9/7/10

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Η εορτή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί για όσους πιστεύουμε στο Θεό αφορμή χαράς και πανηγύρεως. Είναι χαρακτηριστική η φράση των ύμνων του εσπερινού της εορτής, όπου τονίζεται ότι ο Θεός, που επαναπαύεται στους νοερούς θρόνους Του, προετοιμάζει άγιο θρόνο επί της γης για τον εαυτό Του και αυτός ο θρόνος δεν είναι άλλος από την Παναγία. Γιατί η Παναγία έμελλε να γίνει το κατοικητήριο του Θεού, αυτή που μέσα της θα γευτεί την συνάντηση και την συν-χώρηση με τον αληθινό Θεό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Κύριο Ιησού. Και η Παναγία γίνεται υπόδειγμα αυτής της συνάντησης και της συν-χώρησης με το Θεό για τον καθέναν από εμάς, ο οποίος μπορεί να καταστεί θρόνος πνευματικός στη ζωή της Εκκλησίας.
Τι είναι όμως και τι συμβολίζει ο θρόνος;
Θρόνος είναι το κάθισμα των βασιλιάδων. Αποτελεί τόπο και σημείο εξουσίας, εκεί όπου κάθεται ο βασιλιάς και δέχεται σε ακρόαση τους υπηκόους του. Εκεί όπου οι υπήκοοι τον θαυμάζουν και διατυπώνουν τα αιτήματά τους ή απλώς χαίρονται να τον βλέπουν. Και γεμίζουν εμπιστοσύνη όταν τον βλέπουν, γιατί νιώθουν ασφάλεια κοντά του. Άλλοι όμως φοβούνται, γιατί βλέπουν ότι η ζωή τους δεν είναι αρεστή σ’ αυτόν που κυβερνά. Άλλοι πάλι, ικανοποιώντας τα αιτήματά τους, διαπιστώνουν ότι η αγάπη και η φροντίδα του ηγεμόνα είναι αυτή που μπορεί να τους βοηθήσει στη ζωή τους να προοδεύσουν ή και να έχουν ελπίδα ότι δεν θα χαθούν. Άλλοι πάλι ζούνε με την προσδοκία της συνάντησης, ακόμη κι αν είναι μακριά. Έτσι δεν αποκάμουν από τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες του χρόνου, αλλά περιμένουν ότι κάποια στιγμή ο βασιλιάς θα τους δεχτεί ενώπιον του θρόνου του και θα βρούνε δικαιοσύνη, θα βρούνε κατανόηση, θα βρούνε λύτρωση.
Η Παναγία λοιπόν γίνεται ο θρόνος του επουράνιου Θεού. Πάνω σ’ αυτήν κάθεται ο Χριστός και γίνονται αχώριστοι. Χωρίς αυτήν ο Χριστός θα ήταν απόμακρος από τους ανθρώπους, καθώς δεν θα είχε προσλάβει τη φύση μας και δεν θα είχε επίγνωση των παθημάτων, των αγωνιών μας, των ελπίδων και των προσδοκιών μας. Χωρίς αυτήν η αγάπη του Θεού θα ήταν μία απόμακρη αγάπη για τον άνθρωπο. Μ’ αυτήν η αγάπη του Θεού γίνεται οικεία, κοντινή, καθημερινή. Η κάθε ανθρώπινη φύση μπορεί να γίνει κατοικητήριο του Θεού, αφού η Παναγία άνοιξε τον δρόμο και σε μας.
Χάρις στην Παναγία, η οποία είναι ο «έμψυχος θρόνος» του Θεού μπορούμε να λειτουργούμε στη ζωή μας με τους τρόπους που οι υπήκοοι αντιμετώπιζαν, συναντούσαν, συν-χωρούσαν με τον βασιλιά τους. Αρχικά έχουμε ελπίδα και δεν νικιόμαστε από τον χρόνο και τις δοκιμασίες που αυτός γεννά. Δεν απογοητευόμαστε από τις αδικίες της ζωής, του κόσμου, των ανθρώπων, αλλά έχουμε ελπίδα ότι θα παρουσιαστούμε ενώπιον του θρόνου του Θεού και εκείνος θα μας ανακουφίσει, αποδίδοντας το δίκαιο που στερούμαστε. Και αυτό δεν είναι άλλο παρά η αγάπη Του, η οποία μας κάνει να έχουμε εμπιστοσύνη και γαλήνη στην ύπαρξή μας, γιατί νιώθουμε πως δεν είμαστε εγκαταλελειμμένοι στο κακό και την αδικία.
Άλλοι από εμάς χαιρόμαστε να βλέπουμε τον θρόνο του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Δεν χρειαζόμαστε κάτι. Η ζωή μας γεμίζει από πίστη και κατανοούμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο αυτό. Ότι υπάρχει πορεία συν-χωρήσεως, κάποιος μας αγκαλιάζει και μας συνδράμει, ακόμη και στην πλήρη εγκατάλειψή μας από το ήθος και τον τρόπο του κόσμου, που ζητά την συνταύτιση με την αμαρτία και την υποταγή στον τρόπο του κακού για να μας παραχωρήσει δικαίωμα ύπαρξης μέσα στην κοινωνία του κόσμου. Ατενίζοντας τον θρόνο του Θεού αντέχουμε τον χλευασμό και την περιφρόνηση του να είσαι χριστιανός, δηλαδή ενάντια στο ρεύμα του «όλα επιτρέπονται» και με χαρά πορευόμαστε προς την Βασιλεία του Θεού.
Άλλοι από εμάς όμως φοβόμαστε, γιατί νιώθουμε ότι η εμφάνισή μας ενώπιον του θρόνου του Θεού μας ελέγχει για τη ζωή μας, για το ό,τι δεν έχουμε δείξει την αγάπη που ο Θεός θέλει, για το ότι είμαστε παραδομένοι στον τρόπο της αμαρτίας, για το ότι η ζωή μας δεν έχει νόημα. «Ο χιτών με ελέγχει ότι ουκ έστι του γάμου». Όμως, ακόμη κι αν είναι έτσι, εάν συναισθανόμαστε την πτώση και την αμαρτωλότητά μας, ο έμψυχος θρόνος του Θεού που είναι η Παναγία μεσιτεύει για μας και παρακαλεί τον Θεό να δείξει την ευσπλαχνία Του, ως βασιλιάς που δεν ζητά την τιμωρία των υπηκόων του, αλλά με την επιείκειά του δίνει καιρό μετανοίας και νέας ζωής σ’ αυτούς.
Ζούμε σε μία εποχή όπου οι άνθρωποι , έχοντας θεοποιήσει και ειδωλοποιήσει τον εαυτό τους, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς τον Θεό. Προτιμούν να αγνοούν την ύπαρξή Του και να προσπερνούν τον τρόπο της συν-χωρήσεως μαζί Του. Και όχι μόνο αυτό. Δεν θέλουν να γίνουν κατοικητήριά Του, διαλέγοντας την εμπιστοσύνη και την παράδοση της Παναγίας, αλλά εμπιστεύονται μόνο το «εγώ» τους. Ακόμη και οι ενοχές τους δεν έχουν να κάνουν με την αποτυχία τους να αγαπήσουν, αλλά με την αποτυχία τους να κατακτήσουν όσα επιθυμούν και να υποτάξουν τους άλλους στο δικό τους τρόπο. Αυτός ο δρόμος όμως είναι αδιέξοδος. Και στερεί από τον άνθρωπο τη χαρά. Η Εκκλησία μας, μέσα από την γιορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, μας δείχνει τι σημαίνει να ελπίζουμε στην παρουσία του Θεού ως βασιλέα της ζωής μας, αλλά και να προχωρούμε μαζί Του, καθιστώντας και τον δικό μας εαυτό «θρόνο έμψυχο» ή έστω αφοσιωμένο υπήκοο ή πρόσωπο που αποζητά την υπαρξιακή συνάντηση μαζί Του. Αν αφουγκραστούμε αυτή την θέαση και την βιώσουμε στο ήθος της Εκκλησίας, τότε η ζωή μας θα έχει αληθινό νόημα. Αλλά και στην δυσκολία μας να απεμπλακούμε από το ήθος του κόσμου και τυ κακού, αν υπάρχει η προσευχή και η εμπιστοσύνη στην Παναγία, τότε «ουχ όλλυται η ελπίς».
Κέρκυρα, 7 Σεπτεμβρίου 2010