Τίποτα; Πώς το προφέρεις τόσο νικημένα εσύ που ανδραγάθησες στον πόλεμο κατά της βεβαιότητας... ότι διψάμε ακόμα ότι διψάμε ακόμα τίποτα το λες αντί να προσκυνήσεις τη σκιά του και να πιεις; («Η σκιά επιζεί»)
Τίποτα η θυσία. Τίποτα ο Σταυρός. Τίποτα η Ταφή. Τίποτα η Ανάσταση. Τίποτα και το χάρισμα που μου δόθηκε. Τίποτα και η ελπίδα μου. Και το προφέρω νικημένα. Φοβάμαι μην το ακούσω μέσα μου και πειστώ ότι είναι αλήθεια. Το γνωρίζω πως όχι.
Ξεδιψά ο κόσμος από τις πηγές των δικών του τίποτα. Από την κλεισμένη καρδιά, αυτή που ζητά, αλλά δεν ξέρει και δεν θέλει να δώσει. Από την όψη, την στηριγμένη στο απρόσωπο κάλλος. Από το σκόρπισμα του νου και της καρδιάς στο σκοτάδι, στο θόρυβο, στις κινήσεις των πλήκτρων. Από το όνειρο ότι αξίζει γι’ αυτό που ήταν και όχι γι’ αυτό που μπορεί να γίνει. Και δεν φοβάται ότι δεν είναι αλήθεια πως ξεδίψασε. Γιατί τότε σκιά το δικό του τίποτα.
Μαζεύω τα θραύσματα των χαρισμάτων μου. Τις εντός μου σκιές, απομεινάρια του φωτός. Και διψώ για μιά στάλα αγάπης. Αυτή που βαφτίζεται από το τίποτα του κόσμου τίποτα. Λίγο είναι το λάδι. Φτάνει όμως για την μικρή μου λαμπάδα. Ανάβω. Προσκυνώ. Κι ακούω.
«Πιες».
Μεγάλη Τρίτη, 7 Απριλίου 2015