4/12/12
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ 5
«Κύριε, περισσεύουν τα πολλά σου αστέρια. Γνοιάστηκες για πολλά λουλούδια κ’ έφτιαξες τον ήλιο και το φεγγάρι. Και μες στο νερό έβαλες, Κύριε, πολύ φως. Δεν χρειάζονταν όλα. Σκέφτηκες ίσως πως ο κόσμος σου, δε θα φωτίζονταν απ’ αλλού και σκόρπισες και ασώτεψες. Δεν υπολόγισες την αγάπη» (Ν. Βρεττάκου, « Από το Παράθυρο»).
Δεν λογάριασε ο Θεός την αγάπη, δεν θέλησε να την μετρήσει ανάλογα με το πόση θα του ανταπέδιδε ο άνθρωπος. Δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, μας έδωσε με ξέχειλη διάθεση, πάντα περίσσευε από το προζύμι Του. Μόνο ένας πλανήτης με ζωή και πρόσωπα που μπορούν να φτάσουν σ’ Εκείνον. Με τον ήλιο και το φεγγάρι να φωτίζουν τις μέρες και τις νύχτες. Και λουλούδια και φως, ακόμη και μέσα στο νερό, ώστε να μην λείπει τίποτα της ζωής. Κι όλα σινιάλα της αγάπης για μας. Από πού αλλού άλλωστε να φωτιστεί ο κόσμος μας, πλην από Εκείνον; Κι εμείς; Η ανταπόδοσή μας στην αγάπη; Δώσαμε για βρώση τη χολή και για πόση το όξος. Ποτέ τόση απουσία αγάπης. Μετρήσαμε την αξία του Θεού σε ένα φτωχό ποσό, ικανό να σπρώξει τον εγωισμό μας, αλλά αταίριαστο ακόμη και υλικά στο σκόρπισμα της αγάπης Του. Κι Εκείνος; Άφες αυτοίς, πάτερ άγιε. Ου γαρ οίδασι τι εποίησαν. Δεν του στερήσαμε το ξεχείλισμα της αγάπης. Δεν θα μπορούσαμε άλλωστε. Μόνο που ενίοτε επιμένουμε ακόμη στη ζωή μας, αμετανόητα φτωχοί, να ποτίζουμε τόσο Εκείνον όσο και την εικόνα Του, τον πλησίον, με αργύρια, χολή και όξος, αδύναμοι να ζήσουμε το ψιχίον της αγάπης. Ξεκίνημα νέο μας χρειάζεται. Αγάπης φως. Άμετρο και ανοιχτό. Άμποτε.
«Ήμουν το σύμβολο της χαράς η διαμαρτυρία των φτωχών ο συνοδός των παραπλανημένων. Μα όλο και μ’ έδιωχναν απ’ το φως της ημέρας οι άνθρωποι. Ο απέραντος χώρος που κλείνει τα άστρα θα φρουρεί την σιωπή. Θάρχεται η Άνοιξη... Μα εγώ Πού πηγαίνω;» (Ν. Βρεττάκου, «Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου»). Ήρθε ο Θεός στον κόσμο για να δώσει αυτό που έλειπε στον άνθρωπο. Μα ο άνθρωπος ήθελε άλλα. Ήθελε να κρατήσει τον εαυτό του για Θεό. Και ζητούσε από Εκείνον απλώς να διορθώσει ό,τι ο άνθρωπος δεν μπορούσε από μόνος του, παραδομένος στα πάθη και το συμφέρον, να διορθώσει. Να δώσει ο Χριστός τη χαρά, να κάνει τους πλούσιους και τους ισχυρούς να ακούσουν τους φτωχούς, να βοηθήσει όλους εκείνους που ένιωθαν ότι δεν είχαν νόημα και σκοπό στη ζωή τους. Μα όλα αυτά τα ήθελαν οι άνθρωποι για το σήμερά τους, για το εδώ και τώρα τους. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν ότι η ιστορία τους δεν έχει νόημα χωρίς την άνοδο προς τα επάνω, χωρίς την σχέση με τον Χριστό η οποία δεν κρατά τον άνθρωπο στο σήμερα, αλλά τον οδηγεί στο αιώνιο, ότι δεν είναι η εγκόσμια ευτυχία ο σκοπός μας, αλλά η κατοικία στον Παράδεισο. Γι’ αυτό και Τον έδιωξαν από το φως της ημέρας. Γι’ αυτό και συνεχίζουν να Τον διώχνουν. Γιατί δεν έμαθαν να ακούνε και να υπακούνε. Δεν έμαθαν να κοπιάζουν, δηλαδή να αγαπούνε Αυτόν που τους καλεί να Τον συναντήσουν. Κι Εκείνος θα συνεχίσει να τους μιλά με την σιωπή του θανάτου Του επάνω στο Σταυρό. Θα συνεχίσει να τους δείχνει λίγο τόπο κάτω από το στήθος, όπου χωρά η Άνοιξη. Της καρδιάς και της Ανάστασης. Κι ας πηγαίνει στον Άδη. Δια του θανάτου η Ζωή. Δια της καρδιάς ο Παράδεισος. Δια της θυσίας το αιώνιο. Αλλιώτικη ποίηση η όντως Αγάπη. Μνήσθητι και ημών Σωτήρ.
«Κύριε! Γείτονα! Άνοιξε γείτονα! Αν τυχόν και παραπονέθηκα σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις! Η ψυχή μου φουρτούνιαζε και τότες δεν όριζα το χέρι μου, Κύριε! Κι αν τυχόν και δεν κράτησα τον πόνο σου όμορφα πάνω στον ώμο μου, αν τρέκλισα κάτω απ’ το βάρος του, αν λύγισα, αν έφυγα, γείτονα, σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις» (Ν. Βρεττάκου, « Παράκληση για συγγνώμη»).
Μας φαίνεται δύσκολο να συγχωρέσουμε. Ίσως γιατί δεν μάθαμε να μας συγχωρούνε. Δεν το ζητήσαμε, δε νιώσαμε την ταπεινοσύνη να παρακαλέσουμε να σβηστούν τα σφάλματά μας. Μάθαμε ότι δεν έχουμε σφάλματα. Μάθαμε ότι δεν κάνουμε λάθη. Μάθαμε να έχουμε καλές προθέσεις. Μάθαμε να κρίνουμε τους άλλους με τις δικές μας σκέψεις. Και είναι δύσκολο η καρδιά μας να καταλάβει ότι έγινε «φρέαρ συντετριμμένον». Γιατί εκεί πέφτει ο εαυτός μας, βουλιάζει στην μοναξιά του και κανείς δεν μπορεί να ακούσει την φωνή της απόγνωσής μας. Θέλει γενναιότητα για να καταλάβουμε ότι δεν γινόμαστε Κυρηναίοι στο σταυρό των άλλων, γιατί δεν θέλουμε να τον δούμε. Θέλει γενναιότητα να παραδεχθούμε ότι δεν έχουμε τόση αγάπη ώστε να τους βοηθήσουμε να συντρίψουν τους αιώνιους μοχλούς. Και το εύκολο είναι να τους βάζουμε τα καρφιά. Ενίοτε χωρίς ντροπή. Μόνο όμως Εκείνος, ο Κύριός μας, ο γείτονάς μας, δηλαδή ο πλησίον μας Θεός, γνωρίζει να συγχωρεί. Και γιατί υπήρξε και υπάρχει άδολος. Αλλά και γιατί η αγάπη Του ουδέποτε εκπίπτει. Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν.
«Μητέρα του Χριστού, Μαρία! Πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα δε μπορεί ο Θεός να καταλάβει. Χίλιες φορές απόψε εκλήθη, μα δεν ακούει! Κάπου κοιμήθη κι αυτός στα βάθη παγωμένος... Ρόδα κανείς να τον στολίσεις μύρα κανείς να τον ραντίσεις μήπως σου ζήτησε, Μαρία; Πάρ’ την ψυχούλα μας γυμνή προς τη γαλάζια σου σκηνή από τη νύχτα αυτή την κρύα» (Ν. Βρεττάκου, «De profundis clamavit» ).
Ο πόνος του θανάτου. Η παγωνιά του θανάτου. Η μοναξιά του θανάτου. Πώς να νιώσει ο νεκρός τον πόνο αυτών που άφησε πίσω; Η ψυχή του βαδίζει προς τον Άδη των κεκοιμημένων. Μα έχει οικείους, έχει μάνα, έχει ανθρώπους που Τον αγαπούνε και δεν θέλουν να Τον αφήσουν να πορευθεί το ταξίδι. Ρόδα και μύρα είναι τα δώρα τους και δάκρυα. Γιατί; Από Αγάπη και μόνο από Αγάπη. Γιατί αν δεν γευόταν τον θάνατο, δεν θα ήταν όμοιος με μας κατά πάντα. Γιατί αν οι δικοί Του και ιδίως η Μάνα Του δεν ζούσαν τον πόνο του χωρισμού, δεν ζούσαν το ξόδι Του τότε δεν θα μπορούσε να μας καταλάβει. Θα ήταν μια σωτηρία η Ανάσταση δωρεά από Κάποιον που δεν πέρασε το καμίνι της ζωής μας, δεν γεύτηκε στο κορμί Του όλα τα ανθρώπινα, ίσαμε τον θάνατο. Και ο Θεός δεν είναι ο αφ’ υψηλού. Είναι η ταπεινοσύνη Του το σημείο της αγάπης Του. Και γι’ αυτό, ακόμη κι αν η Μάνα πονά, έχει κοντά της τις ψυχές μας. Στη γαλάζια σκηνή της παρθενίας της, στη γαλάζια σκηνή της μητρότητας. Και θα της κάμει δώρο την Ανάσταση. Την δική Του και την δική μας, γιατί εκτός από δική Του μάνα είναι και δική μας. Και πονά και πάντοτε θα πονά για όλους μας. Ρόδα, μύρα και δάκρυα. Ας τα προσφέρουμε στον Υιό της Παρθένου, μαζί με την απόφασή μας να μην Τον εγκαταλείψουμε, αλλά να μείνουμε κοντά στον Ίδιο και την Μητέρα Του. Για να ξαναβρούμε με τη σειρά μας το σβησμένο κάλλος της κατά Θεόν μορφής μας.
«Ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα. Θεία Μετάληψη έχω κάμει στις φτυσιές σας, και ψαλμούς θείους έχω κάμει τις βρισιές σας... Ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα. Θείες αχτίδες έχω κάμει τις βιτσιές σας, κι όπου περνώ βαθιά φωτίζεται το χώμα... ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα μες στη διαφάνειά μου να πνίχτε τις σκιές σας. Κι όπου περνώ, βαθιά φωτίζεται το χώμα. Δεν είμαι αχτίδα εγώ απ’ τ’ άστρα αυτού του κόσμου. Τ’ άστρα του κόσμου αυτού είν’ αχτίδες απ’ το φως μου. Κι όπου περνώ βαθιά φωτίζεται το χώμα... Δεν παίρνω μύρο από τα κρίνα. Απ’ τον ανθό μου την ευωδιά τα κρίνα παίρνουν και το χρώμα. Κι όπου περνώ, βαθιά φωτίζεται το χώμα, στο σκοτεινό δρόμο διαβαίνοντας του κόσμου...» (Ν. Βρεττάκου, «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων».) Λάθεψαν όλοι όσοι θέλησαν να ταπεινώσουν το Θεό. Λαθεύουν και θα συνεχίσουν να λαθεύουν όσοι θέλουν και θα θελήσουν και πάλι να τον ταπεινώνουν, να τον ειρωνεύονται, να τον απορρίπτουν. Γιατί Εκείνος δεν θα αντιδράσει όπως πιστεύουν ότι θα ταίριαζε σε έναν Παντοδύναμο Εξουσιαστή. Δεν είναι η Βασιλεία Του εκ του κόσμου τούτου. Δεν έχει υπηρέτες ο Θεός. Η Βασιλεία Του είναι της αγάπης, της αιωνιότητας, της συγχωρητικότητας. Η Βασιλεία Του είναι της αλήθειας, της ανάστασης, της ζωής. Η Βασιλεία Του δεν συντρίβει ως σκεύη κεραμέως όλους εκείνους που νομίζουν ότι Τον έχουν νικήσει. Γιατί περιμένει την μετάνοια. Περιμένει την ταπεινοσύνη. Περιμένει την επισυναγωγή των παιδιών της όπως επισυνάγει η όρνις τα νοσσία εαυτής. Και με παράπονο λέει το «ουκ ηθελήσατε». Ακόμη κι έτσι όμως δεν θα πάψει να φωτίζει, να κάνει να ευωδιάζουν οι αισθήσεις, το πρόσωπο, η καρδιά. Όλων όσων ξέρουν πού μπορούν να βρούνε αυτή τη Βασιλεία. Στην Εκκλησία και στον πλησίον.
Μεγάλη Παρασκευή (Σχόλια πάνω στους ύμνους « Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια», «Δια ξύλου ο Αδάμ», «Δύο και πονηρά», «Επί ξύλου βλέπουσα», «Εξέδυσάν με»)
Κέρκυρα, 13 Απριλίου 2012