Είναι εμφανές το κακό στη ζωή μας; Μπορούμε να το εντοπίσουμε, να το αρνηθούμε, να παλέψουμε εναντίον του, να το νικήσουμε τελικά; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Διότι το κακό άλλοτε φαίνεται καθαρά, καθώς δίνει σημεία της καταστροφικότητας η οποία το συνοδεύει, άλλοτε όμως βρίσκεται κρυμμένο πίσω από αυτό που ονομάζουμε «δικαίωμα» και καλύπτεται πίσω από την δίψα του ανθρώπου για επιτυχία και ευτυχία με κάθε τρόπο. Ακόμη όμως και να το κατανοήσουμε, η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι δεν είμαστε σε θέση να το αντιμετωπίσουμε. Το κακό μοιάζει κάποτε ακατανίκητο. Άλλοτε πάλι μας παραπλανά. Μας δίνει την εντύπωση ότι αρκεί η επιθυμία μας, η διάθεσή μας και αυτό θα μπει στο περιθώριο. Είναι ο ανθρώπινος εγωκεντρισμός, ο οποίος δεν αποδέχεται ότι στη ζωή υπάρχει και η οδός της ταπεινοσύνης και της υπομονής έναντι του κακού. Αρκεί να γνωρίζουμε ότι αυτό υπάρχει και ποιο είναι.
Είναι πολύ διδακτική η συνάντηση του Χριστού με δύο δαιμονισμένους ανθρώπους στο νησί των Γεργεσηνών. Ο Χριστός γνωρίζει ότι οι άνθρωποι κατέχονται από το κακό. Είναι εμφανή τα σημάδια. Είναι «χαλεποί λίαν», κατοικούν στα μνήματα και κανείς δεν μπορεί να περάσει από τον δρόμο στον οποίο αυτοί διαφεντεύουν με την παρουσία τους και μόνο (Ματθ. 8,28). Στα πρόσωπά τους αποτυπώνονται τα σημεία του κακού: η χαλεπότητα, δηλαδή η αγριότητα της καρδιάς που σε κάνει να φοβάσαι να τους κοιτάξεις κατά πρόσωπον, η διαρκής παραμονή τους στο θάνατο και τις μορφές του (μοναξιά, ακοινωνησία με τους άλλους ανθρώπους, ομφαλοσκόπηση και εσωστρέφεια) και η εξουσία της βίας και του φόβου που έχουν επιβάλει εκεί όπου βρίσκονται. Αξιοσημείωτο ότι οι άνθρωποι τους αποφεύγουν. Γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να πολεμήσουν εναντίον τους και να υποτάξουν το κακό. Έχουν παραδώσει τη συγκεκριμένη περιοχή σ’ αυτούς. Κατανοούν ότι θα είναι για πάντα μία πληγή. Δεν πηγαίνουν να παλέψουν κατά μέτωπο μαζί τους. Δεν είναι απλώς ότι φοβούνται. Κατά βάθος νιώθουν ανήμποροι να νικήσουν το κακό με τις δικές τους δυνάμεις. Έτσι επιλέγουν μία ηττοπαθή μεν στάση φαινομενικά, σώφρονα όμως στην ουσία.
Μόνο ο Χριστός μπορεί να αντιμετωπίσει το κακό κατά μέτωπο. Και αυτό οι δαίμονες, οι εκφραστές του, το γνωρίζουν καλά. Γι’ αυτό και δεν αντιστέκονται στο Χριστό. Δεν μπορούν όμως να νικήσουν την κακία που έγινε φύση τους. Έτσι του ζητούνε να αφήσουν τους ανθρώπους, αλλά να εισέλθουν στο κοπάδι των χοίρων, το οποίο, αντίθετα με τον μωσαϊκό νόμο, δηλαδή τις εντολές του Θεού, εκτρέφουν οι κάτοικοι του τόπου. Και ο Χριστός τους δίνει την άδεια. τους επιτρέπει να κάνουν το θέλημά τους, με αποτέλεσμα οι χοίροι να πνιγούνε. Ο Χριστός δεν υπέκυψε στη δύναμη του κακού. Υπέδειξε με τον τρόπο και την απόφασή Του στους κατοίκους του νησιού ότι κι εκείνοι με τη σειρά τους, παρότι προφύλασσαν φαινομενικά τους εαυτούς τους από το κακό της συνάντησης με τους δαιμονισμένους, στην ουσία ήταν δέσμιοί του. Διότι και αυτοί, στο όνομα του κέρδους, της φιληδονίας και των δικαιωμάτων τους, βίωναν τα σημάδια του κακού. Ήταν χαλεποί πνευματικά, διότι είχαν αποστεί της κοινωνίας με τον Θεό, όπως αυτή εκφράζεται με την υπακοή στο θέλημά Του. Κατοικούσαν στα μνήματα της αισχροκέρδειας, της αδιαφορίας για την κοινωνία με τους υπόλοιπους Ιουδαίους, καθώς είχαν επιλέξει την οδό της ειδωλολατρίας, αφού τους χοίρους τους πουλούσαν στους εθνικούς για να κερδίσουν χρήματα και να ζούνε εν ανέσει, ενώ δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τα πάθη τους, με αποτέλεσμα να μην θέλουν τον Χριστό να κατοικήσει ανάμεσά τους. Έτσι, Εκείνος, με λύπη, θα φύγει από το νησί τους. Θα δείξει μ’ αυτό τον τρόπο ότι απέναντι στο κακό τελικά δεν είναι πάντοτε λύση η κατά μέτωπον επίθεση, αλλά η αποχώρηση από την κοινωνία μ’ αυτό, εφόσον οι φορείς του παραμένουν αμετανόητοι και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να βρεθούμε κάπου αλλού.
Αυτοί οι τρεις τρόποι αντιμετώπισης του κακού μάς διδάσκουν πολλά και στην δική μας πραγματικότητα. Από την μία, εφόσον το εντοπίζουμε, καλούμαστε να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας έναντί του. Αν δεν επαρκούν, η σωφροσύνη και η υπομονή μάς δίνουν τη δυνατότητα να κερδίσουμε χρόνο, ώστε με την βοήθεια και του Θεού και εκείνων που μας αγαπούνε να μπορέσουμε να το νικήσουμε όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Από την άλλη, η αυτοκριτική και η αυτογνωσία, όταν συνοδεύονται από αληθινή μετάνοια, μάς δίνουν τη δυνατότητα να δούμε αν κι εμείς έχουμε επιλέξει τον τρόπο του κακού. Και τότε η υπακοή στο θέλημα του Θεού, η επιλογή της αγάπης και όχι της πλεονεξίας και της ειδωλολατρικής εμμονής στα υλικά αγαθά, όπως επίσης και η διάθεση για αληθινή κοινωνία με τον πλησίον, με τον οποίο καλούμαστε να συγκατοικούμε, να συνυπάρχουμε, αποτελεί την αφετηρία της νίκης κατά του κακού. Τέλος, η απαλλαγή από την δαιμονική οίηση και αλαζονεία ότι μόνοι μας μπορούμε να τα καταφέρουμε και η επίκληση της βοήθειας του Θεού, όπως αυτή εκφράζεται με την πίστη, με την βεβαιότητα ότι Εκείνος δεν θα μας εγκαταλείψει, η ταπείνωση να γνωρίζουμε ότι μπορούμε να περιμένουμε το θέλημά Του να εκφραστεί , θα μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε ότι το κακό δεν είναι ακαταμάχητο, αλλά νικιέται πρώτα εντός μας, με την ελευθερία της καρδιάς μας. Η Εκκλησία δεν θα παύει να μας διδάσκει την ανάγκη για σωφροσύνη και υπομονή, για αυτοκριτική και μετάνοια, για ταπεινή πίστη στην πρόνοια του Θεού και την ίδια στιγμή στην βεβαιότητα ότι ο Χριστός νίκησε το κακό στις ποικίλες μορφές του με τον θάνατο και την ανάστασή Του και μαζί Του μπορούμε κι εμείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν πρόσκαιρα το κακό φαίνεται ακατανίκητο, εμείς δεν θα χάσουμε την ελπίδα μας. Αλλά και δεν θα προξενήσουμε μεγαλύτερο κακό στον εαυτό μας, προσπαθώντας να νικήσουμε κάτι το οποίο είναι χαλεπό λίαν για να αντιμετωπιστεί με τις ανεπαρκείς δυνάμεις μας.
Κέρκυρα, 5 Ιουλίου 2015