8/24/10
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Έχουμε κυριολεκτικά σοκαριστεί από την πρωτοφανή σε πολιτική και κοινωνική αγριότητα επίθεση, την οποία έχουν υποστεί τα δικαιώματα των ανθρώπων, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης στην οποία περιήλθε η χώρα μας. Το ΔΝΤ υπαγόρευσε την συγκρότηση ενός μνημονίου, με βάση το οποίο τα πάντα έχουν αλλάξει. Η μεγάλη πλειονοψηφία των ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα πάντα γίνονται για το καλό μας. Η Εκκλησία, εκούσα-άκουσα, δίδει το καλό παράδειγμα συνεισφέροντας όσο μπορεί για την αντιμετώπιση των αναγκών της πολιτείας, ενώ εξακολουθεί να λοιδορείται από εκείνους που είναι συνυπαίτιοι του προβλήματος, καθώς όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλαν όσο μπορούσαν στη δημιουργία του οικονομικού αδιεξόδου. Και ο πολύς κόσμος αναρωτιέται «τι τέξεται η επιούσα;» και ποιος και πώς θα μπορέσει να επιβιώσει σε ένα τέτοιο κλίμα κατάρρευσης της πατρίδας μας.
Κανείς δεν αναρωτήθηκε τελικά τι φταίει κατά βάθος. Όλοι διαβλέπουν και διαμαρτύρονται για την καταπάτηση όσων θεωρούνταν ως τώρα «κεκτημένα δικαιώματα» (εργασιακά, μισθολογικά, ασφαλιστικά, κοινωνικά), αλλά κανείς δεν ασχολείται με την κατάρρευση ενός ολόκληρου μοντέλου ζωής: του ίδιου του πολιτισμού των δικαιωμάτων. Επί χρόνια οι κάθε λογής «εκσυγχρονιστές» αγωνίζονταν να μας πείσουν ότι το παν στην εποχή μας είναι να διαφυλαχθούν σε επίπεδο κοινωνίας τα ατομικά δικαιώματα, να εξυψωθεί το «εγώ» του καθενός, ότι η ατομική ευτυχία μετρά περισσότερο από κάθε έννοια συλλογικότητας, ότι δεν υπάρχουν συλλογικές αλλά μόνο ατομικές ταυτότητες, γιατί ο άνθρωπος μπορεί από μόνος του να ευτυχήσει. Το «εκσυγχρονιστικό μοντέλο», το οποίο υπηρετήθηκε μετά μανίας από τους καθοδηγητές και εκμαυλιστές της κοινής γνώμης (δημοσιογράφους, διανοουμένους, πολιτικούς), θεωρήθηκε ως η πανάκεια για το χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας πολιτών, όπου ο καθένας θα ζούσε την ιδιωτική του ευτυχία, τα προσωπικά του δεδομένα και δικαιώματα, και η κοινωνική πρόοδος δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά το άθροισμα αυτής της ιδιωτικής ευτυχίας, που όλοι δικαιούνταν και αγωνίζονταν να έχουν, βαφτίζοντας «συντηρητικότητα», «εθνικισμό» και «οπισθοδρόμηση» κάθε αναφορά και αγώνα για συλλογικότητα και «κοινή ταυτότητα».
Και τώρα που θερίζουμε τις θύελλες που έσπειραν οι άνεμοι του «εκσυγχρονισμού», κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη της αυτοκριτικής ή την έκφραση ομολογίας ότι απέτυχε ο πολιτισμός των δικαιωμάτων, του «όλα επιτρέπονται». Ούτε λίγο ούτε πολύ οι υπηρέτες του καταρρεύσαντος συστήματος (δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί) προσπαθούν να μας πείσουν ότι «εμείς φταίμε», ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων μας είναι αναγκαίος για να επιβιώσουμε και να μην πτωχεύσουμε και ότι κάποια στιγμή, όταν μάθουμε με σφιγμένο κατά πολύ το ζωνάρι, όλα θα ξαναγίνουν καλύτερα. Εν τω μεταξύ, επειδή διαβλέπουν την κοινωνική οργή, η οποία θα είναι έντονη, καθώς όσοι δεν θα αντέξουν την κρίση, θα μείνουν χωρίς εργασία, χωρίς τις επιχειρήσεις και τα καταστήματά τους, χωρίς ελπίδα για το μέλλον, με τα προβλήματα να τρέχουν, θα ξεσηκωθούν, διατυπώνουν και αρές εναντίον «των καταπιεστών μας», χωρίς όμως να αφήνουν να διαφαίνονται ουσιαστικές εναλλακτικές λύσεις. Έτσι οι υπαίτιοι του αδιεξόδου θα συνεχίσουν να κυβερνούνε ιδεολογικά την κοινωνία μας, μόνο και μόνο γιατί θα μας έχουν πείσει ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει στις ρίζες του πολιτισμικού μοντέλου που πρόβαλαν και μας έπεισαν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε.
Τους κοινωνικούς εκσυγχρονιστές ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια και αντίστοιχοι εκκλησιαστικοί. Γοητευμένοι από τον ιδεολογικό θρίαμβο των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων, εντάχθηκαν στο ρεύμα των δικαιωμάτων, της απόρριψης της ιστορικής ταυτότητας, υποστήριξαν μετά μανίας μόνο «οικουμενικές αντιλήψεις περί της πίστεως», αγνοώντας την ιστορική σάρκωση και παρουσία της Ορθοδοξίας και ταυτίστηκαν με ένα ρεύμα το οποίο στο όνομα του διαλόγου με την εκσυγχρονιστική διανόηση, αγνόησε την λαϊκή συνείδηση. Κι ενώ υποστηρίζουν την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, στην ουσία ταύτισαν αυτό το σώμα όχι με το πώς είναι και τι αληθινές ανάγκες έχει, αλλά με το πώς θα το ήθελαν οι ιδεολογικά κρατούντες, χωρίς δηλαδή ταυτότητα και ιστορία.
Κι έτσι φτάσαμε σήμερα η Εκκλησία να μην έχει φωνή που να καταδεικνύει τα αδιέξοδα αυτού του πολιτισμού που καταρρέει. Να μην μιλά για την εκ των προτέρων δεδομένη αποτυχία του συστήματος να διασώσει τα σαθρά θεμέλια της ψεύτικης ευτυχίας που πούλησε. Γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος μόνος του, όσες γνώσεις και όσα αγαθά κι αν έχει. Και κανείς δεν μπορεί να πορευτεί χωρίς θυσία, αυταπάρνηση και προσφορά, χωρίς δηλαδή την παραίτηση από την άσκηση των δικαιωμάτων του χάριν της αγάπης προς τον άλλο. Και όταν το συλλογικό ήθος έχει μετατραπεί σε άθροισμα ατομικοτήτων, ποιος θα είναι πρόθυμος να θυσιάσει τα δικαιώματά του, αυτά που τον έκαναν να πιστεύει ότι «όλα επιτρέπονται για τον εαυτό του», χάριν του κοινού καλού;
Η Εκκλησία σήμερα καλείται να ξαναμιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας, όχι κρυβόμενη στο περιθώριο, αλλά βγαίνοντας μπροστά. Να επισημάνει την αποτυχία του συστήματος και να αντιπροτείνει επιστροφή όχι στα μέσα της παράδοσης, αλλά στις αξίες της: στην αγάπη και την προσφορά, στην αποκέντρωση από την ατομικότητα και στην συγκέντρωση στην κοινότητα. Να δείξει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε για να αντλεί ζωή από τον κόσμο, αλλά και να προσφέρει αγάπη στον κόσμο και ότι το πρότυπο της ζωής που αυτή βιώνει μέσα από τα πρόσωπα των Αγίων της, αποτελεί την μοναδική εναλλακτική λύση για την κοινωνία μας. Και αγιότητα δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν, αλλά δυναμική βίωση της αγάπης, εκ του υστερήματος και εκ του περισσεύματος. Η ευτυχία δεν μπορεί να έρθει μέσα από την πλεονεξία του καταναλωτισμού και την υποβάθμισης της ευθύνης για τους πολλούς.
Από την άλλη, η Εκκλησία οφείλει να στηρίξει και υλικά και ηθικά εκείνους που πλήττονται αδίκως και χωρίς να φταίνε από την δίνη των μέτρων. Και να επισημάνει σε κάθε ευκαιρία ότι χρειαζόμαστε αυτό το αλλιώτικο κοινωνικό και πολιτιστικό πρότυπο, γιατί η νόσος του ατομοκεντρισμού και της πλεονεξίας δεν μπορεί να θεραπευθεί στη ρίζα της. Η Εκκλησία οφείλει να διεκδικήσει σε όλους τους τόνους ένα άλλο εκπαιδευτικό πρότυπο για την κοινωνία μας, το οποίο δεν μπορούν οι αποτυχημένοι εκσυγχρονιστές, αλλά και οι υποτακτικοί του ΔΝΤ να προσφέρουν, γιατί προϋποθέτει επίγνωση ταυτότητας που θα οδηγεί στην ανάληψη της ευθύνης για το σύνολο και όχι μόνο για τον εαυτό του καθενός. Η Εκκλησία οφείλει να αναδιοργανώσει πλέον τις ενορίες της σε μιαν άλλη λογική και να καταδείξει στο λόγο και το βίωμά της την αληθινή πνευματικότητα που δίνει νόημα στη ζωή.
Έχουμε χρέος να στείλουμε στο περιθώριο τόσο εκείνους που δίνουν την εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι ένας δημόσιος οργανισμός που συντηρεί φολκλορικά το παρελθόν, όσο και εκείνους που προκαλούν με τις επιλογές τους την τραυματισμένη από την κρίση ψυχή των ανθρώπων. Έχουμε όμως και χρέος να πάψουμε να ταυτιζόμαστε με την αποτυχημένη ιδεολογία και πρακτική των κάθε λογής «εκσυγχρονιστών», οι οποίοι βάφτισαν ως πρόοδο την απομάκρυνση των ανθρώπων, και ιδίως των νέων, από τις αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή, και μας οδήγησαν στο να θεωρούμε ότι η αυτοπαράδοσή μας στον ατομοκεντρισμό του καταναλωτισμού, του Διαδικτύου, της φιληδονίας είναι η μόνη προϋπόθεση ευτυχίας. Η Εκκλησία καλείται να δείξει το μέτρο, την οδό της αγάπης και της προσφοράς, που δεν θα είναι ένας στείρος ακτιβισμός για να φαίνεται χρήσιμη, αλλά παιδεία αιωνιότητας και μεταμόρφωσης για τον άνθρωπο. Ο αγώνας αυτός είναι ιστορικό χρέος πλέον.