12/18/10

ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ


Κάθε άνθρωπος έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά. Έχει αρχή και τέλος, δηλαδή συνδέεται με τον φυσικό χρόνο, εντάσσεται σ’ αυτόν και εξέρχεται από αυτόν. Έχει όμως και ιστορία. Ανήκει σε ένα γένος, σε μια φυλή, σε έναν λαό, μιλά μια γλώσσα, ακολουθεί μια θρησκευτική παράδοση. Και, τέλος, έχει όνομα, δηλαδή είναι πρόσωπο ανεξάρτητο, έτερο από τα άλλα πρόσωπα, από τους άλλους ανθρώπους.
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά καθιστούν τον καθέναν μοναδική προσωπικότητα. Και πάνω σ’ αυτά τα τρία χαρακτηριστικά καλείται ο καθένας να εργαστεί, για να οικοδομήσει, να προσθέσει, να διορθώσει, να αφήσει την δική του παρακαταθήκη. Τον χρόνο να τον δει ως «καιρό», ως ευκαιρία δηλαδή να καταλάβει ότι έζησε και ότι άξιζε η ζωή του, ότι είχε νόημα. Στην ιστορία να εργαστεί για το σύνολο, την συλλογικότητα στην οποία εντάσσεται. Να διασώσει, αλλά και να κληροδοτήσει. Να συνεργαστεί, αλλά και να ανοίξει δρόμους. Να μιμηθεί και να πρωτοτυπήσει. Και σε ό,τι αφορά στο όνομά του, να δημιουργήσει μνήμες στους άλλους, αλλά και να καταστήσει τον εαυτό του γιορτή, αφορμή δηλαδή χαράς και έμπνευσης για εκείνους.
Ανάλογα με το πόσο καταφέρνει ο καθένας στη ζωή του, στις σχέσεις με τους άλλους, αλλά και με την προσωπικότητά του, όπως αυτή αποτυπώνεται, αποκτά την αγάπη και την αποδοχή των άλλων ή περνά αδιάφορος ή γίνεται μισητός σ’ αυτούς. Κανείς όμως άνθρωπος δεν μπορεί παρά να αγωνιστεί για να δικαιολογήσει την παρουσία του στη ζωή και να αφήσει «μετάμελον».
Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα, αφού ο Χριστός πιστεύουμε και ζούμε στην Ορθοδοξία ότι ήταν εκτός από τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Μόνο που παρότι ο Χριστός είχε γενεαλογία, είχε την βίβλο γενέσεώς του (Ματθ. 1, 1), ήταν τέλειος άνθρωπος, εντούτοις ήταν και κάτι διαφορετικό από όλους τους άλλους. Είχε αρχή κατά άνθρωπον και είχε και τέλος, επάνω στο Σταυρό. Μόνο που το τέλος έγινε νέα αρχή με την Ανάσταση, που σημαίνει ότι τελικά δεν τελείωσε. Είχε ιστορία, ανήκε σε μια φυλή και έναν λαό (τον εβραϊκό), μιλούσε την εβραϊκή γλώσσα, ακολούθησε την θρησκευτική παράδοση, αλλά δεν έμεινε σ’ αυτά. Ο Χριστός υπήρξε ο Θεάνθρωπος, που ενώ ανήκε υπερέβη και την έννοια του «ανήκειν». Ο Χριστός ανήκει σε όλους τους ανθρώπους, γιατί όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ενανθρωπήσει ο Υιός Του. Αληθινό πρότυπο του ανθρώπου είναι ο Θεάνθρωπος. Γι’ αυτό και όσοι ακολουθούν το Χριστό, όσοι δηλαδή είναι μέλη της Εκκλησίας, μολονότι ανήκουν σε λαό και φυλή, μιλούν γλώσσα συγκεκριμένη, έχουν ιστορικές καταβολές, προχωρούν προς μία οικουμενική, παγκόσμια θεώρηση της ζωής. Προσεύχονται για όλο τον κόσμο, αγαπούν όλο τον κόσμο, χαίρονται που ανήκουν και ταυτόχρονα είναι ανοιχτοί. Τέλος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν και είναι πρόσωπο ανεξάρτητο, έτερο από όλα τα άλλα πρόσωπα, μόνο που δεν άφησε απλώς μνήμες ή έγινε απλώς γιορτή και χαρά ή αφορμή απόρριψης, «σημείον αντιλεγόμενον», αλλά μας άφησε τον ίδιο Του τον εαυτό, το Σώμα και το Αίμα Του που κοινωνούμε σε κάθε Θεία Λειτουργία, όχι για να θυμόμαστε απλώς το πέρασμα Του από αυτόν τον κόσμο, αλλά για να ανεβαίνουμε μαζί Του στον ουρανό, αλλά και να ξεκινάμε μαζί Του την υπέρβαση του χρόνου, την πορεία προς την αιωνιότητα.
Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται αναφορά σε κάποιο πρόσωπο που προτυπώνει τον Χριστό. Είναι ο Μελχισεδέκ, σύγχρονος του Αβραάμ («βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ»), βασιλιάς της πόλης Σαλήμ, ο οποίος ήταν ιερέας του Θεού του Υψίστου, όντας σε μια χώρα ειδωλολατρών. Ο Μελχισεδέκ ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων» (Εβρ. 7,3) και πράγματι, η Αγία Γραφή δεν κάνει λόγο για τον πατέρα, τη μητέρα, τη γέννηση, τη γενεαλογία ή το θάνατό του. Αναφέρεται χωρίς προκάτοχο και διάδοχο, ως βασιλιάς και ιερέας ορισμένος από τον Θεό, με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά αυτά να σκιαγραφούν τον Ιησού και να προτυπώνουν τον Χριστό, ο οποίος ήταν «απάτωρ εκ μητρός», και «αμήτωρ εκ πατρός», «αγενεαλόγητος ως προς τον Θεό και μη κλεισμένος στην γενεαλογία ως άνθρωπος», χωρίς αρχή ημερών κατά Θεόν, αλλά και χωρίς τέλος ως άνθρωπος.
Η γενεαλογία του Χριστού μας δείχνει ότι η σάρκωσή Του δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά ενταγμένη στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, η οποία εργάζεται σε συνδυασμό με την ανθρώπινη ιστορία. Η Εκκλησία λοιπόν καλείται σ’ αυτό το δρόμο να κινηθεί, να εργαστεί μέσα στην ιστορία και αναδιφώντας την και συνδυάζοντας τον ιστορικό άνθρωπο με τον εσχατολογικό. Αλλά και ο καθένας μας, καλείται να βρει στο Χριστό αυτό που του λείπει, αλλά και την δύναμη να νοηματοδοτήσει το χρόνο του, να αξιοποιήσει την παράδοσή του, αλλά και να την κληροδοτήσει ποιοτικότερη στους μετέπειτα από αυτόν και να καταστήσει τον εαυτό του ξεχωριστή προσωπικότητα, μνήμη και γιορτή. Και η πίστη στο Χριστό της Εκκλησίας, σε συνδυασμό με τη ζωή της Εκκλησίας θα μας κάνει να βιώσουμε τι αληθινά σημαίνει «χριστιανός», το όνομα που τέμνει τη ζωή μας και τη ζωή του κόσμου.

Κέρκυρα, 19 Δεκεμβρίου 2010