12/11/10

Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗ


Στην παραβολή του μεγάλου δείπνου που αφηγείται ο Χριστός κάποιος οικοδεσπότης είδε, ενώ το τραπέζι ήταν στρωμένο, τους καλεσμένους του να αρνούνται την παρουσία τους σ’ αυτό, χωρίς να έχουν αρνηθεί αρχικά την πρόσκληση. Η οργή του οικοδεσπότη ήταν μεγάλη και απέκλεισε από το δείπνο όλους εκείνους τους αρχικά εκλεκτούς, ενώ στη θέση τους έδωσε εντολή και εισήλθαν άνθρωποι που δεν είχε αρχικά καλέσει. Οι μετέπειτα καλεσμένοι αποδέχτηκαν την πρόσκληση, άλλοι με τη θέλησή τους, άλλοι με εξαναγκασμό. Ο οικοδεσπότης τελικά θέλησε ο οίκος του να γεμίσει από συνδαιτυμόνες και όχι απλώς να παραθέσει ένα τραπέζι προς τιμήν κάποιων.
Γιατί η οργή του οικοδεσπότη;
Αισθάνθηκε την περιφρόνηση των καλεσμένων στις καθόλου πειστικές δικαιολογίες που χρησιμοποίησαν για να μην παραστούν; Αισθάνθηκε την αγνωμοσύνη τους, για το ότι δεν εκτίμησαν ούτε την πρόσκληση ούτε τον κόπο που κατέβαλε να τους φιλοξενήσει ούτε τα έξοδα του δείπνου; Αισθάνθηκε ότι δεν ήταν τελικά φίλοι του όσοι υπολόγιζε ότι ήταν; Διαπίστωσε ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η αγάπη για να ανταποκριθεί ο άλλος;
Όλα αυτά θα δικαιολογούσαν την οργή του, αλλά δεν δικαιολογούν επαρκώς την απόφασή του να φέρει στο σπίτι του όλους τους απόβλητους της κοινωνίας και μάλιστα και εκείνους που δεν ήταν μέλη της πόλης, της κοινότητας στην οποία ο ίδιος και οι αρχικοί καλεσμένοι μετείχαν. Ένας άνθρωπος που θέλει να χαρεί με τους φίλους του ένα τραπέζι, όσο και να θυμώσει για την απρέπειά τους, το πιο πιθανόν ήταν να ξεστρώσει το τραπέζι και να αποκόψει οριστικά τους πρώην καλεσμένους από τη σχέση μαζί του. Η τιμωρία τους για την άρνηση ήταν η διαγραφή τους από την καρδιά του. Όμως η απόφαση του οικοδεσπότη να πραγματοποιήσει το δείπνο ανεξαρτήτως του ποιοι θα ήταν οι συνδαιτυμόνες, δείχνει ότι τελικά η οργή του δεν τον έκανε να αρνηθεί την απόφασή του να ανοιχτεί, να τιμήσει και να μοιραστεί.
Οι άνθρωποι, όταν αισθανόμαστε την περιφρόνηση των άλλων σε οποιοδήποτε έργο κάνουμε γι’ αυτούς, συνήθως κλεινόμαστε, απογοητευόμαστε, οργιζόμαστε και δεν προχωρούμε στο σκοπό μας. Φταίνε οι άλλοι για την αχαριστία και την αγνωμοσύνη τους και δεν αξίζει να κάνουμε τίποτε από αυτά που αληθινά θα επιθυμούσαμε. Αυτό ιδιαιτέρως συμβαίνει μέσα στην Εκκλησία. Συχνά άνθρωποι που επιθυμούν να εργαστούν με αφιέρωση στο Θεό και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, άνθρωποι με ζήλο και ανύστακτο φρόνημα, διαπιστώνουν την αδυναμία των άλλων, την άρνησή τους να παρακαθίσουν στο κοινό δείπνο της αγάπης, της κοινωνίας, της οικειότητας που είναι η Εκκλησία και η ζωή της , και τότε σταματούν να κοπιάζουν και να αγωνίζονται. Αυτή η στάση, που όλοι την θεωρούν ανθρώπινη, στην ουσία δείχνει ότι το κριτήριο του πνευματικού και κοινωνικού έργου, αλλά και της προσωπικής προσπάθειας, δεν ήταν η αγάπη και η φροντίδα για την σωτηρία, αλλά η αποτελεσματικότητα και η αναγνώριση.
Βεβαίως είναι ανθρώπινο να θέλει κανείς ο άλλος να αναγνωρίσει τον κόπο του και να ανταποκριθεί. Δεν είναι όμως η ιδιωτεία, η απόσυρση στο εγώ μας και η κατάκριση όλων των άλλων η απάντηση. Είναι το άνοιγμα προς όλους εκείνους που μπορεί να μην περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά που έχουν αληθινή ανάγκη μία θέση στο δείπνο. Είναι το «ανάγκασον» του οικοδεσπότη προς τον υπηρέτη. Ότι δηλαδή ο οίκος και η τράπεζα θα πληρωθούν και αυτό για να εκπληρωθεί ο σκοπός που είναι η ζωή της κοινότητας, η ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Η οργή του οικοδεσπότη πηγάζει από το γεγονός ότι το σπίτι του θα παραμείνει άδειο. Ότι ενώ έχει αγάπη και την δείχνει, αυτοί στους οποίους απευθύνεται δεν αντέχουν την αγάπη, δεν θέλουν την συνάντηση και την κοινότητα, αλλά προτιμούν τον εγωκεντρισμό τους, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα της καθημερινότητάς τους. Και καθώς αποτυγχάνουν να αγαπήσουν, κάνουν τον οικοδεσπότη περισσότερο να επιθυμεί την πλήρωση του οίκου. Και εκείνος θα βρει τα πρόσωπα που θα συμφάγουν. Εκείνοι όμως θα στερηθούν με δική τους απόφαση την αγάπη του οικοδεσπότη.
Αν μεταφέρουμε αναλογικά την παραβολή στην εποχή μας, θα διαπιστώσουμε ότι στο τραπέζι του οικοδεσπότη Θεού είναι καλεσμένοι πολλοί. Μάλιστα όσοι έχουν διαπιστώσει την αγάπη του Θεού και ίσως και να τον θεωρούν οικείο τους. Όταν έρχεται όμως η ώρα για να εγκαταλείψουν κάθε ιδιοκτησία σε αγαθά, ιδέες και λογισμούς, κάθε εργασία για το ζην και το ευ ζην και κάθε ηδονή και μέριμνα, περιφρονούν την αγάπη του Θεού και την αρνούνται. Και τότε ο Θεός οργίζεται, αλλά δεν κλείνεται. Ανοίγει ακόμη περισσότερο το τραπέζι της Εκκλησίας στους αμαρτωλούς, στους αδύναμους, σε όσους τελικά κανείς δεν αγάπησε και ίσως κανέναν δεν αγάπησαν και τους καλεί, ενίοτε και τους αναγκάζει με την αγάπη του να εισέλθουν στη Βασιλεία Του.
Καθώς πλησιάζουμε στην πανήγυρη των εορτών που είναι τα Χριστούγεννα, ας αναρωτηθούμε πόσο εκτιμούμε την αγάπη του Θεού και ανταποκρινόμαστε στην πρόσκλησή Του να συμφάγουμε κοινωνώντας στο τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας και επιλέγοντας να τιμήσουμε την φιλία Του, την οποία απέδειξε με την ενανθρώπισή Του για μας. Δεν είναι θεωρητικό το ερώτημα ούτε αδιάφορη η απάντησή του. Γιατί ο Θεός δεν θα πάψει να ανοίγεται στους ανθρώπους, ενώ αν η απάντησή μας ομοιάσει με του ιδιοκτήτη, του εργαζόμενου και του φιλήδονου ανθρώπου, τότε η απόρριψη της αγάπης του Θεού θα μας οδηγήσει σε μία ζωή που τα αγαθά, η εργασία και η ηδονή θα είναι ο αυτοσκοπός, αλλά η αιωνιότητα δεν θα τα περιλαμβάνει. Και μαζί μ’ αυτά ούτε κι εμάς.
Ας είναι ο Άγιος Σπυρίδων, που τόσο αγάπησε και βίωσε τη ζωή της Βασιλείας του Θεού, τη ζωή της Εκκλησίας, τη ζωή της Ευχαριστίας, εκείνος που θα συνδράμει ώστε να αποδεχθούμε το άνοιγμα της αγάπης του Θεού, όσο κι αν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης μας κάνει να ρέπουμε προς τις τρεις «κλειστές» στάσεις.

Κέρκυρα, 12 Δεκεμβρίου 2010