6/12/10
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Το ποδόσφαιρο μονοπωλεί την διασκέδαση μεγάλου πλήθους ανθρώπων, όχι μόνο στην πατρίδα μας, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Η τηλεόραση έχει καταστήσει το ποδόσφαιρο παγκόσμιο φαινόμενο. Από ένα παιχνίδι, το οποίο έχει ρίζες ακόμη και στην αρχαία Αθήνα, το ποδόσφαιρο είναι η εικόνα μιας μεγάλης βιομηχανίας, από την οποία χιλιάδες άνθρωποι ζούνε, αρκετοί καλά. Και δεν είναι μόνο οι πρωταγωνιστές του αθλήματος, ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, διαιτητές που αντλούν δόξα και χρήμα από την μπάλα. Είναι και ένας ολόκληρος κόσμος που περιστρέφεται γύρω από τον πυρήνα του ποδοσφαίρου, δημοσιογράφοι, τηλεοπτικά κανάλια, ραδιόφωνα, διαφημιστές, έμποροι αθλητικών ειδών, χορηγοί, ακόμη και ο κρατικός νομοθέτης. Ουσιαστικά, το ποδόσφαιρο αποτελεί μία από τις προθήκες του σύγχρονου πολιτισμού, του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Βεβαίως το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, και μάλιστα συλλογικό. Κανένα ατομικό ταλέντο, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία, αν δεν συνδυάζεται με την συλλογική προσπάθεια. Ο χορευτής της μπάλας πρέπει να έχει ικανούς συμπαίκτες, για να μπορέσει να απολαύσει την δόξα της νίκης. Και τούτο δεν νοείται χωρίς σοβαρή προσπάθεια, προπόνηση, τακτική, εργασία. Στην ουσία, το ποδόσφαιρο σήμερα από παιχνίδι έχει μετατραπεί σε επάγγελμα. Ο ερασιτεχνισμός έχει να κάνει με τη γειτονιά ή το σχολείο ή ακόμα και την ομάδα του χωριού. Όμως, όταν κανείς θέλει να ασχοληθεί σοβαρά, μόνο ο επαγγελματικός δρόμος υπάρχει.
Το ποδόσφαιρο καταδεικνύει και την δίψα του ανθρώπου για επιτυχία, για νίκη, για δόξα. Οι ποδοσφαιριστές, εκτός από τις όποιες χρηματικές απολαβές, που ενίοτε αποτελούν πρόκληση για τους πολλούς και, μάλιστα, σε περίοδο μεγάλης κρίσης, εξασφαλίζουν τους προβολείς της δημοσιότητας. Η νίκη στον αγώνα δεν δίνει μόνο ικανοποίηση για την προσπάθεια και τον κόπο. Καταξιώνει τον νικητή στα μάτια των πολλών, προκαλεί αντιπαραθέσεις, συζητήσεις για το δίκαιο ή το άδικο της επικράτησης, δίνει κίνητρα στους άλλους να προσπαθήσουν περισσότερο να νικήσουν με τη σειρά τους τον νικητή, και, παράλληλα, χτίζει μια κουλτούρα εξουσίας: ο δεύτερος είναι τίποτα, ο νικητής γράφει το όνομά του στην ιστορία. Επομένως, το ποδόσφαιρο γράφει τη δική του ιστορία επικράτησης, ενίοτε και με κάθε τρόπο και μέσο. Τα πρωτοσέλιδα του αθλητικού τύπου μετά από κάθε μεγάλη ποδοσφαιρική σύγκρουση, «μάχη» όπως αποκαλείται, μαρτυρούν γι’ αυτή την κουλτούρα.
Δεν είναι όμως μόνο όσοι συμμετέχουν στις ομάδες, στους αγώνες ή επωφελούνται από την παγκόσμια ποδοσφαιρική βιομηχανία. Είναι και οι καταναλωτές του ποδοσφαίρου, οι οπαδοί των ομάδων και ιδίως οι νέοι. Το ποδόσφαιρο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο πυρήνα «του ανήκειν» στην εποχή μας. Η παγκοσμιοποίηση, δια του εφευρήματος της κοινωνίας των πολιτών και του διεθνισμού, αγωνίζεται να μας πείσει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σύνορα και λαοί, αλλά όλοι οι άνθρωποι πρέπει να γίνουμε άχρωμοι και άγευστοι καταναλωτές ενός ατομοκεντρικού μοντέλου ζωής, χωρίς να ανήκουμε σε κοινότητες, διότι κάθε αίσθηση «του ανήκειν» εμπεριέχει την έννοια της διάκρισης, άρα τον κίνδυνο του φανατισμού, της βίας, της ρήξης. Κι ενώ παλαιότερα κέντρο «του ανήκειν» ήταν η θρησκευτική, ιστορική και ιδεολογική παράδοση ενός λαού ή μιας ομάδας, σήμερα, μετά την συστηματική αποδόμηση τόσο της θρησκευτικότητας, όσο και της ιστορίας, αλλά και της ιδεολογίας σε κοινωνικό επίπεδο, η παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, επειδή γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να διαγράψει αυτή την έννοια «του ανήκειν», χρησιμοποιεί νέες θρησκείες, ιστορίες και ιδεολογίες για να παγιδεύσει τους ανθρώπους, και ιδιαίτερα τους νέους, σε μια ζωή ακίνδυνη για το σύστημα, σε μια ζωή χωρίς απώτερο νόημα, όπου ο άνθρωπος θα παραμένει παθητικός καταναλωτής συστημάτων και θεαμάτων.
Έτσι, το ποδόσφαιρο έχει γίνει πυρήνας «του ανήκειν» στην εποχή μας. Είναι θρησκεία για πολλούς, ιδίως τους φτωχούς και τους νέους. Για τους φτωχούς, γιατί δεν έχουν εύκολα πιο συναρπαστικό και φτηνό τρόπο διασκέδασης. Για τους νέους γιατί στο γήπεδο μπορούν να φωνάξουν, να κάνουν φιλίες, να βγάλουν την επαναστατικότητά τους, να κουβεντιάσουν για το δίκιο και το άδικο, να χειροκροτήσουν, να αποδοκιμάσουν, να εκτονωθούν, ακόμη και να χτίσουν μέσα τους εικόνες εχθρών, που θα τους δώσουν νόημα στη ζωή τους. Έτσι εξηγείται και η βία στα γήπεδα. Δεν υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι το να χτυπά, να σκοτώνει, να διαπομπεύει με τον αισχρότερο τρόπο είτε ποδοσφαιριστές είτε διαιτητές είτε οπαδούς άλλης ομάδας είναι υγιές. Όμως, έτσι δίνει νόημα στη ζωή του. Υπάρχει κάποιος που η ύπαρξή του και μόνο του δίνει το δικαίωμα να παλεύει για κάτι στη δική του ζωή. Να βγάλει από μέσα του την ανάγκη για επιτυχία, για εξουσία, για νίκη, η οποία μόνο με την ύπαρξη κάποιων που του αμφισβητούν αυτές τις ανάγκες μπορεί να επιτευχθεί.
Το ίδιο το σύστημα δεν θέλει να πολεμήσει τη βία. Γιατί θα είναι σα να αρνείται αυτή την εξουσιαστική κουλτούρα, την οποία χτίζει μέσω του ποδοσφαίρου στους ανθρώπους. Αν ο άλλος δεν είναι εχθρός, τότε ποια η χαρά της νίκης; Και αν ο άλλος είναι καλύτερος, πώς μπορούμε να αποδεχτούμε ότι σε σχέση με εκείνον είμαστε αποτυχημένοι; Ο πόλεμος κρατά τον άνθρωπο σε εγρήγορση και τον κάνει να επιζητά να έχει περισσότερα εφόδια ή περισσότερα δηλωτικά της ταυτότητάς του. Έτσι, το εμπόριο το οποίο στηρίζεται στο ποδόσφαιρο, προτείνει στον οπαδό τις εφημερίδες, τα μπλουζάκια, τα κασκόλ, τις ιστοσελίδες στο Ίντερνετ, τις τηλεοπτικές εκπομπές με τις ανάλογες διαφημίσεις, την ατέλειωτη ενασχόληση με την καθημερινότητα των ομάδων και των ποδοσφαιριστών, την κριτική των αγώνων, την διαιτησία και τα λάθη της, με αποτέλεσμα ο οπαδός να γίνεται, θέλοντας και μη, μαχητής.
Για την Εκκλησία το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι το οποίο φανερώνει τάλαντο, χάρισμα τόσο προσωπικό, όσο και συλλογικό. Όταν αυτοί που ασχολούνται μαζί του χαίρονται με τη νίκη, λυπούνται με την ήττα, αλλά δεν λησμονούν ότι είναι παιχνίδι και όχι τρόπος εξουσίας, το ποδόσφαιρο αποτελεί έναν σύγχρονο τρόπο ψυχαγωγίας. Και αν «του ανήκειν» στην ποδοσφαιρική κοινότητα της μίας ομάδας ή της άλλης, προηγείται «το ανήκειν» στην εκκλησιαστική κοινότητα, στην Ενορία, στη συνάντηση της Θείας Λειτουργίας, όπου ο άνθρωπος, και μάλιστα ο νέος, μαθαίνει την αγάπη, τη χαρά της κοινωνίας, την συνύπαρξη με τον άλλο, τον οποιονδήποτε άλλο, όπου κι αν ανήκει, τότε υπάρχουν οι προϋποθέσεις να μη γίνεται η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο αφορμή υποταγής σε ένα σύστημα που αφαιμάσσει την κριτική σκέψη, τη χαρά του παιχνιδιού και προετοιμάζει πολεμιστές.
Το κενό συλλογικότητας της εποχής μας καλύπτεται και από το ποδόσφαιρο. Όμως το κενό νόηματος, η έλλειψη προοπτικής αιωνιότητας, η απουσία της αγάπης, η ματιά ελευθερίας, δεν μπορούν να αναπληρωθούν μέσα από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή από την υποστήριξη μιας ομάδας. Τόσο η Εκκλησία δια των ενοριών της, όσο και ο καθένας μας ως μέλος της εκκλησιαστικής κοινότητας, καλούμαστε να ξεκαθαρίσουμε το νόημα ζωής που δίνει η πίστη και που είναι ο Χριστός, και στην προοπτική που αυτό γεννά, χωρίς να απορρίψουμε τον σύγχρονο κόσμο, να κρίνουμε την πορεία του. Για να μπορούμε να χαιρόμαστε αληθινά με τα παιχνίδια του, χωρίς αυτά να γίνονται η ζωή μας.