβλίο του καθηγητή Βασίλη Καραποστόλη, Η ζωή σαν τιμολόγιο (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ) http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/2015/09/blog-post_22.html
Ευχαριστούμε όλους και ελπίζουμε το βιβλίο να διαβαστεί και να συζητηθεί περαιτέρω. Από όσα μηνύματα λάβαμε, μας συγκίνησε ιδιαιτέρως το κείμενο εξ αφορμής της ανάρτησης του σεβαστού μας π. Γεωργίου Αντωνίου, ιερέα που αγωνίζεται στην Κύπρο για την αφύπνιση των ανθρώπων και τον ευαγγελισμό τους στην αλήθεια της πίστης, με έναν λόγο που συναντά και ανατέμνει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Δημοσιεύουμε το κείμενο αυτό και τον ευχαριστούμε για τον κόπο και την έμπνευση!
π. Θεμιστοκλής 

Η  Ζ Ω Η   Σ Α Ν   Τ Ι Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ο

Ο ποιητής μίλησε:
 «Έχουμε κι εμείς σήμερα ανάγκη από μια έξοδο. Μια έξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της ίδιας της ολιγωρίας μας, του ίδιου του ψεύδους μας, του ίδιου του εαυτού μας.
Οφείλουμε να αντιτάξουμε άμυνα στην εθνική μας φθορά. Έχουμε ανάγκη σαν Έθνος από ένα άλλο τείχος, μια άλλη τάφρο.
Οι ψυχές των παιδιών μας, στην γενική κρίση που τα περιβάλλει, έχουν μείνει ανοχύρωτες.
Γιατί πρέπει να το παραδεχτούμε, πως οι ηθικές μας αντιστάσεις μειώνονται μέρα με τη μέρα»
 (Νικ. Βρεττάκου, Λόγος για το Μεσολόγγι – Γιορτές της Εξόδου 17 Απρίλη 1989 – Αθήνα 1989, σελ. 16-17).

Δυστυχώς οι Έλληνες σήμερα κατατάσσουμε τους εαυτούς μας στους ανυποψίαστους.
Βλέπουμε τι γίνεται γύρω; Πιάνουμε το σφυγμό της εποχής; Μήπως γίναμε οπαδοί του Επικούρου;
Τούτα, μα και πολλά άλλα ερωτήματα διασχίζουν τον αέρα. Έπεα πτερόεντα; Ποιος ξέρει;
Σε ποια γη άραγε βλάστησαν τα έπη κι οι στίχοι οι λυρικοί; Κι άνθισε ο ανθρωπισμός; Η λαχτάρα της περιπέτειας; Η αέναη της αλήθειας αναζήτηση;
Πώς αφήσαμε να μας κυριαρχήσει η αφασία η πνευματική; Και την ίδια στιγμή η καταλυτική της σύγχρονης αδιαφορίας η επίδραση;
Ο ωχαδερφισμός κυκλοφορεί ανάμεσά μας «περιβεβλημένος στολήν λευκήν» Κι απλώνεται. Κι όλο επικρατεί. Και καταστρέφει.
Η συναρπαστική πλέον περιδιάβαση στο φυσικό, στο ιστορικό τοπίο ανήκει στο παρελθόν.
Εκλεκτικιστικά χτίσματα, που φέρουν του λαμπρού παρελθόντος τη σφραγίδα, χάνονται στο μύθο. Γίνονται ένας απόηχος, λόγος φορτισμένος που όλο και φέρνει στην απολυτοποίηση του γράμματος. Διέξοδο στην ασφυξία του σήμερα δεν μπορούν να δώσουν.
Κατάθεση ψυχής; Πουθενά.
Από πού άλλωστε να ζητήσουμε; Και από πού μπορεί να περιμένουμε;
Κανένας λόγος ακριβής και γλαφυρός δεν μπορεί πια να παρασύρει τον Έλληνα σ’ ένα ταξίδι επανανακάλυψης των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του τόπου, αλλά και των ανθρώπων.
Πώς να προχωρήσει ο νέος σήμερα στην ανίχνευση της Ιστορίας; Στη συμφιλίωση του παρόντος με το παρελθόν; Στην αναζήτηση πλουτοφόρων τρίστρατων για να χωρήσει στο μέλλον;
Χρησιμοποιούμε, ναι, το παρελθόν. Όχι για να προσκολληθούμε σ’ αυτό. Ούτε για ν’ αναβιώσει στις μέρες μας. Θα ήταν λάθος κάτι τέτοιο.
Προβλέπουμε στο μέλλον. Δεν ζούμε σ’ αυτό ούτε και μ’ αυτό. Λάθος και τούτο.
Σήμερα, στο παρόν, τι κάνουμε;
Τη λαίλαπα και τους οδοστρωτήρες της καθημερινότητας πώς τους αντιμετωπίζουμε;
Ο πληγωμένος, έξω από την Ιεριχώ, ο κόσμος μας δηλ. περιμένει. Θα τον αφήσουμε εκεί;  Θα τον προσπεράσουμε; Γνωστή άλλωστε είναι τούτη η τακτική. Είναι όμως λύση;
Για εμάς τους Έλληνες το πρόβλημα είναι πολύ πιο έντονο. Και φλέγον.
Δεν μιλούμε για (ένα) πρόσωπο.
Μιλούμε για λαό «Ελλήνων Χριστιανών».
Τούτες οι πραγματικότητες όλο κι ανεβάζουν του πνευματικού θερμομέτρου τις μονάδες.
Και μετά; Αντιπυρετικά; Και που να βρεθούν;
Για να καταφέρουμε τι;
Ζούμε γύρω μια σπάνια καταγραφή του φωτός, της αλμύρας της ζωής, των συνηθειών και της λιτότητας του τοπίου της γενέθλιας γης.
Μιας πάτριας γης από της οποίας τα χώματα έμπνευση άντλησαν και δύναμη της σκέψης τους οι ποιητές. Οι φιλόσοφοι. Κι όλοι οι άλλοι.
Πλαισιωμένοι από του Έλληνος λόγου τη λυρικότητα ανέδειξαν το πρόσωπο, μα και την ψυχή τούτου του τόπου του ευλογημένου. Ενός τόπου, που, ως τώρα, πιστέψαμε πως ασκούσε μια μαγεία στη ζωή αυτήν που εδώ εγκαταβιώνουν. Ανάμεσα στου ουρανού, μα και του Αιγαίου το γαλάζιο.
Δεν ολοφύρομαι, όχι. Ούτε να «ωραιολογήσω» επιχειρώ. Οι καιροί μας τέτοιες πολυτέλειες τις απορρίπτουν.
Να προκαλέσω προσπαθώ.
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: «ώρα ημάς εξ ύπνου εγερθήναι».
Ο αγώνας σήμερα δεν είναι κρατώντας τα 99, ν’ αναζητήσουμε το ένα πρόβατο. Τα ποσά μας είναι αντίστροφα. Τα 99 τα χάνουμε. Αν δεν το πάθαμε κιόλας.
Κι έχουμε ευθύνη.
Είναι καιρός για αντιπερισπασμούς. Για αντισώματα. Για οδοφράγματα πνευματικά.
Τα μετερίζια κι οι πολεμίστρες έμειναν αφύλακτες.
Στα φρούρια, όσα ξέμειναν, δεν υπάρχουν σημαίες. Ούτε φλάμπουρα. Μα κι ούτε θυρεοί.
Η στειρότητα η πνευματική θερίζει συνεχώς αναζητώντας «τίνα καταπίει».
Ιδανικά; Αξίες; Ιδέες;
Ούτε στα λεξικά δεν τα βρίσκουμε πια.
Κι όμως! Είναι η μόνη λύση.
Κι αυτή δεν θα έλθει από τους πολιτικούς. Τους οικονομολόγους. Ή όποιους άλλους.
Μόνο από την Εκκλησία θα έλθουν «τα κρείττω». Μόνο αυτή μπορεί να εμπνεύσει. Να δώσει ικμάδα - Να ζωντανέψει (και πάλι) την Πίστη. Και την Παράδοση –
Δεν σταμάτησε βέβαια ποτέ να εργάζεται.
Οι δικές μας κεραίες είχαν αλλού περιπλανηθεί.
Πυξίδα λοιπόν καινούργια μας χρειάζεται;  Ξέρουμε πού θα τη βρούμε.
Το βιβλίο του καθηγητού κ. Βασίλη Καραποστόλη είναι μια (πρώτη) ένδειξη. Μας αναμένουν άλλες.
Σταγόνα στον ωκεανό; Μπορεί.
Χωρίς αυτήν όμως, ο ωκεανός δεν θα είναι πλήρης. Θα του λείπει μια σταγόνα.
Γύρω, παντού, λιμός της πράξης
Ένα τέλμα.
Μια κινούμενη άμμος.
Θα μείνουμε εδώ; Παρατηρητές απλοί της καταστροφής;
Κι η «στήλη αλός» (η γυναίκα του Λωτ η πρώτη διδάξασα) θα καραδοκεί. Ως το τέλος. Μέχρι κι εμείς να γράψουμε «ετοιμόρροπο. Πωλούνται πάσης φύσεως υλικά».
Κι οι άλλοι, οι Ευρωπαίοι κι οι φίλοι τους, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, θα λένε:
Κάποτε. . .  Εκεί ήταν . . .  κλπ.
Ε, όχι. Μια τέτοια κατάσταση δεν αντέχεται. Όχι άλλο. Φτάνει. Αρκεί ως εδώ. Τέρμα.
Καταχρήσεις έγιναν πολλές. Αρκεί.
Καιρός με κεφαλαία να γράψουμε:
Τ Ε Λ Ο Σ. Εδώ τελειώνει (επιτέλους) η δράση σας. Αρχίζει  η  Πατρίδα η  δική  μας.  Η Ελλάδα, ναι.  Μην προχωρήτε  λοιπόν.
Έλληνες,  να γρηγορούμε.

Πρωτοπρεσβύτερος
Γεώργιος Αντωνίου
Παλουριώτισσα, Λευκωσία
Κύπρος