Ζούμε σε μία
εποχή στην οποία οι νέοι άνθρωποι, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην αρνητικοί έναντι
της Εκκλησίας, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να ακούσουν τον λόγο της. Η
Εκκλησία δεν παράγει γεγονότα για τη ζωή του κόσμου, ούτε για τη νεανική
πραγματικότητα, εκτός από κάποιες δραστηριότητες οι οποίες όμως είναι
περιστασιακές και χρονικά περιορισμένες (κατηχητικές συνάξεις, κατασκηνώσεις,
πολιτιστικές ομάδες). Κάποιος βεβαίως θα μπορούσε να αντιτάξει το ότι η ίδια η
Εκκλησία είναι το γεγονός. «Η Εκκλησία
δεν αλλάζει τον κόσμο μ’ αυτό που κάνει, αλλά με αυτό που είναι». Φαίνεται όμως
ότι μία τέτοια θέαση της εκκλησιαστικής ζωής δεν είναι αρκετή στην εποχή μας,
στην οποία τα πλανηθέντα πρόβατα είναι η πλειοψηφία και το Ευαγγέλιο της
Βασιλείας δεν φτάνει ούτε στ’ αυτιά ούτε στις καρδιές των πολλών. Μένει μόνο ο
χτύπος της κυριακάτικης καμπάνας, σαν ένα απομεινάρι θύμησης, μόνο που την ώρα
που αυτή χτυπά, οι περισσότεροι ενήλικες νέοι γυρίζουν από την διασκέδαση του
Σαββατόβραδου.
Οι
νέοι σήμερα έχουν διαμορφωμένη τη ζωή τους σύμφωνα με το κυριαρχούν εκκοσμικευμένο
πρότυπο. Η δύναμη της εικόνας, η μουσική,
τα σπορ, το Διαδίκτυο, το φορτωμένο πρόγραμμα, δεν αφήνουν περιθώριο στον
εκκλησιαστικό λόγο να ακουστεί. Την ίδια στιγμή αυτός είναι προσαρμοσμένος στις
ανάγκες, το γλωσσικό ιδίωμα και τις προσδοκίες των μεγαλυτέρων, ενώ υπάρχει ένα
αντιεκκλησιαστικό κλίμα στην κυριαρχούσα
κοινωνική νοοτροπία (ταύτιση της Εκκλησίας με τον κλήρο και
αντικληρικαλιστικό πνεύμα, αντίληψη ότι
η Εκκλησία έρχεται από το παρελθόν, ενώ
η αξία της επιστήμης υπερτονίζεται), με αποτέλεσμα οι
δυσκολίες να αυξάνονται.
Όμως
και η ίδια η Εκκλησία δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την προοπτική τού να
δώσει μία άλλη χροιά στο περιεχόμενο του εκκλησιαστικού λόγου. Δεν είναι μόνο
το τι προτάσσεται. Είναι και το ότι, ενώ υπάρχουν πολλά θέματα τα οποία θα
μπορούσαν να αγγίξουν τους νέους, όπως είναι η ποιότητα των σχέσεων, η ευθύνη
του καθενός για την κοινωνική αδικία, η ανάγκη για μοίρασμα και βοήθεια η οποία
δεν μπορεί να περιορίζεται στην υλική προσφορά, η υπέρβαση της εικονικής
πραγματικότητας, η κριτική των ψεύτικων και ανούσιων προτύπων, η Εκκλησία δεν
είναι έτοιμη να αναδείξει τον λόγο της, ο οποίος είναι ελκυστικός εκ των
πραγμάτων, διότι είναι γνήσιος, καθώς πηγάζει από το πρότυπο της ζωής που αυτή
προτείνει, δηλαδή τη σχέση με τον Χριστό.
Υπάρχει όμως φόβος για διάλογο με
την πραγματικότητα, για πρόσληψη και κριτική στοιχείων από το σήμερα των νέων (μουσική, τραγούδι, περιστατικά, τηλεοπτικά
γεγονότα). Ενίοτε λείπουν και πρόσωπα που με παιδεία και διάθεση θα αφιερωθούν στη
νέα γενιά και θα στηριχθούν από την Διοικούσα Εκκλησία, ενώ υπάρχει δισταγμός
για την αξιοποίηση των μέσων της τεχνολογίας.
Όλα
αυτά δεν συνεπιφέρουν με βεβαιότητα την ελκυστικότητα του λόγου. Μπορούν όμως
να γίνουν αφετηρία για να ακουστεί. Ένα παλιό σύνθημα έλεγε: «τολμήστε να
γνωρίσετε και ας απορρίψετε!». Για να γίνει αυτό τα πρόσωπα που εκφέρουν τον
λόγο, που καλούν σε γνωριμία μαζί του, χρειάζεται να ζούνε, να πιστεύουν και να φαίνεται ότι
αγαπούνε τόσο τον λόγο, όσο και τον Δωρεοδότη Του. Όπου αυτό γίνεται, τα
αποτελέσματα είναι λαμπρά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, φύλλο Ιουλίου 2015)