6/22/12

ΑΡΝΕΙΤΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ;



Άνθρωποι αμαρτωλοί είμαστε όλοι μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Και δεν είναι εύκολο σήμερα να γίνει αυτό, διότι έχουμε μάθει την αμαρτία να την θέτουμε στο περιθώριο της ζωής μας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πολιτισμού μας αποδέχεται ως δικαίωμά μας τις «κώμες», δηλαδή το φαγοπότι, την μέθη, «τις κοίτες και τις ασέλγειες», δηλαδή την ασύδοτη και ακόλαστη ζωή, «την έριδα και τον ζήλο», δηλαδή την φιλονικία και τον φθόνο. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία στα λόγια καταδικάζει όλες αυτές τις συμπεριφορές, στην πράξη τις ανέχεται και δεν θεωρεί πως δεν πειράζει εάν ο άνθρωπος υποκύπτει σε τέτοιους πειρασμούς. Άλλωστε, δεν είναι προτεραιότητα η ένδυση του Χριστού από τον καθέναν μας, αλλά η πρόνοια της σαρκός, που οδηγεί στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας (Ρωμ. 13,14).
Ίσως αναρωτηθούμε γιατί να είναι αμαρτία το να φάμε και να πιούμε, να απολαύσουμε δια της σαρκός μας τη ζωή, να είμαστε μαχητικοί και να έχουμε την άποψή μας έναντι των άλλων και, ταυτόχρονα, να θέλουμε να είμαστε καλύτεροι και ανώτεροι από εκείνους, αφού η ζωή περνά και πρέπει να τη χαρούμε, καθότι δεν θα ξαναέρθει. Άλλωστε, συνήθως έχουμε δίκιο από τη σκοπιά που βλέπουμε τα πράγματα. Παράλληλα, βλέπουμε τους ανθρώπους που ζούνε κατ’ αυτό τον τρόπο να χαίρονται τη ζωή τους, ενώ εμείς που επιλέγουμε στο όνομα της πίστης στο Χριστό μία ζωή λιτότητας, εγκράτειας, υποχωρητικότητας και συγχωρητικότητας, να περιφρονούμαστε και να περιθωριοποιούμαστε από την κοινωνία. Γιατί λοιπόν να μην έχουμε δικαίωμα να παλεύουμε για τις απόψεις μας και να ζούμε τις χαρές της ζωής, όπως τις ζούνε εκείνοι που προβάλλονται ως πρότυπα από την τηλεόραση, από την κρατούσα ηθική, από την φιλοσοφία της ζωής;
Ο απόστολος Παύλος προτάσσει έναντι αυτού του ήθους της ζωής, την ένδυση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτή η ένδυση δεν συνεπάγεται την άρνηση της κατά κόσμον χαράς, την οποία, άλλωστε, ο Χριστός ευλόγησε και είναι πλήθος τα παραδείγματα που έχουμε στην Γραφή, με αποκορύφωμα τον γάμο της Κανά, όπου εκτός από την ευλογία στη χαρά της ζωής, στην ενότητα και την δημιουργία σάρκας και πνεύματος που χαρακτηρίζουν τον κατά Θεό γάμο, ο Κύριος προσέφερε κρασί στους μετόχους του γαμήλιου δείπνου, οι οποίοι, όπως διαφαίνεται, ήταν μεθυσμένοι. Και ο Κύριος ευλόγησε το νερό, κάνοντάς το κρασί, για να συνεχίσουν να χαίρονται με τη χαρά του ζευγαριού και μάλιστα, με ανώτερης ποιότητας οίνο! Αυτό δείχνει ότι η πίστη στο Χριστό δεν μας κάνει να αρνούμαστε την χαρά της ζωής, αλλά μας δείχνει πού αυτή βρίσκεται αληθινά και από Ποιον πρέπει να ξεκινά. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος της ζωής μας και η ένδυσή Του πρέπει να είναι η κύρια μέριμνά μας. Αν Αυτός υπάρχει στη ζωή μας, τίποτε τότε δεν μας λείπει.
Ο Παύλος στην ουσία θέλει να μας δείξει ότι η ζωή χωρίς το Χριστό στηρίζεται μόνο στις κώμες, τις μέθες, τις κοίτες και τις ασέλγειες, την έριδα και τον ζήλο. Κι αυτό διότι δεν στηρίζεται στην αληθινή αγάπη, η οποία βρίσκει το μέτρο και το νόημα, ακόμη και στη χαρά, αλλά αποθεώνει το δικαίωμα του ανθρώπου να υπάρχει αυθύπαρκτος. Εκεί που ο Χριστός είναι παρών, είναι και η Εκκλησία. Και Εκκλησία σημαίνει κοινωνία αγάπης και όχι κοινωνία δικαιωμάτων και αυθυπαρξίας. Γιατί αγάπη σημαίνει μοίρασμα, σημαίνει χαρά με τους άλλους, σημαίνει σεβασμός στους άλλους, στα μέτρα και τα όριά τους, όπως αυτό διαφαίνεται από την ευλόγηση από τον Χριστό και την Εκκλησία του γάμου και όχι της ακόλαστης και ασύδοτης ζωής, όπως αυτό διαφαίνεται από την συγκατάνευση στη χαρά του έκτακτου γεγονότος της ζωής των άλλων και όχι στην υιοθέτηση της κώμης και της μέθης ως επαναλαμβανόμενης διασκέδασης, η οποία όμως δεν μας επιτρέπει να σεβαστούμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους, όπως αυτό διαφαίνεται από τις σαφείς απαντήσεις που ο Χριστός δίνει σε όσους Τον αμφισβητούν και όχι στην υιοθέτηση μιας άκριτης σιωπής, αλλά και στην συγχωρητικότητα έναντι όσων Τον βλάπτουν και την άρνησή Του να ανταποδώσει με κακό, το κακό που Του κάνουν, ακόμη κι αν διαπιστώνει την φιλονικία και τον φθόνο ανάμεσα στους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται.
Υπάρχει όμως και άλλη μία παράμετρος που έχει αξία. Είναι η επιθυμία. Για την πίστη υπάρχουν οι επιθυμίες της σαρκός και οι επιθυμίες του πνεύματος. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα, γιατί τότε η σωτηρία δεν θα είχε να κάνει με τον όλο άνθρωπο. Η διάκριση θέλει να δείξει ότι υπάρχουν επιθυμίες που κρατούνε τον άνθρωπο προσκολλημένο στον παρόντα κόσμο και δεν τον αφήνουν να ανοίξει την ύπαρξή του προς την σχέση με το Θεό και την αιωνιότητα. Αυτές οι επιθυμίες, τις οποίες παρωθεί και ο διάβολος, δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να υπερβεί τον παρόντα χρόνο, με αποτέλεσμα να τον κάνουν να παραδίδεται σ’ αυτόν. Είναι αδύνατον λοιπόν να βρει μέτρο και προσανατολισμό αιωνιότητας, όταν κινείται με βάση τις σαρκικές επιθυμίες. Κι εδώ έγκειται ο πνευματικός αγώνας στη ζωή της Εκκλησίας. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι επιθυμίες της σαρκός γίνονται βαρίδια στην πνευματική μας πορεία, όχι για να απορρίψουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας ή για να γίνουμε κατ’ αποκλειστικότητα μοναχοί και αναχωρητές, αλλά για να μπορούμε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι η σχέση με το Χριστό προηγείται και είναι η ωραιότερη και σπουδαιότερη επιθυμία την οποία καλούμαστε να έχουμε. Κι αυτή η επιθυμία εκπληρώνεται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, με την θεία Ευχαριστία που γίνεται τροφή και κώμη πνευματική, με την προσευχή που γίνεται η νηφάλιος πνευματική μέθη, με τη αγάπη και τον σεβασμό στον άλλο, που γίνεται χαρά αληθινή κοινωνίας, με την ταπείνωση και την ανοχή, που νικά τον θυμό και την ζήλια, γιατί οι άλλοι δεν είναι όπως ίσως θα τους θέλαμε.
Μέσα από τον λόγο του αποστόλου Παύλου και τη ζωή της Εκκλησίας καταλαβαίνουμε ότι η σχέση με το Χριστό δίνει την υπέρτατη χαρά στον άνθρωπο. Χωρίς να του στερεί τις κατά κόσμον χαρές, τις οριοθετεί, με την παρουσία του Χριστού, η οποία δίδει μέτρο, σεβασμό και ευλογία και η οποία αποτρέπει τον άνθρωπο από το να παραδοθεί στα πάθη που το σαρκικό φρόνημα και η ροπή για αυθυπαρξία, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις του διαβόλου γεννούν. Η συνεχής μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στη ζωή της Εκκλησίας, μας καθιστά ανθρώπους που γνωρίζουμε μέχρι πού φτάνουν τα όρια μας, αλλά και που αναγνωρίζουμε το Χριστό ως προτεραιότητα της ύπαρξής μας. Αυτός ο δρόμος τελικά μας προστατεύει από την παράδοσή μας στην πρόνοια της σαρκός και στο θρίαμβο των επιθυμιών, που μας καθιστούν ανθρώπους χωρίς πνεύμα Θεού και χωρίς νόημα ζωής, ακόμη κι αν απολαμβάνουμε φαινομενικά τα δικαιώματά μας κι αν μας δοξάζουν οι άλλοι. Είμαστε όμως παραδομένοι στο πνεύμα της ανομίας και τελικά και στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο η αληθινή ευτυχία θα απουσιάσει.

Κέρκυρα, 24 Ιουνίου 2012