1/8/11

ΟΙ ΚΑΘΗΜΕΝΟΙ ΕΝ ΧΩΡΑ & ΣΚΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ


Ας πάμε με τον νου μας στα χρόνια που ήρθε ο Χριστός. Τρεις κατηγορίες ανθρώπων είχε προς τους οποίους έπρεπε να απευθυνθεί. Η πρώτη κατηγορία ήταν οι Ιουδαίοι, οι κατά κόσμον συμπατριώτες του. Αυτοί νόμιζαν ότι κατείχαν το πλήρωμα της αληθείας και ότι είχαν σχέση με τον Θεό τέτοια, που να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τον περιούσιο λαό Του. Οι άλλοι ήταν «ο λαός ο καθήμενος σκότει, ο κατοικών εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ματθ. 4, 15-16), οι ειδωλολάτρες, αυτοί που ζούσαν στην Γαλιλαία των εθνών. Αυτοί δεν ήξεραν την αλήθεια, αλλά ζούσαν στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού, παραδομένοι στην λατρεία των ειδώλων και στην αιώνια απομάκρυνση από τη Ζωή, παραδομένοι στον θάνατο. Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων. Ήταν εκείνοι που δεν πίστευαν ούτε στα είδωλα ούτε στον αληθινό Θεό, αλλά στον εαυτό τους, στην «φιλόσοφη» σκέψη τους, στο πνεύμα τους και τις δυνάμεις τους. Ήταν οι αδιάφοροι για κάθε Θεό και κάθε πίστη.
Οι Ιουδαίοι έζησαν την διαθήκη, την συμφωνία του Θεού με τον Αβραάμ και τους απογόνους του, ότι θα τον ευλογήσει και θα δοξάσει το όνομά του, εφόσον έκανε υπακοή στο θέλημά Του και έφευγε από την γη της Μεσοποταμίας και πήγαινε στη γη Χαναάν. Η διαθήκη αυτή επαναβεβαιώθηκε στο όρος Σινά, με τις εντολές που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, οι οποίες προετοίμασαν τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία. Παρά το γεγονός ότι πολλές φορές οι Ιουδαίοι αποστάτησαν, απομακρύνθηκαν από την σχέση τους με τον Θεό, εντούτοις υπερηφανεύονταν ότι ήταν ο περιούσιος λαός του Θεού. Και δεν ήταν μόνο η αποστασία τους. Ήταν και το γεγονός ότι είχαν δώσει άλλο περιεχόμενο στον ερχομό του Μεσσία. Τον θεωρούσαν ως τον πολιτικό ηγέτη και τον ελευθερωτή από τους Ρωμαίους, που θα τους καθιστούσε λαό ελεύθερο και κυρίαρχο του κόσμου. Η περιουσιότητα δεν είχε πνευματικό περιεχόμενο, αλλά εθνικιστικό και κοινωνικό. Παρόλα αυτά, οι κύριες γραμμές της πίστης τους, πήγαζαν από την σχέση με τον Θεό, ωστόσο η θρησκευτική τους αυτάρκεια ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο για να πιστέψουν στο πρόσωπο του Χριστού.
Οι ειδωλολατρικοί λαοί βασανίζονταν από την πολυθεΐα των ειδώλων. Δεν έβρισκαν απαντήσεις στα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς δεν είχαν την ελπίδα της ανάστασης. Μπορεί να πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, αλλά δεν προσδοκούσαν τίποτα για το σώμα τους. Παράλληλα, η ζωή τους δεν είχε την πειθαρχία των Ιουδαίων, αλλά ήταν παραδομένοι στην ελευθερία των παθών και στην αγωνία για επιβίωση. Δεν ήταν κι αυτοί ελεύθεροι, γιατί ήταν υποταγμένοι στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Ωστόσο, η απλότητα, η δεκτικότητα και η ταπεινότητα του καθημερινού ανθρώπου γεννούσαν προοπτικές για να γίνει το πρόσωπο του Χριστού αποδεκτό.
Οι φιλόσοφοι και οι έχοντες εμπιστοσύνη στην εξουσία και τις δυνάμεις τους, όπως ο βασιλιάς Ηρώδης (ο Χριστόν θα τον χαρακτηρίσει «αλώπεκα», Λουκ. 13, 32), ο Πόντιος Πιλάτος (με τον οποίο ο Χριστός θα έχει έναν διάλογο στον οποίο θα δεσπόσει το ερώτημα του Πιλάτου «τι εστιν αλήθεια;», Ιωάν. 18, 38), οι Σαδδουκαίοι («οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν», Ματθ. 22, 23), αλλά και οι μετά τον Χριστό στοχαστές δεν αναζητούσαν το Θεό, αλλά την γνώση, εξερευνούσαν τους μηχανισμούς της ζωής ή αρκούνταν στα αγαθά τους και την δόξα τους. Ήξεραν ότι θα περάσουν στην ιστορία, και έκαναν ό,τι μπορούσαν να χαρούνε την ζωή τους ή να αφήσουν στον κόσμο απόδειξη της δύναμης του πνεύματός τους. Η αυτάρκεια της γνώσης, των παθών, της εξουσίας θα ήταν και πάλι μεγάλο εμπόδιο για να πιστέψουν στον Χριστό, σε ένα πρόσωπο που απέρριπτε ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο Χριστός ξεκινά την επίγεια δράση του όχι από εκείνους που νόμιζαν ότι ήξεραν, ούτε από τους έχοντες εμπιστοσύνη στα υλικά αγαθά, την εξουσία, την δύναμη του πνεύματός τους, αλλά από εκείνους που ζούσαν στην άγνοια. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι ο Θεός δεν περιφρονεί κανέναν, «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4) και «στέκεται επί την θύραν και κρούει» (Αποκ. 3, 20). Όμως ο Χριστός επιλέγει να ξεκινήσει το έργο της σωτηρίας από αυτούς που είναι πιο δεκτικοί. Είναι οι αδύναμοι, «τα μωρά του κόσμου», αυτοί που δεν έχουν την οίηση και την υπερηφάνεια ότι γνωρίζουν, αλλά μέσα στην απλότητά τους μπορούν να συναισθανθούν ποιος είναι ο Θεός και να δούνε την αμαρτωλότητά τους, τι τους χωρίζει από αυτούς. Γι’ αυτό το κήρυγμα του Χριστού είναι η μετάνοια. Και «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει βλέπει φως μέγα». Γιατί η παρουσία του Χριστού φωτίζει την ύπαρξη που αγνοεί, αρκεί να έχει την ταπείνωση και την απλότητα.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες ανθρώπων εξακολουθούν να υπάρχουν και στην εποχή μας. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα για τον Θεό, σ’ αυτούς που έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, στον νου, τα υλικά αγαθά, την σοφία και την γνώση, την εξουσία τους και αδιαφορούν για τον φωτισμό τους και σε εκείνους που νιώθουν ότι κατοικούν «εν χώρα και σκιά θανάτου», που νιώθουν την αδυναμία τους να συναντήσουν το Θεό και να βρούνε απαντήσεις στα ερωτηματικά τους. Που νιώθουν ότι τα έργα τους δεν δίνουν αιωνιότητα, αλλά τους κάνουν να πορεύονται προς τον θάνατο, μπροστά στον οποίο είναι ανίσχυροι. Που θέλουν τον φωτισμό, διψούν για την αλήθεια και θέλουν Κάποιον να μοιραστεί το φορτίο τους. Αυτοί είναι τελικά και οι πιο δεκτικοί στο μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ο Χριστός απευθύνθηκε προς όλους. Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία. Και οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχουν δικαίωμα στον φωτισμό. Ο καθένας από εμάς όμως καλείται να δώσει απάντηση σε ποια κατηγορία ανήκει και να ανοίξει, να ανταποκριθεί τελικά στο χτύπημα της πόρτας της ύπαρξής του από τον Χριστό. Η απάντηση και το άνοιγμα θα σηματοδοτήσουν τελικά και το αν θα επιλέξουμε τον δρόμο του φωτισμού από τον Χριστό ή αν θα παραμείνουμε κλεισμένοι στις γνώσεις μας περί του Θεού ή στην εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας, στις δυνάμεις μας, στην εξουσία μας, στις γνώσεις μας. Η επιλογή του Χριστού να ξεκινήσει από την Γαλιλαία των εθνών πάντως δείχνει ότι ο δρόμος προς τον φωτισμό έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτευχθεί μέσα από την απλότητα, την ταπείνωση και την δεκτικότητα. Από την μετάνοια που δεν είναι τόσο εύκολη για τους θρησκευτικά αυτάρκεις και τους εγωπαθείς και παραδομένους στην αυτάρκεια της γνώσης, των παθών και κάθε εξουσίας. Η μετάνοια όμως εν θα πάψει να είναι ο δρόμος για όλους. Και ευτυχώς που τελικά ο Θεός την διακηρύττει και είναι έτοιμος να την δεχτεί από όλους.

Κυριακή μετά τα Φώτα,
9 Ιανουαρίου 2011