1/19/10

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Η’ΛΑΟΣ;

Η συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή την πρόθεση της Πολιτείας να φέρει νομοσχέδιο για την χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά των επί πενταετία νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα μεταναστών, έφερε στο προσκήνιο και πάλι το ζήτημα της εθνικής μας ταυτότητας. Ανεξάρτητα με την τελική απόφαση σχετικά με το ποια κριτήρια θα πρέπει να ισχύσουν αναφορικά με την ιθαγενοποίηση των μεταναστών, που είναι ζήτημα της πολιτείας και των αιρετών εκπροσώπων μας, οι οποίοι θα κληθούν να νομοθετήσουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, μεγάλο προβληματισμό προκαλούν σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη δύο θεωρήσεις των πραγμάτων που επανήλθαν στο προσκήνιο.
Η πρώτη έχει να κάνει με την συνεχή αμφισβήτηση της ταυτότητάς μας από μερίδα ιστορικών που καθοδηγούν ιδεολογικά μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ και των Πανεπιστημίων μας, ενίοτε χωρίς αντίδραση. Συγκεκριμένα, η μερίδα αυτή υποστηρίζει ότι η εθνική μας ταυτότητα προέκυψε ουσιαστικά κατά παραγγελίαν από την εθνική ιστοριογραφία, η οποία αναπτύχθηκε μετά την Επανάσταση του 1821, είτε στην προσπάθειά της να αντιδράσει στη θεωρία του Φαλμεράγιερ ότι οι Νεοέλληνες δεν είχαν καμία σχέση με τους Αρχαίους και το Βυζάντιο, είτε επειδή η πολιτεία ήθελε να πετύχει την εθνική ομοιογένεια στα εδάφη που περιλαμβάνονταν στο νεοελληνικό κράτος. Η εθνική ταυτότητα του νεοελληνικού κράτους είναι κατασκεύασμα, και ως τέτοιο, χρειάζεται αποδόμηση και αναθεώρηση. Επομένως, επειδή ζούμε σε εποχή πολυπολιτισμικότητας, δεν μας χρειάζεται το κατασκεύασμα της ταυτότητας, αλλά η κοινωνική συνείδηση και η συνείδηση του πολίτη. Σ’ αυτή χωρούν ουσιαστικά χωρίς προϋποθέσεις και οι μετανάστες, ενώ με βάση την αρχή της ετερότητας και τον σεβασμό σ’ αυτήν, χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν στοιχεία που αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, όπως είναι η θρησκευτική πίστη. Όχημα της νέας αυτής νοοτροπίας είναι η παιδεία. Γι’ αυτό και χρειάζεται να αλλάξουν προς τη νέα κατεύθυνση τα βιβλία της Ιστορίας, ενώ είναι αμφίβολης χρησιμότητας το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο ή θα πρέπει να γίνει προαιρετικό ή να εξοβελισθεί από το σχολικό πρόγραμμα ή να μετατραπεί σε θρησκειολογικό.
Η δεύτερη θεώρηση των πραγμάτων έχει να κάνει με την έννοια του «πληθυσμού», η οποία πρέπει ουσιαστικά να αντικαταστήσει την έννοια του «λαού». Δεν υπάρχει ελληνικός λαός, αλλά πληθυσμός που ζει στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός αποτελείται από αυτόχθονες Έλληνες και από διάφορες άλλες πληθυσμιακές ομάδες που έλκουν την καταγωγή τους από διάφορα μέρη του κόσμου, και οι οποίες πρέπει να συνυπάρξουν με υπέρβαση του ρατσισμού, του εθνικισμού και κάθε λογής –ισμού, με τους αυτόχθονες. Κριτήριο της συνύπαρξης τα ατομικά δικαιώματα. Τόπος συνύπαρξης η κοινωνία και η καθημερινότητα. Αν επιτευχθεί η πολιτογράφηση των μεταναστών και η ισοπολιτεία τους με τους αυτόχθονες, με αιχμή του δόρατος το δικαίωμα του «εκλέγειν», και, γιατί όχι, του «εκλέγεσθαι», τότε η πολυπολιτισμική κοινωνία θα έχει πραγματωθεί.
Η νοοτροπία αυτή, όσο κι αν θέλει να καλύπτεται με το μανδύα του «εκσυγχρονισμού» και της «προοδευτικότητας», στην ουσία αποτελεί μία συνεχιζόμενη απόπειρα προσαρμογής μας στα της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης πραγμάτων. Χωρίς να αρνούμαστε το γεγονός ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», ότι έχουμε επηρεασθεί και επηρεαζόμαστε καθημερινά από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, εντούτοις δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από την δική μας ετερότητα στο όνομα της προσαρμογής μας στα σύγχρονα δεδομένα. Γιατί αν επικρατήσει άνευ όρων αυτή η αντίληψη, τότε οι μετανάστες ή θα απωλέσουν τη δική τους ετερότητα για να ενταχθούν σε μια καταναλωτική κοινωνία όπως θα έχει γίνει η δική μας, ή, επειδή αυτοί θα έχουν ανάγκη να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη του τόπου καταγωγής τους (όπως έγινε και με τους Έλληνες στην Αμερική, τη Γερμανία, την Αυστραλία και αλλού), θα περιχαρακωθούν σε στοιχεία της ταυτότητάς τους, τα οποία υπάρχουν πιθανότητες να αποτελέσουν εμπόδια στη συνύπαρξή μας (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μουσουλμάνοι στη Γαλλία).
Για να μας γνωρίσουν και να τους γνωρίσουμε, χρειάζεται να έχουμε επίγνωση του ποιοι είμαστε. Ο μετανάστης έρχεται στον τόπο μας. Έρχεται για να εκπληρώσει το όνειρο και το όραμα μιας καλύτερης ποιότητας ζωής τόσο για τον ίδιο, όσο και για τα παιδιά του. Εκτός από εργασία και αποδοχή συγκατοίκησης (με την ύπαρξη νόμων και όχι την εκμετάλλευση των μεταναστών, όπως γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα), για να υπάρξει πραγματική ενσωμάτωση, χρειάζεται διάλογος. Αυτός που έρχεται, πρέπει να γνωρίσει τα στοιχεία της ταυτότητας εκείνου που συναντά. Τη γλώσσα, την ιστορία, την θρησκευτική πίστη, την πολιτιστική παράδοση, την πνευματικότητα. Η γνωριμία δεν σημαίνει ταυτόχρονα εγκατάλειψη της δικής του ταυτότητας. Αποτελεί την αφορμή για γόνιμο διάλογο, κατανόηση και σεβασμό. Αν το μόνο που γνωρίζει ο μετανάστης είναι έναν λαό που κρύβει τις ιδιαιτερότητές του, το παρελθόν του, την θρησκευτικότητα που τον κάνει να γιορτάζει, να χαίρεται, να δίνει νόημα στην καθημερινότητά του, αλλά και στα μεγάλα γεγονότα της ζωής (γέννηση, σχέση, θάνατος), τότε δεν υπάρχει περιθώριο για γνήσιο διάλογο. Διότι εμείς ή θα παρουσιάσουμε προσωπεία ή, εγκαταλείποντας το πρόσωπό μας, θα τον κάνουμε να πιστέψει ότι δε ζει στην Ελλάδα, αλλά σε μία κοινωνία με δυτικές αξίες, χωρίς όμως ταυτότητα.
Η ταυτότητά μας δεν είναι κατασκεύασμα κάποιας σχολής ιστοριογραφίας ή κάποιων πολιτικών που επέλεξαν να μας κάνουν Έλληνες. Η ταυτότητά μας διατηρήθηκε στους αιώνες της Τουρκοκρατίας και της Βενετοκρατίας χάρις στο αίμα των νεομαρτύρων, τη γλώσσα της εκκλησιαστικής λατρείας, τη γιορτή και το πανηγύρι της κοινότητας και την αίσθηση ότι το Γένος μας είναι διαφορετικό από τους Οθωμανούς και τους Δυτικούς. Η ταυτότητά μας έχτισε επαναστατικά κινήματα, δίψα για ελευθερία, συνείδηση σωτηρίας. Γέννησε πρόσωπα όπως ο Διονύσιος Φιλόσοφος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Αδαμάντιος Κοραής, οι Κολλυβάδες. Γέννησε Αγίους και, ταυτόχρονα, διατήρησε την ετερότητα του λαού μας. Γι’ αυτό και όταν προετοιμάσθηκε και όταν ξεκίνησε η επανάσταση του 1821, παρά τις αδυναμίες και τα ελαττώματα της «φυλής μας», αγκαλιάστηκε από το λαό και έκανε το αίμα να γράψει ιστορία.
Δεν είμαστε απλώς πληθυσμός. Είμαστε λαός με παρελθόν και παρόν. Και η ταυτότητά μας δεν είναι κλειστή. Όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αγνοούν τις αληθινές διαστάσεις της. Συζήτηση γι’ αυτήν χρειάζεται. Για να κατανοήσουμε ότι έχοντάς την ως βάση, γνωρίζοντάς την και σπουδάζοντας τις αξίες της, μπορούμε να συναντήσουμε τον μετανάστη. Να διαλεχθούμε μαζί του με αγάπη. Χωρίς να τον φοβόμαστε γιατί είναι διαφορετικός. Φοβάται όποιος δεν γνωρίζει καλά ποιος είναι. Μόνο τότε είναι ανασφαλής. Φοβάται αυτός που δεν έχει στηρίγματα. Που έχει εγκαταλείψει στο όνομα του ευδαιμονισμού και της κατανάλωσης την πνευματική του υπόσταση. Και τότε ψάχνει να πιαστεί από στρεβλώσεις.
Ας μη λησμονούμε ότι την ταυτότητά μας την στερέωσαν, μεταξύ άλλων, το ελεύθερο πνεύμα των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών μας και η εκκλησιαστική συνείδηση, που παρά την αλλοτρίωση, παρέμεινε ζωντανή στην λαϊκή ευσέβεια και παράδοση. Στην αγάπη προς όλους και στο βίωμα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι εικόνα Θεού. Αν θέλουμε να χτίσουμε κοινωνική συνείδηση και συνείδηση πολίτη, χρειάζεται να εμφυσήσουμε αξίες στο λαό μας. Να διατηρήσουμε την ιδιοπροσωπία του και όχι να την καταργήσουμε. Αλλιώς, θα θερίσουμε θύελλες, όπως όλοι αυτοί που «θαυμάζουμε» και θέλουμε να μιμηθούμε, ενώ οι ίδιοι συνειδητοποιούν τα αδιέξοδά τους.
Η Εκκλησία οφείλει να μην εγκλωβιστεί σε ανέξοδα και ευχάριστα κηρύγματα περί διαλεκτικής μεταξύ των ανθρώπων και σεβασμού στην ετερότητα, χωρίς όμως βάσεις πραγματικού διαλόγου. Διότι τότε θα θερίσει τις θύελλες της πλήρους αποχριστιανοποίησης της κοινωνίας, η οποία πρώτα αυτήν θα πλήξει, και ιδίως όσους μυωπικά εντοπίζουν την αποστολή της Ορθοδοξίας στη δημιουργία απλώς ενός καλύτερου κόσμου και όχι προσώπων που εν επιγνώσει θα γνωρίζουν ποιοι είναι και γιατί μπορούν να συνυπάρξουν με τους άλλους. Τους όποιους άλλους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός