8/28/10

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Η ανάμνηση της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου εγείρει στις καρδιές μας το εύλογο ερώτημα: Γιατί μια τέτοια προσωπικότητα να βιώσει ένα τόσο άσχημο τέλος; Να υποστεί μαρτυρικό θάνατο με απόφαση ενός βασιλιά, ο οποίος απέδειξε ότι δεν ήταν προσωπικότητα, δεν ήταν ηγέτης, αλλά δέσμιος των παθών και των φιληδόνων επιθυμιών του. Το ταπεινωτικό τέλος του τελευταίου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο σέβονταν και τιμούσαν ακόμη και οι εγωπαθείς Φαρισαίοι, ενώ ο λαός κυριολεκτικά λάτρευε, δείχνει ότι το θέλημα του Θεού παραμένει άδηλον και κρύφιον.
Το τέλος του Προδρόμου όμως χρειάζεται να μας προβληματίσει και ως κοινωνία. Κι αυτό διότι σπιθαμιαίοι ηγέτες κυβερνούν τον κόσμο, οι οποίοι παραμένουν δέσμιοι των παθών και των φιληδόνων επιθυμιών τους, μόνο που ίσως αυτές δεν έχουν να κάνουν με την σαρκικότητα, αλλά με την δίψα για εξουσία. Η λαγνεία της εξουσίας αποτελεί μεγάλο πειρασμό και δύσκολα μπορεί να βρεθεί ηγέτης, ο οποίος να μην υποτάξει στην επιθυμία αυτή την ουσία της αποστολής του, που είναι η διακονία του λαού του. Το κακό είναι ότι η μεγάλη πλειονοψηφία των ανθρώπων σπεύδει να αναδείξει τέτοιους ηγέτες, παρότι ομνύει στην ανάγκη να μην υπολογίζεται το όποιο κόστος, προκειμένου να γίνει ό,τι ωφελεί τους πολλούς. Και αυτό καθιστά την σημερινή πραγματικότητα ανάλογη με εκείνη του Ηρώδη.
Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα, γιατί ο Πρόδρομος να βιώσει τέτοιο τέλος, χρειάζεται να προβληματιστούμε πάνω στο τι είναι ο νόμος του Θεού για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Για τον Πρόδρομο ήταν «λύχνος τοις ποσί και φως ταις τρίβοις» (Ψαλμός 118). Ήταν το λυχνάρι εκείνο που καθοδηγούσε τα βήματά του και καθόριζε την πορεία του. Δεν έκανε πίσω και δεν υπολόγιζε το κόστος, γιατί πάνω από τον εαυτό του έθετε τον νόμο του Θεού. Ο νόμος του Θεού τελικά αποτελεί την βάση για να μην υποταχτούμε σε οποιονδήποτε πειρασμό, σε οποιανδήποτε λαγνεία, εἰτε της σαρκός είτε της εξουσίας.
Ο νόμος του Θεού όμως για τον Ηρώδη λειτούργησε εντελώς διαφορετικά. Απετέλεσε έλεγχο για την παρανομία του. «Ουκ ἐξεστί σοι», αναφώνησε ο Πρόδρομος. Δεν πήρε τα όπλα, ούτε ξεσήκωσε τον κόσμο εναντίον του Ηρώδη. Του έθεσε όμως ξεκάθαρα τον προβληματισμό που ο νόμος του Θεού θέτει: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις για γυναίκα σου τη γυναίκα του αδερφού σου». Και ο νόμος του Θεού, στην ελεγκτική του διάσταση, δεν οδήγησε τον βασιλιά στην μετάνοια, αλλά σκλήρυνε την καρδιά του. Πρώτα τον έκανε να αισθάνεται ένοχος, και η λύση για την ενοχή του ήταν να συλλάβει τον προφήτη, κατόπιν παροτρύνσεως της άσεμνης και αισχρής γυναίκας του. Βάζοντάς τον στη φυλακή, θεώρησε ότι είχε ησυχάσει, τουλάχιστον ως προς την φωνή του νόμου του Θεού. Δεν άκουγε το «ουκ έξεστί σοι» και μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του.
Όμως, το «ουκ έξεστί σοι» λειτουργούσε στην καρδιά και το μυαλό της γυναίκας, της μαινομένης και ταραττομένης Ηρωδιάδος. Αυτή δεν μπορούσε να ησυχάσει από την ενοχή και τον έλεγχο. Κι έτσι, όταν της δόθηκε η ευκαιρία με τον εξίσου άσεμνο και προκλητικό χορό της κόρης της Σαλώμης, το «ουκ έξεστί σοι» την έκανε να πάρει την απόφασή της. Η λύση ήταν η θανάτωση του Προδρόμου. Κι ο βασιλιάς, μικρός στην καρδιά, το νου και το ηγετικό χάρισμα, σπεύδει να ικανοποιήσει την επιθυμία της γυναίκας. Υποταγμένος στη λαγνεία της ηδονής και της εξουσίας, διαγράφει και το τελευταίο ίχνος ευαισθησίας. Εκτελώντας τον Ιωάννη, διαγράφει και την συνείδησή του.
Ο νόμος του Θεού λοιπόν σε άλλους ανθρώπους λειτουργεί ελεγκτικά και οδηγεί στην μετάνοια, γιατί ξυπνά τη φωνή της συνείδησης, που είναι η παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Σε άλλους όμως λειτουργεί ως η αφορμή της πλήρους σκληρύνσεως, της δαιμονοποιήσεως. Και ο άνθρωπος διαπράττει την μία αμαρτία πίσω από την άλλη, θεωρώντας ότι έτσι θα ξεφύγει από την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Σκοτώνοντας την συνείδησή του, θεωρεί ότι σκότωσε το Θεό. Έτσι, ο νόμος του Θεού, ενώ μας δίδεται για την σωτηρία μας και το πνευματικό μας όφελος, τελικά για κάποιους λειτουργεί ως η οδός της απώλειας.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη διάσταση στην παρουσία του νόμου του Θεού. Διαφυλάττει την αξιοπρέπεια και το ήθος του ανθρώπου, τόσο έναντι του Θεού, όσο και έναντι των ανθρώπων. Ο Ηρώδης, εάν άκουγε την φωνή του Προδρόμου, το «ουκ έξεστί σοι», μπορεί προσκαίρως να έχανε την ηδονή της Ηρωδιάδας, αλλά θα κέρδιζε την αποδοχή του λαού του. Θα έδειχνε ότι ήξερε να σέβεται τα πατροπαράδοτα και να γίνεται πρότυπο για τους πολλούς. Ο Ηρώδης, εάν αρνούνταν να ικανοποιήσει το αίτημα της Ηρωδιάδος, μπορεί να έχανε πρόσκαιρα ενώπιον των αξιωματούχων του, μην τηρώντας τον όρκο του, αλλά θα έδειχνε σε όλους ότι ένας ηγέτης μπορεί να αναγνωρίσει τα λάθη του και δεν συνεχίζει μια αδικία, κάνοντας μία δεύτερη, χειρότερη από την πρώτη. Διότι στην παραβίαση του νόμου του Θεού, ο οποίος απαγόρευε την μοιχεία και την έμμεση αιμομιξία, ο Ηρώδης προσθέτει και τον φόνο, την «μιαιφονία», καθιστώντας το συμπόσιο των γενεθλίων του σημείον αισχρότητος και ανοσίου εγκλήματος.
Ταπεινωτικό το τέλος του Προδρόμου. Όμως, ενώπιον του Θεού ο Ιωάννης δικαιώθηκε όσο κανείς άλλος και δέεται για τις αμαρτίες, για την σωτηρία μας, για την διαφύλαξη του ήθους και της αξιοπρέπειάς μας, ενώ η ζωή του και το κήρυγμά του μας υπενθυμίζουν ότι ο νόμος του Θεού αποτελεί την φωνή που μας υπενθυμίζει ότι εάν θέλουμε η ζωή μας να διακατέχεται από αξίες και να μην ζούμε σε έναν κόσμο, όπου «όλα επιτρέπονται», τότε χρειάζεται να ακούμε τα «ουκ ἐξεστί σοι». Και μαζί μ’ αυτό το «ουκ έξεστι» του Προδρόμου, να μην λησμονούμε το συμπλήρωμα του Παύλου «Πάντα μοι έξεστι, αλλ’ ου πάντα μοι συμφέρει». Και ας αναζητούμε ηγέτες ή ας γινόμαστε ο καθένας ηγέτης της ζωής του με γνώμονα τον νόμο του Θεού και όχι την λαγνεία είτε της ηδονής είτε της εξουσίας, η οποία πρόσκαιρα θριαμβεύει, αλλά αιωνίως καταστρέφει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός