5/8/10

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ


Όταν κανείς πρωτοπηγαίνει στις ΗΠΑ, πρέπει να αποφασίσει προηγουμένως αν θα πετάξει προς τα εκεί αφήνοντας στην άκρη όλες τις προκαταλήψεις ή τις προσδοκίες γι’ αυτήν την αληθινά αχανή χώρα και τους ανθρώπους της ή αν θα αναζητήσει να βρει ό,τι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ιστορία, η τηλεόραση έχουν γεννήσει στο νου και την καρδιά του. Και είναι πολλές, τόσο οι προκαταλήψεις όσες και οι εικόνες που γεννά το άκουσμα της λέξης «Αμερική». Από την μια ο φθόνος για τον πλούτο τόσο των αγαθών όσο και των στάσεων ζωής που η υπερδύναμη φέρνει στον κόσμο, αλλά και τα αισθήματα απέχθειας που το πνεύμα της εξουσίας το οποίο την συνοδεύει έναντι των λαών, δυσκολεύουν τη νηφαλιότητα. Από την άλλη, η δύναμη της τεχνολογίας, οι ευκαιρίες που δίνει σε όλους όσους έχουν μεταναστεύσει εκεί, η ανοιχτή κοινωνία που αποδέχεται οποιονδήποτε θέλει να την αγαπήσει, χωρίς να εξετάζει την καταγωγή, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την ταυτότητα, δεν μπορεί παρά να καθιστούν τη χώρα θαυμαστή.
Και είναι το ζήτημα της ανοιχτής ταυτότητας αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Προϋπόθεση για να γίνεις αποδεκτός η εργατικότητα. Στην Αμερική δεν μπορείς να τεμπελιάζεις. Στην Αμερική δεν μπορείς να μην παράγεις. Η δουλειά σε σκλαβώνει, αλλά και σου δίνει αγαθά τα οποία δεν είναι εύκολο να τα βρεις αλλού. Αναρωτιέσαι όμως κατά πόσον σου αφήνει περιθώρια να έχεις χρόνο για τον εαυτό σου, χρόνο να αναζητήσεις νόημα ζωής, να κρατάς τον μέσα εαυτό σου ζωντανό.
Εδώ έρχεται η δική σου κοινοτική ταυτότητα. Η Αμερική σε αφήνει να κρατήσεις ζωντανή την καταγωγή σου. Να μην απαρνηθείς τις ρίζες σου, τη γλώσσα σου, την θρησκευτική σου πίστη, την ιστορία σου, τα έθιμά σου. Η Αμερική δεν θέλει να σε εκσυγχρονίσει με φιρμάνια και ιδεοληψίες. Σου προσφέρει και σου προσφέρεται. Αρκεί να μην πειράζεις τον άλλο. Αρκεί να μη γίνεσαι επικίνδυνος για τον άλλο. Αρκεί να σέβεσαι το νόμο. Η παγκοσμιοποίηση στην Αμερική φαίνεται από την μαζική κατανάλωση, την μαζική διασκέδαση, την μαζική πληροφόρηση. Όμως η παγκοσμιοποίηση του αμερικάνικου συστήματος δε σου ζητά να της παραδοθείς ψυχή τε και σώματι. Σου επιτίθεται ψυχή τε και σώματι δείχνοντάς σου ότι αν θέλεις να επιβιώσεις και να πετύχεις, πρέπει να προσαρμοσθείς στους ρυθμούς της, αλλά δεν την νοιάζει αν τελικά εσύ παραμείνεις ελεύθερος. Αν εσύ κρατήσεις ζωντανή την ταυτότητά σου. Ίσα-ίσα, την εκτιμά. Την αναγνωρίζει. Καλεί τους εκπροσώπους της ταυτότητάς σου στο Λευκό Οίκο, στο Δημαρχείο της κάθε πόλης, παρακολουθεί την παρέλαση για την εθνική σου γιορτή, περιμένει το πανηγύρι σου, ξέρει να σε εκτιμά γι’ αυτό που κάνεις.
Το πρόβλημα στην Αμερική είναι το ποιος θέλεις να είσαι εσύ. Και, κυρίως, το αν είσαι αποφασισμένος να κρατήσεις για τον εαυτό σου, για τα παιδιά σου, για τα εγγόνια σου, τις ρίζες σου. Να μην σε καταπιεί η ανοιχτή ταυτότητά της, αλλά να το παλέψεις. Κι εκείνη απλόχερα σου δίνει το δικαίωμα, αρκεί να έχει χρήματα, διάθεση, αλλά και να μην παραβιάζεις τις ελάχιστες προϋποθέσεις του νόμου της, που δεν σε ενοχλούν, γιατί ξέρεις ότι είναι για το κοινό καλό.
Είναι θαυμαστός ο πολιτισμός στην Αμερική. Η μεγαλοπρέπεια των ουρανοξυστών, αλλά και η οίηση των ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Η αγγλοσαξονική ευγένεια που μπορεί να μη γεννά φιλία και μοίρασμα, αλλά σε κάνει να χαίρεσαι διότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που χαιρετάνε και χαμογελάνε. Η ομορφιά των γειτονιών εκτός του κέντρου των μεγαλουπόλεων. Το πράσινο γύρω από τα χαμηλά σπίτια. Η συνεισφορά όλων, ώστε η συνοικία να είναι καθαρή. Η κυριαρχία της τεχνολογίας. Τα πολλά αυτοκίνητα και οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι. Η αίσθηση της δύναμης, της τάξης, της αυτοπειθαρχίας.
Είναι εμφανείς όμως και οι τεράστιες ανισότητες στη ζωή της Αμερικής. Τα 50.000.000 «Σπανιόλοι» που δεν έχουν ασφάλιση και περίθαλψη. Που δουλεύουν μαύρα. Που αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση των πλούσιων και αναπτυγμένων. Μια κοινωνία η οποία αντιδρά στα οράματα του Ομπάμα για περισσότερη αλληλεγγύη. Γιατί αυτή προϋποθέτει φόρους. Και οι φόροι μειώνουν τα κέρδη. Και παράλληλα η αίσθηση της ανασφάλειας. Πολλή αστυνομία στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Αλλά και οι σειρές στην τηλεόραση. Σειρές βίας, εγκλημάτων, τρομοκρατίας, αστυνόμευσης, εξιχνίασης. Όπως και οι ταινίες. Το «αμερικάνικο όνειρο» είναι για όλους, αλλά η κοινωνία δείχνει σκληρότητα για όσους δεν μπορούν.
Οι Έλληνες ομογενείς εργάζονται στην Αμερική. Και γι’ αυτό έχουν προοδεύσει. Παρά τα χρήματά τους όμως, αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή την επαφή με την πατρίδα. Αρκετοί έρχονται κάθε καλοκαίρι στον τόπο της καταγωγής τους. Όλοι στηρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, γράφονται μέλη της κοινότητας, καλύπτουν τον μισθό του ιερέα, οργανώνουν συναντήσεις κάθε Κυριακή μετά το τέλος της λειτουργίας σε χώρους του ναού, στηρίζουν οικονομικά σχολεία ή μαθήματα ελληνικών τα απογεύματα, για να μπορούν τα παιδιά τους να μην ξεχνούν την ταυτότητά τους και, γενικά, τα πάντα λειτουργούν στον άξονα Ορθοδοξία, Ιστορία, Πολιτισμός, Γλώσσα. Δεν τα καταφέρνουν πάντα. Ωστόσο, προσπαθούν. Ίσως στην Αμερική, όπως και στις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης συναντάς την αληθινή νοσταλγία για την Ελλάδα. Αυτή που εμείς έχουμε αφήσει στο περιθώριο, «μπουκωμένοι» από τους μοντερνισμούς μας.
Και κάτι επίκαιρο. Η θεία λειτουργία γίνεται στα αρχαία ελληνικά. Τον Απόστολο, το Ευαγγέλιο, το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» το λένε και στα αγγλικά, όπως και κάποιες από τις αιτήσεις. Σε κάποιους ναούς γίνεται δίγλωσσο κήρυγμα. Ωστόσο, δεν σκέφτονται να εγκαταλείψουν τα αρχαία, χάριν της κατανόησης των νεωτέρων. Το πρόβλημα δε λύνεται δια της απαλοιφής του δύσκολου, αλλά δια της προτροπής στους νεώτερους να εκκλησιάζονται, ώστε να το κατανοήσουν και με το νου και με την καρδιά τους. Οι βιασύνες δεν ωφέλησαν ποτέ. Μέτρο και εντοπισμός στις αληθινές αιτίες του γλωσσικού προβλήματος είναι οι λύσεις.
Ένα ταξίδι στην Αμερική δεν περιγράφεται σε λίγες γραμμές. Άλλωστε, η όποια εικόνα σχηματίζει κανείς, δεν μπορεί παρά να είναι αποσπασματική. Αυτό που σου μένει είναι οι άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που ακούνε για την Ελλάδα, για την πατρίδα και δεν κλείνουν την τηλεόραση ούτε κοροϊδεύουν, αλλά πονάνε. Και, ταυτόχρονα, αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή στην καρδιά τους όχι μόνο την μνήμη, αλλά και την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Έστω κι αν τώρα έχουν δύο πατρίδες. Και οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Αν κρατούσαμε λίγο από τον δικό τους πόνο για την πατρίδα μας, την ιστορία της, τον πολιτισμό της, τη γλώσσα της, με άξονα την ελληνορθόδοξη παράδοση, τότε ίσως δεν θα νοιαζόμασταν μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά θα βλέπαμε ευρύτερα. Ότι χωρίς ταυτότητα, δεν έχει νόημα το παγκόσμιο. Σε καταπίνει, όσο κι αν θέλεις να αντισταθείς. Εδώ, όσοι θέλουν να λέγονται «εκσυγχρονισμένοι», κηρύττουν εναντίον της παράδοσης. Πού θα στηριχτούμε όμως για να μπορέσουμε να παλέψουμε αληθινά εναντίον όλων των δυναστών μας; Καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα του αεροπλάνου και πατούσαμε στην Ελλάδα, αυτό το ερώτημα ανέβαινε αυθόρμητα στη σκέψη μας. Εκείνοι παλεύουν να κρατήσουν το συλλογικό, την κοινότητα, το «εμείς». Εμείς;
π. Θεμιστοκλής