6/27/12

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΗΜΕΡΑ


Τιμούμε τους πρωτοκορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο και τους Δώδεκα εν γένει, τις δύο τελευταίες ημέρες του Ιουνίου, αφού έχει προηγηθεί νηστεία στη ζωή της Εκκλησίας, για να θυμόμαστε αυτό το οποίο διατρανώνουμε μέσα από το Σύμβολο της Πίστεως, ότι δηλαδή πιστεύουμε «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Συνήθως ο τρόπος που ερμηνεύουμε την έννοια της αποστολικότητας έχει να κάνει μ’ αυτό που ονομάζουμε διαδοχή, τόσο σε θεσμικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο πίστης. Η θεσμική διαδοχή αναφέρεται στους επισκόπους της Εκκλησίας, που βρίσκουν τις χρονολογικές απαρχές τους στα πρόσωπα των Αποστόλων. Αυτό αποτελεί την εγγύηση της χρονικής και ιστορικής συνέχειας της ζωής της Εκκλησίας. Τα πρόσωπα και οι θεσμοί διαδραματίζουν κομβικό ρόλο, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει και η εγγύηση του δεύτερου σημείου της αποστολικότητας, που είναι η διαδοχή της πίστης, δηλαδή όσοι φανερώνουν στον κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, είναι συνεχιστές του έργου των αποστόλων τόσο σε φυσικό, χρονολογικό δεδομένο, όσο και σε ό,τι αφορά στην πίστη. Πιστεύουν ό,τι πίστευαν οι Απόστολοι. Εκφράζουν την αλήθεια που εξέφραζαν οι Απόστολοι. Τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως εδιδάχθησαν από τους Αποστόλους. Και διασώζουν το Χριστό, όπως τον περιέγραψαν και τον βίωσαν οι Απόστολοι, ακόμη κι αν τα εσωτερικά τους βιώματα δεν είναι ίσως πάντοτε αυτά των Αποστόλων.
Γιατί όμως η Εκκλησία στις μέρες μας, παρότι τυπικά και εξωτερικά εκφράζει και διασώζει την αποστολικότητα, εντούτοις έχουμε την αίσθηση ότι δυσκολεύεται πολύ να θυμίσει στον κόσμο το ήθος και το βίωμα των Αποστόλων;
Αφορμή προβληματισμού γι’ αυτό το ερώτημα μας δίνει ένα απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων, το οποίο περιγράφει το πώς ήταν δομημένη αρχικά και λειτουργούσε η Εκκλησία που εξέφραζε τον όρο αποστολική.
«Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς... πάντες δε οι πιστεύσαντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε· καθ' ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ, κλώντες τε, κατ' οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, αινούντες τον Θεὸν και έχοντες χάριν προς όλον τον λαόν. Ο δε Κύριος προσετίθει τους σωζομένους καθ' ημέραν τη εκκλησία» (Πράξ. 2, 42-47).
Μέσα από το κείμενο αυτό επισημαίνονται μερικές αλήθειες-βιώματα, που προέρχονταν από την έγνοια της αποστολής που χαρακτήριζε τους αποστόλους. Γιατί αυτήν την Εκκλησία οι Απόστολοι δημιούργησαν, με την χάρη του Θεού, την πίστη στο Χριστό ως την Αλήθεια, αλλά και τον ζήλο και τον ενθουσιασμό που κόμισαν στους ανθρώπους και τον κόσμο. Και ο λαός ανταποκρίθηκε στην αποστολή που βίωσε στα πρόσωπα των Αποστόλων καρτερώντας με προθυμία και δίψα για να ακούσει την διδαχή τους, θέλοντας να έχει σχέση μαζί τους, θέλοντας να κοινωνεί το Χριστό και να προσευχηθεί λατρεύοντάς Τον, και αυτός ο δρόμος είχε ως αποτέλεσμα την κοινότητα των αγαθών, την ελεημοσύνη και το μοίρασμα ακόμη και της υλικής τροφής με χαρά και απλότητα στην καρδιά, που σημαίνει χωρίς γογγυσμούς διότι έχαναν τα όσα τους ανήκαν, αλλά παραιτούνταν οι ίδιοι από το δικαίωμα της αποκλειστικής κατοχής τους. Και αγαπούσαν και γίνονταν ταυτόχρονα αποδεκτοί από όλους τους ανθρώπους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καθημερινή προσθήκη στην Εκκλησία από τον Κύριο και άλλων που ήθελαν να σωθούν.
Μοιάζει λοιπόν πολύ ξύλινη η έννοια της αποστολικότητας όταν περιορίζεται στους ιστορικούς θεσμούς και στην αποδοχή των δογματικών αληθειών της πίστης. Είναι αυτονόητο ότι αυτά κανείς δεν μπορεί να τα περιθωριοποιήσει. Όμως, μήπως είναι καιρός, σε μία εποχή όπου παρουσιάζονται τεράστιες ομοιότητες με την αποστολική εποχή, να ξαναδούμε το καθημερινό ήθος της Εκκλησίας και τον τρόπο που είναι οργανωμένες ή μη οι ενοριακές και μοναστικές μας κοινότητες, για να δούμε πόσο υστερούμε στην πράξη όλοι μας , κλήρος και λαός, από την πληρότητα της αποστολικότητας, που εμπεριέχει μέσα της και την έννοια και έγνοια της αποστολής;
Καυχόμαστε για την γνησιότητα της πίστης και είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε μάχες γι’ αυτήν. Καυχόμαστε για την θεσμική και ιστορική συνέχεια και έχουμε τους Επισκόπους μας ως τους προεστώτες της Ευχαριστίας, αλλά και της εν γένει ζωής της Εκκλησίας. Το αυτό και με τους ιερείς και τους ηγουμένους των μονών. Το πολίτευμά μας είναι Συνοδικό. Όλα αυτά διασώζουν την Αλήθεια και την συνέχεια της αποστολικότητας, χωρίς όμως να την κάνουν βίωμα ζωής για τον σύγχρονο άνθρωπο. Το ίδιο το κείμενο των Πράξεων μας δείχνει πώς καλούμαστε να λειτουργούμε στις ενορίες και στις μονές, σε μία εποχή όπου, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, οι ενορίες είναι τεράστιες και απρόσωπες, ενώ οι επίσκοποι και οι ιερείς συχνά λειτουργούν ως απλοί θρησκευτικοί διεκπεραιωτές τελετών. Και δεν είναι θέμα μόρφωσης ή πτυχίων ή ρητορικής δεινότητας ο αγώνας για να ξαναβρούμε την αποστολικότητα στην πληρότητά της. Ζήλος χρειάζεται, φωτισμός από το Άγιο Πνεύμα και ταυτόχρονα υπέρβαση της συνήθειας και της αίσθησης ότι τίποτε δεν αλλάζει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ενορίες οι οποίες θα έχουν τους ποιμένες τους να αγαπούν το Ευαγγέλιο και να θέλουν να το μοιραστούν, όχι μόνο στη θεία λατρεία, αλλά και σε κάθε ευκαιρία, ενορίες με πλούσια λατρευτική ζωή, στην οποία οι άνθρωποι θα διψούν και θα αφήνονται από ευσεβείς πνευματικούς να κοινωνούν συχνότερα, ενορίες όπου η ίδια η κοινότητα θα καλεί σε μοίρασμα αγαθών και αγάπης, είτε με τη φιλανθρωπία είτε με τις συναντήσεις των όσων θέλουν να αγαπήσουν το Θεό (από τα παιδιά μέχρι τους ηλικιωμένους, τους γονείς, τους εργαζόμενους, τους φοιτητές, αλλά και κάθε κοινωνική ομάδα) είτε με το πνεύμα και το ήθος της οικογένειας, που ξέρει να ελέγχει, χωρίς όμως να απορρίπτει, ξέρει να αγαπά και ταυτόχρονα, να λέει την αλήθεια στα μέλη της, είναι αυτές που μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στον πολιτισμό του ατομοκεντρισμού, της κατανάλωσης, της κτητικότητας, της διάλυσης των ανθρώπινων σχέσεων και τελικά της κρίσης. Πρότυπο της Ενορίας το μοναστήρι, όταν αυτό διασώζει (κι εκεί είναι πιο εύκολο) τα χαρακτηριστικά της αποστολικής κοινότητας. Και οι Επίσκοποι και ο κλήρος καλούνται να βρούνε την πατρότητα και την αίσθηση της αποστολής που βρίσκει την πληρότητά της όχι στην αίσθηση μόνο ότι κρατάμε ακέραιη την πίστη και χωρίς ψεγάδια την διαδοχή και την παράδοση, αλλά ότι αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε για να δείξουμε αυτό το άλλο ήθος σ’ έναν κόσμο που ήδη κουράστηκε στην αποτυχία της αμαρτίας και αναζητεί σωτηρία.
Θεωρητικά το πρότυπο υπάρχει. Χρειάζεται όμως και επαναβίωση της αίσθησης ότι μόνο με αφιέρωση, αυταπάρνηση, θυσία, αγάπη και αναφορά του χρόνου και της καρδιάς στο Θεό μπορεί να ξεκινήσει η επάνοδος στο ήθος της πρώτης κοινότητας. Ας είναι λοιπόν οι Πρωτοκορυφαίοι, αλλά και όλοι οι Απόστολοι οι εμπνευστές μας σε μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές στη ζωή της Εκκλησίας που θα την οδηγήσουν στο να βιώσει την αποστολικότητα στην προοπτική και της αποστολής για να ζήσει ο κόσμος.

Κέρκυρα, 28 Ιουνίου 2012