6/30/12
Η ΑΓΑΠΗ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΚΠΙΠΤΕΙ
Η χριστιανική ζωή και διδασκαλία είναι γεμάτη από αναφορές και βιώματα αγάπης, τόσο που ενίοτε πολλοί άνθρωποι κουράζονται να ακούνε και να διαβάζουν. Είναι άλλωστε δύσκολο να αγωνιστεί κάποιος για κάτι που απουσιάζει ως προτεραιότητα από την καρδιά του. Συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούμε τον εαυτό μας, είτε δημιουργικά είτε καταστροφικά. Δημιουργικά σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να χτίσουμε εντός μας και να μοιραστούμε με τους άλλους αυτό που έχουμε. Καταστροφικά σημαίνει την πρόταξη του εαυτού μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να αδυνατούμε να μοιραστούμε, αλλά και να μην μπορούμε να δεχθούμε την αγάπη των άλλων, για την οποία συνήθως αμφιβάλλουμε ότι υφίσταται. Ό,τι δεν λειτουργεί εντός μας, συνήθως θεωρούμε ότι δεν υφίσταται σε κανέναν και αυτό είναι η τραγικότητα της ύπαρξής μας.
Για την πίστη η αγάπη είναι ο μοναδικός ορισμός του Θεού. «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α’ Ιωάν. 4, 8). Αυτό συνεπάγεται ότι, επειδή είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, και εμείς καλούμαστε στη ζωή μας να είμαστε αγάπη. Δεν είναι ένας συναισθηματικός δρόμος αυτός. Συνήθως η αγάπη θεωρείται το ωραιότερο και δυνατότερο συναίσθημα, είτε αυτή εκφράζεται δια του έρωτα είτε δια της γονεϊκής ιδιότητας είτε δια της φιλίας είτε δια της προσφοράς. Όμως η έννοια του συναισθήματος περιορίζει την αγάπη σε μία πρόσκαιρη και φθαρτή κατάσταση. Η αγάπη είναι οντολογική, υπαρξιακή κατάσταση. Είναι η δωρεά του «είναι» του Θεού στον άνθρωπο και μας οδηγεί στη θέωση. Και υπάρχει και λειτουργεί σταυρικά. Καθέτως προς το Θεό και οριζοντίως προς το συνάνθρωπο. Στην πράξη αυτό σημαίνει την έλξη που ο Θεός, αλλά και ο συνάνθρωπος ασκούνε προς τον καθέναν μας. Η έλξη συνεπάγεται την αναζήτηση και την δίψα για κοινωνία, χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς συμφέρον, χωρίς υπολογισμούς. Η αμαρτία όμως έρχεται να αλλοτριώσει την σταυρική διάσταση της αγάπης και να την συνδέσει με την ιδιοτέλεια. Έτσι τη θέση του Θεού υποκαθιστά ο θεοποιημένος εαυτός μας. Τη θέση του άλλου, οι επιθυμίες και οι ηδονές μας, που τοποθετούνται πιο πάνω από την αγάπη. Όλη η ζωή του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόπειρά μας να καθαρθούμε από την ιδιοτέλεια και να βρούμε την αγάπη στην πληρότητά της, να γίνουμε υπάρξεις που αγαπούνε, νικώντας τον θάνατο και το κακό. Άλλωστε, όπως καθαρά τονίζει ο απόστολος Παύλος «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8). Ούτε ο θάνατος την νικά, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο στην αιωνιότητα ή η απουσία της του την στερεί.
«Κόλαση είναι το μαρτύριο να μην αγαπάει κανείς» (Ντοστογιέφσκυ). Ο καθένας μας καλείται να ξαναδεί τον εαυτό του στην εποχή της κρίσης, της ρευστότητας και της διάλυσης, να διαπιστώσει κατά πόσον έχει κάνει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας το βήμα να νικήσει την ιδιοτέλεια και να καταστήσει την αγάπη προτεραιότητα της ζωής του. Η οικονομική τραγωδία που βιώνουμε αποτελεί την κατεξοχήν απόδειξη της κόλασης για όλους τους ανθρώπους. Οι αγορές δεν αγαπούνε κανέναν, παρά μόνο την ιδιοτέλειά τους. Αλλά και ο φιλήδονος κόσμος, που θεοποιεί τις ηδονές και τα πάθη, δεν αγαπά κανέναν, παρά μόνο τον εαυτό του. Κι αυτό τελικά γίνεται κόλαση, γιατί ο εξαρτημένος από τον εαυτό του και τις επιθυμίες του άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί εντός του, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανοιχτεί ηθικά και πνευματικά στην αιωνιότητα. Μπορεί να κάνει φιλανθρωπία, να ψωμίζει πάντα τα υπάρχοντά του, αλλά δεν ωφελείται, γιατί η αγάπη δεν έχει γεμίσει την καρδιά του.
Πώς μπορούμε να νικήσουμε την κόλαση του να μην αγαπούμε; Η ασκητική ζωή της Εκκλησίας, η νηστεία, η προσευχή, το να αρκείται κανείς στα λιτά και να μπορεί να χαρεί με την κοινωνία με τους ανθρώπους και όχι με την επίδειξη των αγαθών, η εμπιστοσύνη στο Χριστό και στη σχέση μαζί Του, αλλά και η νίκη ακόμη και κατά του εαυτού, των παθών και των δικαιωμάτων αποτελούν την μόνη ίσως ασφαλή οδό προς την αγάπη. Να νικούμε καθημερινά τις ιδιοτέλειές μας. Να χαιρετούμε αυτούς που κανονικά θα έπρεπε να μας φέρνουν αποστροφή. Να συγχωρούμε όλους εκείνους που ο λογισμός μας μάς λέει ότι μας έβλαψαν και δεν αξίζουν την αγάπη μας. Να κάνουμε τον αγώνα μας και να αφηνόμαστε στο θέλημα του Θεού, αφού το έχουμε αναζητήσει μέσα από το Ευαγγέλιο, χωρίς αγωνία και άγχος, ακόμη και στις δυσκολίες, και να ζητούμε δια της προσευχής και της νήψεως την κοινωνία με το πρόσωπό Του. Όλοι αυτοί οι δρόμοι μας κάνουν να συναντιόμαστε σταυρικά με Θεό και πλησίον, όχι γενικά και θεωρητικά, αλλά στην πράξη, στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία και αποτελούν υπομνήσεις για ένα συνεχές νέο ξεκίνημα στον αγώνα της αγάπης.
Οι Άγιοι Ανάργυροι, προς τιμήν των οποίων διαβάζουμε το απόσπασμα από την Α’ προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, αποτελούν τους οδοδείκτες νίκης κατά της ιδιοτέλειας. Γιάτρευαν όχι μόνο τις πληγές του σώματος με την ιατρική τους επιστήμη και δεινότητα. Πρωτίστως έδιδαν θεραπεία στις ψυχές των ασθενών τους δείχνοντάς τους το Χριστό. Κι εδώ έγκειται ίσως η ωραιότερη αλλά και πιο δύσκολη διάσταση της αγάπης. Αυτή που γίνεται μέριμνα για τη σωτηρία του άλλου. Όχι συναισθηματικά, αλλά με γνώμονα την αλήθεια. Το συναίσθημα μας κάνει να στρογγυλεύουμε το λόγο μας. Η αλήθεια στοχεύει στην καρδιά του άλλου. Και αποκαλύπτει τις βαθιές πληγές που ο καθένας φέρει μέσα του. Αυτές που τον κάνουν να αρνείται το Θεό, την σωτηρία, την αγάπη και τον οδηγούν στην παράδοση στην ιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και ουδέποτε εκπίπτει η αγάπη. Γιατί στοχεύει στην υπαρξιακή αλλαγή αυτού που αγαπάμε και ταυτόχρονα τη δική μας. Κι αυτό γίνεται μόνο με την παρουσία του Χριστού στην ζωή και την ύπαρξή μας, που είναι η όντως αλήθεια και που δεν φεύγει ποτέ αφ’ ημών. Εκτός εάν εμείς επιλέξουμε αλλιώς.
Στην περίπτωση πάντως των αγίων Αναργύρων και μόνο ότι εξακολουθούμε να τους τιμούμε αιώνες μετά το μαρτύριό τους αποδεικνύεται ότι ούτε ο Θεός ούτε οι άνθρωποι ξεχάσαμε την αγάπη τους. Ας είναι λοιπόν αυτοί που θα μας την υπενθυμίζουν, για να αγωνιζόμαστε να την βιώσουμε.
Κέρκυρα, 1 Ιουλίου 2012